Χάρτης 46 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-46/kinhmatografos/pandokheio-ghimnwn-podiwn-arkhitektoniki-eghkiklopaidikoy-mithistorimatos
Κάθε γυναίκα που περιέχεται σε έναν τίτλο οιουδήποτε καλλιτεχνήματος μοιάζει εξαρχής αινιγματική. Ειδικά μια γυναίκα της άμμου δεν μπορεί παρά να δημιουργεί ιδιαίτερες αναρωτήσεις, προσδοκίες και αναμφίβολα την εικόνα της μείξης της με την ρευστή, ξηρή θάλασσα των άπειρων κόκκων και της βέβαιης γυμνότητας των ποδιών της. Τι παραπάνω χρειαζόμουν για να κλέψω την θέση του πρωταγωνιστή και να της αφιερώσω μια από τις ζωές μου; Δεν γνώριζα ότι θα έμπλεκα στον αδιανόητο κόσμο της, όπου θα έμενα παγιδευμένος για πάντα.
Ήμουν ένας δάσκαλος στην πρώτη ημέρα των διακοπών μου και πήρα ένα λεωφορείο ως το τέρμα ενός μακρινού παραθαλάσσιου χωριού. Εκεί σκόπευα να επιδοθώ στην συλλογή εντόμων που ζουν σε αμμώδεις περιοχές. Το ενδιαφέρον μου για την άμμο ήταν έντονο. Η άμμος είναι σαν ζωντανός οργανισμός, που εισχωρεί παντού και δεν ησυχάζει ποτέ· κάτι που απλώνεται αθόρυβα αλλά σταθερά, μεταβάλλοντας την επιφάνεια του εδάφους. Τι διαφορά σε σύγκριση με την μελαγχολία της καθημερινότητας, που εξαναγκάζει σε συνεχή και ακίνητη προσκόλληση σε όλη τη διάρκεια του χρόνου! Συλλογιζόμουν πάνω στη φύση της άμμου που αρνείται όλες τις μορφές, που εκτός από τον μέσο όρο του 1/8 χιλιοστού, δεν έχει καν δικό της σχήμα… Κι όμως, κανένα πράγμα δεν μπορεί ν’ αντισταθεί σ’ αυτή την άμορφη, καταστροφική δύναμη… Ή ακριβώς το ότι δεν έχει μορφή, είναι ίσως η ύψιστη έκφραση δύναμης…
Η αναζήτηση των εντόμων ήταν μάταιη: δεν φαινόταν να υπάρχει ζωή παρά ελάχιστα αγριόχορτα, καλαμένια απομεινάρια φραχτών και σπασμένα όστρακα. Όταν ο ήλιος άρχιζε να δύει ένας χωρικός προθυμοποιήθηκε να μου βρει κατάλυμα και με πήγε στα γραφεία του τοπικού συνεταιρισμού. Με οδήγησαν σε μια πολύ βαθιά σκαμμένη τρύπα, στον πυθμένα της οποίας ήταν βυθισμένο ένα μικρό σπίτι. Κατέβηκα με μια ανεμόσκαλα κάθετα στο γκρεμό και μια νεαρή αδύνατη γυναίκα ήρθε να με υποδεχτεί εγκάρδια. Το σπίτι αντί για πόρτες είχε ψάθες, οι ξύλινες κολόνες είχαν στραβώσει και στην θέση των παραθύρων υπήρχαν καρφωμένες σανίδες. Το πάτωμα ήταν σάπιο, σαν να πατάει κανείς σε βρεγμένο σφουγγάρι.
Από εκείνη τη στιγμή δεν έπαυα να εκπλήσσομαι διαρκώς. Την ώρα του φαγητού η γυναίκα κρέμασε μια χάρτινη ομπρέλα από πάνω μου γιατί «η άμμος πέφτει από παντού». Μου τα έλεγε ένα ένα: αν μια μέρα δεν τη σκουπίσει από το πάτωμα μαζεύεται μισός πόντος· αν την αφήσει στη στέγη, οι σανίδες κινδυνεύουν να καταρρεύσουν· αν στους βόρειους ανέμους ή στις αμμοθύελλες σταματήσει το μάζεμα, μπορεί μέσα σ’ ένα βράδυ να φτάσει τα τρία μέτρα ύψος. Κάπως έτσι θάφτηκε ο άντρας της με την κόρη τους. Το σπίτι είχε μόνο μια λάμπα, που συχνά τρεμόσβηνε– απ’ την άμμο φυσικά. Είδα πως το μόνο διαθέσιμο νερό βρισκόταν σε μια στάμνα και ο πάτος της είχε μια κοκκινωπή απόχρωση. Κάποιος από ψηλά φώναξε πως ήρθαν οι τενεκέδες και το φτυάρι «για τον άλλο». Ο άλλος ήμουν εγώ! Αργότερα το βράδυ ακούστηκε ο ήχος της μηχανής από ένα τρίκυκλο φορτηγάκι. Η γυναίκα μάζευε την άμμο και την άδειαζε στους τενεκέδες και μετά τους ανέβαζαν πάνω με μια τροχαλία. Πήγα να την βοηθήσω και μου απάντησε «δεν χρειάζεται από την πρώτη μέρα…». Η δουλειά γινόταν τη νύχτα που η άμμος είναι υγρή και το μάζεμά της ευκολότερο. «Η άμμος δεν μας κάνει τη χάρη να ξεκουραστεί», μου είπε. Τότε έμαθα πως το χωριό υπάρχει ακριβώς χάρη στο φτυάρισμα της άμμου· αν σταματήσει, το ένα σπίτι μετά το άλλο θα θαφτούν ολότελα. Ο ύπνος μας ήταν δύσκολος, τυλίγαμε τα πρόσωπά μας με πετσέτες.
Το πρωί η ανεμόσκαλα είχε εξαφανιστεί. Σε όποια κατεύθυνση κι αν κινιόμουν, τα πόδια μου βυθίζονταν στην αναμμένη άμμο και ο καυτός ήλιος καψάλιζε το σώμα του. Ο ιδρώτας μου ανάβλυζε από παντού. Ζούσα πια σ’ έναν κόσμο όπου η άμμος είχε διαβρώσει όλες τις καθημερινές συμβάσεις. Έντρομος αντιλήφθηκα πως οι υπαινιγμοί της για την μακρόχρονη παραμονή μου μπορεί να μην ήταν μόνο παραδρομές της γλώσσας· πως με παγίδευσαν και με πρόσφεραν στη χήρα σαν είδος ελεημοσύνης. Δεν υπήρχε κανείς να με αναζητήσει – μόνο η υπηρεσία μου, που κι αυτή θα αδιαφορούσε, καθώς πάντα με θεωρούσαν «ιδιαίτερο». Ακόμα χειρότερα, προτού φύγω έγραψα ένα γράμμα στην σύντροφό μου για την επιθυμία μου να κάνω μοναχικές διακοπές, με την παράκληση να μην με αναζητήσει.
Μέσα στον εφιάλτη μου ο μόνος που είχα να στραφώ ήταν εκείνη η παράξενη γυναίκα. Αφοσιωμένη στη δουλειά της, κοιτούσε διαρκώς κάτω, απαντούσε μόνο όταν της απηύθυνα τον λόγο, ενώ σιωπούσε στις διαμαρτυρίες μου. Κάποτε γελούσε σαν να την γαργαλούσαν, άλλοτε έπαιρνε μια σκυφτή, πάνω στα διπλωμένα γόνατα στάση κι έμοιαζε τόσο ανυπεράσπιστη… Κάποια στιγμή μέσα στο θολό από τα δάκρυα εξαιτίας της άμμου οπτικό μου πεδίο την είδα καθώς κοιμόταν γυμνή. Εκτός από το πρόσωπό της είχε εκτεθειμένο όλο το υπόλοιπο σώμα. Έτσι αποκάλυπτε ό,τι οι άνθρωποι συνήθως κρύβουν, ενώ, αντίθετα, μόνο το πρόσωπο, που κανένας δεν διστάζει να εκθέσει, το είχε κρυμμένο με μια πετσέτα.
Δεν σταμάτησα να φιλοσοφώ σχετικά με την κατάστασή μου αλλά αδυνατούσα να ερμηνεύσω την κατάσταση με τα εφόδια του ορθολογισμού, της επιστήμης και του κοινωνικού κράτους. Μήπως παγιδεύτηκα όπως ακριβώς παγίδευα τα έντομα σε μικρά δοχεία για να τα μελετήσω; Δοκίμασα όλους τους τρόπους σκέψης και είκασα τον δικό τους, πιστεύοντας πως κάθε άνθρωπος έχει τη δική του λογική, που δεν ισχύει για τους άλλους. Επιχείρησα ένα γενναίο σκαρφάλωμα διαφυγής αλλά γλιστρούσα συνεχώς στον αμμόλοφο κι έπαθα και ηλίαση. Σύντομα αντιλήφθηκα και την πλέον εφιαλτική έκφραση της αιχμαλωσίας μου: εκείνοι μπορούσα να ελαττώσουν ή και να μας στερήσουν το νερό. Μας το κατέβαζαν μια φορά τη βδομάδα μαζί με τρόφιμα, σάκε και τσιγάρα. Η φωτιά άναβε με σπίρτο προσεκτικά τυλιγμένο σε νάιλον σακούλα, τα πιάτα καθαρίζονταν …με τι άλλο; με άμμο.
Η πηχτή άμμος εισχωρούσε παντού: στο στόμα, στα αυτιά, στη μύτη, στις μασχάλες, σε κάθε κοιλότητα. Το παχύ στρώμα ιδρώτα έμοιαζε με λιωμένο βούτυρο, το ξύσιμο του δέρματος ήταν σαν να γίνεται σε φλοιό από δαμάσκηνο. Ο ήλιος ήταν ίδιος υδράργυρος που έχει φτάσει σε σημείο βρασμού. Έξω η άμμος έκαιγε σαν άδειο τηγάνι πάνω στη φωτιά και μέσα στο σπίτι κυλούσε μ’ έναν ελαφρό ψίθυρο. Ήταν ένα τοπίο σαν αινιγματική εικόνα. Υπάρχει μια γυναίκα… Υπάρχει η άμμος… Υπάρχει ο ήλιος… Υπάρχει το εντελώς άδειο κιούπι του νερού… Από πού τέλος πάντων θα ’πρεπε λοιπόν ν’ αρχίσει προκειμένου να λύσει αυτή την εξίσωση, τη γεμάτη με άγνωστους Χ;
Η κατανόηση της άμμου άρχισε να αποτελεί μόνιμη έγνοιά μου: το άλλο όνομα της καθαρότητας, η αντισηπτική της λειτουργία, το σπίτι ως πλοίο που εξόκειλε σε αμμώδη αβαθή, σε λιμάνι ενός χωριού δίχως μορφή, Υπήρχε περίπτωση να μεταμορφωθώ σε μια άλλη μορφή ύπαρξης; Η γυναίκα μου είχε πει πως αν ιδρώσω κι είμαι ντυμένος αμέσως βγαίνουν εξανθήματα και το δέρμα γίνεται πυώδες και μετά αποκτά κάτι σαν λέπια. Μήπως δεν είναι ακριβώς η προσπάθεια της προσκόλλησης σε κάτι σταθερό, από την οποία ξεκινάει ο μισητός ανταγωνισμός; Αν εγκαταλείπαμε την σταθερότητα κι αφηνόμασταν εντελώς στη ροή της άμμου, τότε σίγουρα κι ο ανταγωνισμός δεν θα μπορούσε πια να υπάρξει. Πραγματικά, ακόμα και στην έρημο ανθίζουν λουλούδια και ζουν έντομα ή άλλα ζώα. Πρόκειται για πλάσματα που, χρησιμοποιώντας την ισχυρή τους ικανότητα προσαρμογής, κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τη σφαίρα του ανταγωνισμού.
Προσπαθούσα να την κάνω να σκεφτεί, να τους προτείνει να βρουν κάποιο τρόπο να εκμεταλλευτούν την άμμο, να κάνουν την άμμο να δουλέψει για εκείνους, και όχι εκείνοι γι’ αυτήν. Μου πως είναι φθηνότερο με αυτό τον τρόπο και πως μια επιτροπή νέων καλλιεργεί ήδη κάποια είδη που φυτρώνουν στην άμμο, φιστίκια και τουλίπες και μάλιστα τα έδειξαν σε μια αγροτική έκθεση στο Τόκιο – το χαμόγελό της αποκάλυψε μια υπερηφάνεια σχεδόν τρομακτική. Βρέθηκαν κι άλλοι στη δική μου θέση; Ναι, μου απάντησε, ένας πωλητής καρτποστάλ κι ένας φοιτητής που έκανε μια εργασία, τρία σπίτια παραπέρα, και βρίσκεται ακόμα εκεί…
Σε τέτοιες συνθήκες τα πόδια της γυναίκας της άμμου αποτελούσαν μια συνεχή εικόνα μπροστά μου. Ένα πλάνο τα έδειξε από κοντά καθώς περπατούσε έξω μέσα στη νύχτα. Φορούσε πάντα σαγιονάρες αλλά μου έκανε εντύπωση πως όταν ανέβαινε σ’ έναν μικρό υπερυψωμένο χώρο στο σπίτι όπου καθόμασταν να φάμε, τις έβγαζε, όπως θα έκανε και σε ένα «κανονικό σπίτι». Λες και εκεί δεν είχε σκόνη και το δάπεδο ήταν καθαρό! Όταν άρχισα να την τρίβω με μια βρεγμένη πετσέτα, αργά και εξονυχιστικά, για να διώξω έστω και προσωρινά όσους περισσότερους κόκκους μπορούσα, κατέβηκα και στα πόδια της. Αλλά ήταν κυρίως ο τρόπος που εκείνα βυθίστηκαν στην άμμο, για να την κρατήσουν σταθερή και να υποδεχτεί τον ερεθισμό της. Τότε ήταν που αγκαλιαστήκαμε όσο σφιχτά γινόταν ώστε να εξαφανίσουμε κάθε άμμο ανάμεσά μας, και ίσως δεν είχα δει άλλο πρόσωπο γυναίκας να φανερώνει τόση ηδονή. Οι εκφράσεις της ήταν ατέλειωτες, όπως και η διάρκεια της μείξης μας. Ύστερα βυθίστηκε ξέπνοη στη μόνη της διαφυγή που ήταν ο ύπνος, ενώ εγώ βγήκα έξω να σκεφτώ την δική μου διαφυγή. Γύρισα να κοιτάξω μέσα και είδα το πόδι της να διακρίνεται πίσω από τις σανίδες, ανυπεράσπιστο όπως κι εκείνη. Όμως το κοντινότερο πλάνο των ποδιών της έγινε σε σκληρότερη περίσταση. Της τα σκούντησα αργότερα, με τα δικά μου πόδια, για να βεβαιωθώ πως είχε αποκοιμηθεί. Είχα πλέον τελειοποιήσει το σχέδιο μου κι ετοιμαζόμουν να την αφήσω πίσω μου. Ένα άγγιγμα που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν τρυφερό, γινόταν με δόλιο σκοπό.
Πώς να περιγράψω την σχέση με εκείνη την γυναίκα; Με έλκυε και με απωθούσε, την ποθούσα και με αηδίαζε. Ποια ήταν η θέση της στην αιχμαλωσία μου; Πίσω της περίμεναν τόσα μάτια. Η γυναίκα κινείται απ’ τις κλωστές των βλεμμάτων τους, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια μαριονέτα. Αν αγκαλιάσεις τη γυναίκα, μετά με τη σειρά σου θα γίνεις μαριονέτα κι εσύ..., σκεφτόμουν και η σκέψη μου δεν άργησε να επαληθευτεί. Με βρήκαν στην πρώτη μου απόδραση, καθώς χάθηκα στους αμμόλοφους μέσα στη νύχτα και ήδη με αντιπαθούσαν. Έτσι, όταν τους ζήτησα να ανεβαίνω έστω και λίγη ώρα κάθε βδομάδα να βλέπω την θάλασσα, άνοιξαν τα φρικτά τους στόματα και πρόφεραν το αντάλλαγμα που δεν θα φανταζόμουν ποτέ: να συνευρεθώ έξω από το σπίτι με την γυναίκα κι αυτοί ακροβολισμένοι στο χείλος του λάκκου να κοιτάζουν. Το ίδιο βράδυ συγκεντρώθηκαν και άρχισαν να χτυπούν κάτι αυτοσχέδια κρουστά, ενώ φορούσαν τρομακτικές μάσκες προαιώνιων τραγωδιών. Ήταν όλοι έτοιμοι για μια τελετουργία που φαίνεται πως είχε επαναληφθεί. Έσυρα την γυναίκα έξω από το σπίτι, ενώ εκείνη αντιστεκόταν σθεναρά. «Τι σημασία έχει;» της φώναζα, «αφού έτσι κι αλλιώς ζούμε σαν ζώα»! Η γυναίκα πάλευε και με παρακαλούσε να μην πέσουμε τόσο χαμηλά. Μα ήδη δεν βρισκόμασταν στην χαμηλότερη στάθμη του κόσμου; Ήμασταν κι οι δυο αδύναμοι αλλά εκείνη αγωνιζόταν για μια άλλη, απείραχτη ακόμα αξιοπρέπεια και τελικά σωριαστήκαμε εξαντλημένοι. Η παράσταση τελείωσε άδοξα, προς απογοήτευση του ξαναμμένου όχλου.
Τις επόμενες μέρες δοκίμασα για τελευταία φορά να την μεταπείσω: «Φτυαρίζεις την άμμο για να ζήσεις ή ζεις για να φτυαρίζεις την άμμο; Γιατί δεν φεύγεις;» -«Μα η οικογένειά μου είναι θαμμένη εδώ και δεν υπάρχει τίποτα για μένα να κάνω έξω. Κι αν δεν ήταν η άμμος κανείς δεν θα νοιαζόταν για μένα, ούτε κι εσύ». Λίγο καιρό μετά εκείνοι κατέβηκαν όταν τους ειδοποίησα πως η γυναίκα πονούσε. Όλοι καταλάβαμε πως ήταν έγκυος. Την ανέβασαν προσεκτικά με ένα αυτοσχέδιο φορείο και της έδωσαν το ραδιόφωνο που εδώ και καιρό τους ζητούσε και για το οποίο κάθε φορά μου έλεγε πως θα ομορφύνει την ζωή μας. Αργότερα, στην απόλυτη ησυχία, είδα την ανεμόσκαλα να κρέμεται ξεχασμένη. Ήταν η μεγάλη μου ευκαιρία για οριστική απόδραση. Όμως… γιατί να βιαστώ; Τις προηγούμενες μέρες είχα εντυπωσιαστεί από μια ανακάλυψη. Είχα δει νερό στον πάτο ενός κουβά που είχε θαφτεί στην άμμο! Αναζητούσα τον σχετικό μηχανισμό που δημιουργεί υγρασία στα βάθη της άμμου και πίστευα πως βρίσκομαι μπροστά σε μια σημαντική σύλληψη. Σκέφτηκα να μείνω για να την καταγράψω. Είχα ήδη φτιάξει τα πρώτα σχέδια και διαγράμματα. Ίσως καταθέσω στην επιστήμη δυο νέες μορφές ζωής, την δική μου και της άμμου.
Έχω καιρό, άλλωστε, να φύγω όποτε θέλω. Σήμερα βρίσκομαι ακόμα εδώ.
Ο συγγραφέας του βιβλίου Η γυναίκα της άμμου, Κόμπο Αμπέ, δεν ήταν μόνο συνομιλητής των Κάφκα, Σαρτρ, Μπέκετ και Γιάσπερς, γνώστης της υπαρξιστικής φιλοσοφίας και του θεάτρου του παραλόγου και συνεχιστής της avant-garde γραφής της χώρας του. Υπήρξε και για ένα διάστημα μέλος του Ιαπωνικού Κομμουνιστικού Κόμματος απ’ όπου διαγράφτηκε και γνώριζε καλά την ιδέα της πλήρους υποταγής κάθε ατομικότητας προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Ίσως γι’ αυτό κάποια στιγμή με έβαλε να αναρωτιέμαι αν «η ύπαρξή μου έχει ήδη περαστεί σε κάποιον κατάλογο ανταλλακτικών, σαν ένα από τα πολλά γρανάζια που κινούν την ζωή του τόπου». Ίσως πάλι μου πρόσφερε μια νέα ιδέα του κόσμου, όπου το δίκαιο των άλλων έρχεται σε σύγκρουση με το δικό μου δίκαιο. Όπως έγραφε:
… σαν απ’ το πρόσωπό της να είχε πέσει μια μάσκα. Έμοιαζε σαν μέσα απ’ τη γυναίκα να αποκαλυπτόταν γυμνό το πρόσωπο του χωριού. Μέχρι τότε το χωριό υποτίθεται ότι βρισκόταν στη μια πλευρά, εκείνη του εκτελεστή. Ήταν ένα μηχανικά κινούμενο, σαρκοφάγο φυτό, ήταν μια θαλάσσια ανεμώνη, ενώ ο ίδιος δεν ήταν παρά το θλιβερό θύμα, που έτυχε να πιαστεί στα πλοκάμια τους. Όμως, αν κάποιος έβλεπε το πράγμα από τη μεριά του χωριού, ο εγκαταλελειμμένος στην τύχη του ήταν αυτοί οι ίδιοι. Φυσικό ήταν, λοιπόν, να μην έχουν καμιά υποχρέωση στον έξω κόσμο. Μάλιστα, εφόσον κι ο ίδιος ήταν απ’ την πλευρά των εχθρών, τότε δεν είναι περίεργο που έδειξαν τα γυμνά δόντια τους και σ’ αυτόν. Ποτέ ως τώρα δεν είχε σκεφτεί μ’ αυτό τον τρόπο τη σχέση μεταξύ του εαυτού του και του χωριού. Ήταν φυσικό να βρίσκονται σ’ αυτή την κατάσταση της σύγχυσης. Όμως, ακόμα κι αν ήταν έτσι, αν παραδεχόταν το δίκιο τους, τότε θα ήταν σαν να πέταγε με τα ίδια του τα χέρια το δικό του δίκιο.
Η γυμνόποδη γυναίκα της άμμου μου πρόσφερε δυο δίκαια, νέες συλλήψεις του κόσμου και νέες μορφές ζωής. Τι παραπάνω να ζητούσα;
{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}
Η ταινία: Woman in the dunes (Hiroshi Teshigahara, 1964). Η γυναίκα: Kyôko Kishida. Το βιβλίο: Kōbō Abe, Suna no onna, 1962. Αγγλικός τίτλος: Woman in the dunes. Ελληνική έκδοση: Κόμπο Αμπέ – Η γυναίκα της άμμου, Άγρα 2005, μτφ. από τα ιαπωνικά: Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος. Το κείμενο βασίστηκε τόσο στην ταινία όσο και στο βιβλίο, καθώς συχνά κάτι που αναφέρεται στο βιβλίο δεν εμφανίζεται στην ταινία, και αντίστροφα. Τα αποσπάσματα από το βιβλίο είναι σε πλάγια στοιχεία και προέρχονται κατά σειρά εμφάνισης από τις σ. 50, 63-64, 149-150, 33, 111 και 254 αντίστοιχα. Οι πληροφορίες για τον συγγραφέα προέρχονται κυρίως από το εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή, σ. 7-15.