Χάρτης 48 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-48/poiisi-kai-pezografia/prose-invents-poetry-discloses
του Γιάννη Παππά,
που γνώρισε τον «Πέτρο» από κοντά.
Τα κύματα έγλειφαν κάθε τόσο την αποβάθρα και, καθώς προχωρούσα κατά μήκος της, έκανα ανεπαίσθητα χορευτικά άλματα για να αποφύγω τα νερά. «Prose invents, poetry discloses», τον άκουσα να μου λέει, προτού μπω στο πλοίο. «Αυτό να θυμάσαι μόνο και καλό σου ταξίδι!». Χαιρετηθήκαμε κάπως βιαστικά. Έπρεπε να προφτάσω την μπουκαπόρτα, που περίμενε πίσω μου ανυπόμονα, σαν μισάνοιχτο στόμα έτοιμο να με καταπιεί. Σε λίγο θα περνούσα με γοργά βήματα πάνω από τα μισοσκουριασμένα της σίδερα για να επινοήσω την ανάμνηση ενός ταξιδιού που δεν είχα κάνει ακόμα. Καθώς στεκόμουν στο κατάστρωμα, κοίταξα προς το λιμάνι και σκέφτηκα πως η ζωή είναι όντως επινόηση, μία βιαστική επιβίβαση πάνω σε ένα σκαρί που εσύ ο ίδιος πρέπει να επινοήσεις. Δεν είναι ποίηση η ζωή, δεν υπάρχει τίποτα εκεί για να αποκαλυφθεί. Είναι μια πρόζα από ακαθόριστα σχέδια της συνείδησης πάνω στη γλιστερή επιφάνεια της τύχης.
Όταν ξεκινήσαμε, η νύχτα είχε ήδη απλώσει τις λείες παλάμες της πάνω στο νυσταγμένο στερέωμα, απαλύνοντας την τραχιά όψη των πραγμάτων και αποκαλύπτοντας τη θλιμμένη και μελαγχολική ομορφιά της σιωπής και του ονείρου. Ναι, η νύχτα είναι ποίηση. Ποίηση με τα όλα της. Το σκοτάδι, εξάλλου, είναι ο ισόβιος τρόφιμος της αποκάλυψης και ένα ταξίδι που εμπεριέχει νύχτα και θάλασσα είναι κάτι σαν ποίημα πάνω σε λευκό χαρτί, έτοιμο να αποκαλυφθεί. Εκείνη τη νύχτα όμως δεν υπήρχε κανένα νυχτόβιο μυστήριο για να μου αποκαλυφθεί. Το μόνο που σάλεψε στη θέα του αποπνικτικού λιμανιού, που ολοένα ξεμάκραινε καθώς διαπλέαμε τον Αργοσαρωνικό, ήταν μια μισοσκότεινη διερώτηση για το πώς θα μπορούσε να είναι ο κόσμος αν δεν ήταν εκείνο το ναυαγισμένο καράβι που ήταν. Ένα ναυάγιο σε θέα. Όπως ήρθε αυτή η σκέψη, έτσι κι έφυγε. Κύμα μετανιωμένο.
Άκουγα απορροφημένος τον αργόσυρτο σκοπό των κυμάτων, όταν μια συμπαθής νεανική φωνή μου ψιθύρισε.
«Καπνίζετε;».
«Έχω αναπτήρα, αν αυτός ήταν ο ακριβής στόχος της ερώτησής σας», της απάντησα περιπαιχτικά.
Αφού με κοίταξε κάπως αμήχανα, μου έγνεψε καταφατικά. Της έδωσα τον αναπτήρα που είχα πάντοτε στην τσέπη, από τότε που έκοψα το κάπνισμα, σαν ιερό λάφυρο από μια μάχη που δεν τέλειωσε ποτέ. Άναψε το τσιγάρο της, μου χαμογέλασε διστακτικά κι επέστρεψε στη θέση της. Προς στιγμήν ένιωσα να με τυλίγει σαν ψυχρό αεράκι η μονολεκτική εντύπωση που της είχα κάνει. Μαλάκας.
Τα βλέμματά μας δεν ξαναδιασταυρώθηκαν. Η νεαρή καπνίστρια, με νοτισμένους τους κροτάφους της από το αλατόνερο με το οποίο κάθε τόσο ράντιζε ο αέρας τα μαλλιά της, είχε βυθιστεί στην οθόνη του κινητού της. Εγώ βουτηγμένος στην οθόνη της σκέψης μου, είχα προσηλωθεί στην αυριανή διάλεξη που είχα να κάνω στο Ηράκλειο της Κρήτης σχετικά με την έννοια της αποκάλυψης στη σύγχρονη υπαρξιακή ποίηση. Οι ναύτες αρέσκονται να αφηγούνται στο λιμάνι ιστορίες για φουρτούνες και καταιγίδες από τις οποίες επέζησαν. Οι υπαρξιακοί ποιητές, από την άλλη, επιμένουν να μιλούν για το ναυάγιο της ύπαρξης από την ασφάλεια του μικροσκοπικού λιμανιού της γραφής. Υπάρχει όμως άραγε λιμάνι ασφαλές στην ποίηση; Έκλεισα εσπευσμένα την μπουκαπόρτα από την οποία άρχισαν να εισβάλλουν ορδές αυτόχειρων ποιητών μέσα στο πλοίο μου και στράφηκα πάλι προς την αρυτίδωτη γαλήνη της νυχτερινής μπουνάτσας, προετοιμάζοντας ψυχολογικά τον εαυτό μου για τον άβολο ύπνο ενός ταξιδιού χωρίς καμπίνα: δύο πλαστικές καρέκλες, πρόχειρα ενωμένες, τυλιγμένες από νερό, αλάτι κι αέρα. Όμως, ο σιγανός παφλασμός, που κάθε τόσο αποκαλυπτόταν μέσα από τη βουβή μελωδία του ταξιδιού, ήταν αρκετός ώστε στα μάτια μου, εκείνο το βράδυ, το αυτοσχέδιο πλαστικό μου κατάλυμα να μοιάζει με ένα καλογραμμένο υπαρξιακό ποίημα.
Είχε ήδη ξημερώσει, όταν ένας άντρας με στραβά κοκάλινα γυαλιά, με σκούντηξε ελαφρά στον ώμο. «Το πλοίο έφτασε στον προορισμό του. Παρακαλώ, πρέπει να αποβιβαστείτε». Χαμογέλασα νυσταγμένα και, καθώς σηκώθηκα, συνειδητοποίησα ότι η μέση μου ήταν πιο στραβωμένη και από του τύπου τα γυαλιά. Αποβιβαζόμουν μεταξύ των τελευταίων, σκουντουφλώντας στον θολό τοίχο της νύστας μου, όταν η νεαρή καπνίστρια με σταμάτησε: «Θέλω κάτι να σας πω. Ελάτε μαζί μου». Αλλά ξαφνικά επιτάχυνε τόσο το βήμα της που άρχισα να την χάνω από τα μάτια μου, ώσπου στο τέλος έγινε ένα με την άμορφη μάζα των επιβατών.
Η διάλεξη θα γινόταν στο Δημαρχείο του Ηρακλείου, γεγονός που είχε εντείνει δραματικά το άγχος μου. Γι’ αυτόν τον λόγο, αποφάσισα να κάνω μια βόλτα στο κέντρο, δοκιμάζοντας να διαχύσω την αγωνία μου στη δαιδαλώδη ρυμοτομία της πόλης. Κάπου είχα διαβάσει για μια ψυχαναλυτική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο λαβύρινθος αποτελεί μια πανάρχαιη, πλην όμως διαχρονική, θεραπευτική μέθοδο για τον κατευνασμό του άγχους. Όταν είχα πρωτοδιαβάσει αυτή τη θεωρία μού είχε φανεί τόσο συνωμοσιολογική όσο και ο σκοτεινός και αδιόρατος τρόπος με τον οποίο όλα κάπως συνδέονται μεταξύ τους στα μεταμοντέρνα αμερικανικά μυθιστορήματα. Λαβύρινθος και άγχος. Σημείωσα αυτές τις δυο λέξεις στο ημερολόγιό μου, οπλίστηκα με συνωμοτική διάθεση και ξεχύθηκα στα πολυσύχναστα στενά του Ηρακλείου, έτοιμος να δαμάσω τον ανθρωπόμορφο ταύρο του άγχους μου.
Το θέμα της διάλεξής μου ήταν η υπαρξιακή ποίηση δύο ποιητών που είχαν κοινή καταγωγή από το Ηράκλειο· οι δύο Διόσκουροι της κρητικής υπαρξιακής ποίησης. Η ποίησή τους με είχε απασχολήσει στη διδακτορική μου διατριβή και ήταν μια καλή ευκαιρία να αναπτύξω περαιτέρω το θέμα, βάζοντας επιπλέον μια –μάλλον εξεζητημένη– πινελιά εντοπιότητας που υπέθεσα πως θα γοήτευε τους Hρακλειώτες ακροατές μου. Από την ισχνή συρροή του κόσμου (ένας μυστακοφόρος αντιδήμαρχος –υπεύθυνος για τα πολιτιστικά του δήμου–, πέντε καθηγητές δευτεροβάθμιας, τρεις φοιτητές φιλολογίας, δύο ιερωμένοι και δυο-τρεις άλλοι, ξέμπαρκοι ή παραπληροφορημένοι περί του θέματος της δημοτικής εκδήλωσης) συνειδητοποίησα ότι η υστεροφημία των δύο υπαρξιακών μου Διόσκουρων δεν ήταν το φόρτε τους στη γενέθλια πόλη τους. Πέρα από δύο σχεδόν άφαντες οδούς που έφεραν δειλά το όνομά τους, η πόλη έμοιαζε να τους έχει ξαποστείλει στην αχαρτογράφητη επικράτεια της λήθης.
Είχε ήδη νυχτώσει όταν άφησα πίσω μου το επιβλητικό Δημαρχείο και τις αποτυχημένες υπαρξιακές εκδηλώσεις του και, εμφανώς αποπροσανατολισμένος, κατηφόρισα έναν από τους δαιδαλώδεις δρόμους του κέντρου, οι οποίοι –για κακή μου τύχη–, καθώς ήταν όλοι τους πρόσφατα πεζοδρομημένοι, έμοιαζαν τρομερά μεταξύ τους. Το παλιό καλό χαοτικό Ηράκλειο εξευγενίζεται –σκέφτηκα– εξακολουθώντας, παρ’ όλα αυτά, να παραμένει το ίδιο χαοτικό. Ένιωσα τότε να με ακολουθεί, σαν σκιά, μια τρεμάμενη φωνή. Εξέτασα με συνωμοτικό βλέμμα τον έρημο δρόμο και αφού σιγουρεύτηκα πως δεν ήταν το φάντασμα κάποιου λησμονημένου υπαρξιακού ποιητή, που επιζητούσε κάποιου είδους βεντέτα για τη χαμένη τιμή της υστεροφημίας του, συνέχισα ακάθεκτος την πορεία μου, προσποιούμενος πως δεν συμβαίνει τίποτε το παράδοξο ή μεταφυσικό. Για μια στιγμή, ήλπισα να πετύχω κάπου τη γοητευτική καπνίστρια του πλοίου, σαν Θησέας απαρηγόρητος που μάταια αναζητούσε να βρει το νήμα της Αριάδνης του, το οποίο είχε κοπεί απότομα κατά την πρωινή αποβίβαση.
«Prose invents, poetry discloses» άκουσα μετά από λίγο να ηχεί στα αυτιά μου τελείως καθαρά η τρεμάμενη φωνή. Έκανα μια στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου. Ήταν ο αγγλόφωνος εκείνος τύπος με τις προσωκρατικές, αινιγματικές ατάκες που είχα συναντήσει στο λιμάνι του Πειραιά. Μια ψηλόλιγνη σκιά, με κάτασπρα γένια κι ακόμα πιο κάτασπρα μαλλιά, που κάθε τόσο ξεπετιόταν στον δρόμο και ακινητοποιούσε με αφοπλιστικές ατάκες τους αμέριμνους διαβάτες, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τα τσιτάτα του Βάλτερ Μπένγιαμιν φέρονταν στους περαστικούς και τις πεποιθήσεις τους. Είχε ψηλή κι ασκητική κορμοστασιά, κάτι σαν τον Ρόμπερτ Λαξ, εκείνον τον πνευματιστή, μπίτνικ ποιητή, που στα τελευταία χρόνια της ζωής του αποφάσισε να αποβιβαστεί από το πολύβουο καράβι της Νέας Υόρκης, αναζητώντας μια πνευματικότερη ενέλιξη στη ζωή του, για να προσαράξει τελικά στο διαχρονικά μεταφυσικότερο και κατά τι ησυχαστικότερο νησάκι της Πάτμου. Το νησί της Αποκάλυψης. Το νησί της Ποίησης, με άλλα λόγια.
«Και τι αποκομίσατε από το σύντομο αυτό ταξίδι σας;» με ρώτησε εκείνος ο φτυστός Ρόμπερτ Λαξ, μεταμφιεσμένος σε Βάλτερ Μπένγιαμιν.
«Τώρα κατάλαβα» του απάντησα. «Τα κατάλαβα όλα, κύριε Λαξ».
«Τζακ ονομάζομαι. Άλλα αυτό δεν έχει και πολλή σημασία. Σημασία έχει τι καταλάβατε!».
«Κατάλαβα ότι η πρόζα είναι η επινόηση του εαυτού της και ότι όλα είναι ένα ψέμα, κύριε Τζακ Λαξ. Ένα ψέμα, όμως, που μπορεί να είναι πιο πραγματικό και από την ίδια την αλήθεια. Μερικές φορές δεν χρειάζεται να ανοίξεις μια αληθινή μπουκαπόρτα για να κάνεις πραγματικά ταξίδια. Μπορείς απλώς να την επινοήσεις. Το ταξίδι σου είναι ήδη εκεί, αγκυροβολημένο στο αόρατο λιμάνι μιας μυστικής μα καθόλα πραγματικής εμπειρίας. Οι φανταστικές ιστορίες που επινοούμε μπορεί να είναι το ίδιο πραγματικές με τις ιστορίες που έχουμε ζήσει. Οι δύο λησμονημένοι υπαρξιακοί Διόσκουροι, λόγου χάρη, που, κατά τ’ άλλα, ανήκουν στην πιο πραγματική πραγματικότητα της λογοτεχνικής ιστορίας, αλλά δεν τους διαβάζει πλέον κανείς, μπορεί να είναι το ίδιο επινοημένοι όσο και μια νεαρή καπνίστρια που καπνίζει φανταστικά τσιγάρα σε επινοημένα πλοία».
«Λάθος καταλάβετε, κύριε Παξ. Πολύ λάθος τα καταλάβατε όλα!», μου απάντησε η τρεμάμενη φωνή και μ’ αυτόν τον άκομψο και αποστομωτικό τρόπο με χαιρέτησε βιαστικά και χάθηκε στο βάθος της νύχτας.