Χάρτης 46 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-46/afierwma/tria-keimena
Παρότι όλοι εύχονται να μην συνέβαινε, και παρότι θα ήταν πολύ καλύτερα να μην είχε συμβεί, συμβαίνει παραταύτα καμιά φορά μια δεύτερη κόρη να γεννηθεί και να υπάρχουν δυο αδερφές.
Βέβαια, οποιαδήποτε κόρη, η οποία κλαίει τη στιγμή της γέννησής της, δεν είναι παρά μια αποτυχία, και γίνεται δεκτή με βαριά καρδιά απ’ τον πατέρα της, μιας και ο άνθρωπος ήθελε γιους. Δοκιμάζει ξανά: είναι κόρη ξανά. Αυτό είναι χειρότερο, γιατί πρόκειται για μια δεύτερη κόρη, και μετά για μια τρίτη ακόμη και για μια τέταρτη. Περιστοιχισμένος από θηλυκά, είναι δυστυχισμένος. Απεγνωσμένος, ζει με τις αποτυχίες του.
Τυχερός είναι ο άνθρωπος που έχει ένα γιο και μια κόρη, αν και το ρίσκο είναι μεγάλο προσπαθώντας να συλλάβει έναν ακόμα γιο. Πιο τυχερός απ’ όλους είναι ο άνθρωπος που έχει μόνο γιους κι έτσι μπορεί να συνεχίσει, κάνοντας τον ένα γιο μετά τον άλλο, μέχρι να βγει η κόρη κι έτσι θα έχει όλους τους γιους που ποθεί η ψυχή του αλλά και μια μικρή κόρη που δίνει χαρά στο σπίτι. Κι αν η κόρη δεν είναι γραφτό να έρθει ποτέ, βλέπει ήδη μια γυναίκα στο πρόσωπο της γυναίκας του, της μητέρας των γιων του. Στο πρόσωπο το δικό του δεν βλέπει έναν άντρα. Μόνο η γυναίκα του βλέπει αυτόν τον άντρα. Εκείνη, θα είχε την επιθυμία μιας κόρης, όντας η μόνη γυναίκα, οι επιθυμίες της όμως μετά βίας ακούγονται. Γιατί η ίδια είναι ήδη μια κόρη, παρόλο που μπορεί οι γονείς της να μην βρίσκονται εν ζωή.
Η μοναχοκόρη, η μόνη αδερφή πολλών αδερφών, ακούει τις φωνές της οικογένειάς της και είναι χαρούμενη και ευτυχισμένη. Η γλυκύτητα της σε σχέση με την αγριότητα των αδερφών της, η ηρεμία της σε σχέση με την καταστροφικότητά τους, χαίρει εκτίμησης. Όταν όμως υπάρχουν δυο αδερφές, μια είναι ασχημότερη και πιο άχαρη από την άλλη, μια είναι λιγότερο έξυπνη, μια είναι πιο έκφυλη. Ακόμα κι όταν όλες οι καλύτερες αρετές ενώνονται στο πρόσωπο μιας αδερφής, όπως συμβαίνει συνήθως, εκείνη δεν είναι ευτυχισμένη γιατί η άλλη, γεμάτη ζήλια, ακολουθεί σαν σκιά την επιτυχία της.
Δυο αδερφές μεγαλώνουν σε διαφορετικές περιόδους και η μία μισεί την άλλη που είναι τόσο ανώριμη. Τσακώνονται και γίνονται κατακόκκινες. Και παρότι αν υπάρχει μόνο μια κόρη, αυτή θα παραμείνει πάντα «Άντζελα», οι δυο θα χάσουν τα ονόματά τους και δεν θα είναι παρά το «η πιο εύσωμη» αυτό που θα επικρατήσει.
Δυο αδερφές συχνά παντρεύονται. Η μια βρίσκει τον άντρα της άλλης άξεστο. Η άλλη χρησιμοποιεί τον άντρα της σαν ασπίδα κατά της αδερφής της και του άντρα της, τον οποίο φοβάται για το καυστικό του πνεύμα. Παρότι οι δυο αδερφές επιδιώκουν μια φιλική σχέση έτσι ώστε τα παιδιά τους να βλέπουν τα ξαδέρφια τους, συχνά αποξενώνονται.
Οι σύζυγοί τους τις απογοητεύουν. Οι γιοι τους είναι αποτυχημένοι σπαταλώντας την αγάπη της μητέρας τους σε φτηνές πόλεις. Τώρα, σκληρό σαν σίδερο, είναι μόνο το μίσος των δυο αδερφών. Αυτό μένει αναλλοίωτο όσο οι σύζυγοι τους μαραίνονται, όσο οι γιοι τους λιποτακτούν.
Εγκλωβισμένες μαζί, οι δυο αδερφές συγκρατούν το θυμό τους. Τα χαρακτηριστικά τους είναι τα ίδια.
Δυο αδερφές, στα μαύρα, ψωνίζουν μαζί τρόφιμα, οι σύζυγοι νεκροί, οι γιοι νεκροί σε κάποιο πόλεμο. Το μίσος τους τους είναι τόσο οικείο ώστε δεν έχουν συναίσθηση γι’ αυτό. Είναι, καμιά φορά, τρυφερές η μια με την άλλη γιατί ξεχνούν.
Αλλά τα πρόσωπα των δυο αδερφών στον τάφο είναι πικρά απ’ τη μακρά συνήθεια.
Σε μια πόλη δώδεκα γυναικών υπήρχε μια δέκατη τρίτη. Καμιά δεν παραδέχονταν πως ζούσε εκεί, κανένα γράμμα δεν έρχονταν γι’ αυτή, καμιά δεν της μιλούσε, καμιά δεν ρωτούσε γι’ αυτή, καμιά δεν της πούλαγε ψωμί, καμιά δεν αγόραζε τίποτα απ’ αυτήν, καμιά δεν την κοιτούσε, καμιά δεν χτυπούσε την πόρτα της. Η βροχή δεν έπεφτε γι’ αυτή, ο ήλιος δεν έλαμπε ποτέ πάνω της, η μέρα δεν ξημέρωνε για χάρη της, η νύχτα δεν έπεσε ποτέ γι’ αυτή. Για κείνη οι βδομάδες δεν περνούσαν, τα χρόνια δεν κυλούσαν. Το σπίτι της ήταν δίχως αριθμό, ο κήπος της ήταν παρατημένος, το μονοπάτι της δεν είχε πατηθεί, το κρεβάτι της δεν είχε ξεστρωθεί, το φαγητό της δεν είχε φαγωθεί, τα ρούχα της δεν είχαν φορεθεί. Κι όμως, παρόλα αυτά, εκείνη συνέχιζε να ζει στην πόλη χωρίς να της κρατάει κακία γι’ αυτό που της έκανε.
Όταν όλες μας οι γυναίκες είχαν μετατραπεί σε κέδρους μαζεύτηκαν σε μια γωνία του κοιμητηρίου και βογκούσαν κόντρα στον άνεμο. Στην αρχή, με τις γυναίκες μας εκτός σπιτιού, το ηθικό μας ανυψώθηκε και όλοι είχαμε τη γνώμη πως ο ήχος αυτός ήταν όμορφος. Μετά όμως πάψαμε να τον ακούμε, αρχίσαμε σιγά σιγά να νιώθουμε άβολα και διαφωνούσαμε πιο συχνά μεταξύ μας.
Αυτό συνέβη τη χρονιά των δυνατών ανέμων. Ποτέ πριν τέτοια αναστάτωση δεν είχε ταράξει το χωριό μας. Τα σπουργίτια δεν μπορούσαν να πετάξουν, μόνο λοξοδρομούσαν και έπεφταν ήσυχα στις γωνίες, πήλινα κεραμίδια κατρακυλούσαν απ’ τις σκεπές και θρυμματίζονταν στο οδόστρωμα. Οι θάμνοι μαστίγωναν τα χαμηλά παράθυρά μας. Τα βράδια πίναμε ξέφρενα και αποκοιμόμασταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Όταν έφτασε η άνοιξη οι άνεμοι κόπασαν και ο ήλιος ήταν φωτεινός. Το δειλινό, μακριές σκιές έπεφταν στο πάτωμα και μόνο η λάμψη από κάποιο μαχαίρι επιβίωνε μες στο σκοτάδι. Αλλά το σκοτάδι έπεσε και στη ψυχή μας. Δεν λέγαμε πια ευγενική κουβέντα για κανέναν. Στα χωράφια μας πηγαίναμε απρόθυμα. Κοιτούσαμε σιωπηλοί τους ξένους που έρχονταν να δουν το σιντριβάνι και την εκκλησία μας: Γερμένοι μπρος στο χείλος του σιντριβανιού, οι μπότες σταυρωτά, τα κατακρεουργημένα μας σκυλιά αποτραβηγμένα μακριά από μας.
Ύστερα ο δρόμος έπαθε μια αδιόρθωτη ζημιά. Δεν έρχονταν πια ξένοι. Ούτε ο περιπλανώμενος ιερέας δεν τολμούσε πια να μπει στο χωριό, παρότι ο ήλιος έλαμπε στην επιφάνεια του σιντριβανιού, η κοιλάδα απλωνόταν λευκή κάτω μακριά γεμάτη ανθισμένα οπωροφόρα και καρυδιές και η θέρμη εισχωρούσε στις ροζ πέτρες της εκκλησίας το μεσημέρι και υποχωρούσε το σούρουπο. Οι γάτες βημάτιζαν αθόρυβα πάνω στο πατημένο χώμα, από κατώφλι σε κατώφλι. Τα πουλιά κελαηδούσαν στο δάσος πίσω απ’ το χωριό. Περιμέναμε μάταια για επισκέπτες, πείνα θέριζε τα στομάχια μας.
Στο τέλος, από κάπου βαθιά μες στην καρδιά των κέδρων, οι γυναίκες μας αναδεύτηκαν και μας θυμήθηκαν. Και νωχελικά, όπως μας φάνηκε, αδιάφορα, επέστρεψαν σπίτι. Κοιτάξαμε τα μοχθηρά τους χείλη, τα σκληρά τους μάτια και οι καρδιές μας έλιωσαν. Ήπιαμε στον ήχο της τραχιάς φωνής τους σαν κάποιοι που βγήκαν απ’ την έρημο.