Χάρτης 47 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-47/moysikh/mikroi-odighoi-akroasis-o-pianistas-kai-o-thanatos
——————
ΜΙΚΡΟΙ ΟΔΗΓΟΙ ΑΚΡΟΑΣΗΣ
——————
—Το στήθος μου βράζει, γιατρέ.
—Γδυθείτε να σας ακροαστώ.
*
Ερ.: Μπορούμε να μιλήσουμε για τη μουσική;
Απ.: Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τη μουσική.
ΓΚΑΝΤ: Λένε πως η γλώσσα ανθρώπου που πεθαίνει / τραβάει την προσοχή σαν αρμονία βαθιά: / οπού ‘χει λίγα λόγια δεν τα σπαταλάει / και μόνο αλήθεια λέει ζωή που ξεψυχάει. / Πού λέει τα τελευταία του / τον προσέχουν πιο πολύ / από γλωσσάδες μαθητές της νιότης και του πλούτου. / Πιότερο απ’ τη ζωή του ανθρώπου ακούγεται το τέλος του. / Μια δύση, τέλος μουσικής, σαν τελευταία / νοστιμάδα, είναι πιο γλυκά, στη μνήμη μένουν / πιότερο απ’ όσα έχουν από καιρό περάσει.
ΣΕΞΠΙΡ, Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ Ο Β΄, ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ, ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ.
(Μτφρ. Βασίλη Ρώτα)
Στη μνήμη του Λαρς Φογκτ (8 Σεπτεμβρίου 1970 - 5 Σεπτεμβρίου 2022)
…Αλλά τί γίνεται με το τελευταίο βλέμμα; Άκληρο, έκθετο στην αυθαιρεσία του παρατηρητή, βουβό, φευγαλέο, αμφίρροπο, αμφίσημο, που δεν προσφέρεται για την ίδια επίδειξη πρακτικής θυμοσοφίας στα όρια κλινικού και κυνικού ωφελιμισμού; Που η άδηλη γλώσσα του είναι η γλώσσα του απαρηγόρητου τραγουδιού των πραγμάτων, η απατηλή τους συμπάθεια, ένα ρίγος στο σκοτεινό απροχώρητο ανάμεσα στις λέξεις και τα πράγματα, η γλώσσα η μεταφορική και η μουσική—το πλάνο βάθος του συννεφιασμένου ουρανού που επιμένει να αντικαθρεφτίζεται στους νερόλακκους τους ξέχειλους από την τελευταία μπόρα; όπου όταν ένα περαστικό μικρό παιδί τσαλαβουτήσει παίζοντας, το είδωλο –φλούδα ρηχής πραγματικότητας – σε χιλιαδυό κομμάτια θα σκορπίσει;
Η ακινησία
Ο Λ. ανέπνεε σαν λουλούδι. Ακουμπισμένος από τους νοσηλευτές στο κρεβάτι επέπλεε αθόρυβα στην επιφάνεια μιας κάτασπρης αταραξίας με την ίδια βαρυτική πρόνοια που κρατάει στην επιφάνεια μόνο για να θρηνήσουν, τα νούφαρα στις λίμνες του Σαρλότενμπουργκ. Μόνο για να θρηνήσουν; Το δωμάτιο του νοσοκομείου – μοναχικός θάλαμος – όπου θα συναντούσε την ίαση ή το θάνατο, έμοιαζε με κουκούλι έγνοιας και τρυφερότητας που είχαν υφάνει και τον τύλιγαν προστατευτικά η φιλάνθρωπη επιστήμη και οι πιο κοντινοί του άνθρωποι, οικογένεια και φίλοι. Όμως οι κατάλευκες απαλές σαν μωρού παιδιού γυμνές του κνήμες καθώς πρόβαλαν από το ψυχρό μπλε της πιτζάμας του, το βουβό σκουροπράσινο της προστατευτικής ιατρικής μπλούζας που επιβάλλονταν να φοράει η ομήγυρη των επισκεπτών και συντρόφων, το σκοτωμένο σκουροκόκκινο του ενός τοίχου που γώνιαζε με το γερμανικό κίτρινο – σχεδόν μουσταρδί του διπλανού προτείνοντας την αρετή της ουδετερότητας στη θέση της αισιοδοξίας, τα σκόρπια και σαν ετοιμοπόλεμα ιατρικά εργαλεία ολόγυρα με την ανοίκεια αμορφία τους, οι λευκές μάσκες προστασίας που φορούσαν όλοι οι παρόντες υπαινισσόμενοι την πανταχού παρουσία αόρατου εχθρού και πως όλα συνέβαιναν ερήμην του, και κυρίως το πρόσωπό του, το πρόσωπό σου, όπου είχε ένα χέρι απλώσει κιόλας μια ύποπτα αρυτίδωτη, κέρινη αδυναμία, μια ύποπτη γαλήνη στο μάτι του τυφώνα, οριστική σαν το λάδι στο καντήλι που τελειώνει, όλα, και πιο πολύ αυτό το πρόσωπο το μακάριο παρά ένα βήτα, ήταν μια εξωφρενική μεταφορά στο αλύτρωτο σύμπαν παρανοϊκής οδύνης στην Αποκαθήλωση του Ποντόρμο.
Η κλοπή του δώρου
Στο θάλαμο που προστάτευε τη χρυσαλλίδα της ψυχής του πριν από την τελική ολοκληρωτική μεταμόρφωση μπαινοβγαίνουν μουσικοί σύντροφοι και συνεργάτες στο μουσικό του παρελθόν και παρόν. Σαν πιανίστας είχε πλουσιοπάροχα μοιραστεί το δώρο του, την πιανιστική μουσική ιδιοφυία, που τελευταία είχε αρχίσει να συμπεριλαμβάνει και τη διεύθυνση ορχήστρας. Όμως μόλις πριν από ένα χρόνο, στα πενήντα του, βρέθηκε στη θέση εκείνου που αγκάλιασε τη μουσική του κλίση, την άσκησε και μόχθησε γι’ αυτήν με όλες του τις δυνάμεις και ξάφνου έλαβε την εντολή να τη στερηθεί με απόφαση μιας αναπόδραστης βιολογικής συμπαιγνίας. Είχε καρκίνο σε μεταστατικό κιόλας στάδιο, από τους πιο δύσκολους, και ελπίδα ίσως έδιναν μόνο κάποιες χτεσινές πειραματικές θεραπείες. Θα περνούσε μια περίοδο επανεκπαίδευσης του αίματός του που μέσα σε ένα υδραυλικό σκηνικό ατελείωτων διασωληνώσεων θα μάθαινε να αναγνωρίζει και να απωθεί τον δολοφονικό εισβολέα. Ούτε λόγος πια για παίξιμο του πιάνου μέσα στο νοσοκομείο που τύχαινε να διαθέτει κιόλας δυο. Ένα από τα τελευταία μικρά βίντεο που γύριζε και έστελνε με το κινητό του μέρα παρά μέρα σε μια ομάδα φίλων τον δείχνει να παίζει ένα ιντερμέτζο του Μπραμς, από τα πιο αγαπητά του. Τη ζωή που του μεταγγίζει η ιατρική επιστήμη με τον σωλήνα τον κολλημένο με τσιρότο στην καρωτίδα του, το ψυχικό αποτύπωμα της ευγνωμοσύνης γι’ αυτήν τη ζωή, ευγνωμοσύνης τρεμάμενης από ενστικτώδη φόβο και υπαρκτό σωματικό πόνο, τα μεταγγίζει με τα ακροδάχτυλά του και το σφυγμό του στο ριταρντάντο που ζητάει ο Μπραμς επαναληπτικά, σε κάθε νότα, γράφοντας στην Κλάρα Σούμαν την επαύριο της σύνθεσης του Ιντερμέτζου έργο 119 αρ. 1, το καλοκαίρι του 1893 (είναι από τα τελευταία έργα που έγραψε για σόλο πιάνο):
« Μπαίνω στον πειρασμό να σου αντιγράψω ένα μικρό κομμάτι για πιάνο γιατί θα ήθελα να μάθω πώς σου φαίνεται. Βράζει από διαφωνίες! Μπορεί και να είναι σωστές και να μπορούν να δικαιολογηθούν—αλλά ίσως δεν θα τέρψουν τον ουρανίσκο σου, και τώρα θα ευχόμουν να είναι λιγότερο ορθές, αλλά πιο ορεκτικές και ευχάριστες στη γεύση σου. Το μικρό αυτό κομματάκι είναι εξαιρετικά μελαγχολικό και το πως «πρέπει να παίζεται πολύ αργά» δεν θα μπορούσε να τονιστεί αρκετά. Κάθε μέτρο και κάθε νότα πρέπει να ηχούν με ριταρντάντο, σαν να ήθελε κανείς να ρουφήξει μέχρι την τελευταία σταγόνα τη μελαγχολία που τα πλημμυρίζει, απολαμβάνοντας φιλήδονα όλες αυτές τις διαφωνίες!»
Ο Λ. κρεμάει τους κατιόντες αργοπορούντες αρπισμούς σαν να στολίζει με μαργαριταρένια δάκρυα διστακτικά το γυμνό δέντρο της μελαγχολίας ή την κεφαλή ελληνιστικού Ύπνου — «Σταλαγμοί, σταλαγμοί έπεφταν αργά-αργά, από την υδρορρόην …δύο, τρεις, πέντε, δέκα σταλαγμοί …» ή
Αργά-αργά σταλάξτε γάργαρης πηγής τα δρόσινα νερά,
Από τα δάκρυά μου τα πικρά πάρτε ρυθμό·
Αργά, κι ακόμα, πιο αργά, μ’ ανάκουστο κελαρυσμό,
Σεις, ρείθρα απαλά: Ακούστε τη βαριά καρδιά
που μες στη μουσική αυτή χτυπάει,
Ο Πόνος κλαίει μελωδικά αντί να τραγουδάει.
Μαραίνου Φύση ανθισμένη, γίνου ερημιά,
Θλίψη και πόνος, δρολάπι άγριο
να πνίξει πέλαα και στεριά.
Αλίμονο δε μας ανήκουνε οι ομορφιές μας πια:
Ω, Πώς σα χιόνι σε άγριο γκρεμό
Να λιώσω θα ‘στεργα και να χυθώ
σταλιά… σταλιά… σταλιά… σταλιά… σταλιά…
Τι ο νάρκισσος μαράθηκε
Της Φύσης το καμάρι
δεν υπάρχει πια.
Ύπνος και θάνατος – Το τελευταίο βλέμμα
Στο βίντεο της παραμονής του θανάτου του οι λέξεις έχουν εξοστρακιστεί στο τείχος μιας άρρητης παραδοχής μα και της ανεπάρκειας του λόγου. Μες στη σιωπή τριγυρισμένος από φίλους και οικογένεια, μασκοφορεμένους όλους, με πράσινες ιατρικές μπλούζες περασμένες πάνω από τα ρούχα, ένας αμίλητος χορός πράσινων αγγέλων που του κρατούν το χέρι ή του χαϊδεύουν το μέτωπο, προσπαθούν να φτάσουν τον Λ. με άλλες γλώσσες – το βλέμμα, τη χειρονομία, τη μουσική. Τότε εμφανίζονται δυο βιολιστές, παλιοί στενοί του συνεργάτες στη μουσική δωματίου. Μαζί παίξανε κι εκείνον τον έξοχο Μπραμς του Κουαρτέτου για πιάνο και έγχορδα σε ντο ελάσσονα έργο 60, στην τελευταία δημόσια εμφάνιση του Λ., στο φεστιβάλ μουσικής δωματίου που ο Λ. ήταν η ψυχή του. ΟΙ γιατροί τον συμβούλεψαν να μην παίξει. Μα ο Λ. είχε πιαστεί από τη «φλόγα και το κρύσταλλο» του Μπραμς – κρεμόταν από κει όλη η ζωή του. Οι δυο βιολιστές, μικροκαμωμένοι, σαν δυο ανθρωπάκια που κατέβηκαν από τον παρηγορητικό ουρανό του Σαγκάλ, σηκώνουν τα δοξάρια τους. Έχουν διαλέξει τo δεύτερο μέρος, τη Γκαβότ-Αντάντε γκρατσόζο από τη Σονάτα για δυο βιολιά σε μι ελάσσονα έργο 3 αρ. 5 του Ζαν-Μαρί Λεκλέρ του πρεσβύτερου, του δολοφονημένου άγρια «άγγελου του βιολιού». Ένα τρυφερό χορευτικό μανιφέστο της υπεροπλίας μα και της ευθραυστότητας της ανθρώπινης χάρης – μα και πόσο λυπημένο, με την κοσμιότητα του πουλιού που περνάει στο τραγούδι του φυσικά την αποδημητική του λύπη σ’ έναν κόσμο όπου το τέλος είναι νόμος. Όπως εξάλλου και η καινούργια αρχή. Μόλις αρχίσει το κομμάτι, ο φακός πιάνει για λίγο το βλέμμα του Λ. Τότε ο Λ. περνάει στο βλέμμα αυτό όλη την ικμάδα ζωής που του έχει μείνει. Είναι ένα βλέμμα απίθανης συμπόνιας για όλα. Ζητάει να τον συγχωρήσουν και συγχωρεί. Που αναγκάζεται να φύγει ενώ όλα θα μπορούσαν να είναι τόσο ωραία. Δεν πρόκειται για συγγνώμη χριστιανική. Είναι η συγγνώμη ενός μουσικού που του απαγορεύουν να προσφέρει τη μουσική του. Σαν τελειώνουν ο Λ. κάνει μια προσπάθεια να χειροκροτήσει βγαίνοντας από την καταστολή. Καταφέρνει να ψιθυρίσει δυο φορές «Wunderbar…wunderbar”. Μετά βυθίζεται στο ύπνο που είναι ο αδερφός του θανάτου.
Μα όσο ακούγεται ο Λεκλέρ εγώ ακούω μιαν άλλη μουσική. Και ο ήχος της με παίρνει και την ψέλνω ενδόμυχα σαν προσευχή:
Σεις, Μούσες ιερές, γενιά του Δία,
Που ο έρωτας της Μουσικής σάς τέρπει,
Απ’ τον ψηλό κρυστάλλινο αιθέρα κατεβείτε
Στη Γη όπου η Θλίψη κατοικεί
Στα ολόμαυρα ντυμένες, δακρυσμένες,
Πέθανε ο Τάλις, και πεθαίνει η Μουσική.
NOTA BENE.Παράλληλες αναγνώσεις: «Ο ξεπεσμένος δερβίσης» του Αλ. Παπαδιαμάντη, « Τραγούδι της Ηχώς» από το θεατρικό έργο Τα όργια της Κυνθίας ή Η Πηγή της Φιλαρέσκειας του Μπεν Τζόνσον, «Στον Γιοχάνες Μπραμς» από την ποιητική συλλογή Το σιδερένιο νόμισμα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ελεγεία για το θάνατο του Τόμας Τάλις ανώνυμου ποιητή του 17ου αιώνα. Μουσική: Μπραμς, Ιντερμέτζο έργο 117 αρ. 1 σε μι ύφεση μείζονα, Ιντερμέτζο έργο 119 αρ. 1 σε σι ελάσσονα, Κουαρτέτο για πιάνο και έγχορδα έργο 60 σε ντο ελάσσονα. Ζαν-Μαρί Λεκλέρ, Σονάτα για δυο βιολιά έργο 3 αρ. 5 σε μι ελάσσονα. Ουίλιαμ Μπερντ, Σεις, Μούσες ιερές (Ελεγεία για το θάνατο του Τόμας Τάλις).