Χάρτης 47 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-47/metafrash/tria-poiimata
——————
Μπροστά στον θάνατο και στην επίγνωση του, οι ποιητές, με πρώτο διδάξαντα τον μεγάλο ποιητή της θνητότητας Όμηρο, δοκίμασαν και δοκιμάζουν διάφορες στάσεις και διαθέσεις στην απόπειρα να μας κάνουν να καταλάβουμε και να αποδεχτούμε ή να ξεχάσουμε στρέφοντας αλλού το βλέμμα. Μια πρόχειρη ματιά στη δική μας παράδοση από τα Ακριτικά Έπη, στα μοιρολόγια, στη Λήθη
του Μαβίλη, στον Τάφο του Παλαμά, στο Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον, στον Ύπνο του Καρυωτάκη (και τόσα άλλα δικά του), στην Ελένη του Ελύτη, δείχνει στάσεις που εκτείνονται από τον ηρωισμό στην ωραιοποίηση, στη σάτιρα, στον σαρκασμό, στο γέλιο, στην ελπίδα, στην αποδοχή, ακόμη και στην εύκολη σύγκριση με τη ζωή που προτείνει ο Σολωμός με το «γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα». Και το βάλσαμο που προσφέρει η συγκίνηση, που προκαλεί η ποιητική ομορφιά, συχνά λειτουργεί τουλάχιστον προσωρινά πάνω στην πραγματικότητα ή στην επίγνωση του θανάτου. Η νεκρώσιμη ακολουθία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, περισσότερο από όλες τις άλλες ακολουθίες μας, ξυπνά με κάθε της στροφή, σκέψη και ποιητική συγκίνηση, τη στιγμή που στο επίκεντρο της τελετής είναι ένας νεκρός άνθρωπός μας. (To ‘…και ιδών τα οστά τα γεγυμνωμένα…’ συγκρίνεται εύκολα με του Hamlet το ‘Alas poor Yorick, I knew him Horatio...’ και του Macbeth το ‘and all our yesterdays have lighted fools the way to dusty death’.)
Από όλους τους ποιητές που πήραν θέση απέναντι στον θάνατο, ο Φίλιπ Λάρκιν στο Aubade έχει την τόλμη μέσα από τον υπέρμετρο φόβο του να δει το θεριό (ή το κενό) κατάματα. Μισοπιωμένος κάθε βράδυ, ξύπνιος πριν τα χαράματα, βλέπει τον θάνατό του μια μέρα πιο κοντά χωρίς υπεκφυγές, ελπίδες, όνειρα, ηρωισμούς, αποδοχή ή παραίτηση. Αν έχει κάποια δύναμη το Εωθινό, πέρα από την τεχνική του αρτιότητα, είναι η αφτιασίδωτη αλήθεια του. Σίγουρα το πιοτό έχει να κάνει κάτι με τη στάση αυτή. Το ομολογεί από τον πρώτο στίχο και το αναφέρει εν παρόδω κάπου στο μέσο. Πίνουμε συχνά για να ξεχάσουμε, αλλά ταυτόχρονα in vino veritas: το πιοτό δίνει λήθη και αλήθεια.
Ο Philip Larkin μας έχει συνηθίσει σε τέτοια ειλικρίνεια. Στην ποίηση, στην καριέρα, στη ζωή του δεν έκανε ιδιαίτερες προσπάθειες να είναι πολιτικά ορθός και ό,τι κατέκτησε στην ποίηση βασίζεται απόλυτα στην αποδοχή από το ακροατήριό του. Το πιο γνωστό ποίημά του This be the verse σοκάρει, αλλά απομνημονεύεται και συχνά μνημονεύεται.
Αυτός να είναι ο στίχος
Σε γαμούν άσχημα ο μπαμπάς και η μαμά
Χωρίς να θέλουν ίσως, το κάνουν όμως συστηματικά.
Σου δίνουν όλα τα δικά τους τα στραβά
Και μερικά ακόμα, για σένα ειδικά.
Αλλά όμοια είχαν γαμηθεί κι αυτοί
Απ’ άλλους ανόητους ντυμένους με ρούχα και καπέλα παλιά
Που άλλοτε πόζαραν μαζί, σοβαροί κι αυστηροί
Και άλλοτε σκυλοτρώγονταν αρπαγμένοι απ’ τα μαλλιά.
Μιζέρια ο άνθρωπος στον άνθρωπο περνά, θαρρείς,
Που σαν τη θάλασσα γίνεται όλο πιο βαθιά.
Φύγε σου λέω, όσο πιο γρήγορα μπορείς.
Και μην αφήσεις πίσω σου παιδιά
Εωθινό
Δουλεύω όλη τη μέρα, βράδια το ρίχνω στο πιοτό
Ξύπνιος απ’ τις τέσσερις, στο άηχο σκοτάδι κοιτώ
Καθώς περνά η ώρα, φως στις άκρες της κουρτίνας θα φανεί
Ως τότε όμως βλέπω αυτό που είναι πάντα εκεί:
Τον θάνατο ασυγκράτητο, τώρα μια μέρα πιο κοντά,
Δεν αφήνει χώρο για άλλη σκέψη παρά
Το πώς και πού και πότε θα πεθάνω εγώ.
Στεγνά ερωτηματικά: όμως ο τρόμος φοβερός
του να πεθαίνω και να είμαι νεκρός,
Ξανά μπροστά μου αστράφτει, αδράχνει και τρομοκρατεί.
Τον νου αδειάζει η αστραπή αυτή. Όχι γιατί μετανοεί
–Για το καλό που δεν έγινε, την αγάπη που δεν δόθηκε, τον χρόνο
που άδικα έχει χαθεί– ούτε, π’ ανάθεμα, γιατί
μια μόνο έχουμε ζωή που τόσο χρόνο θέλει για να ξεβγεί
από τις λάθος απαρχές, και ίσως να μη βγει ποτέ,
Αλλά στο απόλυτο κενό που θα ’ναι και παντοτινό,
Στη βέβαιη εξάλειψη στο τέλος του δικού μας ταξιδιού
Εκεί όπου θα χαθούμε για πάντα. Το να μην είσαι εδώ
Το να μην είσαι πουθενά,
Και σύντομα. Τίποτε πιο τρομαχτικό, τίποτε πιο αληθινό.
Είναι αυτή μια αίσθηση φόβου ξεχωριστή
Που κανένα κόλπο να ξορκίσει δεν μπορεί. Η θρησκεία βάλθηκε να το προσπαθεί,
Αυτό το τεράστιο σκοροφαγωμένο μελωδικό υφαντό
φτιαγμένο για να παραστήσει πως δεν πεθαίνουμε ποτέ,
Και όλα εκείνα τα παραπειστικά που λεν «κανένα ον λογικό
Δεν θά ’πρεπε να φοβάται αυτό που δεν θα αισθανθεί», χωρίς να βλέπουν
Ότι αυτό ακριβώς είναι που σε τρομοκρατεί – τίποτε να βλέπεις ή να ακούς
Τίποτε να αγγίξεις, να γευτείς ή να μυρίσεις, τίποτε με το οποίο να σκεφτείς,
Τίποτε να αγαπήσεις ή να συνδεθείς,
Το αναισθητικό από το οποίο ποτέ δεν ξύπνησε κανείς.
Και έτσι μένει εκεί στην άκρη της δικής μας της ματιάς
Μια μικρή δυσδιάκριτη θολούρα, μόνιμη παρουσία ψυχρή
Που επιβραδύνει κάθε παρόρμηση χωρίς να αφήνει τίποτε να αποφασιστεί.
Τα περισσότερα δεν θα γίνουν: όχι όμως αυτό.
Και η επίγνωσή του ξεσπάει στα σωθικά
Καμίνι φόβου όταν βρεθούμε χωρίς να έχουμε κοντά
Άλλους ανθρώπους ή πιοτό. Η γενναιότητα δεν ωφελεί:
Σημαίνει μόνο το να μην τρομάζεις άλλους. Γενναίος ακόμη κι αν φανείς,
Από τον τάφο δεν γλύτωσε κανείς.
Δεν είναι άλλος ο θάνατος αν κλαψουρίζεις παρά αν δείξεις αντοχή.
Σιγά-σιγά δυνάμωσε το φως, και το δωμάτιο αποκτά μορφή.
Ξεκάθαρο σαν τη ντουλάπα με τα ρούχα μας, αυτό που ξέρουμε είναι εκεί,
Το ίδιο που πάντα ξέραμε και ξέρουμε ότι δεν έχει διαφυγή,
Και όμως κανείς μας δεν μπορεί να αποδεχτεί. Εν’ απ’ τα δυο πρέπει να απορριφθεί.
Στο μεταξύ παραμονεύουν τα τηλέφωνα, να κουδουνίσουν σε κάποια στιγμή
Σε κλειδωμένα γραφεία, και όλος ο αδιάφορος και στενά
Συνυφασμένος, νοικιασμένος κόσμος αρχίζει να ξυπνά.
Ο ουρανός άσπρος σαν πηλός, ο ήλιος πουθενά.
Η καθημερινή δουλειά πρέπει να συνεχιστεί.
Από σπίτι σε σπίτι πάνε οι ταχυδρόμοι, όπως και οι γιατροί.
Η Χορτοκοπτική (Ο Θεριστής)
Η χορτοκοπτική κλώτσησε δυο φορές απανωτά. Γονάτισα και βρήκα
Ένα σκαντζοχοιράκι καρφωμένο στις λεπίδες,
Σκοτωμένο. Εκεί τριγύρναγε στα χόρτα τα ψηλά.
Το είχα δει κι άλλες φορές, το τάισα μια φορά.
Τώρα σακάτεψα τον ήσυχό του κόσμο
Ανεπανόρθωτα. Η ταφή δεν έφερε καμιά παρηγοριά:
Την άλλη μέρα ξύπνησα, αυτό δεν ξύπνησε ξανά.
Πρώτη μέρα μετά από ένα θάνατο, και η γεύση της νέας απουσίας
Είναι πάντα η ίδια. Πρέπει να προσέχουμε
Ο ένας τον άλλον, να ’μαστε στοργικοί
Όσο ακόμα έχουμε καιρό.