Χάρτης 47 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-47/metafrash/o-antras-poi-skotosa-eghw
ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Συντονισμός: Νίκος Πρατσίνης
——————
Στις 4 Οκτωβρίου, στην Αθήνα, στο πλαίσιο των εορτασμών για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση της πλέον αναγνωρίσιμης διεθνώς γυναικείας φωνής της πορτογαλικής λογοτεχνίας, της Agustina Bessa-Luis (1922-2022), ο Πολιτιστικός Τομέας της Πρεσβείας οργάνωσε στο χώρο της Πρεσβείας τρίωρο εργαστήριο συλλογικής μετάφρασης του διηγήματος της συγγραφέως με τίτλο «Ο άντρας που σκότωσα εγώ» [“O homem que eu matei"], από τη συλλογή Primeiros contos e outros contos, εκδ. Relógio d' Água, Λισαβώνα, 2020. Στη μεταφραστική διαδικασία συμμετείχαν οι: Παναγιώτης Αργυρόπουλος, Ιωάννα Ασλανίδου, Ελένη Βλάχου, Γιώργος Γεωργόπουλος, Βερονίκη Δαλακούρα, Πωλίνα Δημέα, Giovanni Coluccello, Λένα Κοντάκου, Χρήστος Κωτσακόπουλος, Αναστασία Μανδέκη, Κατερίνα Μπασακάλη, Μαρίνα Παπαδοπούλου, Νίκος Πρατσίνης, Αντιγόνη Ρυσάκη, Ana Maria Soares, Σοφία Φερτάκη.
Την προετοιμασία του εργαστηρίου συντόνισε ο μεταφραστής και διερμηνέας Νίκος Πρατσίνης, σε συνεργασία με τον φιλόλογο Χρήστο Κωτσακόπουλο, από τον Πολιτιστικό Τομέα της Πρεσβείας.
Από τους/τις δεκαπέντε συμμετέχοντες/συμμετέχουσες, μόνον κάποιοι/ες διέθεταν επαγγελματική εμπειρία στη μετάφραση. Στη συντριπτική πλειονότητα είχαν ως μητρική γλώσσα την ελληνική, ενώ παράλληλα διέθεταν υψηλό επίπεδο γνώσης της πορτογαλικής γλώσσα. Είχαν ήδη εργαστεί μεταφράζοντας ατομικά το διήγημα της Agustina Bessa-Luís, το οποίο είχαν λάβει εκ των προτέρων. Κατά τη διάρκεια των τριών ωρών του εργαστηρίου παρουσίασαν τις εκδοχές τους, οι οποίες συζητήθηκαν διεξοδικά, και αντάλλαξαν παρατηρήσεις μεταξύ τους, καθώς και με τον διευθύνοντα την διεξαγωγή του εργαστηρίου μεταφραστή Νίκο Πρατσίνη και την Ana Maria Soares. Η κ. Soares, καθηγήτρια Πορτογαλικής Γλώσσας και λουζόφωνων πολιτισμών στο ΕΚΠΑ, άνοιξε το εργαστήριο με μια μεστή παρουσίαση της ζωής και του έργου της Bessa-Luis, εστιάζοντας σε στοιχεία της γραφής της, ειδικά κάποια που μπορούν εύκολα να επισημανθούν και στο διήγημα. Ως φυσική ομιλήτρια της πορτογαλικής γλώσσας, και γνωρίζοντας πολύ καλά την ελληνική, συνέβαλε σημαντικά στη συνολική όσο και την επιμέρους μεταφραστική προσέγγιση του διηγήματος. Κυρίως σε σημεία που παρουσίαζαν γλωσσικές ή και πραγματολογικές λόγω πολιτισμικής ετερότητας δυσκολίες.
Στο βαθμό που κάθε ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου οδηγεί και σε μια διαφορετική πρόσληψή του, οι προσεγγίσεις πολλών ατόμων σε μια συλλογική μετάφραση αναδεικνύουν, στο μέτρο του δυνατού, περισσότερες πτυχές του στο μελλοντικό αναγνώστη της. Πέρα από μια δημιουργική επαφή με το έργο της συγγραφέως στο πρωτότυπο, το ζητούμενο στο εν λόγω εργαστήριο ήταν, συγκεκριμένα, και μια άρτια συνθετική τελική μεταφραστική εκδοχή. Λόγω έλλειψης χρόνου για τη μετάφραση του διηγήματος μέχρι τέλους, αρκετά από τα άτομα που συμμετείχαν απέστειλαν την εκδοχή τους στον Νίκο Πρατσίνη ο οποίος ολοκλήρωσε τη μετάφραση κατά τρόπο συνθετικό και συνδυαστικό.
Η εν λόγω πρωτοβουλία εκπαιδευτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα μέσω της διοργάνωσης εργαστηρίου συλλογικής μετάφρασης είχε την υποστήριξη του Camões, I.P. και του Εκδοτικού Οίκου Relógio d'Água, με σκοπό να γίνει ευρύτερα γνωστό το έργο της Agustina Bessa-Luís και να σηματοδοτήσει την εκατονταετηρίδα από τη γέννησή της καθώς και την ανάδειξη του βραβείου Camões, το οποίο έλαβε η συγγραφέας το 2004, του σημαντικότερου δηλαδή βραβείου πορτογαλόφωνης λογοτεχνίας.
Το εν λόγω εργαστήριο συλλογικής μετάφρασης, το πρώτο μιας σειράς παρόμοιων δράσεων, εγκαινιάστηκε από τον Αναπληρωτή Επικεφαλής της Αρχής Tiago Carvalho, ο οποίος προσέφερε Porto και καλωσόρισε τα δεκαπέντε άτομα που συμμετείχαν. Το επόμενο συλλογικό εργαστήριο λογοτεχνικής μετάφρασης θα πραγματοποιηθεί στις 7 Δεκεμβρίου και θα έχει ως αντικείμενο την ανάλυση και τη μετάφραση ποιημάτων του Ζοζέ Σαραμάγκου στο πλαίσιο των εορτασμών για την εκατονταετηρίδα από τη γέννηση τού μοναδικού συγγραφέα σε πορτογαλική γλώσσα που έχει λάβει Νομπέλ Λογοτεχνίας.
Θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στα άτομα που συνέβαλαν στη διοργάνωση του εργαστηρίου. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τα άτομα της ad hoc μεταφραστικής μας ομάδας που με τίμησαν με την εμπιστοσύνη τους, να τα συγχαρώ για το μεταφραστικό αποτέλεσμα και να υπογραμμίσω την κοινή μας επισήμανση πως το τρίωρο της συλλογικής μεταφραστικής προσπάθειάς κύλισε ευχάριστα όσο και δημιουργικά.
ΝΙΚΟΣ ΠΡΑΤΣΙΝΗΣ
Συλλογική μετάφραση σε εργαστήριο της Πορτογαλικής Πρεσβείας
Στην αρχή δεν του έδωσαν σημασία. Ο Πέντρου, ο καλοκάγαθος χοντρός, άπλωσε κι άλλο τα πόδια του κάτω από το τραπέζι και συνέχισε να ανακατεύει νωχελικά τα λερά χαρτιά της τράπουλας. Ο συμπαίκτης του, ένας τύπος με γαλακτερό δέρμα όλο φακίδες, άφησε να του πέσει κι άλλο το κάτω χείλος όπου ήταν κολλημένη η άκρη του τσιγάρου του, ανακάθισε στην καρέκλα του και τεντώθηκε αργά αργά.
«Ε! Φίλοι μου καλοί... Αλήθεια είναι σας λέω… Εγώ τον σκότωσα...»
Η βραχνή φωνή είχε έναν πειστικό τόνο που έκανε τους άλλους να στραφούν προς τον συνομιλητή τους ελαφρώς έκπληκτοι. Και πάλι, όμως, δεν τον πίστευαν. Η γυναίκα, που μαντάριζε σκυφτή στο αχυρόστρωμα κάτι κόκκινες κάλτσες, σήκωσε το κεφάλι κι έριξε μια διερευνητική ματιά στην κανάτα με το κρασί που βρισκόταν πλάι στα τέσσερα γεμάτα ποτήρια. Ύστερα το φιλοσόφησε και βυθίστηκε και πάλι στη δουλειά της.
Τότε ο άντρας σηκώθηκε. Έδειχνε εκνευρισμένος. Ήταν κοντός και δυνατός, με μαύρα σγουρά μαλλιά σαν δαχτυλίδια, που τα τίναξε με το κάπως τρεμάμενο χέρι του. Δεν είχε, επ’ ουδενί, την όψη μεθυσμένου, αυτό όμως δε σήμαινε και τίποτα. Άντεχε άνετα μερικά λίτρα κρασιού δίχως να γίνεται αντιληπτός από όσους δεν τον ήξεραν. Όμως εκείνοι τον ήξεραν. Εξού και οι απαθείς εκφράσεις τους, τα χασμουρητά, τα συγκαταβατικά χαμόγελα.
Αυτός το παρατήρησε. Προχώρησε προς τη λάμπα πετρελαίου, κοίταξε σκεφτικός το αδύναμο φως, όλο καπνό, έκανε στροφή και, με ασταθές βήμα, πήγε και κάθισε στην αρχική του θέση. Και επανήλθε:
«Πιστέψτε με… φίλοι μου… εγώ το σκότωσα το γεροντάκι…»
«Κόψε…», είπε ο Πέντρου. Και αυτός που καθόταν δεξιά του έκοψε την τράπουλα μηχανικά.
«Εγώ τον σκότωσα… Εννοείται πως τον έκλεψα κιόλας φίλοι μου. Tον θυμάστε; Βρε το γέρο… μου άφησε κι ενθύμιο… κοιτάξτε!...»
Παραμέρισε τα μαύρα τσουλούφια και ψηλάφισε το αυτί του ήρεμα. Δίπλα στο λοβίο, μια κατάλευκη λεπτή ουλή πάνω στο ηλιοκαμένο δέρμα άφηνε να φανεί το φιδίσιο σχήμα της.
Πόδια μετακινήθηκαν κάτω απ΄ τις καρέκλες που σύρθηκαν λιγάκι, ακουγόταν η βαριά ανάσα κάποιου που είχε αποκοιμηθεί στο διπλανό δωμάτιο, ένα ψαλίδι έπεσε κι έμεινε ανοιχτό πάνω στο βρώμικο πάτωμα, η γυναίκα, καθιστή στο κρεβάτι, στύλωσε το κορμί της και κάρφωσε το δύσπιστο, κάπως γουρλωμένο βλέμμα της στην παρέα.
Ο άντρας είχε μετατραπεί στο επίκεντρο της προσοχής όλων και, για μερικές στιγμές, απόλαυσε σιωπηρά την αίσθηση που προκάλεσε, όμοια με το παιδί που προσελκύει ασυνείδητα τον κίνδυνο του οποίου τη γοητεία μαντεύει.
Ύστερα μίλησε:
«Όλοι εσείς ξέρετε πολύ καλά το πότε πέθανε… πάει ένας χρόνος, ίσως… Εγώ είχα έρθει εδώ λίγο καιρό πριν. Ερχόμουνα από τη Γη… Ξέρετε τι είναι η Γη; Όχι; Το λοιπόν, φίλοι μου… Η Γη είναι σαν ένας άνθρωπος, μια αχάριστη γυναίκα, τάλε κουάλε… Εγώ τη γούσταρα τη Γη μου… Ήταν σαν μια αρρώστια κληρονομική… Όργωνα καλά τα αμπελοχώραφά μου, καμάρωνα για τα λασποτόπια μου και είχα το ψωμί μου και το κρασί μου στο Σάου Μιγκέλ. Δεν ζούσα κι άσχημα… Μα μια χρονιά, η Γη στράβωσε… Συμβαίνει αυτό, μερικές φορές. Προσέχεις, φροντίζεις κι ο κόπος σου πάει στράφι… Το φέρνει ο διάολος, καλοί μου φίλοι!!... Αυτό έγινε κι εκείνη τη χρονιά. Επιπλέον, εγώ είχα κάνει μια μεγάλη ανοησία. Είχα παντρευτεί. Δεν είχε πέσει τότε ακόμη πείνα στο σπιτικό μου. Δανείστηκα, χρεώθηκα, έδειξα εμπιστοσύνη στη Γη, την κλέφτρα. Όμως αυτή αποδείχτηκε και πάλι ψεύτρα… Και την επόμενη χρονιά έπεσε πείνα στο σπίτι. Εσείς ξέρετε καλά τι σημαίνει πείνα. Δε λέω τίποτα άλλο επ’ αυτού…
»Σ΄ ένα πανηγύρι, ένα ανθρωπάκι με όψη νυφίτσας με άκουσε που μίλαγα ώρα πολλή. Είχα πιει αρκετά… όχι πολύ… Ή ίσως και να είχα πιει πολύ, το παραδέχομαι… Ένιωθα, όμως, μια χαρά. Εκείνος πλήρωσε τον λογαριασμό και με συνόδευσε αλά μπρατσέτα… Ένας σωστός σύντροφος, καλοί μου φίλοι. Κι έγινε αφεντικό στη Γη μου, στα λασποτόπια μου… Για το πώς, δεν είμαι ακόμη και πολύ σίγουρος. Πιστεύω πάντως πως είχα πιει υπερβολικά σ΄ εκείνο το πανηγύρι… Υπέγραψα συμβόλαια… που να πάρει ο διάολος, φίλοι μου…
»Τότε ήρθα στην πόλη.
Με το που ήρθα εδώ, βρέθηκα σε αυτό το βρωμερό χαμόσπιτο, άφραγκος και χωρίς κάποια συγκεκριμένα σχέδια. Και επιβιώνω… όπως κι εσείς…»
Σώπασε. Είχε τα μάτια καρφωμένα σ΄ ένα ακαθόριστο σημείο στον χώρο. Η λάμπα έριχνε ελάχιστο τρεμουλιαστό φως στο δωμάτιο· στη σκιά του διαγραφόταν το περίγραμμα των φτωχικών επίπλων. Μόνο ησυχία δεν επικρατούσε ησυχία. Τα αυτοκίνητα που περνούσαν στον δρόμο έκαναν τους τοίχους των σπιτιών να τραντάζονται, οι εφημεριδοπώλες διαλαλούσαν τα απογευματινά φύλλα με παράξενες κραυγές, μια φωτεινή θάλασσα διακρινόταν από το παράθυρο με τα ραγισμένα τζάμια.
Η τράπουλα κειτόταν παρατημένη πάνω στο τραπέζι και οι τρεις άντρες, μετέωροι, περίμεναν. Από το κρεβάτι ακούστηκε ένα αναφιλητό. Ήταν η γυναίκα που κλαψούριζε κρύβοντας το πρόσωπο στην πολυκαιρισμένη κόκκινη κάλτσα.
Εκείνος συνέχισε, αργά, αλλά πιο ταραγμένος τούτη τη φορά:
«Ποιος ο λόγος να σας εξιστορήσω τις αγωνίες ενός δραπέτη που δεν προσαρμόζεται στο μέρος που διάλεξε για καταφύγιο; Εγώ ήμουν ο δραπέτης· ερχόμουν για να ξεφύγω από τη Γη που με είχε προδώσει. Υπέφερα… ακόμα υποφέρω… Δε μου φαινόταν, ε; Μερικές φορές, άμα έπινα, δε θυμόμουν και τόσο καλά τι είχε γίνει, αλλά ποτέ δε μου είχε συμβεί να το ξεχάσω εντελώς… Όχι, αυτό ποτέ… Εσείς είστε σύντροφο καλοί… καθάρματα αλλά σύντροφοι… Πιστεύω ότι με υπολογίζετε γιατί μιλάω σωστά… γιατί ξέρω τι λέω. Τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία… Όλα πήγαιναν λιγότερο άσκημα, είχα ήδη αρχίσει να σκέφτομαι στ΄ αλήθεια το μέλλον… εμφανίστηκε όμως ο γέρος. Ήταν κάτι έξω από τα συνηθισμένα. Ποτέ μου δεν κατάφερα να μάθω ποιος πραγματικά ήταν, από πού είχε έρθει…
»Τον είδα στην πόρτα, ανάμεσα στα έπιπλα που βοηθούσε να ξεφορτωθούν από μια καρότσα… Και τον αναγνώρισα. Ήταν αυτός, ο άντρας που ήξερα, με την όψη νυφίτσας, αυτός που μ΄ έκλεψε, ο σφετεριστής… Τον αναγνώρισα αμέσως. Ίσως λίγο πιο γκριζομάλλης, πιο σκυφτός, αλλά με το ίδιο γλοιώδες γελάκι, τα μακριά χέρια, πάντα απλωμένα σε μια χειρονομία που απέπνεε αίσθηση ιδιοκτησίας. Δεν ξέρω τι ένιωσα τότε, φίλοι μου. Όλη η οργή, όλη η απογοήτευση που η Γη, η ψεύτρα, με είχε αναγκάσει να δοκιμάσω, στράφηκε ξαφνικά προς τον γέρο, εκείνον που εγώ είχα σχεδόν ξεχάσει. Ποτέ δεν τον είχα θεωρήσει υπεύθυνο, ποτέ, ούτε κατά διάνοια, δεν τον είχα κατηγορήσει για την αποτυχία της δικής μου ζωής, βλέποντάς τον όμως εκεί, ευχαριστημένο, να δίνει κάτι μικρά σάλτα ανάμεσα σε κάποια ανοιγμένα κιβώτια, παρατηρώντας το στενόμακρο πρόσωπό του, πρόσωπο πουλιού της δυστυχίας, κατακλύστηκα από μια παράλογη οργή. Την κατάρα μου να ‘χει!.. Παρόλα αυτά, διατήρησα την αυτοκυριαρχία μου.
»Αλλά, —αχ φίλοι μου καλοί!— η θύμηση του μαρτυρίου εκείνων των μηνών δίχως τέλος, αρκεί για να πνίξει στα εσώψυχά μου την ενοχή μιας δολοφονίας…
»Εγκαταστάθηκε σε ένα δωμάτιο ακριβώς δίπλα απ΄ αυτό εδώ. Θέλησα να τον αγνοήσω, στάθηκε αδύνατον. Με κυνηγούσε με την παρουσία του. Τον άκουγα τις νύχτες να βαριαναστενάζει, στριφογυρνώντας στο κρεβάτι, και με χαροποιούσε η σκέψη πως πιθανόν να υπέφερε. Με κυρίευσε το μίσος, όλο μου το είναι ήταν μίσος και μνησικακία. Τον άκουγα το πρωί, όταν έσερνε τα βήματά του, άκουγα τον ξερό του βήχα, που έφτανε σε παροξυσμό καμιά φορά, την ώρα του φαγητού που ακουγόταν εκείνη η τσιριχτή φωνή, σηκωνόμουν από το τραπέζι συγκρατώντας τον εαυτό μου να μην ουρλιάξω. Αυτό ήτανε λόγος για να υποφέρω, όμως αργότερα τα πράγματα χειροτέρεψαν.
»Τα απογεύματα, την ώρα που βασίλευε ο ήλιος, κατέβαινα στην αυλή, ξάπλωνα εκεί και έμενα έτσι, να λαγοκοιμάμαι, φυσώντας με ευχαρίστηση μακριά τον καπνό του τσιγάρου. Αυτή ήταν μία από τις σπάνιες απολαύσεις μου. Και άρχιζα να σκέφτομαι. Σκεφτόμουν τη Γη μου. Συνήθιζα να τη σκέφτομαι σαν ερωμένη ναζιάρα και αξιολάτρευτη. Τη σκεφτόμουν με νοσταλγία, αναπολώντας τον όμορφο λασπότοπό μου, τη σοδειά λίγο πριν τον θερισμό, το περιβόλι… Και μ΄ αυτόν τον τρόπο, ήταν φορές που αισθανόμουν σχεδόν ευτυχισμένος.
»Πράγμα όμως που, αργότερα, δεν θα ήταν πια δυνατόν.
»Υπήρχε μια άλλη αυλή, δίπλα από τη δική μου. Ήταν η δική του. Ερχόταν αργά αργά, στεκόταν για μια στιγμή όρθιος στο κατώφλι της πόρτας, με την παλάμη πάνω από τα μάτια, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια στη θέα του ήλιου που έλουζε το πλακόστρωτο, στη συνέχεια, κατέβαινε το σκαλοπάτι, αγκομαχώντας ελαφρά, τραβούσε μια καρέκλα και άρχιζε να καθαρίζει τα δόντια του με μια οδοντογλυφίδα, στητός, σε εγρήγορση, με βλέμμα κατεβασμένο και φευγαλέο. Δε με είχε αναγνωρίσει, μα την αλήθεια πιστεύω πως ποτέ δεν κατάφερε να με αναγνωρίσει. Μερικές φορές άρχιζα και εγώ να τον κοιτάζω προσεκτικά, σαν να ήθελα να βεβαιωθώ ότι αυτός ήταν όντως ο γενναιόδωρος σύντροφός μου εκείνη την αξέχαστη μέρα στο πανηγύρι. Μου φαινόταν λίγο διαφορετικός, πιο μικρόσωμος, πιο ρυτιδιασμένος… μια φωνή,όμως, μέσα μου, ήταν εκεί για να μου τριβελίζει διαρκώς το μυαλό, διαλύοντας κάθε αμφιβολία…
»”Αυτός είναι… αυτός είναι… Πρόσεξέ τον… Αυτός είναι’’. Κι εγώ τον πρόσεχα, και είναι σίγουρο, φίλοι μου, πως μου φαινόταν ότι ήταν εκείνος. Αυτή ήταν μια ακόμα αβάσταχτη κόλαση, η αβεβαιότητα… Παρ’ όλα αυτά, εγώ ίσως και να άντεχα, ίσως με το πέρασμα του χρόνου η κατάσταση να γινόταν υποφερτή, εάν ο γέρος δεν ήταν όλο στοργή και φιλίες με τα πιτσιρίκια. Ήταν τρομερά γλυκός με τα παιδιά και η παρέα του άρχισε να γίνεται ευχάριστη και στα δικά μου. Κι ένα απόγευμα του χειμώνα τον βρήκα να κάθεται εδώ, δίπλα στο τραπέζι, με μερικά απ’ τα παιδιά στα γόνατά του, η γυναίκα μου του έραβε τα ρούχα και γελούσε. Δεν ξέρω γιατί μου σφηνώθηκε αυτό: το γέλιο της. Έδειχνε ευτυχισμένη. Εγώ ήμουν απόλυτα δυστυχισμένος, φίλοι μου καλοί, κι εκείνο το γέλιο μου φάνηκε σαν πυρωμένο σίδερο πάνω σε πληγή. Δεν ξέρω ούτε τι είπα τότε, ούτε τι έκανα. Με συγχώρεσαν. Το κρασί, η αιώνια κακιά συνήθεια… Παρότι εγώ δεν έπινα πια… Δε θα άξιζε τον κόπο…
»Και ο γέρος εξακολούθησε να έρχεται, περπατώντας με δυσκολία, βήχοντας πάντα, και να κάθεται κοντά στο τραπέζι με ένα πιτσιρίκι στα γόνατα. Τότε ήταν που σκέφτηκα να τον σκοτώσω. Άρρωστος… ηλικιωμένος… θα ήταν εύκολο… Εγώ, φίλοι μου, υπήρξα ανέκαθεν δειλός, δεν το αρνούμαι, όμως πιστεύω πως, ακόμα κι αν οι δυνάμεις εκείνου του άντρα παρουσίαζαν κάποιον κίνδυνο για μένα, αυτή η ιδέα δε θα με σταματούσε. Ένιωθα αποτρελαμένος, τα συναισθήματά μου βρίσκονταν σε σύγχυση. Ένιωθα σαν μια βάρκα που παραδέρνει στο πέλαγος. Όταν τον έβλεπα θρονιασμένο, ήρεμο, χαμογελαστό, με βλέμμα εξεταστικό για τα πάντα γύρω του, προσπαθούσα, πάλευα για να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Κι αυτό ήταν μια τιτανομαχία, φίλοι μου. Ο βρωμερός κλέφτης! Ακόμη και η άθλια τρύπα μου του προξενούσε ευχαρίστηση… Τι ήθελε να κλέψει παραπάνω… τι άλλο; Κι επιθυμούσα να σφίξω εκείνον τον λεπτό λαιμό, με τις φλέβες να προεξέχουν, να τον σφίξω μέχρις ότου σταματήσει εκείνη η καταραμένη ανάσα, μέχρι να πάψει εκείνος ο καταραμένος βήχας.
»Και μια νύχτα, δεν άντεξα άλλο… φίλοι μου…»
Προς στιγμή ο αφηγητής σώπασε. Στη φωνή του δεν υπήρχε πλέον κανένα ίχνος μέθης. Σταγόνες ιδρώτα έτρεχαν αργά στο μαυρισμένο πρόσωπό του, οι μαύρες μπούκλες κολλούσαν στο υγρό του μέτωπο Ένα μακρινό ρολόι χτυπούσε τις ώρες ρυθμικά. Ήταν όλοι τους πολύ προσηλωμένοι, ίσως και εμβρόντητοι, μόνο ο Πέντρου κρατούσε νευρικά τον ρήγα κούπα στα δάχτυλά του…»
Η φωνή συνέχισε, κάπως λαχανιασμένη:
«Πετάχτηκα από το κρεβάτι. Έκανε κρύο. Εκεί, έξω, σταμάτησα. Μακάρι να ήξερα να σας πω τι ήθελα, πού πήγαινα. Το φεγγάρι ήταν πολύ φωτεινό, ένα φεγγάρι που δεν είχα ξαναδεί σε τούτα εδώ τα μέρη. Τουλάχιστον έτσι μού φάνηκε. Άρχισα να περπατάω ξανά, και δεν ξέρω πώς, βρέθηκα μπροστά σε μια πόρτα. Την άνοιξα. Γιατί να μην την ανοίξω; Μέσα υπήρχε φως. Κοίταξα. Και τον είδα, καλοί μου φίλοι...
»Ήταν σκυμμένος πάνω από ένα χαμηλό τραπέζι, πολύ προσηλωμένος, και κάτι μετρούσε... Λεφτά... ήταν λεφτά... τα λεφτά μου... Τα λεφτά της Γης μου... της Γης μου. Ω! Ποτέ μου δεν είχα νιώσει τι σημαίνει να μισείς όπως εκείνη τη στιγμή, αλλά δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα να κάνω τη σκέψη να σκοτώσω. Ειλικρινά, ίσως δεν ήμουν τόσο αποφασισμένος. Ή, ίσως, και να ήμουν... Ήθελα να τρέξω, να δραπετεύσω, να σπάσω το κεφάλι μου στον τοίχο, να εξαφανιστώ. Γιατί; Δεν ξέρω. Ξέρω λίγο περισσότερα από εσάς, αλλά όχι και τόσα πολλά. Και ήταν τότε που ο γέρος γύρισε. Είδα να κάνει μια κίνηση προς τα πίσω και, αμέσως μετά, μια χειρονομία πως εκείνος ήταν ο ιδιοκτήτης, είδα τα λεπτά, απωθητικά χέρια του που προσπαθούσαν να κρύψουν τα σκορπισμένα χρήματα, το μαραμένο στόμα του να ανοίγει για να βγάλει εκείνη την κραυγή που δεν κατάφερε να αρθρώσει. Και τον σκότωσα... Δεν ήταν τόσο εύκολο... καθόλου... Αλλά πήρα κουράγιο από την αντίστασή του, το μοχθηρό του βλέμμα, την παράξενη έκφρασή του, ένα μείγμα κατάπληξης, φόβου αλλά και λύσσας. Τελικά, έμεινε ακίνητος, με το κορμί διπλωμένο, κρατώντας σφιχτά κάποια χαρτονομίσματα στα μαγκωμένα δάχτυλά του. Δεν ήταν και πολύ όμορφο θέαμα. Εξάλλου, μετά το θάνατό του, δεν έμοιαζε με τον άνθρωπό μου, τον σφετεριστή. Ο θάνατος παραμορφώνει πολύ... Εγώ ήμουν μια χαρά, παρόλο που είχα κερδίσει μια γρατζουνιά από τα αηδιαστικά εκείνα νύχια και ̶ πλάκα έχει αυτό ̶ καλοί μου φίλοι, δεν ένιωθα τύψεις. Αν μπορούμε να δώσουμε τη ζωή σε ένα ον χωρίς να τιμωρούμαστε, γιατί να μην μπορούμε και να την αφαιρέσουμε; Ποιο είναι το μεγαλύτερο έγκλημα; Περισσότερο εγκληματίας ένιωσα όταν γεννήθηκε ένα παιδί μου στο οποίο —το ήξερα— ̶ θα μπορούσα να κληροδοτήσω μονάχα πόνο και ντροπή στη ζωή, παρά εκείνη τη στιγμή που έκλεβα μια άθλια ύπαρξη. Ύστερα, έμαθα να υποκρίνομαι καλά... Μερικές φορές, όταν έπινα, έβλεπα μια σκιά, απροσδιόριστη, πίσω από τους καπνούς...»
Έπεσε σιωπή... Μέσα από το παράθυρο φαινόταν ένα κόκκινο και μπλε φωτεινό σημάδι, μια πεταλούδα πετούσε γύρω από το γυαλί της λάμπας. Ξαφνικά, από το κρεβάτι ακούστηκε ένας μακρόσυρτος λυγμός σαν ουρλιαχτό ζώου. Η γυναίκα είχε πέσει μπρούμυτα, δάγκωνε τα ρούχα της, έπνιγε τις κραυγές της, έσκιζε υστερικά την κόκκινη κάλτσα με τα δόντια της.
Ο σύζυγος την κοίταξε, για πρώτη φορά, κατάπληκτος...
Η εξομολόγηση, τελικά, δεν τελείωνε εκεί...
Η Αγκουστίνα Μπέσα-Λουίς [Agustina Bessa-Luis], λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Maria Agustina Ferreira Teixeira Bessa, γεννήθηκε στο Αμαράντε, κοντά στο Πόρτο, το 1922, και ήταν κόρη επιχειρηματία, αγροτικής καταγωγής, ο οποίος είχε αποκτήσει περιουσία στο χώρο του θεάματος και των τυχερών παιχνιδιών στη Βραζιλία και, επιστρέφοντας στην Πορτογαλία, είχε αναλάβει αρχικά την διεύθυνση του Καζίνο της Πόβοα ντου Βαρζίμ. Η γιαγιά της, από την πλευρά της μητέρας της, ήταν Ισπανίδα από την Θαμόρα.
Οι επαγγελματικές υποχρεώσεις του πατέρα της ανάγκαζαν την οικογένεια να πραγματοποιεί συχνές μετακινήσεις και μετακομίσεις σε κωμοπόλεις του συντηρητικού πορτογαλικού βορρά, στην περιοχή του Ντόρου, στοιχείο που θα άφηνε ανεξίτηλα ίχνη στη λογοτεχνία της. Νεαρό κορίτσι ακόμα η Αγκουστίνα καταβρόχθισε τα βιβλία της τεράστιας βιβλιοθήκης του παππού της, από την πλευρά της μητέρας της, δηλαδή Άγγλους, Γάλλους και Ισπανούς κλασικούς (Θερβάντες, Αγία Θηρεσία του Ιησού και την λογοτεχνία picaresca). Μεγάλη πλέον θα γνωρίσει τη ρωσική λογοτεχνία, όπως και τη γερμανική, την οποία και θα αγαπήσει, σε μια περίοδο πνευματικών αναζητήσεων οι οποίες θα την φέρουν κοντά και στον Κίρκεγκορ, τον οποίο και θα μελετήσει σε βάθος.
Το 1932 πήγε στο Πόρτο για να σπουδάσει, ενώ αργότερα μετακινήθηκε στην Κοΐμπρα, για να εγκατασταθεί οριστικά στο Πόρτο (1950). Στο Πόρτο εξάλλου, το 1945, παντρεύτηκε τον Alberto Luis, φοιτητή της Νομικής στην Κοΐμπρα, μετά από αγγελία της στην εφημερίδα με την οποία αναζητούσε «άντρα καλλιεργημένο, για να μπορεί να επικοινωνεί μαζί του». Όντως, Α. Luis συνέβαλε ενεργά στο συγγραφικό της έργο. Απέκτησαν μια κόρη, μουσειολόγο, ζωγράφο και συγγραφέα, την Mόnica Bessa-Luis Baldaque – είναι η συγγραφέας του προλόγου της συλλογής διηγημάτων από όπου προέρχεται και το διήγημα που μεταφράσαμε.
Η Agustina κέρδισε την αγάπη του αναγνωστικού κοινού ήδη με το πρώτο της μυθιστόρημα, Mundo Fechado [Κλειστός Κόσμος], το 1949, αν και η μεγάλη επιτυχία της ήταν το μυθιστόρημα Α Sibila [Η Σίβυλλα], το 1954, με το οποίο φθάνει ήδη στην αφηγηματική ωριμότητα, από πλευράς πλοκής, διάρθρωσης και λόγου και κερδίζει και τους κριτικούς. Θαυμάστρια του μεγάλου ρομαντικού Πορτογάλου συγγραφέα Camilo Castelo Branco, για τον οποίο συνέγραψε μια εξαιρετική βιογραφία με στοιχεία μυθοπλασίας, οδήγησε τον διάσημο κριτικό Eduardo Lourenço να τη χαρακτηρίσει (εσφαλμένα) νεορομαντική. Πιθανόν γιατί —ακολουθώντας μια μοναχική και πολύ προσωπική πορεία— δεν προσχώρησε σε καμιά στιγμή της σταδιοδρομίας της σε ένα από τα δύο κυρίαρχα ρεύματα της εποχής της στην Πορτογαλία, τον Νεορεαλισμό και τον δεύτερο πορτογαλικό Μοντερνισμό, ωθώντας συχνά αρκετούς ομοτέχνούς της σε αμήχανες και άστοχες αντιδράσεις. Η αλήθεια είναι ότι τα μυθιστορήματα, αλλά και πολλά διηγήματά της, είναι ακατάτακτα, όσον αφορά τη γραφή, η οποία είναι αρκετά κλασική και προσιτή στο ευρύ κοινό, απαιτούν όμως τη συμμετοχή και, κυρίως, τη δημιουργική φαντασία του αναγνώστη για να «ολοκληρωθούν», κάτι που χαρακτηρίζει τον Μοντερνισμό. Αντλεί τη θεματολογία της από τη ζωή στην επαρχία, από την ιστορία της χώρας και τον βίο και την πολιτεία σημαντικών, και εν πολλοίς άγνωστων, προσωπικοτήτων του πορτογαλικού παρελθόντος, αλλά και από τις «μικροϊστορίες» των οικογενειών. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η απεικόνιση του μυστικού γυναικείου κόσμου και της, μαγικής σχεδόν, δύναμης της γυναίκας, σε ένα πατριαρχικό εκ πρώτης όψεως περιβάλλον, ενώ το στοιχείο ενός αφομοιωμένου υπαρξισμού είναι επίσης εμφανές.
Η αγαπημένη από το κοινό αλλά και από τη διανόηση Agustina υπήρξε χαλκέντερη: έγραψε 40 περίπου μυθιστορήματα, αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους, μερικά μεγάλα διηγήματα και πολλά μικρά, αρκετά θεατρικά έργα (διατέλεσε μάλιστα διευθύντρια του Εθνικού Θεάτρου D. Maria II, 1990-1993)· έγραψε δοκίμια, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, χρονικά και άρθρα· διηύθυνε ημερήσια εφημερίδα του Πόρτο, έγραψε βιογραφίες —η Πορτογαλίδα Yourcenar, κατά ορισμένους—παιδική και νεανική λογοτεχνία, σενάρια για τηλεοπτικές σειρές. Λάτρευε τον δημιουργικό πειραματισμό και συνεργάστηκε με πολλούς ζωγράφους, φωτογράφους αλλά και άλλους συγγραφείς για τη δημιουργία πολύ ξεχωριστών βιβλίων. Πολλά μυθιστορήματά της έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο, τα περισσότερα από τον πρύτανη της πορτογαλικής κινηματογραφίας Manoel de Oliveira, μεταξύ των οποίων και η «Η κοιλάδα του Αβραάμ», το μοναδικό μεταφρασμένο στα ελληνικά έργο της συγγραφέως. Μεταφράστρια ήταν η αείμνηστη Μαρία Φερέιρα-Χιδίρογλου, μια πρωτοπόρος στη μετάφραση από τα πορτογαλικά στη χώρα μας (εκδ. Καστανιώτης 1996).
Ως διηγηματογράφος η Agustina Bessa-Luis ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της το 1947, συμμετέχοντας, με το όνομα του συζύγου της, φοιτητή τότε, στους Διαγωνισμούς Διηγήματος του Πανεπιστημίου της Κοΐμπρα, με στόχο την τιμητική διάκριση και την εκ των υστέρων αποκάλυψη της πραγματικής συγγραφέως. Δεν έπαψε ποτέ να δημοσιεύει, κάπως σποραδικά, διηγήματα, στα οποία είναι εμφανής η επίδραση του Φόκνερ, του Στάινμπεκ, του Πόε αν και, κατά την κόρη της, «στην Aγκουστίνα άρεσαν πάντα τα διηγήματα, οι ιστορίες, που αφηγείται κανείς δίπλα στο τζάκι ή κάτω από την πέργκολα».
Το διήγημα που παρουσιάσαμε βρέθηκε στα χαρτιά της συγγραφέως μετά το θάνατό της, το 2019, αχρονολόγητο, και πρωτοεκδόθηκε το 2020.
Ν. Π.