Χάρτης 19 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2020
https://www.hartismag.gr/hartis-19/klimakes/o-sellei-ston-paradeiso
[ Απόσπασμα ]
1.
Τα πορτραίτα που έχουν διασωθεί είναι αδιάφορα. Το πρόσωπο που αντικρίζουμε δεν ανήκει σε φλογερό ποιητή με «διαπεραστικό βλέμμα», «ακατάβλητο πάθος για ζωή» και «αεικίνητο πνεύμα» – όπως μας τον συστήνει ο William Hazlitt σε σχετικό δοκίμιο. Αυτό της Aemilia Curran, για παράδειγμα, που βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, είναι εντελώς άψυχο. Θα μπορούσε να αφορά έναν οποιοδήποτε νεαρό άντρα της εποχής εκείνης. Το σκίτσο που φιλοτέχνησε ο Edward Williams, λίγους μήνες πριν τον ξαφνικό θάνατο τού Shelley στην Ιταλία, είναι ελαφρώς καλύτερο, αφού στα πελώρια μαύρα μάτια του διακρίνει κανείς μια βαθιά μελαγχολία – σαν να ένιωθε ότι το τέλος πλησιάζει. Στη βιβλιοθήκη Bodleian της Οξφόρδης, φυλάσσεται άλλο ένα σκίτσο (με μολύβι) του Duc de Montpensier που τον απεικονίζει σε ηλικία δέκα ετών. Κοιτάζοντάς το συγκρατεί κανείς τις τέλειες αναλογίες του προσώπου και τις ωραίες μπούκλες στα μαλλιά του. Αποτελεί βέβαια την εξιδανικευμένη εικόνα ενός παιδιού που έμελλε να γίνει μια από τις σημαντικότερες μορφές του ρομαντικού κινήματος.
2.
O Edward Williams βρισκόταν μαζί με τον Shelley στο ιστιοπλοϊκό Don Juan, τη μέρα που ανετράπη, οδηγώντας τούς δύο φίλους (και άλλους δύο συνταξιδιώτες) στον υγρό τους τάφο. Ο Shelley αφιέρωσε έντεκα ποιήματα (τα τελευταία που έγραψε) στη σύζυγο του Williams, Jane, με την οποία ήταν για ένα διάστημα ερωτευμένος. Ένας βιογράφος του μιλάει για «escapist crash» – όταν η δική του σύζυγος Mary, μετά από μια αποτυχημένη εγκυμοσύνη, «είχε κλειστεί στον εαυτό της». Άλλωστε για να γράψει κανείς ποιήματα, και δη ερωτικά, «πρέπει όχι μόνο να φαντάζεται τη σάρκα μιας γυναίκας, αλλά και να τη γεύεται». (Απόσπασμα επιστολής του Byron προς τον Shelley). Williams και Shelley μοιράζονταν κάτι κοινό: Είχαν και οι δύο αποπλανήσει τις συζύγους τους. Οι μελετητές του Shelley διαφωνούν κατά πόσο η σχέση του με τη Jane ήταν πλατωνική ή σαρκική. Πάντως η ίδια ως το τέλος της ζωής της δεν αποκάλυψε την αλήθεια. Αργότερα, όταν πια είχε εγκατασταθεί στην Αγγλία – «σ’ αυτή τη φριχτή χώρα» όπως έλεγε, παντρεύτηκε τον Thomas Jefferson Hogg, στενό φίλο του Shelley από τα σχολικά χρόνια, και απέκτησε μαζί του μια κόρη, την Prudentia Sarah, νονά της οποίας έγινε η Mary. Η άλλη κόρη της Jane, η Jane Rosalind, αγνοώντας τις αντιρήσεις της μητέρας της, παντρεύτηκε τον γιο του Leigh Hunt, Henry. O Leigh Hunt, εκδότης της επιθεώρησης The Examiner, είχε υπάρξει επιστήθιος φίλος του Shelley και ονόμασε ένα από τα δέκα παιδιά που απέκτησε με την Marianne Kent, Percy Bysshe Shelley. Στον γνωστό πίνακα του Louis Édouard Fournier, «Η κηδεία του Shelley», βλέπουμε τρία πρόσωπα στην ακτή, γύρω από το άψυχο σώμα του: Αυτά του Byron, του Trelawny και του Hunt. O Hunt, ωστόσο, δεν βρισκόταν στο σημείο όπου έγινε η ταφή. Ο Byron ισχυρίζεται ότι κρυβόταν στην άμαξά του επειδή δεν άντεχε να δει τον φίλο του να αποτεφρώνεται. Byron, Hunt, Trelawny, Williams, Hogg, Mary, Jane, Jane Rosalind, Henry, Prudentia Sarah, Percy Bysshe Shelley Hunt: Ένας μεγάλος κύκλος (σύζυγοι, φίλοι, ερωμένες, τυχοδιώκτες) και στο κέντρο ο Shelley.
3.
Σε επιστολή του με ημερομηνία, 25 Σεπτεμβρίου, 1853, ο Dickens ομολογεί ότι ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματός του, Bleak House, Harold Skimpole, είναι βασισμένος ολοκληρωτικά στον Leigh Hunt. Όπως γράφει χαρακτηριστικά, «αποτελεί πιστή αντιγραφή του αληθινού ανθρώπου». Γνωστός κριτικός της εποχής, διαβάζοντας το έργο του Dickens σχολίασε: «Αναγνώρισα τον Skimpole αμέσως, όπως και κάθε αναγνώστης που είχε έστω και λίγο συναναστραφεί τον Leigh Hunt».
4.
Ο Hunt το 1808 ίδρυσε την εβδομαδιαία επιθεώρηση The Examiner με σκοπό να «αναταράξει τα λιμνάζοντα νερά της Αγγλίας». Ο William Blake αποκαλούσε τον Hunt, «κάθαρμα», γιατί ο Hunt τον είχε συμπεριλάβει σ’ έναν κατάλογο με «τσαρλτάνους συγγραφείς». Ο Blake ωστόσο ήταν στενός φίλος του αναρχικού William Godwin, πατέρα της Mary, και σύχναζε στο βιβλιοπωλείο του, όπου και γνώρισε τον Shelley. Στις σελίδες του Examiner ο Hunt δημοσίευσε ποιήματα του Keats, του Shelley και του Byron. Επίσης πολλά δοκίμια του William Hazlitt, τα οποία αργότερα εξέδωσε μαζί με δικά του, υπό τον τίτλο, The Round Table. O Hunt, είχε κερδίσει την εκτίμηση του Shelley λόγω του ασυμβίβαστου χαρακτήρα του και των ριζοσπαστικών του απόψεων, αφού είχε τολμήσει να γράψει κι έναν λίβελο κατά του πρίγκηπα Αντιβασιλέα, Γεωργίου Δ’, γεγονός που του στοίχισε δύο χρόνια φυλάκιση. Ο Shelley, ως γνωστόν, διώχθηκε από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης το 1811, επειδή δημοσίευσε μαζί με τον Hogg ένα δοκίμιο με τίτλο, «Η ανάγκη της αθεΐας». Στους λίγους μήνες που ήταν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο παρακολούθησε μόνο μία διάλεξη, αλλά όπως έγραψε ο Hogg στο βιβλίο του, The Life of Percy Bysshe Shelley, διάβαζε δεκαέξι ώρες τη μέρα. Στο έργο αυτό ο Hogg παρουσιάζει και σαράντα τέσσερις επιστολές που αντάλλαξε με τον φίλο του, τις οποίες όμως φράντισε να «επιμεληθεί», ώστε ο μεν Shelley να εμφανίζεται ως «επιπόλαιος γυναικάς» που έγραφε «σαχλά ποιήματα», ενώ ο ίδιος ως «βράχος ηθικής». Ευτυχώς κράτησε τα πρωτότυπα τα οποία βρέθηκαν μετά τον θάνατό του κι έτσι γνωρίζουμε σε τι βαθμό παραποίησε τις επιστολές.
5.
Όταν ο Shelley και Byron ζούσαν στην Πίζα συνέλαβαν την ιδέα να εκδώσουν μια νέα επιθεώρηση που θα την ονόμαζαν The Liberal και την οποία θα διηύθυνε ο Hunt, λόγω της προηγούμενης εμπλοκής του με την Examiner. Γι’ αυτό τον σκοπό ο Byron κάλεσε τον Hunt να έρθει στην Ιταλία με τη σύζυγό του και τα παιδιά τους και διαμόρφωσε ανάλογα το ισόγειο του σπιτιού του ώστε να μπορεί να τους φιλοξενήσει. Ο Shelley έγραψε στον Keats και τον κάλεσε να έρθει κι αυτός στην Πίζα, παρ’ όλο που γνώριζε την άποψη του Byron για την ποίηση του Keats – λίγα χρόνια νωρίτερα την είχε αποκαλέσει «κατρουλιό». Ο Keats όμως επέλεξε να πάει με τον φίλο του ζωγράφο Joseph Severn στη Ρώμη, όπου μερικούς μήνες αργότερα πέθανε από φυματίωση. (Ο Severn έχει φιλοτεχνήσει το γνωστό πορτραίτο του Keats, ένα σκίτσο του Trelawny, και τον Shelley να συνθέτει το Prometheus Unbound, καθισμένος σε ρωμαϊκά χαλάσματα. Ο πίνακας αυτός, που ο Severn ολοκλήρωσε το 1845, είκοσι τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Shelley, βρίσκεται στο «Keats-Shelley Memorial House» στη Ρώμη). Ο Shelley συγκλονισμένος από τον θάνατο του φίλου του γράφει την εκτενή σύνθεση, Adonais: An Elegy on the Death of John Keats. Στην 37η στροφή του ποιήματος κατηγορεί τον κριτικό John Wilson Croker για τον θάνατο του Keats, επειδή είχε γράψει μια βιτριολική κριτική για το ποίημά του «Endymion» στο Quarterly Review:
Live thou, whose infamy is not thy fame!
Live! fear no heavier chastisement from me,
Thou noteless blot on a remember'd name!
[Noteless blot: ασήμαντη κηλίδα, μελανιά, στίγμα, πάνω στο αθάνατο όνομα του ποιητή. Αυτό ήταν ο Croker. Είναι.]
6.
Πολλοί φίλοι του Shelley, χωρίς να το γνωρίζουν, προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες στην υπόθεση της ποίησης. Ο Thomas Love Peacock, για παράδειγμα: Αν και συγγραφέας συμπαθητικών σατιρικών μυθιστορημάτων, υπήρξε μετριότατος ποιητής. Peacock και Shelley γνωρίστηκαν στα γραφεία του Thomas Hookman, γνωστού εκδότη και ιδρυτή της «circulating library», της πρώτης δανειστικής βιβλιοθήκης στην Αγγλία, την οποία χρησιμοποιούσαν και οι δύο τακτικά. Το μυθιστόρημα του Peacock, Melincourt (1817) (στο οποίο ένας ουραγκοτάγκος, με το όνομα Sir Oran Haut-Ton, προσπαθεί να εκλεγεί στη Βουλή των Κοινοτήτων για να σώσει την ανθρωπότητα), διασκέδασε πολύ τον Shelley (έχει διασωθεί σχετική εγκωμιαστική επιστολή), όχι όμως και οι μακροσκελείς, ανιαρές ποιητικές του συνθέσεις. Το 1820 ο Peacock, ζηλεύοντας τη δόξα του φίλου του και θέλοντας να υπονομεύσει το κύρος του, αποφάσισε να εκδώσει το άρθρο «The Four Ages of Poetry», στο οποίο ισχυριζόταν ότι η επιστήμη θα καθιστούσε στο εγγύς μέλλον την ποίηση τέχνη περιττή. Ο Shelley απάντησε αμέσως δημοσιεύοντας το A Defense of Poetry, που αποτελεί την πλέον διάσημη «υπεράσπιση» της ποίησης που έχει γραφτεί ποτέ. Σε επιστολή του προς τον Peacock, o Shelley σημείωνε: «τα αναθέματά σου ενάντια στην ποίηση μου προκάλεσαν ιερή οργή… είχα τη σφοδρή επιθυμία να διακόψω κάθε σχέση μαζί σου ώστε να διασώσω την τιμή της ερωμένης μου Ουρανίας».
7.
Τον Σεπτέμβριο του 1802 ο Coleridge δημοσιεύει στην Morning Post το ποίημα «Hymn before Sunrise in the Vale of Chamouni». Ο Coleridge δεν είχε ποτέ επισκεφτεί την κοιλάδα αυτή, ούτε το βουνό που υψώνεται στο βάθος, το γνωστό Mont Blanc. Σε επιστολή του στον William Southeby, ο Coleridge ισχυρίστηκε ότι εμπνεύστηκε το συγκεκριμένο ποίημα από τους Ψαλμούς. Ίσως και από το βουνό Scafell, που βρίσκεται στην Lake District (περιοχή της Αγγλίας γνωστή για την ομορφιά της, όπου ζούσε για ένα διάστημα ο Coleridge και ο Wordsworth). Ο Thomas de Quincy ωστόσο τον κατηγόρησε για λογοκλοπή. Συγκεκριμένα ότι το ποίημα αντιγράφει αυτό της Δανέζας, Friederike Brun, με τίτλο, «Chamonix beym Sonnenaufgange» (γραμμένο στα Γερμανικά) δημοσιευμένο τον Μάιο του 1791. O Harold Bloom, στη μελέτη του Shelley’s Mythmaking (Yale University Press, 1959, σελ. 11), διαφωνεί. Θεωρεί ότι το ποίημα δεν αποτελεί μετάφραση του ποιήματος την Brun, αλλά κάνει απλώς χρήση κάποιων εικόνων και μοτίβων της Brun και εντάσσεται σε μια σειρά ποιημάτων που έγραφε την εποχή εκείνη ο Coleridge. Κατά πιθανότητα ο Wordsworth ήταν αυτός που σύστησε το έργο της Brun στον Coleridge, γύρω στα 1800, γιατί το είχε χρησιμοποιήσει ο ίδιος στη συγγραφή της δικής του ιστορίας, The Seven Sisters. Λογοκλοπή ή όχι, το θέμα που μας απασχολεί είναι άλλο. Στο εισαγωγικό σημείωμα στην Morning Post ο Coleridge διερωτάται: «Ποιος θα μπορούσε, ποιος μπορεί να είναι άθεος σ’ αυτή την κοιλάδα των θαυμάτων;» (Η υπογράμμιση δική μου). Ο Shelley δίνει την απάντηση δώδεκα χρόνια αργότερα, στο δικό του ποίημα για το Mont Blanc. Όπως μας πληροφορεί ο Bloom, στο βιβλίο των επισκεπτών στην Chartreuse στο Montanvert, μόλις δεκατρία χιλιόμετρα απόσταση από το Chamouni, ο Shelley είχε δηλώσει «άθεος». Ο William Michael Rossetti, στο «Memoir of Shelley» (βλ. The Complete Poetical Works of Percy Bysshe Shelley, Λονδίνο, 1878, Ι, σελ. 64) σημειώνει πως ο Shelley έκανε αυτή τη δήλωση, ενοχλημένος από τα σχόλια του προηγούμενου επισκέπτη ο οποίος είχε γράψει «κάτι κοινοτοπίες για την Φύση και την Φύση του Θεού». Είχε ο Shelley τον Coleridge κατά νου όταν έκανε αυτή τη δήλωση; Το βέβαιο είναι ότι τον είχε διαβάσει πριν συνθέσει το δικό του ποίημα. Μια εβδομάδα νωρίτερα, αναφέρεται στον Coleridge σε επιστολή του στον Peacock.
Το ποίημα του Coleridge είναι μέτριο. Ακολουθεί χρονολογικά το σημαντικό ποίημα «Dejection» στο οποίο έχουμε την πρώτη ομολογία από τον ίδιο για το δημιουργικό αδιέξοδο στο οποίο βρισκόταν την εποχή εκείνη – αδιέξοδο το οποίο ενδεχομένως να οφειλόταν σε προβλήματα υγείας (τα οποία επιδείνωνε η χρήση του όπιου) και στον ανώφελο έρωτά του για την Sara Hutchinson. Παρά τις παραινέσεις που απευθύνει στον εαυτό του («Awake, my soul!....Awake, my heart, awake! ») το αποτέλεσμα είναι ένας προβλέψιμος ύμνος στην Φύση και το συγκεκριμένο βουνό, «the stupendous Mountain!», ως δημιούργημα του Θεού. Το ενδιαφέρον πάντως είναι πως στον «Ύμνο» του ο Coleridge στρέφεται για άλλη μια φορά σε μια «εξωτερική μορφή» κάτι που στο «Dejection» ομολογούσε πως είναι μάταιο.
Στο τρίτο μέρος του «Dejection» γράφει:
My genial spirits fail;
And what can these avail
To lift the smothering weight from off my breast?
It were a vain endeavour,
Though I should gaze for ever
On that green light that lingers in the west:
I may not hope from outward forms to win
The passion and the life, whose fountains are within.
Αν και «το (ποιητικό) σφρίγος τον έχει εγκαταλείψει» ο ποιητής θα «κοιτάει για πάντα το πράσινο φως που τρεμοσβήνει στη δύση», δεν μπορεί να ελπίζει, ωστόσο, πως οι εξωτερικές μορφές έχουν τη δύναμη να τροφοδοτήσουν το πάθος για ζωή, αφού η πηγή αυτού του πάθους βρίσκεται μόνο εντός του.
Το ποίημα του Shelley, «Mont Blanc» δημοσιεύτηκε...