Χάρτης 46 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-46/zwologikos-khpos/oires-ii
Σχέδια: Νικόλας Καλαϊτζάκης
Το ψάρι του Διόνυσου
Κανένα ψάρι δεν γλίτωσε από τα δίχτυα των ψαράδων, ακόμη και τα πιο άγρια και τα πιο απειλητικά, κάποτε πιάστηκαν και ξελεπιάστηκαν, τους έβγαλαν τα εντόσθια, τους ξερρίζωσαν τα βράγχια, τους έκοψαν τα κεφάλια, τις ουρές, τα μαγείρεψαν μισοπεθαμένα και τα ξεκοκκάλισαν κι ας ήξεραν ότι ήταν απόγονοι των δυο ψαριών που ευλόγησε ο Ιησούς στην αρχαία πόλη Νταλμανούθα, στη βορειοδυτική ακτή της θάλασσας της Γαλιλαίας, στην κοιλάδα Γκινοσάρ του σημερινού Ισραήλ.
Μόνο ένα ψάρι γλίτωσε, το ψάρι του θεού Διόνυσου, που κολυμπούσε στον ωκεανό της έκστασης, δεν τσιμπούσε κανένα δόλωμα κι έσκιζε με την αδάμαστη φαντασία του τα δίχτυα των ψαράδων.
O Δούκας του Μαλέα Γαβριήλ, ο αγγελιοφόρος του Πελάγους
Το όνομα Ψάρι το συναντάμε σε πολλά ορεινά χωριά, της Ελλάδας, της Αλβανίας, Πολωνίας, Γερμανίας και Ιταλίας. Στην Πελοπόννησο, πέντε χωριά υπάρχουν με το όνομα Ψάρι .
Το περίεργο αυτό γεγονός, ορεινά χωριά να ονομάζονται Ψάρι, οφείλεται στον Δούκα του Μαλέα σύμφωνα με Ουίλιαμ Τζελ Άγγλο αρχαιολόγο. Η ιστορία έχει ως εξής:
Στο ακρωτήρι Μαλέας, δίπλα από το πέλαγος, ζούσε ένα αγόρι που μεγάλωνε μόνο του, χωρίς ανθρώπινη φροντίδα, όπως ο Μόγλης στη ζούγκλα, μα ετούτο δω είχε για παρέα του τα θαλάσσια όντα, τα δελφίνια, τις αχιβάδες, τα χταπόδια και τις σουπιές. Με τον ερχομό των Βενετών στην Πελοπόννησο γύρω στα 1700, έφτασε και η αρχαιολόγος Κλαίρη Γουντ, που ερωτεύτηκε τον Μόγλη της θάλασσας, ο οποίος είχε γίνει ένα ωραίο παλικάρι, έμεινε μαζί του και του έδωσε το όνομα Γαβριήλ Μαλέας. Ο Γαβριήλ της διηγούνταν παράξενες ιστορίες που ξετρέλαιναν την Αγγλίδα, μια μέρα της είπε:
«Το Πέλαγος είναι Θεός και οι κορυφές των βουνών τα νησιά του κι εμείς τα ψάρια, οι αγγελιοφόροι του».
Γοητευμένη η Κλαίρη από τον Γαβριήλ, σε μια λιτή τελετή του απένειμε τον τίτλο του Δούκα του Μαλέα κι αποφάσισαν να γυρίσουν οι δυο τους όλον τον κόσμο και στις κορυφές των βουνών, στα νησιά του Πελάγους, να υψώσουν σημαία, μία κίτρινη σημαία με κρόσσια γαλάζια και στη μέση ένα κατακόκκινο ψάρι. Αφού πέρασαν τα όρη και τα βουνά της Πελοποννήσου, διέσχισαν όλη την Ελλάδα, πέρασαν στην Αλβανία κι έφτασαν μέχρι την Πολωνία, τη Γερμανία, κατέληξαν στη Βενετία και χάθηκαν στην Αδριατική, θεωρώντας ότι ολοκλήρωσαν το καθήκον τους ως αγγελιοφόροι-ψάρια του Πελάγους.
Τις περισσότερες σημαίες με το κόκκινο ψάρι τις σκόρπισε ο αγέρας, αλλά αυτές που έμειναν στις κορυφές των βουνών ήταν αδιαμφισβήτητο σημάδι για τους ανθρώπους που πρωτοπήγαν και κατοίκησαν εκεί κι έτσι ονόμασαν το χωριά τους Ψάρι, κι ας βρίσκονταν τόσο ψηλά πάνω από τη θάλασσα. Ίσως να είναι αυτά που θα αντέξουν στη συνεχόμενη άνοδο της στάθμης της θάλασσας, τα νησιά του Πελάγους, όπως τα αποκαλούσε ο Δούκας του Μαλέα, Γαβριήλ.
Το ψαροπούλι του παραδείσου
Το ψαροπούλι ζούσε μόνο του σε μια μικρή λιμνούλα στον παράδεισο, σαν αυτή που φαντάζεστε κοιτώντας τον πίνακα των Γιαν Μπρέγκελ και Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς «Ο Αδάμ και η Εύα στον παράδεισο». Ο Αδάμ και η Εύα το φρόντιζαν κάθε μέρα μα όταν εκδιώχτηκαν κακήν κακώς από τον παράδεισο, αυτό ήταν το μοναδικό όν που τους ακολούθησε, σύμφωνα με τον Ενσί, τον αρχιερέα βασιλιά των Σουμερίων, σέρνοντας μαζί και μια λωρίδα νερού για να κολυμπά μέσα της. Όταν το νερό εξατμίστηκε, ο Θεός το λυπήθηκε και του έδωσε την ικανότητα να αναπνέει έξω από το νερό, μετέτρεψε τα πτερύγια του σε φτερά, και το έκανε αόρατο, ώστε να μην κινδυνεύει από τα αρπακτικά που από την πρώτη στιγμή το περιεργαζόταν λόγω των λεπιών που άστραφταν κι έδιναν στόχο. Όταν το ψαραπούλι διαπίστωσε, ότι η επίγεια ζωή του Αδάμ και της Εύας ήταν εξόχως βαρετή και δεν του προκαλούσε κανένα ενδιαφέρον, πήρε την αρχική του μορφή, γύρισε πίσω στη λιμνούλα του στο παράδεισο, δεν άντεξε όμως τη μοναξιά και τη σιωπή και πέθανε, αντίθετα, ο Αδάμ και η Εύα έφτασαν κακήν κακώς μέχρι τα βαθιά γεράματα αφού δήλωσαν έμπρακτα τη μετάνοιά τους.
Για το ψαροπούλι μόνο δυο στίχοι έμειναν του Κινέζου ποιητή Μαγκούσι Σέτσου:
Αόρατο ψάρι έξω από το νερό,
στον παράδεισο πήρε μορφή και πέθανε.
Το φάντασμα του Μαξ Μπροντ μιλάει για τα ψάρια του Κάφκα
Ένα βράδυ το φάντασμα του Μαξ Μπροντ, στενού φίλου του Φραντς Κάφκα και βιογράφου του, εμφανίστηκε στο όνειρο του Μίλτου Σαχτούρη και του είπε τα εξής: Πολύ συγκινήθηκα, όταν διάβασα το ποίημα σου «Ο Κάφκα και τα ψάρια» θυμήθηκα τις στιγμές που πέρασα με τον Φραντς στο Μίριτς, δίπλα στη Βαλτική θάλασσα. Μου έδειχνε συνέχεια τα σύννεφα πάνω από τη θάλασσα, και τα χιλιάδες ψάρια που κρέμονταν πριν φτάσουν στη γη και γίνουν στάλες βροχής. Τίποτε δεν έβλεπα, αλλά του έλεγα πως τα βλέπω. Αστέρια μαύρα Μαξ, μου έλεγε, ασυγκίνητα, κλεισμένα σε στάλες βροχής, μέσα μου πέντε ψάρια κολυμπούν, τους έχω δώσει ονόματα Γκαμπριέλε, Βαλερί, Ότλα, Γκέοργκ και Χάινριχ, τα αδέρφια μου, η μάνα μας πλέει νεκρή, λαβωμένη από τη μέση και κάτω, για τον πατέρα χώρος δεν υπάρχει, απουσιάζει, μόνο τα γεννητικά του όργανα φωλιάζουν στις τρύπες των βράχων της ακτής σαν χταπόδι.
Αυτά μου έλεγε κοντά στη Βαλτική, μετά από λίγους μήνες ο Φραντς πέθανε στη Βιέννη, για πρώτη φορά είδα κι εγώ, για μια στιγμή, χιλιάδες ψάρια να κρέμονται από τα σύννεφα και φοβήθηκα μήπως πεθάνω. Από τότε δεν έφαγα ξανά ψάρια κι εκείνος ποτέ δεν είχε φάει ψάρια, το ξέρω μου το είχε πει: Ο πατέρας μου Μαξ είχε υφασματάδικο στη Πράγα, πάντα ήταν πλημμυρισμένο από νερά και τα ψάρια κολυμπούσαν ελεύθερα τα βράδια, ανάμεσα από εκατοντάδες ξετυλιγμένα χρωματιστά τόπια υφασμάτων, μόνο σε μένα Μαξ έδιναν αυτή τη χαρά να τα βλέπω από κοντά και να κολυμπώ σαν ψάρι μαζί τους, τα σέβομαι τα ψάρια Μαξ, είναι σοφά, γι' αυτό πιάνονται εύκολα στο δόλωμα, αυτό δεν είναι τέλειο;