Χάρτης 46 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-46/biblia/poioi-einai-oi-varvaroi-poia-i-anaghki-isos-to-kroisto-swma-toi-mesa-zwoi
Δημήτρης Τανούδης, Η ανάγκη τού να είναι κανείς βάρβαρος, εκδ. «Ο μωβ σκίουρος» 2020
Η συντέλεια του κόσμου είναι πλέον γεγονός. Ο παλιός άνθρωπος έχει ήδη αφανιστεί. Μα οι εποχές κυλούν κυκλικά.
Το μετα-αποκαλυπτικό τοπίο που περιγράφει γλαφυρά ο Δημήτρης Τανούδης στο πρόσφατο μυθιστόρημά του H ανάγκη τού να είναι κανείς βάρβαρος παρεκκλίνει από την κοινότυπη ιδέα της δυστοπίας. Έτσι, διαβάζουμε για μια πόλη-κράτος εκπάγλου κάλλους, χτισμένη σε Ανατολικό και Δυτικό Παλάτι, με καλογυαλισμένες μαρμάρινες αίθουσες, εκεί όπου οι Άνθρωποι των Λόγων συζητούν στο βουλευτήριο. με Πυργίσκους, περιποιημένο Κήπο και επίγειες απολαύσεις. Το δε περιμετρικό Τείχος που περικλείει την παραμυθούπολη, εκ πρώτης ματιάς, διαχωρίζει τα λαμπρά ανάκτορα από την καθημαγμένη χώρα, προστατεύει τους εξευγενισμένους, επιζήσαντες άριους από τις επιδρομές των διαβόητων Βαρβάρων, απομεινάρια της παλιάς, κατάπτυστης ανθρωπότητας.
Ετούτη η σύλληψη της εξωθημένης βαρβαρότητας, ενώ μονοπωλεί τον τίτλο του βιβλίου, δεν κατακλύζει την έκταση του έργου, αλλά τοποθετείται τεχνηέντως, παραπλεύρως της «Βασιλευούσης». Πιάνομαι λοιπόν από τούτο το σημείο, να ξετυλίξω τον μίτο ενός εμβριθούς μυθιστορήματος, σπαρμένου με ιστοριο-κοινωνικο-πολιτικών συμβολισμών. Όμως, δεν θα αναλωθώ σε εκτενείς παραλληλισμούς με την ιστορία ή το σήμερα –λ.χ. η χρήση γερμανικών ονομάτων παραπέμπει στο Γ΄ Ράιχ– όχι μόνον για οικονομία λόγου ή λόγω προφάνειας της σημειολογίας, μα για να δημιουργήσει κάθε αναγνώστης προσωπικά σημεία αναφοράς.
Αρχικά λοιπόν, εισάγεται το οξύμωρο σχήμα μιας «Βασιλευούσης εν κρανίου τόπω», δυο ημισφαίρια που τα χωρίζει η προαναφερθείσα ισχνή, ισημερινή περιτοίχιση. Μέσω αυτού του δίπολου, ο Τανούδης στήνει μια λεπτή ισορροπία, όπου η πιθανή απειλή της όμορης καταστροφής επικρέμεται διαρκώς πάνω από τα κεφάλια των οχυρωμένων ανθρώπων, προσδίδοντας υποδόριο παλμό και δραματικότητα στην εξιστόρηση.
Στον νοηματικό πάλι άξονα, ο κυριότερος σκοπός του Τείχους είναι, ειρωνικά, ακριβώς ο αντίθετος από αυτόν για τον οποίον χτίστηκε. Η πόλη μεταμορφώνεται πια σε χρυσό κλουβί, η ανθρωπότητα χτίζει τη φυλακή της με τα ίδια της τα χέρια. Υπό τα διαστρεβλωμένα εχέγγυα της ασφάλειας εντός των συνόρων, σταδιακά εκφυλίζεται η αξία της ελευθερίας και εδραιώνονται σχέσεις εξάρτησης με τον φόβο. Συγκεκριμένα, οι πολίτες αποκτούν υπόσταση όχι μέσω του αδέσμευτου πνεύματος αλλά μέσα από την συντήρηση του τρόμου της έλευσης των Βαρβάρων και την αυθυποβολή. Αμφίδρομα βεβαίως, και οι Βάρβαροι αποκτούν οντολογικό βάρος μέσα από τη φαντασία της ανθρωπότητας, αποτελώντας ίσως και μια νύξη του συγγραφέα για τη δυναμική επίδραση της λογοτεχνίας και τον ρόλο της καλλιτεχνικής σκέψης στον ιστορικό ρου.
Σημείωση στο περιθώριο, η πολυεπίπεδη σύνδεση με το πασίγνωστο ποίημα του αλεξανδρινού ποιητή, μα δεν θα καταφύγω σε μια μάλλον βολική αδολεσχία περί παρακμής με γνώμονα τον Καβάφη. Μόνη προτροπή να ξαναδιαβαστεί το εν λόγω ποίημα.
Το Τείχος και συνεπακόλουθα ό,τι βρίσκεται πίσω, εκτός από τη θεατρικότητα, ήτοι οριοθέτηση του σκηνικού «πάλκου» και διαμόρφωση μυστηριακής ατμόσφαιρας, αποσκοπεί και στη συναρμολόγηση ενός πιο λειτουργικού μηχανισμού: στην υπόγεια εκείνη πηγή που ανατροφοδοτεί ανεξάντλητα τον μύθο, οδηγώντας την αφηγηματική πλοκή και δράση. Δηλαδή, ο αφανισμός του προτερόχρονου ανθρώπου, καθώς και οι ελλοχεύοντες Βάρβαροι, είναι διαρκώς τα αναγκαία εφαλτήρια της συλλογιστικής σκέψης του πρωταγωνιστή Χούγκο, ο οποίος περιδιαβαίνοντας τον περίφρακτο κόσμο του, φιλοσοφεί συντάσσοντας τα αποφθέγματα της γνώσης. Είναι αυτά ακριβώς τα συμπυκνώματα όπου εμφιλοχωρεί και η πεμπτουσία του μυθιστορήματος. Περικοπές περί ελευθερίας, λογοτεχνίας, πολιτισμού, επανάστασης, αγάπης, ερωτισμού, ενστίκτων και βίας. δεκάδες θησαυροί που ανακαλύπτει κανείς μέσα στην ανάγνωση. Δοσμένοι με την κοφτερή γραφή του Τανούδη, είτε ως αμιγώς εσωτερικοί μονόλογοι του Χούγκο είτε ως διάλογοι με τον Γιόνας – συνήγορο του διαβόλου που φωτίζει την αντίθετη όψη ενός φιλοσοφικού ζητήματος.
Είναι σαφές πως ο συγγραφέας προσεγγίζει το έργο πρωτίστως, με τρόπο συμβολιστικό, καταδυόμενος στην άβυσσο της σεξουαλικότητας, λόγου χάρη. Νομίζω όμως, υπάρχουν σημεία που απαιτείται και η ευθύβολη ανάγνωση. Επί παραδείγματι, από τη δομή της κοινωνίας –μοναστηριακού τύπου ανθρώπινη κυψέλη, με ιεραρχίες και καταμερισμό αρμοδιοτήτων– μέχρι και τις φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες των καθημερινών πρωτόκολλων, είναι ξεκάθαρες οι ιστορικές αιχμές για τον σφαγιαστικό, κτηνώδη ναζισμό και την τυραννική προπαγάνδα, για την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και της δυναστευτικής νομενκλατούρας, για τον πουριτανισμό θεοκρατικών και συνάμα μιλιταριστικών καθεστώτων, αλλά και για σύγχρονες καπιταλιστικές έξεις και κάστες μιας πάσχουσας πλουτοκρατίας. Περιττό να πω, ο συγγραφέας κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση, σμιλεύοντας με σκανδαλιστική ρευστότητα το ύφος της διαλεκτικής του, κάνοντας το λογικό να μοιάζει παράλογο και αντίστροφα.
Κλείνω με επιγραμματικές σημειώσεις: πρώτον, αξίζει μια μνεία στις ιδιαιτέρως προσεγμένες εκδόσεις «ο μωβ σκίουρος». Δεύτερον, οι «βάρβαροι», ύστερα από τα μυθιστορήματα
«Σπασμός» και «Χώματα», μοιάζουν φυσική συνέχεια των προηγούμενων κοσμογονικών αφηγήσεων, το επιστέγασμα μιας τριλογίας. Με τη διαφορά πως εδώ, ο Δημήτρης Τανούδης επιλέγει να φωτίσει θεσπιακά τον κορυφαίο ήρωα του μπουλουκιού και επιλεγμένα πρόσωπα–κοσμοθεωρίες. Κι επίσης, η γραφή του Τανούδη στο νέο βιβλίο, παίρνει συνειδητά απόσταση από τον οργασμικό σπασμό αλλά και από την πεζόμορφη ποιητική σκληρότητα των χωμάτων, κομίζοντας κάτι καινούργιο. Ενώ διατηρεί όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά μιας γραφής με άποψη, τούτη τη φορά αφηγείται με πιο σιγανό τρόπο, όπως δηλαδή εξομολογούμαστε κάθε επώδυνο συμβιβασμό που συντελέστηκε στη ζωή μας.
Τελικά λοιπόν, ποιοι είναι οι Βάρβαροι, ποια η ανάγκη; Ίσως το κρουστό σώμα του μέσα ζώου; Ίσως το ψυχωμένο πνεύμα που διαρκώς τινάζεται; Μάλλον καλύτερα το παρακάτω εξαίρετο απόσπασμα:
«Αν θέλεις πάντως», είπε ο Γιόνας «μπορούμε να τους ψάξουμε μόνοι μας».
Γύρισα και τον είδα να χαμογελάει. «Θα απογοητευτούμε» είπα.
«Γιατί; Δεν πιστεύεις ότι θα τους βρούμε;»
«Θα τους βρούμε, ναι. Θα είναι όμως ίδιοι μ’ εμάς».