Χάρτης 18 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2020
https://www.hartismag.gr/hartis-18/metafrash/dekapente-poihmata
Κορυφαίος δάσκαλος του στίχου και του μέτρου, ο W. B. Yeats (1865-1939), ανανεώνει στην εποχή του την ευρωπαϊκή λυρική παράδοση, περνώντας μέσω του ρομαντισμού και του συμβολισμού και φθάνοντας στην μορφική ενσάρκωση μιας ποιητικής βαθιά ενοραματικής και αποκαλυπτικής. Η ποιητική του πορεία, υπακούει εξαρχής –και με τις διακυμάνσεις της ωρίμανσης– σ’ ένα όραμα για τον κόσμο, στους αντίποδες της ντετερμινιστικής λαίλαπας του θετικισμού και της αποθέωσης της επιστήμης – στοιχεία που κυριαρχούσαν στην εποχή του. Το ποιητικό όραμα του Γέητς έχει από την αρχή του σχεδόν, καθολικά χαρακτηριστικά: «Πραγματική» πραγματικότητα, για τον ποιητή, δεν είναι η φαινομενικότητα. Και η ζωή είναι γι’ αυτόν μυστήριο το οποίο δεν μπορεί να εξαντλείται στην βιολογία.
Το έργο του, –ποιητικό, δοκιμιακό, κριτικό, θεατρικό– έργο όπου η ενόραση εκβάλλει στην μορφική πλαστικότητα, καταρδεύεται από την μυθολογική και την θρυλική παράδοση της Ιρλανδικής του ρίζας και από την πεποίθησή του ότι η Ευρώπη οφείλει να επανασυνδεθεί με την μεταφυσική της παράδοση εναντίον του υλισμού που μαραίνει την ζωή.
Η ποίηση του Γέητς είναι ολότμητη μέσα στην ανέλιξη της. Δεν μπορεί να επιμεριστεί. Η μετρική της ευλυγισία είναι ένα σώμα με την οραματική διάσταση. Ο άρτιος στίχος του δεν προσφέρεται για περισπούδαστες μιμήσεις (νέο) φορμαλιστικού τύπου και αντίστοιχες προσεγγίσεις. Αυτές αποβαίνουν θλιβερή γραφικότητα. Μ’ άλλα λόγια, η ποίηση του Γέητς, επιβεβαιώνει την εμμονή του Μπωντλαίρ στην θεμελιώδη για την ποίηση αξία της ρυθμικής αγωγής του στίχου και τη δραματική επισήμανση του Έλιοτ, ήδη από το 1913, πως «ελεύθερος στίχος στην ουσία δεν υπάρχει». Ο λυρισμός του Γέητς, θα μπορούσε να συγκριθεί, τηρουμένων των γλωσσικών αναλογιών, με την λυρική υψιπέτεια του Αγγελου Σικελιανού. ——— ΔΚ
[ Βλ. την υποδειγματική ψηφιακή ξενάγηση στον κόσμο του Γέητς εδώ ]
Ταπεινή και ντροπαλή
της καρδιάς μου ντροπαλή,
σε φωτιάς αναλαμπή
κρυσταλλένια μακρινή.
Φέρνει μέσα πιατικά
και τα βάζει στην σειρά.
Σε νησί μες στα νερά
μαζί της, άχ, να πήγαινα.
Μπαίνει φως στην κάμαρα
φέρνει μέσα τα κεριά
στο κατώφλι ντροπαλένια
στο σκοτάδι κρυσταλλένια.
Ντροπαλή όπως κουνελάκι
δοτική με συστολή.
Σ’ένα υδάτινο νησί
ας πετούσαμε λιγάκι.
Εγείρομαι να φύγω τώρα, στο Ινισφρί να πάω
μικρό καλύβι πήλινο με καλαμιές να χτίσω
εννιά βραγιές με φασολιές, κυψέλες θα γεμίσω
μονάχος μες των μελισσιών τον βόμβο νά περνάω.
Να βρω γαλήνη μια σταλιά, γιατί η γαληνή πέφτει
κεριού σταγόνα απ’ της αυγής το βέλο ως τους λυγμούς των γρύλλων.
Τα μεσανύχτια τρεμολάμπουνε, τα μεσημέρια πορφυρός καθρέπτης,
η εσπέρα σπαρταράει εκεί με τις φτερούγες σπίνων.
Θα σηκωθώ να φύγω, γιατί νύχτα-μέρα
ακούω της λίμνης τα νερά πως την όχθη τυλίγουν.
Στο γκρίζο καθώς στέκομαι το πεζοδρόμιο πέρα
ακούω της λίμνης τις φωνές, τα φυλλοκάρδια μου να σμίγουν.
Όταν αρχίζω στο Ντούνυ το βιολί
oι χωρικοί χορεύουνε σαν κύμα της θαλάσσης.
Έχω στο Κλίβαρνετ παπά έναν ξαδερφούλη
κι ο αδερφός μου στο Μοκράμπγουέι έχει βάση.
Αδέρφι μου και ξάδερφο ξεπέρασα:
Αυτοί διαβάζουνε βιβλία προσευχών.
μα ’γώ διαβάζω το βιβλίο των τραγουδιών,
στου Σλίγκο το πανηγυράκι το αγόρασα.
Όταν θα σβήσει το καντήλι των καιρών
ο Άγιος Πέτρος που κρατάει τα κλειδιά
μ’ ένα χαμόγελο θα δει τρεις παλαιούς των ημερών
αλλά πρώτον εμένανε θα πάρει απ’ τα παιδιά.
Γιατί οι χαρούμενοι είναι πάντοτε καλοί
εξόν κι αν σπάσει ο διάολος το ποδάρι
αχ, οι χαρούμενοι χορεύουνε πολύ
κι αγαπούνε το βιολί και το δοξάρι.
Και σαν κι εκεί μ’ ανακαλύψει ο κοσμάκης
με μια κραυγή σ' εμένανε θα τρέξει:
«–Εδώ ’ναι ο βιολιστής του Ντούνυ», θα φωνάξει.
Κι όπως το κύμα της θαλάσσης θα χορέψει, θα χορέψει.
Τώρα όπως παντοτεινά, τους βλέπω με τα μάτια της ψυχής
χλωμούς κι αλύγιστους –ρούχα πολύχρωμα– καί είναι διψασμένοι.
Μια φαίνονται, μία χάνονται. Σ’ένα βαθύ ουρανό χαμένοι.
Με αρχαία πρόσωπα. Πέτρες που σμίλεψε η βροχή.
Κι είναι ασημένιες οι καλύπτρες τους. Ισοζυγιάζονται σιμά-σιμά
με βλέμματα προσηλωμένα, για να ξαναβρούν οι αλλοπαρμένοι,
υπάρξεις ανικανοποίητες στου Γολγοθά την ταραχή και τ’άστραμμα,
το υπέρλογο μυστήριο στο θηριώδες δάπεδο καρφωμένοι.
Τρίπτυχος της αγάπης τρόμος: Φεγγοβολή
μέσα στου αυτιού το σπήλαιο στροβιλισμένη,
κι αόρατα φτερά σκιρτούν σε κάμαρη απαλή.
Τρόμος απ’όλους πιο φριχτός, να ’μαι Προορισμένη
Γιατί εφυτεύθης στην κοιλία μου, Ουρανός, Εσύ.
Τάχα δεν φτάναν οι μικροχαρές λοιπόν
να μου δροσίζουν την ζωή, καθώς των άλλων γυναικών
η εστία της φωτιάς, στον κήπο βόλτες τρυφερές
ή εκεί στην στέρνα της πηγής, η λάτρα, το κακό
με σμήνος από τις φωνές, πουλάδες ζωηρές;
Ποια σάρκα εντός μου, λάμψη υφαίνεται στον πόνο
ποιο άστρο πεσμένο μέσα μου, το γάλα μου το κρυσταλλώνει,
τι να ’ναι τούτη η αγάπη, κόβει το αίμα μου και λιώνω,
ποιο ρίγος σταλαγμός τα κόκκαλά μου τα παγώνει
και ανατριχίλα ως τα μαλλιά με περιζώνει;
Εφόσον με τον χλευασμό παρέχεται ασφάλεια,
μίλησα και του λόγου μου για κάποια εμφάνεια.
Διόλου δεν δυσκολεύτηκα να γίνω από τους πειστικούς
και να δειχτώ αληθοφανής στους τάχα λογικούς
εκ φύσεως καχύποπτος μπροστά στο βλέμμα της συνήθειας
μα και μπροστά στων θαρραλέων το μάτι ή και το δολερό της αήθειας.
Φαντάσματα έχω δει ίσαμε τώρα δεκαπέντε – όχι σ’ όνειρο
κι απ’ όλα το χειρότερο: ένα πανωφόρι κρεμασμένο στον καλόγερο.
Τίποτα μισερό δεν βρήκα τόσον ωραίο
όσο την σχεδιασμένη από καιρό, μισερή μου μοναξιά,
μέσα της μένω ξάγρυπνος μισή νυχτιά
με κάποιο φίλο πνευματώδη και γενναίο
με την θωριά ποτέ να μην μου το δηλώνει
οσάκις η περίσταση δυσνόητο με φανερώνει.
Φαντάσματα έχω δει ίσαμε τώρα δεκαπέντε – όχι σ’ όνειρο
Μα το χειρότερο: το άδειο πανωφόρι στον καλόγερο.
Του γέροντα του ανθρώπου η λιγοστή χαρά
γίνεται πιο βαθειά μέρα τη μέρα που περνά
κι η αδειανή καρδιά του ξεχειλίζει σαν ποτήρια
όμως ποθεί η ρώμη της να μην τελειώνει
γιατί νυχτερινό σκοτάδι την κυκλώνει
καθώς ανοίγεται στου τρόμου τα μυστήρια.
Φαντάσματα έχω δει ίσαμε τώρα δεκαπέντε – όχι σ’ όνειρο
μα πάνω απ’ όλα το χειρότερο: το πανωφόρι στον καλόγερο.
Στων κύκλων τα γυρίσματα, στων γύρων τους την δίνη
ο γέρακας πια δεν μπορεί ν’ακούει τον γερακάρη.
Τα πράγματα στην διάλυση σκορπίζονται. Το κέντρο φθίνει.
Μονάχα αναρχία στυγνή απλώνεται στην οικουμένη.
Ξεσπάει η αχαλίνωτη των ποταμών ορμή, θολή καί ματωμένη
κι ιδού, η ιερή τελετουργία των αθώων μέσα της πνιγμένη.
Στράγγιξ’ η πίστη των καλών, τα κατακάθια τα ’χει πάρει
Φουρτούνα ο πυρετός που τ’ άγριο πάθος δίνει.
Είναι βέβαιο: η Αποκάλυψη εγγύς.
Ναι είναι βέβαιο: η Δευτέρα Παρουσία εγγύς.
Δευτέρα Παρουσία! Μετά βίας ξεστομίζονται τούτες οι λέξεις.
Κι από το Spiritus Mundi μια αχανής εικόνα ευθύς
την όρασή μου βασανίζει: εκεί από της απεραντοσύνης τις ελεύσεις
–καλπάζει κύμα κύμα με τον άμμο της ερήμου τον τραχύ–
Ξανοίγεται μορφή με λιονταριού κορμί κι ανθρώπινο κεφάλι
Κενό ένα βλέμμα όπως ανελέητος ήλιος
κι αργοσαλεύει τους μηρούς αλλά τριγύρω πάλι
γλιστρούν και στροβιλίζονται απαυδισμένοι ίσκιοι πουλιών.
Ξανά πέφτει σκοτάδι, μα τώρα καλά το έχω μάθει
ότι είκοσι αιώνες ύπνου πετρωμένου
λύσσαξαν με το βλάστημα εφιάλτη πεπρωμένου.
Μα ποιο θεριό ανήμερο, τώρα που η ώρα του έχει ’ρθει
Βαριεστημένα σέρνεται προς την Βηθλεέμ να γεννηθεί;
Μες στου χειμώνα την καρδιά άνοιξη λαχταρούμε
και στην χαρά της Άνοιξης ποθούμε καλοκαίρι.
Κι όταν στους φράχτες τα πλεγμένα άνθη θα δούμε
δηλώνουμε πως ο χειμώνας την γαλήνη θα μας φέρει.
Κι ύστερα πάλι όλα άνοστα μας μοιάζουν.
Γιατί δεν ήρθε η Άνοιξη που όλα της ταιριάζουν.
Κάνουμε πως δεν ξέρουμε: ό,τι μας καίει το αίμα
ειν’ η λαχτάρα για τον τάφο. Τ’ άλλα ψέμμα.
Κι ας είχα ήδη περάσει τα πενήντα
κι ας καθόμουν άντρας μονάχος
σε μαγαζί με πλήθος, στα Λονδίνα
–μονάχος καθόμουν εκεί στο βάθος–
μ’άδειο φλυτζάνι κι ανοιχτό βιβλίο
του τραπεζιού το μάρμαρο το κρύο.
Κι όπως το μαγαζί χάζευα ή τον δρόμο
εξαίφνης άναψε όλο φλόγα το κορμί μου.
Είκοσι, το πολύ, λεπτά έπλευσα μόνο
μέσα στην λάμψη της χαράς και την πυγμή μου
ευλογημένος να ευλογώ της αυγής τον χρόνο.
Βλέπω και καταπλήτομαι
να, στα εβδομήντα κείτομαι.
(Της Άνοιξης χαιρέτωσαν τά άνθη
γιατί και φέτος είναι να ’ρθει).
Χρόνια σωστά εβδομήντα εδώ
ράκη ζητιάνου δεν φορώ
σωστά εβδομήντα στην ζωή
συνάμα άντρας και παιδί–
δε χόρεψα χαράς χορό.
Μοιάζει βιβλίου ζωγραφιά
χτήμα με πράσινο χορτάρι
δεν έχω το κορμί δοξάρι,
γι’ αθλοπαιδιές δεν είμαι πια,
μεσάνυχτα, γέρικο σπίτι
κρυφά σαλεύει ένα ποντίκι
ο σιγανός μου πειρασμός
εδώ στης ζήσης μου το γέρμα
ούτε ο λυμένος λογισμός
ούτε του νου το λίγο έρμα,
μύλοι την σάρκα τους που αλέθουν
μπορούν αλήθεια να μου γνέθουν.
Φέρτε μου γέρου αλλοφροσύνη,
την ύπαρξή μου να αναπλάσω
του Τίμωνα, του Ληρ εξαλλοσύνη
ή στον Ουίλλιαμ Μπλέικ ας μοιάσω
που βάραγε στον τοίχο το κεφάλι
ώσπου να του υπακούσει η αλήθεια πάλι
Πλημμύρα πνεύματος του Μιχαήλ Αγγέλου
τα νέφη έσκιζε και διαπερνούσε,
φλόγα εμπνευσμένη του τρελού
νεκρούς στα σάβανα ανακινούσε.
Απ’ των ανθρώπων τη γενιά λησμονημένο,
αέτιο πνεύμα, γέροντα, σε προσμένω.
Η γάτα πήγ᾽εδώ και πήγ᾽εκεί.
Και η σελήνη στροβιλίστηκε σα σβούρα
και της σελήνης η πιο συγγενής φιγούρα
γλίστρησε, κοίταξε ψηλά, η γάτα, αναρριχητική.
Η Μαύρη Μιναλού κάρφωνε μάτια στην σελήνη.
Γιατί, καθώς περιπλανιόταν και θρηνούσε
το καθαρό και κρύο φως στον ουρανό περνούσε
και ταραχή στ’ άγριο αίμα της εγίνη.
Κυλιέται η Μιναλού στα λαμπερά χορτάρια
και αλαφροπατά με τα βελούδινα ποδάρια.
Χορεύεις; Πες μου Μιναλού, χορεύεις;
Όταν δυο συγγενείς βρεθούν εξ αίματος
αγάλλονται σ’ έναν χορό, χαρά γεμάτο.
Μα κι η Σελήνη, ίσως είναι πια καιρός
Από τους καθώς πρέπει τρόπους κουρασμένη
να μάθει αλλιώτικο χορό.
Γλιστράει στην ασημένια χλόη η Μιναλού
κι από ένα σεληνόφως σε φεγγαρόφωτο αλλού
γυρίζει μαγεμένη.
Κι η ιερή Σελήνη τ’ ουρανού
σ’ άλλη καινούργια φάση είναι δοσμένη.
Άραγε ξέρει η Μιναλού πως των ματιών της οι κόρες
θα πέφτουν απ’ την μια αλλαγή στην άλλη
πρώτα πανσέληνες μετά ημισέληνες
ολόγιομες και ημισέληνες και πάλι;
Σοφή, σπουδαία και μονάχη
τα πρόσωπα που η Σελήνη αλλάζει
στα μάτια της τα καθρεφτίζει, όπως κοιτάζει.
Καμπούρης: Ορθώσου, ύψωσε χέρι ευλογίας
στον άνθρωπο πού βρήκε την μεγάλη πίκρα.
Με νού γεμάτο από χαμένη ευτυχία
Καίσαρ Ρωμαίος πάλαι ποτέ, δόξες και νεκρά
κλέη, λιώνουν μέσα στην καμπούρα μου.
Άγιος: Μ’ άλλο για τον καθένα σχέδιο
μας δοκιμάζει ο Θεός.
Δεν σταματώ να ευλογώ τον αίτιο
καθώς παιδεύομαι, ημέρας και νυχτός
και πελεκάω το κορμί γιατί ποθώ
να ξερριζώσω από το χώμα της σαρκός
Μεγάλο Αλέξανδρο, Αύγουστο Καίσαρα – κι αν αξιωθώ
το μέγα περικάθαρμα ονόματι Αλκιβιάδης
να τόνε σβήσω, – την παλιοσαβούρα μου.
Καμπούρης: Για όλους που βόσκησαν κι ευλόγησαν την σάρκα σου
πολλές οφείλω χάριτες, μεγάλη ευγνωμοσύνη.
Μ’ ετίμησαν καθείς κατά την μάρκα του
μα ο Αλκιβιάδης με μεγαλοσύνη.
Τι κι αν δεν πήρατε χαμπάρι μήτε λέξη.
Αναμφιβόλως είπα και τραγούδησα με την φωνή
σπασμένη, όσα μου πλήγωσαν την ακοή. Στην ψυχή μου είχε φανεί
όλη η ευτυχία της χαράς, την ρίζα και το χώμα της να βρέξει.
Σ’έναν σπασμό ερωτικό με την Θεότητα, η κατά χάριν Θεότης
γέννησε Θεότητα. Μα έπεσε σκιά. Λησμόνησε η ψυχή
του έρωτα τους στεναγμούς, στα χείλη της δοσμένους από την σιγή
κι οφείλει πια να ξαναρχίσει το κοινό, ημερήσιο μεροκάματό της.
Ένας σήκωσε αμάχη με το σώμα.
Το σώμα νίκησε. Περπατάει ακόμα.
Έπειτα πάλεψε σκληρά με την καρδιά
γαλήνη κι αθωότητα, πέταξαν μακρυά.
Κατόπιν πάλεψε και με τον νου.
Και την περήφανη καρδιά πέταξε αλλού.
Τώρα τον πόλεμο με τον Θεό αρχινά.
Χτυπήσανε μεσάνυχτα ο Θεός νικά.
————————————————
Άλλες αναφορές στον Γέητς: του Δ. Κοσμόπουλου, του Θ. Χατζόπουλου
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.