Χάρτης 48 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-48/biblia/eksoithenwnontas-tin-eksoithenosi
——————
Εβδομήντα ένα διηγήματα συναπαρτίζουν το καινούργιο βιβλίο του Μισέλ Φάις, Εξουθένωση, τα οποία, γραμμένα όλα με τη μορφή του διαλόγου ή του μονολόγου, συστήνουν ένα πλήθος ετερόκλητων χαρακτήρων που είναι τοποθετημένοι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης (από το Δουβλίνο ως το Κουάλα Λουμπούρ και από το Όσλο ως το Σαν Πάολο) αλλά και σε χώρους ασαφείς, μεταιχμιακούς, φασματικούς,και μιλάνε, μόνοι τους ή ανά ζεύγη, για να σπάσουν τον ασφυκτικό κλοιό σιωπής που τους περιβάλλει και στενεύει την ύπαρξή τους . «Η σιωπή σου θυμίζει μύγα φυλακισμένη σε αναποδογυρισμένο ποτήρι», διατείνεται ένας χαρακτήρας στο διήγημα με τίτλο «Μια ταινία (1)». Είκοσι τρία χρόνια μετά τη συλλογή Από το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες, που τιμήθηκε το 2000 με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, ο Φάις επιστρέφει στη φόρμα του διηγήματος και την μπολιάζει με στοιχεία θεατρικής και κινηματογραφικής γραφής (στις οποίες επίσης έχει θητεύσει στο παρελθόν), κατά την προσφιλή του τακτική της ανάμειξης ή πρόσμειξης των ειδών.
Ομόρροπες όχι μόνο σε επίπεδο τεχνοτροπίας αλλά και σε επίπεδο θεματικής είναι οι εβδομήντα μία ιστορίες της Εξουθένωσης, με τη μοναξιά, το έρεβος της επικοινωνίας, την αποσύνθεση των σχέσεων, τον θάνατο, τη σεξουαλική στέρηση, τη φθορά, την αποξένωση, την εξάντληση να δίνουν τον τόνο και να διαμορφώνουν το πλαίσιο αυτών των αδύνατων συνομιλιών. Μια αδυσώπητη αναμέτρηση με το τέλος, σε όλες τις εκδοχές του, βρίσκεται στον θεματικό πυρήνα του βιβλίου, ένα τέλος που, είτε είναι επικείμενο είτε ήδη συντελεσμένο, διαστέλλεται και διαρκεί, διαποτίζοντας το παρόν, εισχωρώντας ως το μεδούλι του. Κουρδισμένα σε αυτόν τον μετέωρο χρόνο, στο πριν το τέλος, στο μετά το τέλος και στη μακρά διάρκεια του τέλους, είναι λοιπόν τα διηγήματα της Εξουθένωσης, παραπαίοντες μεταξύ του εδώ και του επέκεινα, του παρελθόντος και του μέλλοντος, του ύπνου και του ξύπνιου, της εξωφρενικής εξωτερικής πραγματικότητας και της εξωφρενικής εσωτερικής πραγματικότητας είναι οι χαρακτήρες του βιβλίου. Ο υπότιτλος του βιβλίου, Ντοκιμαντέρ ονείρων, αποδίδει με ακρίβεια αυτόν τον μετεωρισμό.
Μια σύγχρονη, οικουμενική συνθήκη υπαρξιακής κρίσης στο φόντο των διαφόρων κρίσεων από τις οποίες διέρχεται ο πλανήτης κατά την παρούσα ιστορική συγκυρία προβάλλει ο Φάις στην Εξουθένωση, επανερχόμενος σε μια αφηγηματική συνθήκη που είχε πρωτοσυστήσει σε ένα παλιότερο βιβλίο του, το μυθιστόρημα Από το πουθενά (εκδ. Πατάκη, 2015). Κι εκεί ένα πλήθος μοναχικών, εκτροχιασμένων, εξουθενωμένων χαρακτήρων, σπαρμένων ανά την υφήλιο, μετρούν, σε σύντομες διαλογικές ή μονολογικές σκηνές, την απόσταση που τους χωρίζει από τον εαυτό τους, τους άλλους και, εντέλει, την απόσταση των λέξεων από τα πράγματα . Στο Από το πουθενά οι σκηνές αυτές λειτουργούσαν ως ιντερμέδια μιας ενδελεχούς συνομιλίας, αρθρωμένης σε δέκα κεφάλαια-συνεδρίες, μεταξύ μιας ψυχαναλύτριας και ενός ψυχαναλυόμενου, στην οποία είναι θαμμένος μάλιστα ο σπόρος του καινούργιου βιβλίου του Φάις: «Αυτό που ξέρω, και το ξέρω καλά, είναι ότι συχνά έρχομαι εδώ εξουθενωμένος, με περιστοιχίζουν εξουθενωμένα πράγματα, με κατακλύζουν εξουθενωμένα πράγματα, όπου κι αν στραφώ εξουθενωμένα πρόσωπα, εξουθενωμένα βλέμματα, εξουθενωμένες σκέψεις, εξουθενωμένα κτίρια, εξουθενωμένα δέντρα, και κάθε μέρα κοιμάμαι όπως κοιμάμαι, ξυπνάω όπως ξυπνάω, κάτω από έναν εξουθενωμένο ουρανό», αποφαίνεται κάποια στιγμή ο ψυχαναλυόμενος συγγραφέας-ήρωας του Από το πουθενά, για να λάβει ως απάντηση την εξής ερώτηση της ψυχαναλύτριας που είναι καθισμένη στην πολυθρόνα απέναντί του: «Και τι ακριβώς θέλετε; Να εξουθενώσετε την εξουθένωση γύρω σας;» (Από το πουθενά, σσ. 79-80).
Στην Εξουθένωση αυτό το «γλωσσικό πλέγμα» (για να θυμηθούμε τον Πάουλ Τσέλαν) των ανά γης εξουθενωμένων τοποθετείται αναφανδόν εντός της σύγχρονης πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής συγκυρίας, ενώ ταυτόχρονα επεκτείνεται και ανάγεται πλέον σε μια συμπαντική, υπερβατική διάσταση – που τορπιλίζει φυσικά τον ρεαλισμό της αφήγησης: Ζωντανοί συνδιαλέγονται με ζωντανούς αλλά και με νεκρούς, νεκροί συνδιαλέγονται μεταξύ τους, ενώ, προς το τέλος του βιβλίου, ζώα πιάνουν κουβέντα σε άλλα ζώα, φυτά συζητούν με άλλα φυτά. Η κωμικότητα που αποπνέουν αυτοί οι διάλογοι (όταν λ.χ. παρακολουθούμε δυο αλογόμυγες να φιλοσοφούν για τον εδώ και τον άλλον κόσμο) διαπνέει στην πραγματικότητα όλο το βιβλίο και προωθεί συστηματικά την εξουθένωση της εξουθένωσης. Με ισχυρές καταβολές στο έργο συγγραφέων όπως ο Κάφκα, ο Μπέκετ, ο Μπέρνχαρντ ή ο Πίντερ, η απαστράπτουσα γραφή του Μισέλ Φάις ξέρει, με το μαύρο της χιούμορ, πώς να στραγγίζει το σκοτάδι και να προβάλλει την τραγωδία της ανθρώπινης κατάστασης ως κωμωδία, το παράλογο ως φάρσα.