Χάρτης 20 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2020
https://www.hartismag.gr/hartis-20/biblia/h-rhtorikh-ths-poihshs
Ο Θεοδόσης Βολκώφ μετρά δεκαέξι χρόνια στο χώρο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Η νέα του συλλογή, Versus, έρχεται για να τροφοδοτήσει τη συζήτηση περί των μορφολογικών επιλογών μίας μερίδας σύγχρονων ποιητών που γράφουν σύμφωνα με τα μέτρα και τις απαιτήσεις της παραδοσιακής προσωδίας. Ο Βολκώφ, από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση με τη συλλογή Τα τραγούδια της ψυχής και της κόρης (εκδ. Γαβριηλίδης 2004), έδειξε τον σαφή του προσανατολισμό προς την καλλιέργεια παραδοσιακών ποιητικών μορφών και, το τελευταίο του βιβλίο, παρά την ένταξη μέσα σε αυτό και ελευθερόστιχων ποιημάτων, χαράσσει ευκρινέστερα την πορεία του αυτή. Πράγματι, τα ποιήματα, στην πλειονότητα τους τους, είναι τεχνουργημένα είτε στη βάση συγκεκριμένων ποιητικών ειδών –βιλανέλα, σονέτο, παντούμ, μπαλάντα, τετράστιχο (στην αγγλική μάλιστα γλώσσα)– είτε σε σχήματα που διαμορφώνει πάνω σε παραδοσιακά πρότυπα. Η επισήμανση αυτή αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν συνυπολογίσει κανείς την σποραδική ή συστηματική χρήση της καθαρεύουσας ως γλωσσικού ενδύματος κάποιων από τα ποιήματα που, λόγω ακριβώς αυτού του συνδυασμού γλώσσας και μορφής, απηχούν παλαιότερες ποιητικές κατευθύνσεις και σχολές. Πιο συγκεκριμένα, νομιμοποιείται κανείς να επιχειρήσει μία σύνδεση της ποίησής του με την αντίστοιχη της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής που επί μία περίπου πεντηκονταετία (1830-1880) κυριάρχησε στον χώρο των γραμμάτων και διαμόρφωσε τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: ρομαντική τεχνοτροπία, αισθηματολογία, έντονη απαισιοδοξία, λεκτική πληθωρικότητα, ρητορισμός, χρήση της καθαρεύουσας, πατριωτική, κοινωνική και ερωτική θεματολογία.
Όλα τα παραπάνω απαντώνται, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, στην ποιητική συλλογή του Βολκώφ και διαμορφώνουν ένα ευρύ πεδίο προβληματισμού σε σχέση με τις επιδράσεις που ενδεχομένως έχει δεχθεί ο ποιητής –είναι άλλωστε μελετητής ενός εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων της γενιάς αυτής, του Αχιλλέα Παράσχου– και τον βαθμό στον οποίο τις έχει αφομοιώσει. Η ανάγνωση των ποιημάτων του, σε ένα πρώτο επίπεδο, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν, πράγματι, επιρροές τόσο στο επίπεδο του ύφους όσο και της θεματολογίας. Δεν είναι μόνο η καθαρεύουσα, είναι και ο υψηλός τόνος των ποιημάτων, η μεγαλοστομία, η ορμητική ροή του στίχου, ο λεκτικός πληθωρισμός, η αφόρμηση από θέματα κοινωνικά, εθνικά, αλλά και ερωτικά με διάθεση άλλοτε απαισιόδοξη, άλλοτε ρομαντική και άλλοτε σατιρική. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή συνιστά μια απόπειρα και μία πρόταση να ξαναδιαβαστεί και να επανεκτιμηθεί η ποίηση της Σχολής αυτής για να αποκατασταθεί, εν μέρει, η πληγή που έχει καταφέρει στο κύρος της η μεγάλη της «αντίπαλος», η Επτανησιακή Σχολή.
Μια δεύτερη, ωστόσο, ανάγνωση δημιουργεί ορισμένες επιφυλάξεις ως προς την άκριτη αποδοχή του αποτελέσματος της σύγκρισης και την θεώρηση του Βολκώφ ως ενός εκ των επιγόνων της Σχολής αυτής. Κι αυτό γιατί, μέσα από τα ποιήματά του, αναδύεται ένα στοιχείο που συνιστά την ειδοποιό διαφορά του από τους ποιητές της γενιάς του 1830 και που δεν είναι άλλο από την αυτοαναφορικότητα που, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο έκδηλη, ενυπάρχει στα ποιήματά του. Πρόκειται για μια ποίηση καθαρά προσωπική που, ενώ εντειχίζεται σε ένα κέλυφος που δεν διακρίνεται για τους χαμηλόφωνους τόνους του, όπως θα απαιτούσε μια τέτοια ποίηση, υπαγορεύεται σε μεγάλο βαθμό από προσωπικές αναζητήσεις και προβληματισμούς. Ο Βολκώφ, δηλαδή, ενώ επιχειρεί να αναβιώσει μορφές και εκφάνσεις μιας ποίησης υψηλόφωνης, μιας ποίησης που μοιάζει να συντίθεται υπό το κράτος και την καταλυτική παρουσία και επενέργεια της περιβόητης Μούσας, στην πραγματικότητα, αυτό που επιζητά είναι να μιλήσει για τις δικιές του πληγές, τα όνειρα, τις προσδοκίες, τις διαψεύσεις.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, θα μπορούσε κανείς να μεθοδεύσει έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης αυτής της περίπτωσης και μία μετάβαση από τη σύγκριση στη σύγκλιση των έργων και των δημιουργών τους. Κι αυτό διότι ο Βολκώφ αναπτύσσει μεν έναν διάλογο με τους προγενέστερους ομοτέχνους του, υιοθετεί στοιχεία της ποίησης και της ποιητικής τους, ανταμώνει με τον τρόπο τους και τη θεματική τους, παράλληλα όμως επιδίδεται στην σύνθεση ενός δραματικού – ποιητικού μονολόγου, με τον οποίο ουσιαστικά επιχειρεί να αφήσει το δικό του ίχνος από το πάθος που δονεί και τον ίδιο και τους στίχους του. Πρόκειται ουσιαστικά για τη σύζευξη μιας ομολογίας και μιας εξομολόγησης. Η πρώτη αφορά τη μορφή, τον τρόπο, την τεχνική, είναι η ομολογία των οφειλών του ποιητή στους δασκάλους της παραδοσιακής στιχουργίας, ενώ η δεύτερη αφορά το περιεχόμενο, τη σκέψη, την ίδια την τέχνη, είναι η εξομολόγηση των παθών του σύγχρονου ανθρώπου. Η διάσταση αυτή, όπως είναι φυσικό, διαμορφώνει έναν ορίζοντα αυξημένων απαιτήσεων για τον δημιουργό ο οποίος καλείται να λειτουργήσει γεφυρωτικά ή συμφιλιωτικά ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους. Όταν η συμφιλίωση αυτή δεν επιτυγχάνεται, η διάσταση παραμένει, εξελίσσεται σε διάσπαση και δημιουργεί δυσκολία στην αναγνωστική πρόσληψη. Όταν όμως επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα είναι άκρως ενδιαφέρον τόσο μελετητικά, μέσα στο πλαίσιο των συγκριτικών θεωριών, όσο και αισθητικά όπως καταδεικνύουν οι παρακάτω στίχοι από το ποίημα «Η Μούσα του Επικείμενου»: Μίλα, Φωνή. Τι εννοείς; Όμως σωπαίνει./ Κι έχει την όψη της χλομή και παγερή./ Η Μούσα του Επικείμενου. Η Μούσα Οργή.// Αυτό που γράφω πριν πεθάνω με πεθαίνει.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Θεοδόση Βολκώφ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.