Χάρτης 45 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-45/afierwma/matsi-khatzilazaroi-svise-to-prosopo-moi-kai-ksanarkhizoime-poiisi-me-ta-ilika-toi-theatroi
Φωτογραφίες: © Γιάννης Τσάκαλος
Υπάρχουν συγγραφείς που, όσο κι αν τους διαβάζεις, η τυπωμένη σελίδα δεν φτάνει. Συγγραφείς που σε ωθούν στη γραφή. Κάποιες φορές, ούτε κι η γραφή φτάνει, θα ήθελες τα κείμενα να καταλάβουν περισσότερο χώρο, ακόμη περισσότερο – να υπάρξουν πέρα από σελίδες, σημειωματάρια και λέξεις. Να αποκτήσουν φωνή, να αποκτήσουν σώμα, να μιλήσουν οι λέξεις, να σηκωθούν από το νεκρικό κόσμο του βιβλίου. Τέτοια είναι η περίπτωση της Μάτσης Χατζηλαζάρου και της ποίησής της. Γι’ αυτό επέμεινα σ’ εκείνη όταν ο Θοδωρής Γκόνης, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Φιλίππων – Θάσου, μου πρότεινε να επιλέξω έναν ποιητή ή μια ποιήτρια για το αφιέρωμα στην ελληνική ποίηση «Έως όρθρου βαθέως», που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στο Κάστρο της Καβάλας το 2012.[1] Δεν ήξερα ακριβώς πώς μπορούσε να περάσει στο θέατρο η φωνή της, ζητούμενο όμως όταν ξεκινήσαμε την πρόβα με τη Δέσποινα Παπάζογλου που την ερμήνευε, δεν ήταν να μιλήσουμε για τη Μάτση αλλά να δημιουργήσουμε ένα νέο κόσμο, αντίστοιχό της. Έναν κόσμο που να μπορεί να περιβάλει αυτά τα ποιήματα, ελεύθερο από τα δεσμά του «πραγματικού» και συντονισμένο με μια βαθύτερη ύπαρξη, όπου όλα ζωντανεύουν άναρχα και απείθαρχα στη λογική. Οι ήχοι, τα χρώματα, τα σώματα, οι φωνές, η φύση, το καλοκαίρι και η μνήμη του καλοκαιριού ως μνήμη του έρωτα, αυθαίρετα, συνειρμικά αλλά και οργανικά δεμένα μεταξύ τους.
Είναι αρκετά επικίνδυνο να αφιερώνει κανείς σκηνικά έργα σε ποιητές: Τι παραπάνω έχει να προσθέσει το θέατρο στην ποίηση, που πεδίο της είναι η μοναχική ανάγνωση και το φαντασιακό του ίδιου του αναγνώστη; Ο κίνδυνος είναι να «αφηγηματοποιήσουμε» τα ποιήματα, παραθέτοντάς τα παρατακτικά και να εικονοποιήσουμε ρεαλιστικά την περιοχή της βιογραφίας –κάτι εντελώς προβληματικό στην περίπτωση μιας υπερρεαλίστριας ποιήτριας σαν τη Μάτση Χατζηλαζάρου, που αντιστέκεται σε κάθε ορθολογισμό και κάθε αναπαράσταση, όσο κι αν η ζωή της μοιάζει μυθιστορηματική:
Ο γάμος της με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που της ανοίγει το παράθυρο της δημιουργικής έκφρασης και της απενοχοποίησης της ερωτικής επιθυμίας, αμέσως πριν τον Πόλεμο, η σχέση, κατόπιν, με τον ποιητή Ανδρέα Καμπά κι η πρώτη ποιητική της συλλογή που προκαλεί τα ήθη με την ελευθεριότητά της, μεσούσης της Κατοχής (Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης 1942), το ταξίδι στη Γαλλία με το θρυλικό «Ματαρόα», ο νόστος και ταυτόχρονα, η απόγνωση για μια Ελλάδα βυθισμένη στην εμφυλιοπολεμική σύγκρουση, η μοναξιά, η ανακάλυψη ενός Παρισιού της αθωότητας, δονούμενου από τους ήχους της τζαζ, των πολύβουων καφέ, των φλογερών συζητήσεων για την τέχνη και την πολιτική με πρωταγωνιστές, ηγετικές προσωπικότητες της διανόησης του 20ού αιώνα, η γνωριμία με τον μοντερνιστή ζωγράφο Χαβιέ Βιλατό κι αργότερα, με τον Κορνήλιο Καστοριάδη – όλα αυτά, σε συνδυασμό με την αντισυμβατική ιδιοσυγκρασία μιας γυναίκας που εξέθεσε τον εαυτό της σε μια διαδικασία διαρκών αποχωρισμών, προκειμένου να παραμείνει αληθινή, προσφέρουν άφθονο υλικό δραματοποίησης.
Ωστόσο, το ενδιαφέρον στη θεατρική προσέγγιση ενός ποιητή ή μιας ποιήτριας είναι να κάνει την ποιητική φωνή να ακουστεί μέσα από το έργο του, όχι μέσα από τα περιστατικά της ζωής του. Όλη η παράσταση βασίστηκε σε ποιήματά της κι επιστολές. Καμία επιπρόσθετη λέξη. Περισσότερο κι από την ποιητική φιγούρα της Μάτσης, μ’ ενδιέφερε να βρω μια δραματική φόρμα που να αντιστοιχεί στην ποιητική γλώσσα της Μάτσης· μια σκηνική έκφραση που, με το σμίλεμα της υποκριτικής ερμηνείας, τις μουσικές εποχής, τη χρήση των αντικειμένων και τα διάσπαρτα χάρτινα καραβάκια, να αποδίδει την αναζήτηση μιας βαθύτερης ροής μέσω της γραφής, ενός συντονισμού με τον κόσμο μέσω των ονείρων, τη σημασία του Άλλου και της απεγνωσμένης ανάγκης να απευθύνεις αυτό που είσαι, πέρα και πάνω από κάθε κοινωνική συνθήκη· μιας φόρμας που να φωτίζει τις αντιφάσεις και τα σκοτάδια της ύπαρξης, ριγμένης σ’ ένα ταραγμένο, εμπόλεμο κόσμο, σε αντίστιξη μ’ έναν εαυτό ανοιχτό, δοτικό, ερωτικό, σε επαφή με τη φύση κι ό,τι ευεργετικά τη συνθέτει: τις μυρωδιές της γης μα πάνω απ’ όλα της θάλασσας, τον άνεμο, τα βότσαλα, την άμμο, τα πλάσματα του βυθού, τους αχινούς, τα καβούρια και κάθε ίχνος ζωής απαλλαγμένης από την τυραννία του λογοκεντρισμού.
Παρά την ευφορικότητά της, η γραφή της Μάτσης είναι βαθιά μελαγχολική. Σ’ αυτή την αμφισημία έγκειται το ποιητικό της ιδίωμα: υμνώντας τη χαρά της ζωής ενσωματώνει το πένθος για μια επικείμενη αποχώρηση· διαποτισμένη από το ελληνικό καλοκαίρι, έχει απορροφήσει τη στέρησή του. Κι αυτό ακριβώς το κάνει τόσο πολύτιμο, τόσο παρόν υλικά και λεκτικά στην εγγραφή της μοναχικής φωνής και της απόστασης απ’ όλα που είναι η γραφή: η γραφή ως επίκληση ενός πανταχού παρόντος εσύ ‒ όχι απλώς εσύ, αλλά εσύ εκεί ‒ η Ελλάδα ως ουτοπία. Ποιητική ουτοπία, ερωτική ουτοπία, κοινωνική ουτοπία.
Έλα, η μέρα είναι τόσο ωραία – τα ποιήματα που
αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου. Μπορούσα τόσα πράματα
να τα μετατρέψω σε χαρά και να σ’ τα δώσω.
Κάθε στιγμή μπορούσα να σου την κάνω μουσική
πρωτόγονη, γούνα μαλακιά, ζεστή, ηλεκτρισμένη, που
βουλιάζει βαθιά μέσα. Χορός τέλεια ελεύθερος, αντί από
μέλη να ’χεις φτερά, και πάλι φτερά ονείρου. Ή μυρουδιές
—μήπως θέλεις μυρουδιές; Τότε θα ’ναι μυρουδιές δροσερές,
σαν μικροί καταρράκτες όλο πολυτρίχι – ή σαν γιαλός
το πρωινό όπου βγαίνει και λιάζεται το φύκι, ο σταυρός,
ο αχινός – και το κύμα στην αμμουδιά δεν είναι σοβαρό,
μα παίζει. Πέρα βέβαια η θάλασσα έχει μιαν απαλή τραγικότητα.
Στη δραματουργία δεν επεκταθήκαμε σ’ όλες τις ποιητικές περιόδους της Χατζηλαζάρου, αλλά η φιγούρα της ποιήτριας πλάστηκε με τα υλικά αυτής της αμφισημίας. Τον βασικό ιστό αποτέλεσαν σχεδόν αποκλειστικά τα ποιήματα από τη συλλογή το Δίχως άλλο, γραμμένα στο Παρίσι λίγο πριν τη δεκαετία του ’50, κι αυτό γιατί έχουν τη φόρμα τους μια εγγενή δραματικότητα: ο λόγος απευθύνεται (είναι έντονη η παρουσία ενός φανταστικού αποδέκτη), περιέχουν δράση και μάλιστα στο παρόν (όλα τα ρήματα, ακόμα και στις σκηνικές οδηγίες, είναι στον ενεστώτα). Με τη Δέσποινα Παπάζογλου, ιδανική ερμηνεύτρια και συνοδοιπόρο στο ξετύλιγμα του κόσμου της Μάτσης, δουλέψαμε πάρα πολύ πάνω στην εκφορά αυτών των ποιημάτων, λέξη προς λέξη. Αναζητήσαμε μια ελευθερία αντίστοιχη μ’ εκείνη που παίρνει η ποιήτρια με τη χρήση της γλώσσας, μια ελευθερία όμως δομημένη και στο έπακρον επεξεργασμένη. Η δραματουργία κορυφωνόταν στη χειμαρρώδη Αντίστροφη αφιέρωση, ποιητική διαθήκη της Μάτσης και ταυτόχρονα, αριστουργηματική αντιστροφή της δημιουργικής οφειλής στον έρωτα που τη σημάδεψε με τον ποιητή, ψυχαναλυτή και εισηγητή του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, Ανδρέα Εμπειρίκο.
Οι επιστολές προς τον Εμπειρίκο εντάχθηκαν στη δραματουργία στη δεύτερη ζωή της παράστασης στην Αθήνα (Knot Gallery). Aνέκδοτες ακόμα όταν ετοιμάζαμε την παράσταση στην Καβάλα, μας τις γνώρισε ο επιμελητής της έκδοσής τους Χρήστος Δανιήλ[2] που είδε εκεί την παράσταση και με έκπληξη ανακάλυψα ότι συνέπιπταν ακριβώς με τη στιγμή κατά την οποία διαδραματίζονταν τα ποιήματά της που είχαμε επιλέξει, με την άφιξη δηλαδή της Χατζηλαζάρου στο Παρίσι μετά το περιπετειώδες και δύσκολο ταξίδι με το «Ματαρόα» (μεταξύ 1946 και 1947).
Με την ένταξη στη δραματουργία και των επιστολών, το σκηνικό έργο απέκτησε μια πιο αφηγηματική διάσταση, το ελληνικό φως έγινε αισθητό μέσα από το κοντράστ με τα φθινοπωρινά, μουντά χρώματα του Παρισιού. Συνδέθηκαν έτσι δύο ξεχωριστά επίπεδα: αφενός, ο ποιητικός λόγος που καταργούσε τον χωροχρόνο, αποτυπώνοντας τη «διαχρονική» Μάτση, από κορίτσι έως ώριμη γυναίκα. Αφετέρου, το βίωμα του χωρισμού και του ξεριζωμού, που αναδεικνύουν ανάγλυφα οι επιστολές, γραμμένες σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, στο μεταίχμιο μεταξύ δύο τόπων, μεταξύ δύο αντρών, δύο εντελώς ξεχωριστών τρόπων ύπαρξης. Από μια χώρα υπό το καθεστώς εμφυλίου, σε μια άλλη, όπου παρά τη φτώχεια, μπορούσαν να ανθίζουν «ο πολιτισμός, η παράδοση και το πνεύμα». Και τότε, όπως και σήμερα, ένας ολόκληρος κόσμος έμοιαζε να γκρεμίζεται...
Σε εποχές στέρησης, αβεβαιότητας και όξυνσης των πολιτικών και κοινωνικών αντιθέσεων, ποια η θέση της τέχνης; Ποιος ο ρόλος της ποίησης; Φέρνοντας εντέλει στην επιφάνεια ένα τέτοιο ερώτημα, η παράσταση δεν είχε καθόλου την έννοια της πιστής αναβίωσης ενός προσώπου. Σίγουρα υπήρχε μια εσάνς αισθητικής του 50, επικρατούσε όμως ο ονειρικός χωροχρόνος που είναι διαχρονικός και διαπροσωπικός. Σ’ αυτή την κατεύθυνση δουλέψαμε και ως προς τη σύλληψη του χώρου με τη σκηνογράφο μας, Φωτεινή Γεωργίου, που δημιούργησε το σκηνικό και τα κοστούμια της παράστασης. Πάνω απ’ όλα, μας ενδιέφερε να πούμε μια ιστορία αιώνιας επιστροφής κι επανεκκίνησης. Μια ιστορία όχι μόνο για την Μάτση Χατζηλαζάρου, αλλά για τη σχέση της ποίησης με τη ζωή με τα αυθεντικά υλικά του θεάτρου.