Χάρτης 19 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2020
https://www.hartismag.gr/hartis-19/biblia/h-asfyktikh-epoylwsh-ths-plhghs
«Η φασκιά» –φαρδιά λωρίδα υφάσματος που τύλιγαν κάποτε τα νεογέννητα για προστασία του τρυφερού σώματος από κάθε είδους μελλοντικής στρέβλωσης– της Μαρίας Κοσσυφίδου πρώτα πάτησε γερά το θεατρικό σανίδι του Μηχανουργείου, σε εμπνευσμένη σκηνοθεσία του Γεράσιμου Ντάβαρη, και στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε έντυπο λόγο από τις εκδόσεις Μετρονόμος. Αντίθετη, κατά τα ειωθότα, πορεία, όμοια με αυτή των γυναικών: Κορίτσι-Κόρη του βιβλίου, που αφηγούνται τα πάθη και παθήματα της μοναδικής ζωής τους.
Στα τρία μέρη του κειμένου, η συγγραφέας απευθύνεται, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, κατά πρόσωπο σε κάποιον αθέατο άντρα θεατή/αναγνώστη. Αρχίζοντας επίμονα με την κατάθεση, ανάγκη επιβεβαίωσης του φύλου της: «Γεννήθηκα κόρη». Ασφαλής δηλωμένος τίτλος και μύθος τιμής.
Στο πρώτο κεφάλαιο «Η Κόρη», ενδύεται Επτά Φορέματα, με πρόθεση η πολυπλοκότητα της ποικιλίας να ελαχιστοποιήσει τη μονοτονία του λευκού τής αγνότητας που την περιβάλει. Τα φέρει κατάσαρκα, λωρίδες ασφυκτικές της άγνοιας, κυρίως της ανυπαρξίας της. Περιφέρεται μ’ αυτά στο κενό της αμφίβολης αθωότητας, φωτογραφίζεται στο μαύρο, περιφρουρούμενο απειλητικά από τον περίγυρο του επίμονου λευκού. Ανύπαρκτη, δίχως όνομα, επιθυμεί να ονομαστεί Γυναίκα. Τα σημάδια της άνθισης κυοφορούν μέσα της και την τρομάζουν. Μάχεται για την κατάκτησή τους, τη στιγμή που απωθεί τα θηλυκά καλέσματα του κόκκινου της ουλής, του αίματος που κοχλάζει στις φλέβες της. «Γεννήθηκε κόρη», επιμένει και μεγαλώνει μετρώντας τις πληγές της. Στη μέση της πορείας της πρέπει να κερδίσει ό,τι της στέρησε η ζωή: ένα χρώμα, έναν δρόμο, μία μνήμη, το εδώ το εκεί το αύριο. Αναμετρά απώλειες και γκρεμούς. Εκλιπαρεί και επιμένει: «Να ξερες πόσο γκρεμίστηκα για να ζήσω!»
Στο δεύτερο κεφάλαιο «Το Κορίτσι», κλειδώνει τα παραμύθια της σε Επτά σκοτεινούς τοίχους. Τα τείχη τής νέας ζωής της ορθώνονται σε πρωτόγνωρες αγοραίες συναλλαγές, αμειβόμενες με πέτρες. Ανεξήγητα πώς και γιατί, την συναντάμε, προκλητικά αυθαίρετα, εγκαταστημένη σε πορνείο. Τύχη, επιθυμία, επιδίωξη ή αναπόφευκτη μοίρα της γυναίκας «Τίποτα»; Αναπολεί την πρώτη της ζωή και αφήνεται θήραμα σε άπληστα, απαιτητικά χέρια πελατών. Η ζωή της σε μαύρο. Η φασκιά της νηπιακής περιόδου μετατράπηκε σε ασφυκτική λωρίδα ευτέλειας και υποταγής. Οι μνήμες επιμένουν. Εξακολουθούν να «την φωνάζουν Κορίτσι». Κι αυτή, ως αντιπληρωμή χρέους, υποτάσσεται και υπακούει. Μετατρέπεται σε ό,τι της ζητούν, φοράει ό,τι της φορέσουν. Το παραλήρημα του πυρετού της κλείνει με μία φελινικής ποίησης εικόνα: Στην άλλη όχθη αυτού του κόσμου, ένα κορίτσι της γνέφει, ζητώντας τη φωνή της. Είναι νέα και αγνή, ως εκ τούτου η συνάντησή τους είναι θέμα πόνου.
«Η Συνάντηση» του τρίτου μέρους, αναλώνεται σε μονολεκτική στιχομυθία μεταξύ Κόρης και Κοριτσιού στη διεκδίκηση της ύπαρξης, της γέννησης, του ονείρου, της στήριξης, της επιστροφής στην αρχή. Κόντρα στις δύο ποιητικές συνθέσεις που προηγήθηκαν, δεν προσθέτει τίποτε στην εξέλιξη της θηλυκής οδύσσειας. Η κάθαρση έχει ήδη επιτευχθεί, με τον δικό μοναδικό της τρόπο.
Η Μαρία Κοσσυφίδου, παραλαμβάνει τις δύο ηρωίδες της –που στην πορεία συγχωνεύονται σε ένα πρόσωπο– από την παθητική νηπιακή ηλικία, την προβιβάζει στην απαιτητική εφηβεία, για να την εγκαταλείψει στην εξαθλίωση και ταπείνωση του τέλους. Η φασκιά, στην πρόθεσή της να επουλώσει τις πληγές, παραμένει ασφυκτική σε όλα τα στάδια της ζωής της. Προσποιητή προστασία σώματος και ψυχής. Αφού, κάτω απ’ αυτήν, οι πληγές κακοφορμίζουν. Λόγος παραληρηματικός, σκέψεις σε τροχιά παλινδρόμησης μιας άτακτης ταλάντευσης. Εκείνο που βαραίνει είναι το παρελθόν. Το μέλλον άδηλο, αδυνατεί να μετρηθεί. Αφηρημένη δυσπρόσιτη αφήγηση, όπως οι σκέψεις, όπως η ζωή των γυναικών της.
Στις αγχώδεις ανάσες της μιας σελίδας, επικαλείται κινηματογραφικές εικόνες ιταλικού ρεαλισμού, χρησιμοποιώντας ποιητική γλώσσα που βυθίζει τον αναγνώστη στην πνιγηρή ατμόσφαιρα ενός Φεδερίκο Λόρκα. Και ενώ θα περίμενε κανείς ο λόγος της, με δύναμη και τόλμη, να συμβαδίσει με ένα κείμενο μανιφέστο κατά της καταπίεσης/κακοποίησης των γυναικών, να γίνει σημαία ελευθερίας, η συγγραφέας εγκαταλείπει την ηρωίδα της εξουθενωμένη από τα δεινά που υπέστη, ηττημένη από τον αέναο αγώνα με τη ζωή. Να πουλά μισοτιμής όνειρα, ελπίδες, ακόμη και τις λέξεις που την στήριζαν. Μία φτωχή των ονείρων, που οι γκρεμοί της αποκτούν ονόματα.