Χάρτης 48 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-48/pyxides/mikri-klimaka-ghiannis-tsirmpas-ghiwrghos-khoiliaras-elisavet-khronopoyloi
H στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής, μια μουσική ή μια φωτογραφία. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.
Στους τρεις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί ο στίχος:
«Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα» του Οδυσσέα Ελύτη.
«Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα».
Ναι ρε αγάπη μου γλυκιά, αλλά το Έιντζελ είναι πισινό […] Σου είπα εγώ ότι δεν υπάρχει το Έιντζελ, ρε κούκλε μου; Παλικάρι μου, είναι πισινό το λάστιχο, οπίσθιο, πισινό, πίσω! […] Εγώ φίλε μου δεν το έχω μόνο στο σάιτ, το έχω κι εδώ στο μαγαζί μου, αγάπη μου γλυκιά, άμα θέλεις και είσαι εδώ γύρω έλα να το δεις […] Το Ρόσο είναι μπροστινό, μπαίνει μπροστά. Το Έιντζελ είναι πισινό, ρε παλικάρι μου όμορφο, τι δεν καταλαβαίνεις;[…] Το έχω, παλικάρι μου, εδώ το έχω, ε-δώ, το βλέπω μπροστά μου. Αλλά μπαίνει πίσω, καταλαβαίνεις; Είναι για τον πισινό τον τροχό. […] Πισινό! Και τι με ενδιαφέρει εμένα ποιος σου το είπε, αγόρι μου. Θέλεις να βάλεις πισινό λάστιχο στον μπροστινό τροχό, παλικάρι μου, αυτό θέλεις; Είσαι σίγουρος ότι αυτό θέλεις; […]Ρώτα αυτόν που σου το είπε, παλικάρι μου! […] Ε, ρε, δεν καταλαβαινόμαστε, είναι πισινό είπαμε το λάστιχο το Έιντζελ. Το σωστό το μπροστινό είναι το Ρόσο, τι να κάνουμε τώρα, αγόρι μου γλυκό; […] Ναι, εγώ το Ρόσο προτείνω. Το Έιντζελ είναι καλό για πίσω, το Ρόσο είναι μπροστινό λάστιχο. Καλό. Και μπροστινό. Είναι πισινό το Έιντζελ, μάνα μου σου λέω. […] Ναι μάνα μου […] Όπως θέλεις. Εγώ μια φορά στα είπα […] Πότε να έρθεις; Κάτσε να δω το ημερολόγιο. Τώρα κλείνουμε, αύριο 17 πήζουμε. Μισό. «Εγώ φεύγω», λέει, «Εσείς να δούμε τώρα» […] Στιχάκι είναι φίλε μου, στο ημερολόγιο […] Δεν φεύγω εγώ, κούκλε μου! Μακάρι να ‘φευγα. Στίχος λέμε. Στο ημερολόγιο εδώ […] Ναι, πού να πάω, ρε φίλε; Σκλάβος είμαι. Μεθαύριο, 18, στις οκτώ μπορείς; Έλα να σου βάλω το Έιντζελ μπροστά να πούμε […]
Είχε και άλλα να μου πει, αλλά φτάναμε στην αρχή
Δεν λες κουβέντα, είπε. Δεν κλαις κουφέτα. Δεν θες κουβέρτα. Πήραμε τη ζωή. Φθείραμε τη ζωή. Αγίως απέθαντη. Αγάπη πού ’γυρες. Βαστάζοι το φως γειώνουν. Σεβντάς η νύχτα. Όλους να τους βαστάς. Όσο μπορείς. Όσο βαρύς. Όσο βαρείς και αν είναι. Αν θυμηθώ τι ξέχασα, σύντομα θα με δεις. Κύματα ονείρων. Εγώ βλέπω. Εσείς δεν μένετε. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα. Κυρίως όμως, είπε. Κοίτα να είσαι σύντομος.
Περί δε την ενάτην ώραν
Περί δε την ενάτην ώραν και η τελευταία ρανίδα αίματος είχε στραγγίξει πια απ’ τις παλάμες του. Το σώμα μούδιασε κι απαλλάχθηκε από τον πόνο των ήλων. Άλλωστε, περί την ενάτην ώραν ήταν, όπως ήδη γνωρίζουμε, που το σκότος υποχώρησε στο φως κι εγένετο πάλι φως επί πάσαν την γην. Και τότε εκείνος άνοιξε τα βλέφαρα να δει τον κόσμο για τελευταία φορά. Και χαμήλωσε το βλέμμα να δει τους ανθρώπους για τελευταία φορά.
Και είδε το πλήθος που βοούσε βουβά και χειρονομούσε.
«Περίλυπος είναι η ψυχή μου», ψιθύρισε, «την ώρα τούτη την ενάτη, την ώρα του αποχαιρετισμού».
Και προσευχήθηκε με άυλη φωνή:
«Βρήκα το σπίτι ρημαγμένο, τον κήπο σας χορταριασμένο, τη λεμονιά σας να ψυχορραγεί.
Ξεχορτάριασα τον κήπο, πότισα τη λεμονιά. Ξαράχνιασα τους τοίχους, το ταβάνι, άνοιξα τα παράθυρα να μπει το φως. Έξυσα τη μούχλα απ’ τον νεροχύτη. Έπλυνα τα σεντόνια σας και τ’ άπλωσα στον ήλιο. Ύστερα σκούπισα, ξεσκόνισα, σφουγγάρισα. Έβαλα ψητό στον φούρνο κι έστρωσα το τραπέζι να σας περιμένει. Περί την τρίτη ώρα αποχαιρέτησα τη λεμονιά. Ζήσε, την πρόσταξα. Εσύ ζήσε, εγώ είναι ώρα να πηγαίνω. Και πήρα το μονοπάτι για τον λόφο.»
Πριν κλείσει τα βλέφαρα κοίταξε το πλήθος για τελευταία φορά.
«Ήρθε η ώρα», είπε. «Εγώ φεύγω, εσείς να δούμε τώρα». Και ξεψύχησε. Ήταν περί την ώρα την ενάτη, εννιά παρά δέκα, εννιά και δέκα, ίσως και τέταρτο.