Χάρτης 46 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-46/poiisi-kai-pezografia/ta-sothika-toi
Ήταν τύπος χαλαρός, πάντα ευγενής και πρόσχαρος. Φαινόταν ανέμελος. Μόλις είχε πατήσει την δεκαετία των τριάντα, έχοντας ολοκληρώσει με επιτυχία σειρά σπουδών και κατέχοντας μια θέση εργασίας στον ιδιωτικό τομέα που πολλοί επιζητούσαν. Τον ακολουθούσε μια γενικά θετική αύρα «ωραίου τύπου». Ήταν και μια χαρά παλικάρι. Καλοβαλμένος και προσεγμένος εμφανισιακά. Κοινωνικά περιζήτητος για την αδιάκοπη ευδιαθεσία του, για την συλλογή ανεκδότων και ανεξάντλητων ιστοριών του που δεν αρνιόταν να μοιραστεί, χωρίς πολλά παρακάλια. Έφτιαχνε την διάθεση όλων, εύκολα και αβίαστα. Ιπποτικός με τα κορίτσια και γαλαντόμος στις περιστάσεις που έκρινε ότι άρμοζε. Παραπάνω από το μέσο όρο του αποδεκτού, με άλλα λόγια, και αυτό του αρκούσε.
Τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούσε με την συγκεκριμένη παρέα. Μια μεγάλη παρέα που είχε στους κόλπους της πολλά μέλη, αγόρια και κορίτσια της ηλικίας του με αποκλίσεις προς τα κάτω και προς τα πάνω πέντε έξι χρόνια. Ένα δίκτυο γνωριμιών που περιλάμβανε αδέλφια, ξαδέλφια, παιδικούς-οικογενειακούς φίλους και φίλες, συμμαθητές, συμφοιτητές, γείτονες, συναδέλφους, δεμένοι στο άρμα της διασκέδασης και του «να περνάμε καλά». Όλοι και όλες ήταν ευπρόσδεκτοι και ευπρόσδεκτες, ώστε να υπάρχει ανανέωση. Ο πυρήνας παρέμενε σταθερός. Δεν άλλαζε. Και οι πάντες ήθελαν να είναι κοντά στον πυρήνα. Αυτός ήταν πολύ κοντά στον πυρήνα. Δεν είχε πρόβλημα με κανέναν και κανείς δεν είχε πρόβλημα μαζί του. Δεν βγαίνανε όλοι και όλες μαζί σε κάθε έξοδο. Είχαν αυτοκίνητα και μηχανές να κινούνται με άνεση. Κάνανε βόλτες, ξέρανε τα στέκια του κέντρου, τα καλά, τα λιγότερα καλά, τα ανερχόμενα και τα ξεπεσμένα. Τα μπαράκια, τα εστιατόρια αλλά και οι ταβέρνες, τα μπουζούκια, οι μεγάλες πίστες. Πήγαιναν και θέατρο και σινεμά, σπανιότερα. Προέκυπταν και χειμερινές εξορμήσεις και καλοκαιρινές εξερευνήσεις στα νησιά. Τους αναγνώριζαν οι «πόρτες» και δεν δυσκολεύονταν να μπαίνουν παντού. Τα Σαββατοκύριακα, ξεκινώντας από την Παρασκευή το βράδυ, του έδιναν να καταλάβει. Κυκλοφορούσαν χαλαρά πάνω κάτω, επισκέπτονταν περισσότερα από ένα μαγαζί οπωσδήποτε και δεν μαζευόντουσαν πριν από τις μικρές ώρες του ξημερώματος. Σπάνια συγκεντρώνονταν σε σπίτια. Ήταν του έξω γενικώς. Η παρέα δεν συνδεόταν με την δουλειά του και έτσι ξέφευγε από το απαιτητικό περιβάλλον της εβδομάδας που δεν γνώριζε αυτήν του την πλευρά, γεγονός που τον βοηθούσε να διατηρεί την επαγγελματική, κόσμια εικόνα του. Υπήρχε και ένας ακόμα σοβαρός λόγος. Ίσως ο πιο σοβαρός όλων των πραγμάτων που τον άγγιζαν και τον ένιαζαν, τότε.
Στην καρδιά του πυρήνα της παρέας στεκόταν περήφανα η Κάρλα. Κοντά της ήθελε να βρίσκεται συνέχεια. Να κινείται στην ακτίνα του βλέμματός της. Να την παρατηρεί από κοντά. Να την κάνει να ξεσπά σε γέλια ή έστω να χαράζει ένα χαμόγελο στο όμορφο ασύμμετρο πρόσωπό της. Να κουβεντιάζει μαζί της μαθηματικά και φυσική που του άρεσαν, για την ακρίβεια τον ενθουσίαζαν. Ήταν άξια συνομιλήτρια. Και όταν άρχιζαν να μιλούν μεταξύ τους, οι άλλοι έμεναν απέξω από τον κύκλο των δυο τους. Τα θέματά τους απέκλειαν παρεμβάσεις, σχόλια από άλλους, με αποτέλεσμα να είχαν αναπτύξει μια ιδιαίτερη κατάσταση στο συγκεκριμένο επίπεδο, φανερή στα μάτια όλων ως χαριτωμένη ιδιαιτερότητα. Η Κάρλα είχε αυτό που λένε «σχέση» που εκείνος δεν καταλάβαινε με τίποτα γιατί δεν ταίριαζαν σε τίποτα, της έπεφτε λίγος, ήταν άσχετος, ρηχός και επιδειξιομανής. Και χίλια άλλα κακά. Ασφαλώς ήταν ο πιο περιζήτητος, ο πιο ωραίος στην όψη, ο πιο μεγάλος καρδιοκατακτητής αυτής της παρέας αλλά και πολλών άλλων. Δεν τον συμπαθούσε. Δεν του άρεσε το είδος του ανθρώπου που εκπροσωπούσε. Εκείνος ήξερε, ήταν παραπάνω από βέβαιος, ότι μπορούσε να την κάνει χαρούμενη, μπορούσε να την κάνει να ανθίσει, να είναι ο εαυτός της. Αλλά η Κάρλα ήταν κολλημένη πάνω του και εκείνος αποφάσισε ότι δεν τον ένοιαζε αρκεί να την έβλεπε και να μιλούσαν για τα δικά τους και να την έκανε να ξεσπάει σε τρανταχτά γέλια. Του έφτανε. Έτσι παρέμενε και υπέμενε.
Έτυχε. Συνέβη. Μια φορά, ένα Σάββατο προς το τέλος της Άνοιξης για την ακρίβεια, η Κάρλα να είναι μόνη, μελαγχολική και πιο όμορφη από ποτέ. Να πίνει ακατάπαυστα το ένα ποτό μετά το άλλο, ποτά διάφορα, ανάκατα. Την πλησίασε όπως συνήθιζε, να πιάσουν τις δικές τους υψηλές κουβέντες αλλά δεν βρήκε ανταπόκριση γιατί δεν είχε καμιά όρεξη και ο νους της ήταν ολότελα αλλού. Φως φανάρι στην «σχέση» που απουσίαζε. Της έκανε διακριτικά παρέα, χωρίς να μιλά. Προσπάθησε να την συγκρατήσει και να την κρατήσει καθώς παραπατούσε. Προσπάθησε να την κάνει να σταματήσει να πίνει, έστω να χαμηλώσει τους ρυθμούς. Δεν την άφησε να σωριαστεί και την φρόντισε όσο περνούσε από το χέρι του. Προς το τέλος της βραδιάς ανέλαβε να την πάει σπίτι της γιατί δεν ήταν σε θέση. Με ανάμεικτα αισθήματα ανέλαβε την αποστολή γιατί ολοφάνερα τον χρειαζόταν και από την άλλη στενοχωριόταν να την βλέπει σε αυτήν την κατάσταση
Σταμάτησε ένα ταξί και μπήκαν μέσα δύσκολα. Ο ταξιτζής αναγνώρισε την περίπτωση και τους πήγε βιαστικά και κάπως άτσαλα. Με δυσκολία έφτασαν στο διαμέρισμα. Προσανατολίστηκε σχετικά γρήγορα καθώς βρισκόταν σε μεγάλη ένταση. Την οδήγησε στο υπνοδωμάτιο, με απαλές κινήσεις την ξάπλωσε, της έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες και την σκέπασε. Στάθηκε να την κοιτάει αναλογιζόμενος ποια θα ήταν η επόμενη κίνησή του. Να έκλεινε το φως και ακροποδητί να έφευγε κλείνοντας την εξώπορτα όσο πιο σιγανά γινόταν. Να κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο στον καναπέ να την έχει στο νου του μήπως και χρειαζόταν την βοήθειά του ή καλύτερα στην πολυθρόνα του υπνοδωματίου. Και ενώ μετρούσε την κατάσταση περιπλεγμένος, την άκουσε να λέει με αχνή φωνή: «Μείνε». Κουνήθηκε και έκανε χώρο στο κρεβάτι. Κοκκάλωσε. Η καρδιά του άρχισε να ανεβάζει παλμούς. Ίδρωσε. «Μείνε, μη φύγεις», του ξαναείπε και ζάρωσε λίγο ώστε να χωρέσει. Αυτός εκεί, μαρμαρωμένος σαν να τον κοίταξε η Μέδουσα, σαν την γυναίκα του Λωτ μια στροφή πριν χαθούν τα Σόδομα και τα Γόμορρα από το οπτικό της πεδίο. Τα πόδια του μολύβια. Διστακτικά πλησίασε την άκρη της άλλης πλευράς. Έβγαλε τα παπούτσια του και ξάπλωσε μαλακά πάνω από τα σκεπάσματα με τα ρούχα, και το μπουφάν. Παγωμένος. Ακίνητος. Σιγά σιγά τον παρέσυρε ο Μορφέας. Έκλεισε τα μάτια του και το σώμα του χαλάρωσε. Στην διάρκεια της νύκτας κρύωνε και έψαξε τα σκεπάσματα να ζεσταθεί. Πλησιάστηκαν πάνω στο στρώμα μέσα στο σκοτάδι και οι ζέστες των κορμιών τους, τύλιξαν και τους δύο τους ανακουφιστικά. Το ένα φέρνει το άλλο, όπως είναι γνωστό. Η παρηγοριά των αγκαλιασμένων σωμάτων τους βρήκε το πρωί και την αντιμετώπισαν ως φυσικό επακόλουθο. Έφυγε χωρίς τον καφέ που του πρότεινε.
Πέρασε την εβδομάδα αφηρημένος, σε αγωνία, χωρίς τηλέφωνο, μήνυμα, τίποτα. Έφτασε η Παρασκευή και συναντήθηκαν όλοι μαζί να βγούνε. Την ξεχώρισε αμέσως. Μέσα του παρακαλούσε με τέτοια ένταση που σχεδόν αισθανόταν το σώμα του να δονείται «Πάρε με αγκαλιά, πάρε με αγκαλιά, πάρε με αγκαλιά». Τώρα, μπροστά σε όλους. Είμαι εδώ και είμαι ανοικτός. «Πάρε με αγκαλιά». Ήταν και στίχοι τραγουδιού, κάποιου απλού, ρυθμικού που δεν έβγαζε την βαθιά δική ορμή του ούτε κατά διάνοια ούτε και τον παρηγορούσε. Χτυπιόταν συθέμελα, μέσα του. Ήθελε τόσο πολύ αυτήν την αγκαλιά που δεν λειτουργούσε κανονικά. Έχανε τον έλεγχο. Γιατί να του συμβαίνει αυτό το βασανιστικό πράγμα; Μα γιατί να τον κυριεύει αυτό το αίσθημα; Τον είχε πάρει είδηση όλη η παρέα; Τον σχολίαζαν πίσω από την πλάτη του; Άκουγαν τους στίχους που έπαιζαν επαναλαμβανόμενα στο κεφάλι του, έτρεχαν πάνω κάτω στις φλέβες τους, συσπούσαν τους μύες του, νόμιζε.
Η πιο όμορφη όπως πάντα, στα μάτια του βέβαια, γύρισε και το βλέμμα της πέρασε με απάθεια από πάνω του. Κρεμασμένη στα σώμα του Κώστα, σφιγμένη ασφυκτικά πάνω του, με ανανεωμένη αυτοπεποίθηση για την μεταξύ τους σχέση. Είχε γυρίσει σε αυτήν, την είχε παρακαλέσει, της είχε πάρει δώρο από ακριβό μαγαζί, γνωστή μάρκα κοσμημάτων. Αυτή που του είχε σφυρίξει η κολλητή της, που παρεμπιπτόντως τον γούσταρε τρελά και καραδοκούσε μήπως και έρθει η σειρά της, ότι της άρεσε. Και έτσι δεν είχε χρειαστεί και πολύ χρόνο, κουβέντες και εξηγήσεις για να υποχωρήσει, να συγχωρέσει, να γυρίσει στην αγκαλιά του, χαρούμενη και πιο υποταγμένη. Τα έβλεπε αυτά και φρίκαρε. Ψέματα της είχε πουλήσει με τον τόνο, εύκολα και αβίαστα. Ήταν βέβαιο ότι ο Κώστας θα εξακολουθούσε να της φέρεται απαίσια, χωρίς σεβασμό και αξιοπρέπεια. Απότομα έσπασε. Κατέρρευσε γιατί δεν του πήρε παραπάνω από μια στιγμή να καταλάβει ότι βρισκόταν σε χειρότερη θέση από πριν. Είχε χάσει στην φιλία τους. Αυτή την μεγάλη κατάκτηση που σήμαινε τα πάντα για αυτόν, που τον γέμιζε τόσο ώστε δεν χρειαζόταν το άλλο σκέλος, απαραίτητα. Πάνε οι κουβέντες για τα δικά τους, η αόρατη επικοινωνία τους. Θα τα σκίαζε η ανάμνηση της πρόσκαιρης και φευγαλέας οικειότητας που έπρεπε να μείνει μυστική. Αμηχανία. Αδιέξοδο. Είχε χάσει την εκτίμησή του για την κρίση και τα κριτήριά της αλλά πάνω από όλα είχε χάσει την ελπίδα του, την προσδοκία ότι ήταν, μπορούσε να είναι το ιδανικό του. Πισωπάτησε και ξέκοψε αθόρυβα από το σώμα της παρέας.
Και εκεί στο ρείθρο της Μιχαλακοπούλου, στο ύψος του Άγιου Χαράλαμπου περίπου, κοντοστάθηκε λουσμένος στον ίδιο του τον ιδρώτα που τον κατέκλυσε μεμιάς, έσκυψε προς τα μπρος και με μια μακρά διακοπή της αναπνοής του, έβγαλε τα σωθικά του.
Πρώτα έβγαλε τις μπίρες και το βρόμικο που είχε φάει προ ολίγου, ούτε μισή ώρα νωρίτερα. Δεν είχε προλάβει να ξινίσει. Δεν σταμάτησε όμως εκεί. Μαζί έβγαλε και όλες τις πικρές του πίκρες. Αυτές που είχαν συσσωρευτεί, επικαθισμένα στρώματα το ένα πάνω στο άλλο που τον πίεζαν σε αφόρητο, οδυνηρό βαθμό. Τώρα, με αυτήν την αφορμή, παρασύρονταν με βία έξω από το κορμί του. Κιτρινοπράσινες χολές ξεπηδούσαν καίγοντας τον φάρυγγα και το λαρύγγι του που δεν είχε τολμήσει να ξεστομίσει λέξεις τις οποίες κρατούσε περίκλειστες σαν καταραμένο θησαυρό με τα μύχια συναισθήματά του. Λέξεις τρυφερές, γλυκές για το κορίτσι που περνούσε από το πατρικό του και τον οδηγούσε με βήμα χαρωπό στο σχολείο τα πρωινά που θα προτιμούσε να κοιμάται. Χαιρόταν να την βλέπει, καθαρή, συμμαζεμένη, με λαμπερά μαύρα μαλλιά. Με μάτια που όταν τα κοιτούσε έλαμπαν ή νόμιζε ότι έλαμπαν από μια σπίθα πειραχτική και εξερευνητική μαζί. Το κορίτσι που έχασε όταν πήγαν Γυμνάσιο. Τις σκέψεις, τις αληθινές, που ήθελε να είχε πει στην Κάρλα και τώρα δεν θα μαρτυρούσε ποτέ.
Λέξεις που ήθελε να απευθύνει στον αψυχολόγητο νευρικό πατέρα του, στον μεγαλύτερο αδελφό του, στον θείο του που του έριχνε κρυφά σβουριχτές σφαλιάρες. Δεν μιλούσε πολύ, τώρα όμως μετάνιωνε. Θα ήθελε να έχει ξεκαθαρίσει την θέση του. Είχε όλες τις λέξεις που του χρειάζονταν. Ακόμα και λέξεις που κρατούσαν την σκέψη του. Είχε κοτέψει και δεν είχε πει την γνώμη του τουλάχιστον, όταν βρισκόταν μάρτυρας σε αδικίες, προστυχιές, και ακόμα χειρότερα, πολλές φορές. Και δεν άντεχε άλλο.
Σαν στήλη άλατος είχε σταθεί όταν ένας διευθυντής σε δημόσια υπηρεσία είχε ρωτήσει μπροστά σε κόσμο και σε ώρα εργασίας την μηχανικό αν τα βυζιά της ήταν πειραγμένα με ύφος χυδαίου ψευτόμαγκα. Γιατρός το επάγγελμα. Και δεν το σταμάτησε εκεί. Στην ψύχρα την είχε χουφτώσει να εξακριβώσει ο ίδιος αν είχαν σιλικόνη. Τα μάτια της μηχανικού κόντεψαν να βγουν από τις κόγχες τους, κατακοκκίνισε μέχρι τις ρίζες των αφτιών της και πισωπάτησε αμυντικά. Δεν έβγαλε άχνα, και άρχισε να ψιλοτρέμει ανεξέλεγκτα. Δεν τόλμησε ούτε να ανοίξει την πόρτα να βγει από το δωμάτιο. Κανείς δεν είπε κάτι, οτιδήποτε. Ο διευθυντής έμοιαζε χαρούμενος, πιο δυνατός που είχε φερθεί με αυτόν τον ξεδιάντροπο τρόπο, σαν να του ανήκε το στήθος και η γυναίκα μηχανικός και στην τελική, όλοι μέσα στο δωμάτιο, μέσα στο κτίριο, μέσα στην υπηρεσία. Τότε δεν είχε πει τίποτα, όπως και σε άλλες περιπτώσεις. Όπως όλοι, όπως όλες. Τον βάραινε όμως. Δεν μπορούσε να ξεχάσει. Δεν μπορούσε να υπακούει τις εντολές, τις διαταγές ή υποδείξεις του όπως έπρεπε. Αντιστεκόταν υποσυνείδητα. Δεν μπορούσε να αποδεχτεί την κατάσταση. Δεν μπορούσε να συνηθίσει. Δεν ήθελε να τον έχει πάνω από το κεφάλι του, να συνεργάζεται μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει με αυτόν τον άνθρωπο και με ανθρώπους του είδους του. Έμοιαζε όλοι, με κάποιον τρόπο, αυτόν ή άλλον, να επιδιώκουν ή καλύτερα να δημιουργούν καταστάσεις, να φέρνουν τους ανθρώπους σε θέση όπου τους μείωναν, τους εξευτέλιζαν, τους μαστίγωναν με λόγια, κινήσεις, εννοούμενα και υπονοούμενα.
Ξέρασε την ανάμνηση αυτή, ξέρασε την απογοήτευσή του, ξέρασε την πίεση που έτρωγε χρόνια τώρα στην δουλειά να βλέπει ανάξιους άξεστους να πηγαίνουν μπροστά γιατί χαμηλοκοιτούσαν τα αφεντικά σε σημείο να έχει προσαρμοστεί η οπτική τους γωνία και η στάση του σώματός τους. Όλοι αυτοί και αυτές υπομονετικά άκουγαν τις απόψεις των εναλλασσόμενων επικεφαλής, και συμφωνούσαν χαμογελαστά με ενθουσιασμό, κάποτε και με σοβαροφάνεια, και όποτε έβρισκαν ευκαιρία έκαναν ποταπά σχόλια, μερικές φορές και διφορούμενα, μείωναν τους πάντες στο περιβάλλον με φανερό σκοπό να αναδειχθούν οι ίδιοι. Μεσολαβούσαν για τους «δικούς» τους και με λύσσα καταφέρονταν ενάντια στους μη «δικούς» τους.
Η αηδία του για ένα σωρό πράγματα, περισσότερα από όσα μπορούσε να σηκώσει και να χωνέψει ως πραγματικότητες που συνέβαιναν στην καθημερινότητά του επαναλαμβανόμενα, ξανά και ξανά σωματοποιήθηκε, μετατράπηκε σε φυσικό φαινόμενο. Εκεί στον σκοτεινό δρόμο έβγαλε τα μέσα του, ξαντεριάστηκε εντελώς. Όταν τελείωσε το άδειασμα, εγκατέλειψε το σημείο αφήνοντας τα ίχνη του όπως ήταν χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς να νοιαστεί πραγματικά για τα τοξικά του απόβλητα που εγκατέλειπε, βρομερά και συνάμα λυτρωτικά ξεβράσματα.
Την επόμενη μέρα, Κυριακή, στο σημείο ακριβώς που είχαν ξεχυθεί τα μέσα του, έχασε την ισορροπία του και παρ’ ολίγο να γλιστρήσει και να πέσει ο δικυκλιστής που κοντοστάθηκε να δει την βιτρίνα με τα κράνη. Βλαστήμησε την τύχη του και σιχάθηκε τα παπούτσια που φορούσε. Σκέφτηκε να τους δώσει μια να τα πετάξει αλλά δεν τον έπαιρνε. Βιάστηκε να γυρίσει σπίτι του, ευτυχώς όχι μακριά από εκεί, νευριασμένος, τα έχωσε όπως όπως σε μια λεκάνη με Tide, φόρεσε άλλα, τα παλιά του γιατί ήταν τα καινούργια που είχαν λερωθεί, και ακόμα νευριασμένος ξανάφυγε αφού απάντησε απότομα κάτι αόριστο σε ό,τι τον ρώτησε η μάνα του. «Τι έχεις;», «Πού πας;», «Θα φας εδώ για μεσημέρι, να σε περιμένουμε;», «Γιατί έβαλες τα παπούτσια σου στην λεκάνη για τα ρούχα;» ή κάτι παρόμοιο, εν γνώσει της πως απάντηση δεν θα λάμβανε αλλά πάλι της προσφερόταν μια ευκαιρία για την επωδό «Ξενοδοχείο το κάναμε». Ευκαιρία που δεν παρέλειψε να εκμεταλλευτεί.
Η αναστάτωση από τον εμετό τον ανακούφισε πρόσκαιρα τόσο ώστε να καταφέρει να φτάσει στο σπίτι του που δεν ήταν πολύ κοντά, στο κρεβάτι του, στα σχεδόν καθαρά σεντόνια και στις γνώριμες μυρωδιές του. Με κομμένη την ανάσα για να σταματήσει τον λόξυγγα που τον είχε πιάσει, έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά με σχετική σταθερότητα, άνοιξε και μπήκε στο σκοτεινό διαμέρισμα και άρχισε να κινείται χωρίς να πατήσει τον διακόπτη, στα τυφλά. Προχωρούσε και γδυνόταν συγχρόνως σπέρνοντας τα παπούτσια, και τα ρούχα του όπου έπεφταν. Θα τα φρόντιζε αργότερα. Τις κάλτσες τις κράτησε και γιατί ήταν δύσκολο να της βγάλει και γιατί κρύωναν τα πόδια του. Τώρα έπρεπε να χωθεί στο κρεβάτι. Να ακουμπήσει το κεφάλι του στο μαξιλάρι το συντομότερο δυνατόν και να κουρνιάσει έως ότου συνέλθει.
Μόλις μπήκε στα σεντόνια αφέθηκε να καταπέσει. Προσκάλεσε τον ύπνο να τον πάρει εύκολα, να ξυπνήσει γιατρεμένος από όλα όσα του είχαν προκαλέσει τόσα ξερατά. Τον οισοφάγο του έκαιγαν οι χολές που είχαν ανέβει, γρατζουνούσε όταν κατάπινε το σάλιο του. Η ξινίλα που ανέδιδε ήταν άλλο πράγμα. Ενοχλούσε και τον ίδιο. Ευτυχώς ήταν μόνος. Μαρμαρωμένος, ακίνητος στο κρεβάτι ένιωθε τα μέσα του αναστατωμένα ακόμα, γρατζουνισμένα και δηλητηριασμένα τον έσφιγγαν σαν μικρές και μεγάλες τανάλιες, πένσες, παπαγάλοι, τσιμπίδες, τσιμπιδάκια. Οι ήχοι ακούγονταν μακρινοί και τα αντικείμενα στέκονταν ήσυχα, μακρινά και μέσα σε μια θολούρα. Οι αισθήσεις του αποσυνδέθηκαν και γλίστρησε σε έναν ιαματικό λήθαργο.
Ξαναβρήκε τον εαυτό του δυο τρεις ώρες αργότερα. Οι θόρυβοι κάθονταν κάπου στο βάθος του χώρου και του χρόνου. Απόλυτη ησυχία είχε κυριεύσει την σκέψη του, σχεδόν τον είχε καταλάβει ένα κενό. Τα κουδουνίσματα του τηλεφώνου δεν είχαν την δύναμη να εισχωρήσουν στο συνειδητό του και να κινητοποιήσουν την θέλησή του να σηκώσει καν το χέρι του να πιάσει την συσκευή, μόλις δίπλα του, για να απαντήσει. Δεν ήθελε κιόλας να ακούσει κανέναν ούτε και το αντίστροφο, να τον ακούσει κανένας στην κατάσταση που βρισκόταν. Η στιγμή της αφύπνισης πέρασε και έπεσε σε αδράνεια έως το ξημέρωμα της επόμενης μέρας.
Αχνό φως έμπαινε από το παράθυρο. Άνοιξε τα μάτια του. Αισθανόταν καλά, ο εαυτός του. Ο εαυτός του σε αδύναμη φάση και έπρεπε να του φερθεί με προσοχή. Άλλαξε στάση, σκεπάστηκε κανονικά και έβαλε το μυαλό του να λειτουργήσει. Μετά από τα χθεσινά ή καλύτερα τα χθεσινά του προσέφεραν την ευκαιρία να σκεφτεί την έως τώρα πορεία του από όλες τις πλευρές της ζωής του. Τι έπρεπε να κάνει; Να μάθει επιτέλους και τα παθήματά του να γίνουν μαθήματα, και να αλλάξει ακολουθώντας την τρέχουσα αποδοτικότερη πρακτική που δεν μετράει αρχές και αισθήματα; Να παραδώσει τα πιστεύω του, να εγκαταλείψει την αισιοδοξία του, την πίστη του στην θετική πλευρά του ανθρώπου; Να τα αφήσει όλα στην επικράτεια της ουτοπίας και να προσγειωθεί, επιτέλους! Του το έλεγε και η μάνα του: «Πάντα να κρατάς ένα κομμάτι του εαυτού σου για σένα. Μην τα δίνεις όλα, σε κανέναν, για κανέναν λόγο». Κάθε φορά που του τα έλεγε αυτά αυτόματα σκεφτόταν: «Άρα έτσι λειτουργείς εσύ, η μάνα μου. Κρατάς ένα κομμάτι και παραπάνω για σένα. Δεν αγαπάς το παιδί σου, εμένα, ολοκληρωτικά, με όλες σου τις δυνάμεις! Όπως πασχίζεις να με πείσεις». Οι κρυφές σκέψεις τον πονούσαν. Ήταν το κομμάτι που κρατούσε για τον ίδιο. Μήπως όμως, είχε δίκιο η μάνα του, και ας μην τον είχε αγαπήσει όσο θα το ήθελε;
Το κεφάλι του άρχισε να βαραίνει. Σηκώθηκε να πάει στο μπάνιο. Ούτε τώρα δεν άναψε φως. Οι αναλύσεις, οι επανεξετάσεις, οι αποφάσεις θέλουν καθαρό, ξεκούραστο μυαλό. Ιδιαίτερα εφόσον θα αφορούσαν το μέλλον του. Δεν ήταν η σωστή ώρα. Ας μην το πιέσει άλλο τώρα. Έχει ολόκληρη την Κυριακή να συνέλθει και να καταστρώσει την ζωή του.