Χάρτης 47 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-47/biblia/mia-nea-poiitria
——————
Γνωρίσαμε την Κορίνα Καλούδη ως ποιήτρια πριν από δύο χρόνια, όταν κυκλοφόρησε η πρώτη συλλογή της Και βέβαια τους φοβάμαι από τις εκδ. Περισπωμένη, από τις οποίες προέρχεται και το καινούριο βιβλίο της. Εκείνη η παρθενική της εμφάνιση στον χώρο της λογοτεχνίας άφησε πολύ καλές εντυπώσεις, και η συλλογή της διεκδίκησε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενης ποιήτριας για το έτος 2020. Πέρα από τις όποιες διακρίσεις αυτού του τύπου, που δεν εμπιστεύομαι και πολύ, είμαι της γνώμης πως η καλή ποίηση έχει τον δικό της τρόπο να πείθει, να επιβάλλεται και να προσφέρει αναγνωρισιμότητα. Και αυτό συνέβη με τη συλλογή Και βέβαια τους φοβάμαι, που αποκάλυψε τουλάχιστον σε όσους παρακολουθούν τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία μιαν ενδιαφέρουσα καινούρια ποιητική φωνή. Επειδή και τα δύο έως τώρα βιβλία της έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, όχι μόνον από εκδοτικής πλευράς αλλά και από την άποψη περιεχομένου, θα τα συνεξετάσω στη συνέχεια, θέλοντας να τονίσω την ενότητα ύφους και κλίματος που βρίσκω να τα διακρίνει.
Πριν σχολιάσω τα ποιήματα, θέλω να αναφερθώ σε μερικά εξωκειμενικά στοιχεία των δύο βιβλίων, τα οποία έχουν σχεδόν την ίδιαν έκταση σελίδων και περιλαμβάνουν περίπου τον ίδιον αριθμό ποιημάτων. Και στις δύο συλλογές εμπεριέχονται χωρίς τίτλο δυο τρία δίστιχα από τα οποία η ποιήτρια αντλεί κάθε φορά τον τίτλο του συγκεκριμένου βιβλίου της. Ο τίτλος της πρώτη συλλογής προέκυψε από το δίστιχο Και βέβαια τους φοβάμαι / Είναι οπλισμένοι και ηλίθιοι. Το ίδιο συνέβη και στην τωρινή συλλογή: Χρειάστηκε να κλέψω / Ήτανε αναγκαίο να έχω κάτι. Και σε άλλα βιβλία νεότερων ποιητών και ποιητριών έχω παρατηρήσει αυτή τη συνήθεια να περιλαμβάνονται και να παρεμβάλλονται σύντομοι, χωρίς τίτλο στίχοι ανάμεσα στα λοιπά ποιήματα κάθε συλλογής. Έχω την εντύπωση ότι δεν πρόκειται για ανεξήγητη δημιουργική ιδιοτροπία, αλλά για εύλογη επιθυμία να μην παραμείνουν στην αφάνεια στίχοι που έχουν λειτουργική, άμεση σχέση και με τα λοιπά ποιήματα.
Ένα ακόμη κοινό στοιχείο των δύο βιβλίων είναι η μικρή έκταση των ποιημάτων τους, η σύντομη φόρμα, ιδιαίτερα προσφιλής στην Καλούδη. Το εκτενέστερο ποίημα της πρώτη συλλογής επιγράφεται «Ευδαιμονία παιδιού» και αναπτύσσεται σε μόλις δεκαέξι στίχους. Στην τωρινή συλλογή υπάρχουν δύο ποιήματα, που είναι και τα μεγαλύτερα, με δεκατέσσερις στίχους καθένα, τα επιγραφόμενα «Το πιο αναγκαίο» και «Λίγο ακόμα». Χαρακτήρισα τη μικρή φόρμα ως προσφιλή στην ποιήτρια, αλλά θα πρέπει να διευκρινίσω πως αυτή η συμπάθειά της προς τους σύντομους στίχους δεν συνιστά μιαν αόριστη και αναιτιολόγητη επιλογή της· πρόκειται, κατά την κρίση μου, για την ουσία και την ιδιαιτερότητα της ποιητικής εκφοράς της Καλούδη. Όπως θα προσπαθήσω να εξηγήσω και πιο κάτω, τα μεγάλα ή μικρά σε έκταση ποιήματα σπανίως προαποφασίζονται· κάθε δημιουργός, από τη στιγμή που αρχίζει να γράφει, επιλέγει τη μορφή που κατά τη γνώμη του εξυπηρετεί το ύφος και τις ιδέες που θέλει να εκφράσει, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίον θα αποτυπώσει πληρέστερα την ποιητική του ανάσα, χωρίς να έχει εκ των προτέρων προβλέψει την τελική έκταση κάθε ποιήματος.
Το τελευταίο στοιχείο που θα αναφέρω δεν θα το χαρακτήριζα απολύτως εξωκειμενικό, επειδή βρίσκεται στο περιθώριο του ποιητικού λόγου αλλά, ταυτόχρονα, μάς εισάγει στην ποιητική εκφορά της Καλούδη. Πρόκειται για το πώς μιλάει η ποιήτρια μέσα από τους στίχους της. Ο λόγος της είναι πάντοτε προσωποπαγής, σε πρώτο πρόσωπο, αποφεύγει να χρησιμοποιεί μύθους ή παγκοίνως γνωστά πρόσωπα που θα τους ανέθετε να απαγγείλουν τα όσα θέλει η ίδια να μας πει. Δεν εμφανίζει στη σκηνή προσωπεία ιστορικών μορφών, δεν ενσωματώνει στους στίχους της δάνεια από την αρχαιοελληνική γραμματεία, ούτε σκηνοθετεί τις ιδέες της σε αρχαιολογικούς χώρους. Μιλάει και εκφράζεται με τη δική της γλώσσα που διαθέτει μιαν αφοπλιστική και προβληματισμένη αιχμηρή αμεσότητα. Κάποτε μπορεί να μιλά σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο (κι αυτό συμβαίνει περισσότερο στην πρώτη συλλογή), επειδή θέλει να δείξει πως τα αισθήματα που την διακατέχουν μπορεί να τα συμμερίζονται και άλλοι άνθρωποι. Κατά κανόνα μιλάει ο εαυτός της για τον εαυτό της. Θα φέρω ορισμένα σχετικά παραδείγματα:
Μοιάζει να σου είπα ψέματα / μα έτσι ήξερα τότε να μιλώ.
Ήταν η αγάπη / πιο πυκνή / απ’ το σκοτάδι / Τι να φοβηθώ;
Όσο απομακρύνομαι ξεχνάω / τη γλώσσα τους, / τις λέξεις που έφτιαξαν για να / παραπλανούν / Στους τοίχους, νεογέννητα συνθήματα / τους αφοπλίζουν / Όσο απομακρύνομαι / Πλησιάζω
Δικά μου ήταν / Κι ας τα πήρα στα κρυφά
Κι όμως / Θα μου αρκούσε να κοιτάζω / τα ήσυχα νερά της λίμνης / περιμένοντας / ν’ ανέβει απ’ τον βυθό / το πρόσωπό μου
Τίποτα τώρα δεν μου φαίνεται οριστικό / Κι εκείνο που έμοιαζε πριν λίγο επικίνδυνο / κάθεται απέναντί μου και μιλάμε / Ώρες πολλές μιλάμε χαμηλόφωνα / Σαν φίλοι, που έπειτα από χρόνια / ξαναβρέθηκαν
Κουράστηκα να τρέχω / Ας με βρουν / Κι αυτό που είναι να συμβεί / το ξέρω ήδη / σα να έχει γίνει / Το πρόσωπό μου θα χαμογελάει / Το χέρι ήρεμο θα βγάλει την περόνη / κι εκείνοι θα νομίζουν πως με έφτασαν
Από τα λίγα δείγματα που παρέθεσα μπορεί να διακρίνει κανείς τη θεματολογία και τον τόνο της φωνής της ποιήτριας. Αν θα χαρακτήριζα επιγραμματικά τα βασικά μοτίβα που εκφράζουν οι στίχοι της, θα έλεγα πως μας αφηγούνται μια βιοτική περιπέτεια, μέσα από την οποία κάθε τόσο αναδεικνύονται κανόνες ζωής και κανόνες ηθικής, με την ευρύτερη έννοια, στάσης. Μας μιλά μια ανθρώπινη ύπαρξη που μοιάζει να ασφυκτιά κάτω από τις δεδομένες γενικότερες κοινωνικές ή ατομικές συνθήκες. Δεν επαναστατεί, δεν αναζητά ανατρεπτικές εξόδους διαφυγής, αλλά υπομένει με καρτερικότητα τα γεγονότα και τις συμπεριφορές, αναπτύσσοντας στον εσωτερικό της κόσμο την οπτική μιας φιλοσοφημένης απαντοχής. Αν διαβάζω σωστά, σε κάποια ποιήματα αχνοφαίνεται η προστατευτική πατρική φιγούρα, περισσότερο ως ανάμνηση παλαιών ημερών, κυρίως της παιδικής ηλικίας, ενώ δεν φαίνεται να μνημονεύονται φιλίες ή άλλοι συμπαραστάτες. Έχω την τάση να θεωρώ πως ορισμένα ποιήματα απευθύνονται στο ερωτικό πρόσωπο ενός συντρόφου, όπως διακρίνω στους ακόλουθους στίχους:
Όταν σ’ ακούω να τραγουδάς / μου φαίνεται / ποτέ δεν θα πεθάνω
Πατάω στις μύτες των ποδιών / Τεντώνομαι να φτάσω / κάθε φορά που μου προσφέρεται / το χέρι του
Κανένα βήμα μου / δεν έγινε άσκοπα / Συναντηθήκαμε
Από την άποψη αυτή είναι ενδεικτικό πως η Καλούδη ανήκει στις λιγοστές σύγχρονες Ελληνίδες ποιήτριες που δεν αναλίσκονται σε συνεχή ερωτικά ποιήματα, αλλά διατηρούν μια διακριτικότητα, μιαν υπαινικτική στάση απέναντι στις υπερβολικά κάποτε τονισμένες αισθηματικές σχέσεις των δύο φύλων.
Υπάρχει, λοιπόν, μια βιοθεωρία στα ποιήματά της, μια εν εξελίξει συνολική αντίληψη για την καθημερινότητα, για τις αξίες της ζωής και για την ανθρώπινη μοίρα. Συχνά οι αρχικές σκέψεις που διατυπώνει στους στίχους της στρέφονται απροσδόκητα προς άλλες κατευθύνσεις, ανατρέποντας έτσι την αναμενόμενη λογική ακολουθία.
Και πάντα με κοιτούσες / όπως κοιτάζει κάποιος / από το παράθυρο του τρένου ένα εξαίσιο τοπίο / -μα δεν μπορεί να θυμηθεί- /κι ενοχλημένος κάπως /θα τραβήξει την κουρτίνα
Με φύλαγε μέσα στα χέρια του / σαν κάτι εύθραυστο και ακριβό / κι άφηνε χώρο άπλετο / ανάμεσα στα δάχτυλα / να φεύγω όποτε θέλω / δίχως πόνο
Ένα ακόμη γνώρισμα της ποίησής της είναι πως αποφεύγει συστηματικά να χρησιμοποιεί σχήματα λόγου, παρομοιώσεις ή, ακόμη, και να παραθέτει συνεχώς επίθετα. Αυτή την τακτική της είχα στο μυαλό μου, όταν έκανα λόγο πιο πάνω για την αιχμηρή αμεσότητα των στίχων της. Με χαμηλή φωνή, με τη φωνή της αφκιασίδωτης καθημερινής ομιλίας που συχνά αισθάνεσαι πως μόλις ακούγεται, μάς καταθέτει την εσωτερική, την υπαρξιακή της περιπέτεια, προσκαλώντας μας να την συμμεριστούμε.
Δεν είμαι σε θέση, ούτε και θα είχε νόημα, να προσπαθήσω να προδιαγράψω το μέλλον της Κορίνας Καλούδη στην ποίηση – προβλέψεις και προφητείες αυτού του τύπου είναι πάντα επισφαλείς. Αυτό που μπορώ, όμως, να πω με βεβαιότητα είναι πως η ίδια βρίσκεται σε καλό δρόμο και πατά γερά στις δικές της δυνάμεις. Απλώς θα επαναλάβω κάτι που είχε λεχθεί παλαιότερα σε ανάλογη περίπτωση: τα δύο μέχρι τώρα βιβλία της ίσως να μην ανοίγουν καινούριους δρόμους στην ποίηση (κάτι τέτοιο σπανιότατα συμβαίνει στη ροή του χρόνου), αλλά το γεγονός και μόνον ότι συντηρούν τον ποιητικό λόγο σ’ ένα πολύ υψηλό επίπεδό είναι μεγάλο κέρδος για όλους μας – για την Ποίηση, για την ίδια την ποιήτρια και για εμάς τους αναγνώστες της.