Χάρτης 18 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2020
https://www.hartismag.gr/hartis-18/theatro/poioi-dikaioyntai-na-krinoyn-th-oeatrikh-texnh
Η Γιολάντα Μπονέλ, (κατά το ήμισυ Ινδιάνα Anishinaabe και κατά το άλλο ήμισυ Νοτιο-ασιάτισσα), συγγραφέας και ηθοποιός από το Βορειοδυτικό Οντάριο του Καναδά, σε πρόσφατη συνέντευξή της στη μεγάλη εφημερίδα του Τορόντο Globe (21 Φεβρ. 2020), είπε ότι η όποια κριτική ασκείται στο έργο της είναι καλοδεχούμενη εφόσον προέρχεται από άτομα που γνωρίζουν σε βάθος τον ευρύτερο κοινωνικό και ιδεολογικό χώρο μέσα στον οποίο γεννιέται και αρθρώνει ένα έργο.
Αφορμή για τα σχόλια αυτά ήταν ο τελευταίο της θεατρικό εγχείρημά Βug (Κατσαρίδα), το οποίο επικεντρώνεται στην ιστορία ενός μικρού κοριτσιού το οποίο η Πρόνοια απομακρύνει από την αλκοολική μητέρα και το βάζει σε οικοτροφείο. Καθώς το «Κορίτσι» (η συγγραφέας δεν του δίνει όνομα) μεγαλώνει, γίνεται ολοένα και πιο δύστροπο, επικίνδυνο και συνάμα ευάλωτο. Το τραύμα της καταγωγής διαμορφώνει όλη τη ζωή του και τη ζωή αυτών που ακολουθούν.
Μέσα από την εικόνα της κατσαρίδας η συγγραφέας θέλει να δείξει πόσο δύσκολη είναι η ζωή των Ιθαγενών (Αυτοχθόνων) γυναικών που διαρκώς διατρέχουν τον κίνδυνο να υποστούν τη βία των ανδρών. Ανά πάσα στιγμή, μας λέει, κάποιος μπορεί να τις πατήσει, όπως πατάει μια κατσαρίδα. Και διερωτάται τι κάνει η λευκή κοινότητα των «εποίκων» ώστε να βοηθήσει; Τι κάνει προκειμένου να σταματήσει η «συστημική καταπίεση» των Ιθαγενών; Τι κάνει ώστε πάψει να κυκλοφορεί το στερεότυπο που έχτισαν γύρω από τον πολιτισμό τους οι λευκοί;
Σε ένδειξη διαμαρτυρίας, η συγγραφέας, και πρωταγωνίστρια του έργου, αρνήθηκε να καλέσει τους κριτικούς που συνήθως καλύπτουν τις θεατρικές πρεμιέρες, και αντ΄ αυτών κάλεσε μόνο έγχρωμους (Αυτόχθονες) κριτικούς και δη γυναίκες, λέγοντας ότι επειδή οι «λευκοί έποικοι βλέπουν την ινδιάνικη τέχνη μέσα από ένα συγκεκριμένο πρίσμα …δεν μας ενδιαφέρει να ενισχύσουμε ακόμη πιο πολύ αυτή την προσέγγιση».
Η στάση της, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στις οποίες η Μπονέλ απάντησε ότι, ακριβώς επειδή υπήρξε αποδέκτης πολλών ρατσιστικών κριτικών στο παρελθόν, μία από τις οποίες έλεγε ότι η δουλειά της είναι κατάλληλη μόνο για τους καταυλισμούς των Αυτοχθόνων, είναι πολύ επιφυλακτική και απαιτητική.
Σχολιάζοντας ειδικά την κατάσταση που επικρατεί στο Τορόντο, θα πει ότι οι περισσότεροι κριτικοί θεάτρου είναι άνδρες, λευκοί, Χριστιανοί, αστοί, οι οποίοι αντιμετωπίζουν την ινδιάνικη τέχνη με τέτοιο τρόπο που μοιραία τους οδηγεί στο εξής συμπέρασμα (τα λόγια δικά της): «Αφού [ως κριτικός] δεν καταλαβαίνω [αυτή τη δουλειά] σημαίνει ότι δεν είναι καλή ή έγκυρη μορφή θεάτρου». Και συμπληρώνει η καλλιτέχνιδα: «Δεν με ενοχλεί να με κρίνουν. Αλλά τουλάχιστο η κριτική ας έρθει από ένα χώρο της γνώσης και της κατανόησης».
Ένα εξίσου πρόσφατο και σχετικό παράδειγμα, είναι η κριτική που δέχτηκε ο επίσης καναδός σκηνοθέτης Ρομπέρ Λεπάζ με αφορμή την παράσταση Καναδάς (Kanata, συμμετείχε στο Φεστιβάλ Αθηνών το καλοκαίρι του 2019). Κατηγορήθηκε, πάλι από τους Αυτόχθονες του Καναδά, για πολιτιστική προσάρτηση (άλλοι μίλησαν για «υφαρπαγή», «παραποίηση» κ.λπ), καθώς και για το γεγονός ότι δεν μερίμνησε προκειμένου να υπάρχει στη διανομή επαρκής εκπροσώπηση αυτοχθόνων. Περνώντας στην αντεπίθεση η Αριάν Μνουσκίν, η οποία φιλοξένησε τον σκηνοθέτη παραχωρώντας του την ομάδα της στο Θέατρο του Ήλιου, θα πει:
«Οι πολιτισμοί δεν είναι ιδιοκτησία κανενός. Κανένας λαός, ακόμα και ο πιο απομονωμένος, δεν μπορεί να διεκδικήσει την απόλυτη αγνότητά του. Οι ιστορίες των λαών, των εθνών, των φυλών δεν είναι προστατευμένες περιοχές. Η μεγάλη ανθρώπινη ιστορία είναι το πεδίο της τέχνης, όλοι οι πολιτισμοί είναι οι πηγές μας, πίνουμε από αυτούς με σεβασμό και ευγνωμοσύνη και δεν επιτρέπουμε σε κανέναν να μας το απαγορεύσει. Θα ήταν ένας τρομακτικός πνευματικός, καλλιτεχνικός και πολιτικός κατήφορος».
Λίγο πριν από αυτό, ο Λεπάζ είχε υποστεί την επίθεση μαύρων ακτιβιστών, οι οποίοι είχαν αποφανθεί για το Slav (συμμετείχε στο Μουσικό Φεστιβάλ του Μοντρεάλ), και μάλιστα χωρίς καν να έχουν δει την παράσταση, ότι ήταν απαράδεκτη η επιλογή του να χρησιμοποιήσει μια λευκή τραγουδίστρια για να αποδώσει τραγούδια που αφορούσαν την ιστορία της δουλείας. Σχολίασαν την κίνησή του ως μια ακόμη «ρατσιστική πολιτιστική προσάρτηση» εκ μέρους ενός ισχυρού λευκού άνδρα.
Στα πάμπολλα παραδείγματα που έχουμε από τη θεατρική ιστορία, στέκομαι και σε άλλο ένα σκόπιμα παλαιότερο πλην όμως σχετικό με το θέμα της φυλής. Αναφέρομαι στις τέσσερις αρχές γα ένα «νέο νέγρικο θέατρο» που πρότεινε ο ιστορικός και ακτιβιστής Ντι Μπουά (W.E.D. DuBois — κατ’ άλλους Ντιμπόι), αρχές οι οποίες είχαν κυριαρχήσει στους θεατρικούς κύκλους των Αφρικανο Αμερικανών στα χρόνια της «Αναγέννησης του Χάρλεμ» (δεκαετία του 1920 και όχι μόνο): «theatre about us, by us, for us, near us: θέατρο που να αφορά εμάς, από εμάς, για εμάς, κοντά σ’ εμάς».
Για να αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, η ακραία διατύπωση της Μπονέλ ή οι αντιδράσεις των μαύρων ακτιβιστών, τότε και τώρα, δεν στερούνται ερεισμάτων. Το αντίθετο. Επανειλημμένα έτυχαν άδικης αντιμετώπισης. Να θυμίσω ότι το σώμα της θεατρικής κριτικής (αναφέρομαι πιο πολύ στον δυτικό κόσμο που γνωρίζω καλύτερα), σχεδόν στο σύνολό της το εκπροσωπούσαν για πολλές δεκαετίες άντρες λευκοί, μεσοαστοί, απόφοιτοι τμημάτων θεατρικών σπουδών ή φιλολογίας, με συγκεκριμένο πρόγραμμα μαθημάτων και συγκεκριμένη φιλοσοφία περί θεάτρου. Αυτοί όλοι εκ των πραγμάτων έκριναν επιλεκτικά ορισμένα πράγματα με βάση επιχειρήματα και κανόνες που γνώριζαν και ασπάζονταν, ενώ κάποια άλλα τα παρέκαμπταν ως ασήμαντα ή απλώς δεν τα εντόπιζαν καν όντας πέρα από το εύρος των αποδεκτών κριτικών τους θέσεων.
Πολιτικά ορθός λόγος
Η κατάσταση σήμερα στον χώρο της κριτικής είναι πολύ πιο σύνθετη, σε σύγκριση με το πώς ήταν κάποιες δεκαετίες πριν. Και ένας σημαντικός παράγοντας που θα επηρεάσει, είναι η σαρωτική κυριαρχία του πολιτικά ορθού λόγου —και όλα τα παραπάνω παραδείγματα αυτόν τον Λόγο επικαλούνται.
Η πολυδιάσπαση του κοινωνικού σώματος, η χαλάρωση των ορίων και η συνακόλουθη εμφάνιση στο προσκήνιο πολλών νέων κοινωνικών ομάδων με βασικό αίτημα περισσότερη δημοκρατία σε ό,τι αφορά τα δικαιώματά τους, θα οδηγήσει και στην ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης των συστατικών του ίδιου του Λόγου και των ιδεολογημάτων του. Πώς εκφραζόμαστε (ή κρίνουμε) ώστε να μην αποκλείουμε ή να περιθωριοποιούμε ή να προσβάλλουμε ομάδες ατόμων που μειονεκτούν κοινωνικά ή γίνονται εις βάρος τους διακρίσεις;
Για παράδειγμα, πώς αντιμετωπίζουμε παραμύθια με τίτλους μειωτικούς που αναφέρονται στην εξωτερική εμφάνιση, όπως Ο Κοντορεβιθούλης ή η Τοσοδούλα
ή διόλου κολακευτικά ονόματα από παραμύθια όπως «Φρικατέλα», «Ασχημόπαπο» και «Μητριά» ή γνωστά προσβλητικά στιχουργήματα όπως «Στραβός βελόνα γύρευε μέσα σε αχυρώνα και ο κουφός του έλεγε πως άκουσ’ ένα κρότο» ή απαξιωτικές λέξεις όπως «καράφλας» «αόμματος», «σακάτης», «πρωτόγονος», «γύφτος»;
Δεν χωρά αμφιβολία πως αυτή η μετατόπιση προς τον χώρο του «άλλου» θα λειτουργήσει ευεργετικά, γιατί θα δώσει φωνή, παρουσία και αξιοπρέπεια σε άτομα και καταστάσεις που βρίσκονταν στο περιθώριο και εννοείται αξίζουν του σεβασμού μας (γιατί είναι και πολλές ομάδες που βρίσκονται στο περιθώριο και δεν αξίζουν του σεβασμού μας, π.χ. βασανιστές, δολοφόνοι, παιδεραστές κ.λπ.).
Παράλληλα, θα ενισχύσει και την απαίτηση των καλλιτεχνών αυτών των ομάδων να κρίνονται από άτομα που δεν εχθρεύονται τις θέσεις τους ή έστω τις αντιλαμβάνονται καλύτερα ή για ποικίλους λόγους (προσωπικούς, φυλετικούς κ.λπ) είναι πιο κοντά σε αυτές. Αυτό που επικαλείται η Μπονέλ: ισότιμη αντιμετώπιση.
Την ίδια στιγμή, όμως, αυτή η καθ’ όλα σεβαστή απαίτηση για δίκαιη μεταχείριση θα πυροδοτήσει με τη σειρά της επιπλέον ερωτήματα σχετικά με τον
τρόπο άσκησης μιας έγκυρης κριτικής. Για παράδειγμα:
Ποιος εγγυάται ότι το χρώμα του δέρματος ή το φύλο ή η καταγωγή ή οι σεξουαλικές προτιμήσεις ή η οικονομική επιφάνεια ή η σωματική διάπλαση ή η καταγωγή του κριτικού διασφαλίζουν και την ποιότητα ή την εγκυρότητα ή το βάθος της κριτικής;
Εμείς και οι αρχαίοι
Και για να μεταφέρουμε λίγο τη συζήτηση στα καθ’ ημάς. Η ιστορία δικαίωσε ή διέψευσε τις έντονες (συχνά ρατσιστικές) αντιδράσεις εκείνων των κριτικών μας οι οποίοι, με αφορμή ξένες σκηνοθεσίες παραστάσεων αρχαίων κειμένων, υποστήριζαν (ορισμένοι με πολεμικό πάθος) ότι είμαστε οι πιο κατάλληλοι να διαχειριστούμε τα κλασικά κείμενα και να τα δικαιώσουμε μέσα από τις κριτικές μας, γιατί ακριβώς είμαστε πολιτιστικά, φυλετικά και γλωσσικά πιο κοντά στις πηγές τους;
Αντιλαμβάνομαι το πλεονέκτημα της καταγωγής που επικαλούνται, όμως διερωτώμαι: μήπως τελικά η στάση αυτή πιο πολύ θα συντείνει στην απομόνωση παρά στη διεθνή ανάδειξη και δικαίωση του αρχαίου ελληνικού θεάτρου; Η ιστορία έδειξε δυστυχώς πως μάλλον αυτό ακριβώς συνέβη.
Με άλλοθι ότι έτσι προστατεύουν την ποιότητα και την ακεραιότητα μιας ένδοξης παράδοσης από άσχετους «επαρχιώτες» (όπως αποκάλεσε τον Γεωργιανό και σπουδαίο σκηνοθέτη Ρόμπερτ Στούρουα ο Κ. Γεωργουσόπουλος), οι κριτικοί εκείνοι που για χρόνια είχαν κυρίαρχη θέση στα πράγματα, συνέτειναν και αυτοί ώστε το θέατρό μας να μείνει μακριά από τον διεθνή διάλογο και τα φώτα της διεθνούς σκηνής, με αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα, αρκετά χρόνια μετά, να μην έχει ακόμη κατορθώσει να διασφαλίσει τη θέση που δικαιούται. Εάν εξαιρέσει κανείς τον Θ. Τερζόπουλο που πλέον ανήκει στη διεθνή κοινότητα, δεν είναι τυχαίο που οι ξένοι, όταν αναφέρονται σε σύγχρονες παραστάσεις αρχαίων κειμένων, πολύ σπάνια παραπέμπουν στις ελληνικές προσπάθειες. Δεν τις γνωρίζουν καν. Και είναι πολύ άδικο, το ξαναλέω, γιατί όντως γίνονται αξιόλογα πράγματα που όμως περνούν απαρατήρητα γιατί πληρώνουμε ακόμη το τίμημα της εσωστρέφειας και ρατσιστικής μοναδικότητας που χαρακτήριζε μεγάλο μέρος του θεατρικού και κριτικού Λόγου για πολλές δεκαετίες.
Κερματισμένος πολυπολιτισμός
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις λοιπόν (και πολλαπλάσιες άλλες) η προσκόλληση σε φυλετικά κριτήρια λειτούργησε, σε βάθος χρόνου, αρνητικά. Σήμερα ο πολιτισμός του πλανήτη βρίσκεται σε ένα μεταβατικό και αβέβαιο στάδιο. Πολλά έχουν ήδη αλλάξει και θα αλλάξουν ακόμη περισσότερο στο προσεχές διάστημα, ιδίως μετά και τη μεγάλη πανδημική κρίση. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με σιγουριά πώς θα διαμορφωθεί το θεατρικό τοπίο και κυρίως πως θα διαμορφωθούν οι ανθρώπινες σχέσεις και καλλιτεχνικές συνευρέσεις. Πολλοί μιλούν για ακόμη πιο έντονη μοναχικότητα. Είναι το πιο πιθανό. Ήδη έχει προλειανθεί το έδαφος από τις ίδιες τις μεθοδεύσεις της παγκοσμιοποίησης, μεθοδεύεις οι οποίες αντί να ενισχύουν τις ανθρώπινες συγκλίσεις ενισχύουν ακόμη πιο πολύ τις αποκλίσεις, οι οποίες εδώ και τρεις-τέσσερις περίπου δεκαετίες σταθερά πυκνώνουν. Αυτό φαίνεται άλλωστε και από την ίδια τη φυσιογνωμία που αποκτούν τα συστατικά πολλών κρατών, όπου είναι ολοένα και πιο αισθητή η παρουσία και δυναμική των εθνοτικών κυψελών ή αν προτιμάτε των εθνοτικών αφηγημάτων, που διαμορφώνονται ως απάντηση στο ένα, στο ενιαίο μεγάλο εθνικό αφήγημα. Και είναι λογικό μέσα από αυτές τις κυψέλες να αναδύεται και να διεκδικεί ένας εξίσου κερματισμένος κριτικός θεατρικός Λόγος ο οποίος, όσο περνά ο καιρός, αποκτά τη μορφή πολυφωνικού κολάζ που συνθέτουν πολλά μικρά θραύσματα, κάθε ένα από τα οποία το χαρακτηρίζει κάποια κοινή γλώσσα ή ιδεολογία ή ηθική ή σεξουαλικός προσανατολισμός ή σωματική ιδιαιτερότητα ή ιδρυτικός μύθος κ.λπ.
Δηλαδή, από την πάλαι ποτέ μία ταξινομική και αποκλειστική βαθμίδα στον χώρο της κριτικής τώρα έχουμε τις βαθμίδες πάμπολλων «φυλών», κάτι σαν τις διοικητικές διαιρέσεις του ρωμαϊκού κράτους (tribus), διευρυμένες «οικογένειες» που αξιολογούν σύμφωνα με έναν συγκεκριμένο κώδικα αξιών, που είναι ο δικός τους.
Όπως ήδη σχολίασα, από πολλές απόψεις πρόκειται για μια απόλυτα κατανοητή τάση απαγκίστρωσης από τις έγκριτες θέσεις, πολλές από τις οποίες ήταν άδικες απέναντι σε συγκεκριμένα άτομα και ομάδες. Από την άλλη, συνεχίζω να διερωτώμαι: πώς δεχόμαστε και καταξιώνουμε συγγραφείς που γράφουν ιστορίες πέρα από τα προσωπικά τους βιώματα, πέρα από το οικείο εθνοτικό ή φυλετικό ή έμφυλο ή σεξουαλικό περιβάλλον τους, και διατηρούμε επιφυλάξεις για τη δυνατότητα του κριτικού εν προκειμένω να κάνει το ίδιο;
Πώς δεχόμαστε τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ο Αρτώ για το θέατρο των Αυτοχθόνων του Μεξικού και καλλιεργούμε δεύτερες σκέψεις για την ικανότητα του κριτικού να κρίνει αλλότριες εμπειρίες και σώματα; Όταν η Μπονέλ λ.χ. αρνείται να δεχτεί κριτική από λευκούς, μήπως αυτό δεν συμβάλλει στη διαιώνιση της όποιας «άγνοιας» η ίδια θεωρεί ότι έχουν για το «άλλο θέατρο»; Ταυτόχρονα, ποιος μας λέει ότι ένας Αυτόχθονας, εν προκειμένω, κριτικός καταλαβαίνει καλύτερα την ινδιάνικη τέχνη από ό,τι ένας λευκός Καναδός;
Ακόμη: Πόσο έγκυρες είναι εκείνες οι φεμινιστικές κριτικές που εκθειάζουν έργα αμφιβόλου ποιότητας απλά και μόνο γιατί στηρίζουν θέσεις και αιτήματα γυναικών ή γιατί τα έγραψαν γυναίκες; Ή πώς αντιμετωπίζει κανείς έργα τα οποία δεν αντέχουν σε καμιά ποιοτική αξιολόγηση, όμως βλέπουν τα φώτα της σκηνής και εισπράττουν τη θετική και γενναιόδωρη αντιμετώπιση του πολιτιστικού ρεπορτάζ (μεταξύ άλλων) απλά και μόνο γιατί αγγίζουν ένα τρέχον θέμα (λ.χ ο πόλεμος στη Συρία, το μεταναστευτικό, η πατριαρχία, η ομοφοβία κ.λπ);
Θέτω όλα αυτά τα ρητορικά ερωτήματα, για να καταλήξω στο εξής ένα: τελικά, σε μια εποχή «διασπορική» όπως η δική μας, ποιο θα μπορούσε να είναι το πρώτιστο συστατικό μιας καλής και ουσιαστικής κριτικής, πέρα από τις όποιες επιμέρους ιδιαιτερότητες του ίδιου του καλλιτεχνικού γεγονότος/αντικειμένου;
Εδώ αντιλαμβάνεστε ότι μπαίνει στη συζήτηση το μέγα θέμα της ερμηνείας της λέξης «ποιότητα». Τι σημαίνει; Πώς σημαίνει και για ποιους; Γιατί ναι μεν όλοι αναφερόμαστε σ’ αυτήν, όμως ο καθένας αντιλαμβάνεται και αιτιολογεί το σύνολο των χαρακτηριστικών της που οδηγούν στην αξιολόγησή της, διαφορετικά.
Περί ποιότητας και αποδομισμού
Πριν από εκατοντάδες χρόνια ο Πλάτωνας είχε πει ότι η ποιότητα είναι συνδεδεμένη µε την αρετή, την ηθική, πνευματική και φυσική υπεροχή του ανθρώπου. Σήμερα, η ποιότητα ορίζεται πλέον σε ένα μεγάλο βαθμό πελατοκεντρικά, δηλαδή μετράται με βάση τη συμμόρφωση προς ορισμένες δεδομένες προδιαγραφές και την εκπλήρωση των προσδοκιών του «πελάτη» και την καταλληλότητα της χρήσης.
Η λογική της σχετικότητας («Σέβομαι τη δική σου αλήθεια, σέβεσαι τη δική μου, άρα κανείς δεν γνωρίζει ή κατέχει τη ‘μία’ αλήθεια»), που ήρθε, μαζί με τον πολιτικά ορθό λόγο, να αντικαταστήσει τη λογική της αποκλειστικότητας και μοναδικότητας (είτε/είτε), έχει προκαλέσει μια εμφανή αναστάτωση, καθιστώντας οποιαδήποτε μορφή γενικής διάκρισης/κρίσης/αξιολόγησης πολύ ολισθηρή («ποιος είσαι εσύ από την Ευρώπη που θα με κρίνεις εμένα στην Ασία;» και το αντίθετο κ.λπ).
Η έννοια της ποιότητας έχει χάσει τον οικουμενικό της χαρακτήρα και πλέον ερμηνεύεται ως το σύνολο των χαρακτηριστικών ενός λογοτεχνήματος ή μιας κριτικής που ικανοποιούν τόσο τις δεδομένες όσο και τις αναμενόμενες ανάγκες μιας ομάδας. Και για να προλάβω παρερμηνείες να προσθέσω το εξής. Φυσικά καλωσορίζω όλα τα είδη κριτικής και κυρίως εκείνης που ελέγχει τα κακώς κείμενα. Αυτό άλλωστε απαιτεί και ένας υγιής και πολιτικά ορθός Λόγος: την ελεγκτική περιεκτικότητα και όχι την ανεξέλεγκτη αποκλειστικότητα ή την απολυτότητα. Μακάρι και στην Ελλάδα να μεγαλώσει ο όγκος των κριτικών που να καταπιάνεται με όλες τις εκδοχές του θεάτρου, πολυπολιτισμικές, πολυθρησκευτικές, πολυφυλετικές κ.λπ.
Εκείνο που βρίσκω ανησυχητικό είναι η ολοένα και πιο έντονη ριζοσπαστικοποίηση του κριτικού λόγου, μια μεροληπτική όσο και επικίνδυνη αντιμετώπιση της τέχνης που περίπου καταλήγει στη γνωστή ρήση: ο σκοπός αγιάζει τα μέσα – κάθαρση και αποκατάσταση παντί τρόπω. Ο Ουμπέρτο Έκο μιλά για διαφαινόμενο «Φονταμενταλισμό», για εκτροπή του Λόγου και συμμόρφωση στις απαιτήσεις ομάδων πίεσης.
Η συντηρητική βρετανική εφημερίδα Daily Mail μιλά για «τρελαμένη πολιτική ορθότητα» — political correctness gone mad). Η νομπελίστρια Doris Lessing, μιλά για την πολιτική ορθότητα ως μια από τις «νοητικές συμπεριφορές που άφησε πίσω του ο Κομμουνισμός».
Γενικά, στα αμερικανικά πανεπιστήμια οι συντηρητικοί κύκλοι μιλούν για «αριστερό εκλεκτικισμό» και κατάργηση της ελευθερίας της έκφρασης και πολλοί άλλοι, από τον χώρο της Νέας Αριστεράς, για εργαλείο ανάδειξης της προοδευτικής σκέψης.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή τη στιγμή, στη Δύση τουλάχιστον με τα γνωστά προβλήματα ταυτότητας, μαίνεται ένας πόλεμος πολιτιστικών και ιδεολογικών χαρακωμάτων, που προφανώς αδυνατεί να λύσει πολιτικά ή κοινωνικά θέματα, ενισχύοντας κατ’ επέκταση τη λογοκρισία, την πνευματική τρομοκρατία και την εμμονική επίδειξη της καθαρότητας αυτών που τον ασκούν, με κίνδυνο στο τέλος η γλώσσα να γεμίσει (ήδη είναι μισογεμάτη) με λίστες (δεξιά και αριστερά του ιδεολογικού φάσματος) από απαγορευμένα βιβλία, απαγορευμένες σκέψεις, εκφράσεις κ.λπ.
Δηλαδή, εάν δεν ελεγχθεί με σοβαρότητα η αλληλεπίδραση γλώσσας/εξουσίας, η όλη συζήτηση ενδέχεται να οδηγηθεί πίσω στις σταλινικές αφετηρίες του όρου που παρέπεμπαν στη σκληρή «ορθή κομματική γραμμή» και στις γνωστές ντιρεκτίβες λόγου και δράσης, επαληθεύοντας πανηγυρικά τις προβλέψεις του Τζωρτζ Όργουελ στο μυθιστόρημά του 1984,
όπου μιλά για τον «good thinker», τον άνθρωπο που είναι εκπαιδευμένος διανοητικά από μικρή ηλικία ώστε να ακολουθεί, χωρίς να σκέφτεται, την ορθόδοξη άποψη.
Κάτι τέτοιο θα είναι κρίμα, γιατί στην ατζέντα της πολιτικής ορθότητας περιλαμβάνονται πολλά και σημαντικά θέματα που αναφέρονται στον πολυπολιτισμό, στην πατριαρχία, στην ομοφοβία, στην ξενοφοβία, στην πιο δίκαιη ποσοτικά παρουσία των γυναικών στον εργασιακό χώρο, στην αναθεώρηση μαθημάτων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων προκειμένου να δοθεί χώρος και σε άλλους λαούς και άλλες κοινωνικές ομάδες να δείξουν την αξία τους, κ.λπ.
Δυστυχώς υπερβολές, που δικαίως γίνονται στόχος ειρωνικών σχολίων, υπάρχουν και είναι πολλές και ενδεικτικές υφιστάμενων τάσεων. Δεν αντιλαμβάνομαι λ.χ. τι θα κερδίσει η δημοκρατία αντικαθιστώντας τη λέξη torture (βασανιστήριο) με τις ασαφείς λέξεις enhanced interrogation (ενισχυμένη ανάκριση!) ή τη λέξη dwarf (νάνος), με το απίστευτο vertically challenged person (δηλαδή άτομο που δέχθηκε «κάθετη πρόκληση!») ή τον όρο «πασχαλινά αυγά» (Easter eggs) με τις λέξεις spring spheres («ανοιξιάτικες σφαίρες»), προκειμένου να μην προδίδει τη θρησκευτική του προέλευση.
Κριτικός Λόγος και θεωρία
Ειδικά στον χώρο της θεατρικής κριτικής που μας απασχολεί εδώ, η τάση να αγνοεί την ολότητα του έργου και να σχολιάζει ό,τι ευθυγραμμίζεται με τα προσωπικά πιστεύω του κάθε κριτικού κρύβει παγίδες.
Φυσικά η κριτική ήταν πάντα μια ολισθηρή δοκιμασία ανάμεσα στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό. Απλώς τώρα, το υποκειμενικό λειτουργεί καταλυτικά, κάνοντας παράλληλα και ευρεία χρήση της θεωρίας, χωρίς όμως η ίδια η θεωρία να υποβάλλεται σε κάποια κρίση. Συνήθως, περνά στο κριτικό σημείωμα με μια ανώδυνη διατύπωση του τύπου, «Σύμφωνα με την άποψη του τάδε ή του δείνα…», ήτοι περνά ως μια μεγάλη, αυταπόδεικτη αλήθεια, η παρουσία της οποίας «αποδεικνύει» ότι και η άποψη του κριτικού, από τη στιγμή που πλαισιώνεται από ένα γερό θεωρητικό μανδύα, είναι σωστή. Κάπως έτσι αποκτούν κύρος και έργα τα οποία από μόνα τους ίσως και να μην έχουν καμιά ιδιαίτερη αξία, εξόν ίσως από το γεγονός ότι αγγίζουν ευαίσθητα τρέχοντα ή αμφιλεγόμενα ή ταμπού ζητήματα.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος. Ας πάρουμε το θεατρικό σκηνικό των τελευταίων ετών. Βλέπουμε να υπάρχει ένα ρεύμα εκμετάλλευσης των κακουχιών των μεταναστών. Και πολύ καλά υπάρχει. Άλλωστε αυτή είναι, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, η δουλειά του θεάτρου: να καταγράφει με αμεσότητα σοβαρά κοινωνικά θέματα. Και ενώ διαβάζουμε για τη χ΄ ή ψ΄ παράσταση πόσο συγκινητική ήταν σε επίπεδο ιστορίας, πόσο «αληθινή», πόσο «τραγική» κ.ο.κ., σπάνια θα διαβάσουμε μια εμπεριστατωμένη κριτική που να υπερβαίνει το περιεχόμενο και τις πολιτικές προεκτάσεις του θεάματος και κατά συνέπεια τις προθέσεις και ενδεχομένως πολιτικές τοποθετήσεις του κριτικού.
Δηλαδή, στις περισσότερες περιπτώσεις (οι εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν) βλέπουμε να επικρατεί μια μονολογική διάθεση, για να καταφύγω στον όρο του Μπαχτίν, παρά διαλογική. Κι όμως, μια κριτική που αξιολογεί μια αλλιώτικη εμπειρία, το πρώτο μέλημά της πρέπει να είναι η αξιολόγηση της ποιότητας της υπέρβασης των ορίων. Περιγράφοντας απλώς την τραγικότητα της ιστορίας δεν επιτυγχάνει κάτι, αφού αυτό ήδη το γνωρίζουμε και από άλλα μέσα (όπως η τηλεόραση).
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ο κερματισμός τόσο της κοινωνίας όσο και των αφηγήσεών της, έχει διαμορφώσει ένα πρόσφορο έδαφος ώστε να αναδυθούν διάφορα κριτικά ιδιώματα, κάθε ένα από τα οποία υπηρετεί τη «φυλή» του, την εθνότητά του, το χρώμα του, τις έμφυλες προτιμήσεις του, το Υποκείμενό του, την «επανάστασή» του, την ιδεολογία του.
Η φιλοδοξία του μεταμοντερνισμού να κομίσει, μέσα από την κατάργηση των μεγάλων αφηγήσεων, περισσότερη και δικαιότερη κατανομή δημοκρατίας ανά τον πλανήτη, κινδυνεύει να αλωθεί από εκατοντάδες μικρές υποκειμενικές αφηγήσεις, η καθεμιά με τον δικό της καταστατικό χάρτη αξιών, ποιοτήτων, δημοκρατιών και βεβαίως θεάτρων. Κάπως έτσι τείνει να καταργηθεί η διαλεκτική και παραγωγική σχέση υποκειμενικού-αντικειμενικού. Είναι χαρακτηριστική η θέση της [αριστερά εικονιζόμενης] Αφρικανο Αμερικανίδας θεατρικής συγγραφέως Λυν Νότεϊτζ που λέει πως το γεγονός ότι η κριτική την αντιμετωπίζει ως «άλλη» κάθε άλλο παρά τη χαροποιεί. Και τούτο γιατί αυτή η εμμονή στην ετερότητα, διευκρινίζει, δίνει το δικαίωμα στον κόσμο «να μας περιθωριοποιεί και να κάνει διακρίσεις εις βάρος μας με βάση το φύλο και το χρώμα μας».
Συμπέρασμα
Και για να κλείνω: Οποιαδήποτε μορφή κριτικής για να έχει λόγο ύπαρξης πρέπει να είναι πρωτίστως καλοπροαίρετη, να έχει εύρος και στόχο τη βελτίωση και του υποκειμένου και του αντικειμένου της κρίσης.
Ο κριτικός που ξέρει να γράφει είναι εκείνος που έχει θετικές προθέσεις απέναντι στο αντικείμενο ή στο υποκείμενο της κρίσης του. Εάν σκοπός είναι η καταστροφή, τότε η κριτική δεν έχει κανένα νόημα. Κριτική σημαίνει διάλογος με τον κρινόμενο. Σίγουρα αυτό δεν είναι πάντα εύκολο, κυρίως όταν ο κρινόμενος θεωρείται «αντίπαλος» ή «διαφορετικός» ιδεολογικά, αισθητικά, πολιτικά κ.λπ.
Ο κριτικός που επιλέγει να συγκεντρώσει την αλήθεια του Λόγου γύρω από τον Λόγο της «φυλής» του, το μόνο που επιτυγχάνει είναι η επιβολή του αποκλειστικού μονολόγου, δηλαδή, μια επιστροφή του παιγνίου της δύναμης, που ενώ αμφισβητεί μέσα από την αποδόμηση την «αντικειμενική αλήθεια» ή την «αιώνια ανθρώπινη αλήθεια», την ίδια στιγμή προβάλλει ως «αληθινές» τις δικές του αλήθειες, τις οποίες μάλιστα διαχέει προς πάσα κατεύθυνση ώστε να τις επιβάλει ως παγκόσμιες.
Το σημαντικό για έναν κριτικό (ή έναν καλλιτέχνη) δεν είναι να υπηρετεί κάποια ντιρεκτίβα «φυλής» (και μοιραία τις όποιες αγκυλώσεις της), αλλά να διαισθάνεται, ως ελεύθερος και ευαίσθητος νους, τις υπόγειες δονήσεις, όπως τις καταγράφει ένας σεισμογράφος, και να προειδοποιεί ή να ενημερώνει το κοινό (και τον αναγνώστη). Το έργο του, δηλαδή, είναι να μεταφέρει τις διαφαινόμενες αλλαγές ή ανάγκες μέσα στην κοινωνική δομή. Και εδώ ακριβώς έγκειται και η έννοια της όποιας πρωτοπορίας: το ότι γνωρίζει αυτά που ο υπόλοιπος κόσμος αγνοεί. Και πάνω σε αυτή τη γνώση δημιουργεί/αρθρώνει δημόσιο Λόγο, ευεργετικό για όλους και όχι για κάποια τάξη ή φυλή ή φύλο ξεχωριστά. Και αυτή είναι η απάντησή μου και στα σχόλια της Καναδής συγγραφέως/ηθοποιού που ήταν και το ερέθισμα γι’ αυτό το κείμενο.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Σάββα Πατσαλίδη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.