Χάρτης 45 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-45/klimakes/orio-synoro-kai-khartis
Τα δραματικά γεγονότα που απασχολούν την επικαιρότητα στον εγγύτατο και εγγύτερο γεωγραφικό μας χώρο ―όπως π.χ. των προσφυγικών ροών στον Έβρο και του τραγικού πολέμου στην Ουκρανία― φέρνουν ανήσυχα στο επίκεντρο της σκέψης και της συζήτησης το σύνορο. Το σύνορο επανακάμπτει φορτισμένο στον διάλογο σε μια εποχή σύγχυσης ιδεών, ασάφειας νοημάτων και ρευστότητας στις ισορροπίες δυνάμεων, αλλά και συνεχούς απίσχνασης του εγγραμματισμού που διαλύει ―κυρίως― την ικανότητα της σκέψης και αντίληψης για τον κόσμο και την ερμηνεία του, ανάμεσα στα πολλά άλλα δεινά που προκαλούν στους ανθρώπους και στις κοινωνίες τους τα ελλείμματα στη γνώση.
Τι είναι όμως το σύνορο που επανέρχεται ―όλο και πιο συχνά στην εποχή μας― με συμφραζόμενα απειλής, εσωστρέφειας, αποπροσανατολισμού, αμφισβήτησης, φόβου, εκβιασμών και άλλων δυστοπικών παρόμοιων; Πέρα από τα πολλά αλληγορικά και μεταφορικά της λέξης, το σύνορο
(στο πεδίο των ορισμών) είναι η πρακτική έκφραση ή η απεικόνιση του φυσικού ή ανθρωπογενούς ορίου· του «διακόπτη» κάποιας «συνέχειας» είτε στον ανθρώπινο νου είτε στην επιφάνεια της γης ― αν περιοριστούμε σε αυτή στο σύμπαν. Το όριο βρίσκεται εκεί όπου κάτι σταματάει, εμποδίζει ή αλλάζει τη συνέχεια δημιουργώντας μια «ασυνέχεια»· ενδογενές στη φύση, σύμφυτο στην ανθρώπινη ύπαρξη και στη σχέση της με τη γεωχωρικότητα. Και το σύνορο είναι ο «γεωμετρικός τόπος» των ορίων, μια γραμμή όπου κάθε σημείο της ορίζει την ασυνέχεια, και όλο μαζί γίνεται γραμμικός διακόπτης της συνέχειας. Όπως το όριο, έτσι και το σύνορο ―φυσικό ή νοητό― απασχόλησε από την αρχή τους ανθρώπους, τη φιλοσοφία τους και τις πρακτικές τους. Δεν υπάρχει ζωή και σκέψη χωρίς σύνορο ―τουλάχιστον μέχρι σήμερα― παρά μόνο στις ψευδαισθήσεις και στα όνειρα...
Το σύνορο, ως γεωμετρική έννοια πρωτίστως, ταυτίστηκε στενά με τον γεωχώρο. Η γραμμική πορεία, π.χ., ενός ποταμού ή μιας οροσειράς διέκοπτε πάντα τη συνέχεια της γήινης επιφάνειας, αποτελώντας ένα φυσικό σύνορο, όπως την ίδια συνέχεια διέκοπτε και το μεγάλο οχυρωματικό έργο, που θα αποτελούσε ένα ανθρωπογενές σύνορο· πολλά τέτοια παραδείγματα συνόρων ανακαλεί εύκολα η μνήμη μας από την ιστορία, με άμεσα ορατή τη γραμμική πορεία τους στην επιφάνεια της γης. Εύκολα μπορεί να τα δει κανείς στις δορυφορικές εικόνες ―και σε παράγωγούς τους χάρτες, διαφόρων κλιμάκων― είτε αυτά είναι π.χ. ο Δούναβης, ο Αμούρ ή ο Έβρος είτε το Σινικό Τείχος. Ιδιαίτερα οι ποταμοί ήταν και είναι ακόμη τα σπουδαιότερα φυσικά σύνορα που αποτέλεσαν και αποτελούν σύνορα κρατών και εσωτερικών διοικητικών τους ορίων, με όλα τα προβλήματα που φέρουν οι ροές των νερών αλλοιώνοντας το αρχικό γραμμικό τους πρότυπο, ιδιαίτερα στο σημερινό περιβάλλον της κλιματικής αλλαγής.
Αλλά βέβαια το συγκλονιστικότερο παράδειγμα φυσικού συνόρου επί της υδρογείου δεν είναι άλλο από εκείνο που διακόπτει τη συνέχεια του 70% της θαλάσσιας κάλυψης της συνολικής γήινης επιφάνειας. Η γραμμή που χωρίζει τη θαλάσσια από την ηπειρωτική επιφάνεια του πλανήτη μας. Η μεγαλειώδης ακτογραμμή, το μέγιστο ανυπέρβλητο φυσικό σύνορο της οικουμένης, που μαζί με το άλλο μεγαλειώδες φυσικό σύνορο ―χρονικό αυτή τη φορά― της ημέρας από τη νύχτα, ρυθμίζουν την εξέλιξη του ανθρώπου στη γη!
Οι δυσκολίες με τα σύνορα και την οπτική τους πρόσληψη ―βασική αρχή της κατανόησης και της σημασίας τους― αρχίζουν όταν η γραμμική πορεία τους είναι αποτέλεσμα επινοημένων (ανθρωπογενών) ενεργειών, συνήθως συμφωνιών και συμβάσεων, μετά από μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Στις περιπτώσεις αυτές, που είναι και η συντριπτική πλειοψηφία συνόρων, η οπτική τους πρόσληψη γίνεται μόνο μέσω μιας χαρτογραφικής απεικόνισης ― των χαρτών. Ο χάρτης αποτελεί το απαραίτητο παρακολούθημα του συνόρου. Με αυτόν τον τρόπο το σύνορο συνδέεται με την τεχνολογία της αποτύπωσης
και της απεικόνισης τις δύο θεμελιώδεις βάσεις της χαρτογραφίας και της χαρτογράφησης. H «γραμμικότητα» του συνόρου, όπως την εννοούμε σήμερα, συμπορεύεται με την εξέλιξη της χαρτογραφίας κυρίως στο πέρασμα ―από τον 14ο–15ο αι.― του ύστερου μεσαίωνα στην περίοδο της αναγέννησης, των μεγάλων ανακαλύψεων και της νεότερης εποχής· συναντάμε τη λέξη σύνορο σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες μεταξύ του 13ου και 17ου αι., με την ίδια ετυμολογική σημασία στην κάθε γλώσσα, σχετική με την έννοια της κυρίαρχης εδαφικής επικράτειας, που συνδέει τη σχέση κράτους και υπηκόων, ως ζήτημα εμπραγμάτου δικαίου. Ο ορισμός (πρωτίστως) και η οριογράφηση (δευτερευόντως) του διαμοιρασμού των ωκεανών μεταξύ των δύο μεγάλων ναυτικών δυνάμεων, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας ―κατά γραμμή μεσημβρινού― με τη Συνθήκη Τορδεσίγιας στα τέλη του 15ου αι. και τη συμπληρωματική της, της Σαραγόσας, στις αρχές του 16ου, είναι το πρώτο ιστορικό παράδειγμα γραμμικού συνόρου και μάλιστα στην
παγκόσμια κλίμακα της υδρογείου.
Η γραμμικότητα των συνόρων και η απεικόνισή τους σε χάρτες παραμένει περισσότερο φαινομενική παρά σχετιζόμενη με την απτή εδαφική πραγματικότητα μέχρι τα τέλη του 18ου αι.· τότε η επαναστατική Γαλλία θα επιβάλλει δυναμικά στην Ευρώπη, με τον Ναπολέοντα, τη διαδικασία οριογράφησης (και οριοθεσίας) στον καθορισμό των συνόρων μεταξύ κρατών, που θα αρχίσει με τις διαπραγματεύσεις ορισμού τους στην ειρηνευτική Συνθήκη της Βασιλείας (1795) ― μεταξύ Γαλλίας, Πρωσίας, Ισπανίας και Λανδγραβάτου Έσσης-Κάσσελ. Θα ακολουθήσει γρήγορα και ολοκληρωμένα η σημαντική Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο (1797) ―μεταξύ Γαλλίας και Αυστρίας― με τα χαρτογραφικά της συνοριακά παρελκόμενα, εφόσον αυτά θεωρούνται ως η αφετηρία της συστηματικής και κυρίως σχολαστικής οριοθεσίας συνόρων επί του εδάφους, με επιστημονικές μεθόδους χαρτογράφησης, αν και υπάρχουν σκόρπια παρόμοια παραδείγματα και αλλού κατά τον 18ο αι· αυτή η Συνθήκη θα επηρεάσει άλλωστε ―ποικιλόμορφα― τις εξελίξεις και της επανάστασης των Ελλήνων του 1821 αλλά και τις σχετικές χαρτογραφικές απεικονίσεις της ελληνικής Επαναστατικής περιόδου (μέχρι το 1829). Όπως επίσης η γαλλική εμπειρία της χαρτογραφικής οριογράφησης και οριοθεσίας θα συμβάλει στην ολοκλήρωση του μακράς διάρκειας ελληνικού συνοριακού ζητήματος, από το 1829 μέχρι σχεδόν τα μέσα του 19ου αι.
Το βάρος της ιστορικής εμπειρίας περί των συνόρων της Ελλάδας τα τελευταία 200 χρόνια ―οραματικών και πραγματικών― είναι πολύ μεγάλο και σοβαρό με σειρά θεμελιωδών και χρήσιμων διδαγμάτων· λίγο γνωστό στο ευρύ κοινό. Αλλά και η γενικότερη προσέγγιση του θέματος περί συνόρων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, φροντίδα, εξειδικευμένη προετοιμασία προσέγγισης και πραγματολογικές ικανότητες. Απαιτείται ο συνδυασμός, ως ενότητα, τριών sine qua non φάσεων των πάντοτε διεθνών και μακροχρόνιων περί συνόρων διαδικασιών· από αυτές άλλωστε προέκυψαν τα πρώτα σύνορα του ελληνικού κράτους και η ―διεθνώς― «έγκυρη» απεικόνισή τους στον περίφημο γαλλικό εικοσάφυλλο χάρτη της Ελλάδας του Dépôt de la guerre (Παρίσι 1852), παραμονές του Κριμαϊκού Πολέμου, μια ολόκληρη γενιά μετά το 1821... Οι τρεις αυτές καθιερωμένες φάσεις ―ισχύουν από την επικράτηση της γραμμικοποίησης των συνόρων τον 19ο αι.― είναι κατά σειρά: ο ορισμός (definition), η οριογράφηση (delimitation) και η οριοθεσία (demarcation). Η ικανοποίηση και των τριών κατά σειρά φάσεων είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη ισχύος των πραγματικών συνοριακών γραμμών. Πολλές φορές μεσολαβεί μεγάλος χρόνος μεταξύ των τριών φάσεων ―όπως είναι π.χ. η περίπτωση των συνόρων Αμερικής–Καναδά και Γαλλίας–Ισπανίας― ενώ υπάρχουν περιπτώσεις συνόρων ανά τον κόσμο ―συχνά στην Αφρική― στις οποίες λείπει η τρίτη φάση.
Η φάση του ορισμού περιλαμβάνει τη διαπραγμάτευση της συνοριακής συνθήκης και αποτελεί την «εννοιολεκτική» προετοιμασία, ακριβή ή προσεγγιστική, ως προς τη γεωχωρική ορολογία και τα τοπωνύμια που εμπλέκονται στη διαπραγμάτευση· το αποτέλεσμα αποκλίνει ―σχεδόν πάντα― από την πραγματικότητα του πεδίου (εδαφική απόκλιση). Με μόνο τον ορισμό δεν μπορούν να υπάρξουν πραγματικά σύνορα. Η φάση της οριογράφησης είναι χαρτογραφικού περιεχομένου· επί χαρτών ―συνήθως― μεγάλης κλίμακας ή/και επεξεργασμένων από αέρα εικόνων του εδάφους, λαμβανομένης υπόψιν της ενδογενούς γεωχωρικής ακρίβειας που παρέχει το απεικονιστικό μέσο. Η τρίτη φάση της οριοθεσίας, απαιτεί υψηλή τεχνογνωσία και κατάλληλη εργασία επί του εδάφους (γεωδαιτική και τοπογραφική) ώστε να «συνδεθεί» αριθμητικά η απεικόνιση επί χάρτου με την απεικονιζόμενη εδαφική πραγματικότητα. Η οριοθεσία πραγματοποιείται με ειδικές κατασκευές του «όρου» αναφοράς ― βάθρα, πυραμίδες κ.ά. σημάνσεις, ανάλογα με το εδαφικό ανάγλυφο και τις συνθήκες του γεωχωρικού περιβάλλοντος.
Εάν οι τρεις φάσεις προσδιορισμού και υλοποίησης των χερσαίων συνόρων παρουσιάζουν προφανείς δυσκολίες, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο πολυπλοκότερες και ακόμα πιο χρονοβόρες θα είναι οι αντίστοιχες φάσεις υλοποίησης των κατά θάλασσα και αέρα συνοριακών γραμμών, ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη και τρίτη φάση τους· τα προβλήματα που προκύπτουν σε αυτές τις περιπτώσεις απαιτούν ειδικές αντιμετωπίσεις, επιπλέον γνώσεις και συνθετότερες λύσεις. Εκεί οι χάρτες αποκτούν ιδιαίτερο ρόλο και εκτός των επιστημονικών και τεχνολογικών ικανοτήτων χρειάζονται και επικοινωνιακές δεξιότητες και δράσεις ―παραγωγής ή απόκρουσης της μέσω χαρτών οπτικής ρητορικής― οι οποίες γίνονται όλο και πιο σύνθετες και απαιτητικές. Στις περιπτώσεις αυτές η αντιμετώπιση των συνοριακών ζητημάτων στον δημόσιο διάλογο της χώρας, όποιο κι αν είναι το περιεχόμενό τους, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται παρά μόνο με περισυλλογή και αυτοσυγκράτηση. Γιατί μπορεί στο αγαπημένο μας τραγούδι να ισχύει ότι σύνορα η αγάπη δε γνωρίζει, αλλά υπάρχουν και τόσα πολλά άλλα στη ζωή εκτός από τα τραγούδια, ακόμα και σε φιλόμουση χώρα όπως η δική μας... Όπως και θα υπάρχουν πάντα σύνορα στη φύση και στη ζωή μέχρι οι στίχοι και τα τραγούδια αγάπης αντικαταστήσουν την πραγματικότητα, δηλαδή μέχρι να ζήσουμε παντοτινά σε ένα αιώνιο μιούζικαλ, τραγουδώντας όλοι σε μια μόνο γλώσσα δίχως σύνορα!
(Για τα πρώτα ―και τα άλλα― ελληνικά σύνορα βλ. στο πρόσφατο: Ε. Λιβιεράτος, Γεωχωρικά διακυβεύματα, 1821 και μετά. Μια απόκλιση. Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη 2022)