Χάρτης 19 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2020
https://www.hartismag.gr/hartis-19/klimakes/h-mera-ths-modistras
Για τη Δέσποινα
Είχα δυο θείες, πρώτες ξαδέλφες της μαμάς μου, και τις δυο τις λέγανε Υβόννες· ήταν πρωτότοκες κόρες των δυο γιων της προγιαγιάς μου. Την προγιαγιά μου τη λέγανε Στέλλα και πίσω από την πλάτη της τη φώναζαν Κοντοστέλλα, αλλά μπροστά κανένας δεν τολμούσε να την πει έτσι. Παρ’ ότι ήταν κοντούλα αλλά πολύ δυναμική γυναίκα όλοι από σεβασμό τη φώναζαν κόνα-Στέλλια, πέθανε πλήρης ημερών όταν ήμουν επτά ετών, είχε μάλιστα αποκτήσει και τρισέγγονη. Ωστόσο καμία από τις εγγονές της δεν την είπανε Στέλλα, όπως το θέλει η παράδοση, αλλά Υβόννη.
Η οικογενειακή μυθολογία έχει ως εξής: Όταν παντρεύτηκε ο πρώτος γιος τη θεία Κωνσταντίνα, την Μπουτζαλιά (έτσι την αποκαλούσαν στην οικογένεια γιατί ήταν από τον Μπουτζά της Σμύρνης), απέκτησαν ένα κοριτσάκι, ήταν το πρώτο εγγονάκι της, το ονόμασαν Στέλλα, αλλά πέθανε σε βρεφική ηλικία. Το επόμενο κοριτσάκι που γεννήθηκε πήγαν και αυτό να το ονομάσουν Στέλλα, αλλά η προγιαγιά μου πάτησε κάτω το πόδι της και τους το απαγόρευσε, τους είπε ότι το όνομα μάλλον θα είναι γρουσούζικο και τους είπε ότι θα τους καταραστεί και να δώσουν στο παιδί άλλο όνομα, αλλά από σεβασμό σε αυτήν της είπαν εκείνη να διαλέξει ένα όνομα και εκείνη διάλεξε το όνομα της αγαπημένης της ηθοποιού που την έλεγαν Υβόννη. Όταν και ο μικρότερος γιος της απέκτησε και αυτός μια κόρη την ονόμασε κι αυτή Υβόννη αντί για Στέλλα.
Αυτές ήταν οι δυο Υβόννες της οικογένειας. Για να τις ξεχωρίζουμε τις λέγαμε η Υβόννη της Αιόλου και η Υβόννη του Ποδονίφτη, από τις περιοχές που έμεναν στην Αθήνα. Και οι δυο προσπαθούσαν να κρύψουν τα χρόνια τους, αλλά τους πρόδιδε ότι είχαν γεννηθεί στη Σμύρνη και μικρές προσφυγοπούλες είχαν έρθει στην Ελλάδα, και τέτοιες ημερομηνίες δεν κρύβονται. Η Υβόννη της Αιόλου ήταν έμπορος, είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της ένα εμπορικό κατάστημα στην οδό Αιόλου και το διεύθυνε με τα αδέλφια της. Η Υβόννη του Ποδονίφτη ήταν μοδίστρα. Δεν είχε το δικό της ατελιέ ούτε έπαιρνε δουλειά στο σπίτι της, αλλά πήγαινε σε σπίτια και έραβε.
Εκείνη την εποχή, να πούμε μέχρι τη δεκαετία του 1960, ίσως και του 1970, σε επαρχιακές πόλεις μπορεί και αργότερα, ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο κάποιος να έρχεται σπίτι και να ράβει τα νέα ρούχα για τις γυναίκες του σπιτιού, και υπήρχε νομίζω αρκετή δουλειά. Ειδικά όταν άρχιζε ο χειμώνας ή το καλοκαίρι που νέα ρούχα έπρεπε να ραφτούν και οι κυρίες να είναι ραμμένες με τη νέα μόδα, μερικά ραντεβού κλείνονταν και από τον προηγούμενο χρόνο. Όταν ήταν η μέρα να «έχουμε μοδίστρα» στο σπίτι γίνονταν ένα πανηγύρι· γεννιόταν η ελπίδα του νέου ρούχου ή έστω η μεταποίηση ενός παλαιότερου αλλά με το νέο σχέδιο της εποχής. Το φαγητό εκείνης της μέρας ήταν ξεχωριστό, υπήρχε μια αναστάτωση στο σπίτι, μύριζε φρεσκοκομμένο ύφασμα, βελόνες, καρφίτσες, κλωστές, κουμπιά, ρέλια, βάτες, φόδρες, εξτραφόρ, ξηλώματα γέμιζαν το σπίτι και γρου γρου ακούγονταν η ραπτομηχανή να ράβει. Τρεχάματα για να αγοραστεί κλωστή σε σωστό χρώμα, να έρθουν πίσω τα ντυμένα κουμπιά, να βρεθεί το σωστό μήκος του φερμουάρ. Πρόβες και πόζες μπροστά στον καθρέφτη. Τί ωραίες αναστατώσεις και μικρές κρίσεις ήταν αυτές. Αχ, να ’ταν η ζωή μας τέτοια!
Καμιά φορά το πανηγύρι συνεχιζόταν και την επόμενη μέρα, αν υπήρχαν πολλές γυναίκες στο σπίτι, μαμά, κόρες, γιαγιά, θείες. Το κυριότερο ήταν οι άντρες του σπιτιού να απουσιάζουν, να μην τους έχουν οι γυναίκες μέσα στα πόδια τους, ώστε να μπορούν να κάνουν τις πρόβες με την ησυχία τους και κυρίως να μη δουν όλα τα καινούργια ρούχα που ράβονταν· έφτανε να άφηναν τα λεφτά. Κι όταν μετά ακούγονταν καυγάδες για τα λεφτά που είχαν ξοδευτεί στα λούσα, η σταθερή δικαιολογία ήταν: Έλα, καλέ, πώς κάνεις έτσι; ένα τσιτάκι έραψα για το καλοκαίρι και όλα τα άλλα ήταν μεταποιήσεις. Μόνο μια μικρή μάλλινη ζακετούλα έραψα για να μην κρυώνω και την έκανα ταγιέρ με την προπέρσινη φούστα. Κι ένα μικρό, μαύρο μάλλινο φουστάνι έραψα, γιατί έχουμε και πένθος, μην κάνεις έτσι για δυο τρία κουρέλια. Για να ράψει κάτι για το προσωπικό την έφερα, σιγά που αυτή θα έραβε κάτι για μένα. Επ’ ευκαιρία που μάκρυνε και κάτι φουστάνια. Είμαστε καλεσμένοι σε γάμο/βαφτίσια, σαν κατσιβέλα θα εμφανιστώ; Τι θα πει ο κόσμος;
Κάτι τέτοιες δικαιολογίες μας διηγούνταν η Υβόννη του Ποδονίφτη, όταν τελείωνε το μεροκάματό της σε κάποιο σπίτι κάποιας μεγάλης οικογένειας που έμενε στο Κολωνάκι κι εμείς εκεί. Μας έλεγε ότι σε μερικά σπίτια έπρεπε να μπαίνει από την πόρτα της υπηρεσίας, προσπαθούσαν να κρύψουν την παρουσία της, δεν έτρωγε μαζί τους στο τραπέζι και άκουγε και γαλλικά ενώ ο κύριος δεν ήξερε γρι να τα μιλάει. Η θεία Υβόννη ερχόταν λίγο να ξεσκάσει από την ένταση της μέρας αλλά κυρίως να συμβουλευτεί τη μαμά μου για τα νέα σχέδια και τη νέα τάση της μόδας. Η μαμά μου για τις ανάγκες του μαγαζιού πήγαινε δυο φορές τον χρόνο στο Παρίσι για να φέρει τα νέα σχέδια της μόδας, νέα υλικά, νέες ιδέες και ενώ το μαγαζί ήταν της γιαγιάς μου, καπελού κλάσης, η γιαγιά μου είχε μεγαλώσει πια και είχε σταματήσει τα παρόμοια ταξίδια, αλλά είχε κρατήσει την παλιά πιστή της πελατεία, που μερικές πελάτισσες τις είχε και από τη Σμύρνη. Το βάρος έπεφτε στη μαμά μου και έκανε τα ταξίδια και εξυπηρετούσε τα γούστα και τις ανάγκες της πελατείας της νέας γενιάς. Πάντα η μαμά μου μαζί με τα ζουρνάλ της μόδας έφερνε και μερικά κροκί ειδικά για την ξαδέλφη της και της εξηγούσε τις νέες τάσεις της μόδας, τα χρώματα που επικρατούσαν, νέες υφάνσεις και υφάσματα, κυρίως το ύψος στον ποδόγυρο, λίγο πάνω, λίγο κάτω, γιατί η μόδα άλλαζε δυο φορές τον χρόνο, μία τον χειμώνα και μία το καλοκαίρι, έτσι οι πελάτισσες της ξαδέλφης της να είναι πάντα μέσα στη μόδα. Γιατί δεν είναι και τόσο εύκολο πράγμα, να κάνεις το στυλ Α του Ντιόρ ή τον σάκο και το τραπέζ του Υβ Σαιν Λοράν χωρίς κάποιο πατρόν. Όλα αυτά βέβαια τελείωσαν με τα prêt á porter, τις boutiques και τα ετοιματζίδικα ρούχα.
Αυτή η θεία Υβόννη του Ποδονίφτη δε με χώνευε και πολύ πολύ, γιατί όταν η μαμά μου παντρεύτηκε για δεύτερη φορά τον πατριό μου, εγώ δεν ήμουν προσκεκλημένη στο γάμο και με άφησαν πίσω στην Αθήνα. Ήταν αδιανόητο να εμφανιστεί και η κόρη της νύφης στη Ρουμελιώτικη πατριαρχική μικρή επαρχιακή κωμόπολη που σχεδόν όλη ήταν προσκεκλημένη στον γάμο. Εγώ βέβαια βοηθούσα να γίνουν οι μπομπονιέρες, έπρεπε να μετρώ σωστά τα κουφέτα, ώστε όλες να έχουν 17, γιατί αν σε κάποια βρίσκονταν λιγότερα ίσως να δημιουργούνταν θέμα. Η θεία Υβόννη και οι άλλες ξαδέλφες της μαμάς βοηθούσαν να δεθούν ωραία οι φιόγκοι. Καμιά από τις ξαδέλφες δεν είχε παντρευτεί, μόνο η μαμά μου τα είχε καταφέρει και δεύτερη φορά και μάλιστα με γιατρό. Οι δυο Υβόννες είχαν αρραβωνιαστεί κι αυτές με γιατρούς, αλλά για διάφορους λόγους οι αρραβώνες διαλύθηκαν και γάμοι δεν έγιναν. Ο μπαμπάς της θείας Υβόννης του Ποδονίφτη θα παρέδιδε τη μαμά μου στον γαμπρό, γιατί ήταν ο μόνος άρρην επιζών στην οικογένεια. Έτσι η θεία Υβόννη έμεινε πίσω στην Αθήνα για να με φυλάει και έχασε τον παραδοσιακό Ρουμελιώτικο γάμο. Μόνο η μαμά μου έγραψε στο γοβάκι της το όνομά της, αλλά έσβησε πολύ αργότερα. Αυτό η θεία μου δεν μου το συγχώρεσε ποτέ, σαν να έφταιγα εγώ που δεν πήγε στον γάμο.
Με την άλλη θεία Υβόννη, της Αιόλου, παραδόξως τα πήγαινα πολύ καλά και όλο κονομούσα ωραία δωράκια. Ήταν πολύ κοκέτα και έπρεπε να ντύνεται σωστά και δυναμικά, γιατί γυναίκα κουμαντάριζε ολόκληρη επιχείρηση. Όποιο ρούχο το βαριόταν μας το χάριζε και εμείς λέγαμε ότι το πήραμε από «το φτηνό το μαγαζί». Στον γάμο μου, μού χάρισε κάτι υπέροχες ζεστές μάλλινες κουβέρτες, που τις ταξίδεψα όπου κι αν πήγαμε και μας ζέσταιναν, αλλά το καλύτερο δώρο που μου έκανε, όταν έμαθε ότι θα πήγαινα στον Καναδά, ήταν που άνοιξε «το φτηνό το μαγαζί», δηλαδή τη ντουλάπα της, και μου χάρισε ένα παλιό μαύρο παλτό της με έναν ωραίο γούνινο γιακά. Δεν της το είχε ράψει η ξαδέλφη της αλλά το είχε αγοράσει από ένα από τα καλά ατελιέ της Αθήνας, της κυρίας Αργυράκη. Πραγματικά με έσωσε στην εγκυμοσύνη και κυκλοφορούσα κάπως αξιοπρεπώς αλλά στο τέλος ανακάλυψα ότι καθώς μεγάλωνε η κοιλιά μου από μπροστά άνοιγε από πίσω το κόψιμο και κρύωνα, έτσι αγόρασα κι εγώ έναν άκομψο «πάρκα» όπως όλοι. Κρέμασα το παλτό στην ντουλάπα και το καμάρωνα, αλλά δυστυχώς έπαψε να μου χωρά και έγινα κι εγώ «το φτηνό το μαγαζί» και το χάρισα κάπου.
Αλλά γιατί μου ήρθε στο μυαλό αυτές τις μέρες να θυμάμαι τη θεία μου Υβόννη του Ποδονίφτη; Γιατί μια από τις διασημότερές της πελάτισσες, ήταν η κομψότατη σύζυγος μεγίστου Έλληνα πολιτικού, η οποία πέθανε πρόσφατα. Πάντα όταν μας επισκεπτόταν η θεία Υβόννη στήναμε αυτί γιατί μας έλεγε τι έβλεπε και τι άκουγε στα σπίτια διάσημων πελατισσών της, ηθοποιών, βιομηχάνων, πολιτικών. Ωραίες πιπεράτες ιστορίες, ποιοι πλήρωναν τον λογαριασμό και πώς. Ιστορίες που έμεναν στους τέσσερις τοίχους του δωματίου, τις θυμόμαστε αλλά δεν τις αναμεταδίδαμε και σιγά, σιγά τις έχουμε ξεχάσει. Αλλά το πιο καλοστημένο αυτί το βάζαμε, όταν επέστρεφε από το σπίτι του πολιτικού. Έμπαινε στο σπίτι μας και έλεγε: Κάνε μου ένα καφέ να έρθει η ψυχή μου στην θέση της, γιατί δεν αντέχω την συμπεριφορά του σε μια τέτοια κυρία. Βλάχος και άξεστος μέχρι το μεδούλι κι εκείνη μια τέτοια κυρία, μια τέτοια κυρία. Αυτή η έκφραση «μια τέτοια κυρία» μού είχε μείνει αποτυπωμένη. Μια τέτοια κυρία! Να σας αναμεταδώσω τις ιστορίες μικρότητας δεν αξίζουν τον κόπο. Μόνο η θεία της η Έτα όταν τις άκουγε της σηκώνονταν οι τρίχες της και έλεγε: Καλά κάνω εγώ και δεν ψηφίζω αυτόν τον μπουρτζόβλαχο. Όχι, δηλαδή, ότι ποτέ τής περάσει από τον νου της να ψηφίσει ή να επαινέσει κάποιον πολιτικό από τη Δεξιά, πάντα υποστήριζε ό,τι είχε μυρωδιά ή είχε απομείνει από τη μυρωδιά του βενιζελισμού, όσο ξεθυμασμένη κι αν ήταν αυτή· ήταν και μέχρι το μεδούλι αντιβασιλική. Ακούς εκεί να συμπεριφέρεται και μιλά έτσι σε μια τέτοια κυρία, επαναλάμβανε και μουρμούριζε και στα κρυφά του έριχνε και μια μούντζα κατά το μέρος που πίστευε ότι βρισκόταν.
Τελικά καμιά από τις θείες Υβόννες δεν παντρεύτηκε τον αρραβωνιαστικό γιατρό. Για την Υβόννη της Αιόλου που με συμπαθούσε κάτι ακούστηκε ότι η οικογένεια του γιατρού, που ήταν μια από τις πιο γνωστές ιατρικές οικογένειες της Αθήνας, έφερε αντιρρήσεις πώς θα παντρευτεί μια εμπόρισσα της Αιόλου και εκείνη αρνήθηκε να εγκαταλείψει την επιχείρηση και την ανεξαρτησία της. Παντρεύτηκε αργότερα, πολύ αργότερα, έναν μικρότερό της άντρα, αλλά δυστυχώς ο γάμος δεν κράτησε πολύ και χήρεψε λίγα χρόνια αργότερα. Το τι ακούστηκε για τη χηρεία της δεν λέγεται· μη σας πιάσει στο στόμα σμυρναίικο στόμα. Η άλλη, ενώ ο αρραβωνιαστικός είχε περάσει σχεδόν όλη τη φοιτητική του ζωή της ιατρικής και την ειδικότητά του στο φιλόξενο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς, όταν ήρθε η ώρα του γάμου ζήτησε μια εξωφρενική προίκα, που δυστυχώς πια ο θείος Γιώργος δεν μπορούσε να τη δώσει και ο αρραβώνας διαλύθηκε, έτσι η θεία Υβόννη έμεινε με ραϊσμένη καρδιά. Συμπτωματικά ο πρώην αρραβωνιαστικός υπηρετούσε στο ίδιο νοσοκομείο με τον πατριό μου τον λέγαμε «ο παραλίγο ξάδελφος», αλλά ποτέ δεν τον συμβουλευτήκαμε ιατρικά, έτσι από πείσμα και οικογενειακή αλληλεγγύη. Βρήκε τη μεγάλη προίκα που ήθελε και απέκτησε και δύο αγοράκια, αλλά δυστυχώς και τα δύο υπέφεραν από σύνδρομο Down και η εξήγηση ήταν: έπιασε η κατάρα της Μπουτζαλιάς. Κι εκείνη η Υβόννη παντρεύτηκε αλλά πολύ αργότερα, έναν άντρα μεγαλύτερό της, υιοθέτησαν ένα αγοράκι που το ονόμασαν Γιώργο. Δεν ξέρω γιατί ποτέ δεν την επισκεφτήκαμε στο σπίτι της, ούτε μας είχε καλέσει στον γάμο της ή να γνωρίσουμε το αγοράκι της, αν και μέναμε τότε πολύ κοντά στην ίδια γειτονία. Έτσι δυστυχώς ούτε το όνομα της προγιαγιάς μου έμεινε στην οικογένεια ούτε το όνομα της αγαπημένης ηθοποιού που είχε δώσει στις εγγονές της.
Αυτό που μας έμεινε ήταν η έκφραση «μια τέτοια κυρία, μα μια τέτοια κυρία» και οι πρόσφατες νεκρολογίες της μεγάλης αυτής κυρίας συμφωνούν: ήταν μια μεγάλη κυρία.