Χάρτης 45 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-45/moysikh/mikroi-odighoi-akroasis-kai-poiisas-pilon-triferon-titlos
——————
ΜΙΚΡΟΙ ΟΔΗΓΟΙ ΑΚΡΟΑΣΗΣ
——————
—Το στήθος μου βράζει, γιατρέ.
—Γδυθείτε να σας ακροαστώ.
*
Ερ.: Μπορούμε να μιλήσουμε για τη μουσική;
Απ.: Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τη μουσική.
…και ποιήσας πηλόν τρυφερόν
[…] και ποιήσας πηλόν τρυφερόν έπλασεν εξ αυτού στρουθία ιβ’
[…] έφτιαξε μαλακό πηλό και έπλασε απ’ αυτόν δώδεκα σπουργίτια
ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΟ ΘΩΜΑ, 2.2
Η μουσική βιογραφία είναι φιλολογικό είδος που συνίσταται σε διευθετημένες από τον συγγραφέα γραπτές αφηγήσεις της ζωής ατόμων που εμπλέκονται στη δημιουργία, την παραγωγή, τη διάδοση και την υποδοχή της μουσικής, ειδικότερα της ζωής συνθετών και μουσικών εκτελεστών, αλλά περιλαμβάνονται επίσης και οι λιμπρετίστες, οι εκδότες, οι κατασκευαστές μουσικών οργάνων, οι πάτρονες, οι φιλόμουσοι, οι μουσικολόγοι και οι συγγραφείς … Η μουσική βιογραφία ασχολείται κυρίως με την τεκμηρίωση και την ερμηνεία γεγονότων, επιδράσεων και σχέσεων στο πλαίσιο μιας ζωής, αλλά το νόμιμο πεδίο της έρευνάς της εκτείνεται στην βιολογική και προγονική κληρονομιά, το ιστορικό και κοινωνικό πλέγμα, την μουσική παράδοση και το πνευματικό περιβάλλον. Έτσι, η μουσική βιογραφία είναι άρρηκτα δεμένη με τις πειθαρχίες της ιστορίας, της μυθολογίας, της ιστορίας της μουσικής, της γενεαλογίας των θεσμών, της κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας.
ΜΕÏΝΑΡΝΤ ΣΟΛΟΜΟΝ, ΛΗΜΜΑ «ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ» ΣΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ «GROVE MUSIC ONLINE», 2001.
Η προμηθεϊκή ιδέα
Οι βιογραφίες μοιάζουν με δίχτυα ψαρικής. Ηρεμούν ακίνητες στο πέλαγος της πληροφορίας που εγκλωβίζεται τυχαία κι αποδίδουν σαν σηκωθούν βαριές από προκάτ σημασία μια τυχαία και πάλι εικόνα της ζωής των βυθών. Τούτη η αφροντυμένη γυαλιστερή αναδυομένη εκτεθειμένη απ’ όλες τις πλευρές στα αδιάκριτα βλέμματα παίρνει τη θέση της στο πυκνοκατοικημένο μουσείο των ιστορικών προκαταλήψεων. Εκεί όπου μαραγκιάζουν πλήθη παράδοξα, μουσειακοί σωσίες της άπιαστης πραγματικής ζωής, καμωμένοι από αλλοπρόσαλλα υλικά αριθμημένα με τη χρονολογία λήξεως. Σχεδόν χωρίς εξαιρέσεις (τέσσερες εξαιρέσεις—ποιητικές εκτροπές— που βιάζομαι να σημειώσω, και με όλον το σεβασμό στον περιορισμό της ατομικής εποπτείας: ο Προυστ του Τζορτζ Πέιντερ, ο Λόρδος Ρότσεστερ και η μαϊμού-του του Γκρέιαμ Γκριν, ο Μότσαρτ του Χίλντεσάιμερ, ο Μπετόβεν του Μέιναρντ Σόλομον). Μέχρι να σηκωθεί η αυλαία και να υποκλιθεί στο αμήχανο αναγνωστικό κοινό του γραπτού πολιτισμού μας απρόσκλητο το ποιητικό κίνητρο σαν πολύχρωμο εξωτικό πουλί που παρέσυραν οι άνεμοι από τη γαλανή Σαμαρκάνδη της φαντασίας και το απίθωσαν στην σκηνική φαντασμαγορία της βιογράφησης για να διδάξει τις αισθήσεις να αισθάνονται, τη φαντασία να φαντάζεται, την ανάλαφρη χρυσαλλίδα της ψυχής (πούπουλα, χνούδια, ό,τι στη γην ανάλαφρο έχει μείνει) να κατοικήσει τον τρυφερό πηλό-φωλιά για των αισθήσεων το καμίνι. Εξαγγέλλεται και εφαρμόζεται ένας απίθανος αυτοσχεδιασμός που όμως αποδεικνύεται ο μόνος ικανός να διδάξει στο ανθρώπινο είδος τα ανθρώπινα δικαιώματά του. Στον πυρήνα της ποιητικής προσωπογραφίας βρίσκεται φερμένη από άπατους βυθούς η επιταγή να αναδυθεί πλαστικά και γλωσσικά(=λογοτεχνικά, μουσικά, εικαστικά, αρχιτεκτονικά) η ατομική ψυχική καινοτομία σε αναζήτηση ακόρεστη μιας άλλης ψυχής. Ένα ιδανικό αγκάλιασμα-συνεύρεση μέσα στη χρυσή βροχή μιας ακατάσχετης αισθητηριακής εικονοποιίας , ενός συναισθητικού συναγερμού που η πολλαπλότητά του δεν μπορεί παρά να αναστήσει και νεκρούς—«ο λόγος ήταν στην αρχή» και κάθε λέξη του άγνωστου («από πού κατάγεται αυτό το παιδί;») ποιητή (ουρανού και γης) ήταν μια τελειωμένη πράξη: «κάνει η ποίηση το τίποτα να υπάρξει».
Παραλλαγές Μπετόβεν
Οι Παραλλαγές Μπετόβεν (Beethoven Variations. 2020), ποιητική προσωπογραφία του συνθέτη από την ποιήτρια και μουσικό Ρουθ Πάντελ , ακούγονται σε 49 Ποιήματα με αφορμή μια ζωή (=Poems on a Life, Ποιήματα που ακουμπούν σε μια ζωή). Τα ποιήματα μοιράζονται σε ένα ποιητικό προανάκρουσμα και τέσσερα μέρη από 12 ποιήματα το καθένα παρακινώντας τους μυσταγωγούς της αριθμολογίας να αισθανθούν την ελκτική κοινωνική δύναμη της τετραφωνίας, και των ποιητικών πολλαπλασίων της, είτε ως κουαρτέτο έγχορδων μουσικών οργάνων είτε ως μουσική σύνθεση-κορύφωση του μπετοβενικού έργου. Το ποιητικό προανάκρουσμα τιτλοφορείται «Αφουγκράσου» και εισάγει στην επιστημονική διάσταση του μπετοβενικού θέματος που είναι η ακοή και η ανθρωπολογική, κοινωνική, πολιτισμική σημασία της ενώ αντανακλά έναν χυμώδη ατομικό, βιωματικό, κοσμογονικό μύθο που μας μπάζει από την πίσω πόρτα της προσωπικής ζωής της ποιήτριας στο μπετοβενικό ακουστικό δράμα: Η Πάντελ είναι ένα από τα εβδομήντα δύο τρισέγγονα του Κάρολου Δαρβίνου ενώ διδάχτηκε βιόλα (το μουσικό όργανο που έπαιζε «επαγγελματικά» και ο μικρός—δεκάχρονος— Μπετόβεν) και υπήρξε με τον πατέρα και τ’ αδέλφια της μέλος μιας πολυμελούς οικογενειακής έγχορδης συντροφιάς (με εξαίρεση την κλαρινετίστρια-πιανίστρια μητέρα της) που ασκούνταν και ψυχαγωγούνταν με μουσικές εκτελέσεις στο σπίτι. Από τις πρώτες μουσικές εμπειρίες της είναι η συμμετοχή της στα Τρίο για έγχορδα έργο 9. Τα τέσσερα μέρη των Παραλλαγών τιτλοφορούνται διαδοχικά: Μουσική στη σκοτεινιά του μυαλού — Βιρτουόζος — Ήρωας — Δεν πρέπει να είσαι ανθρώπινος. Συνοδεύονται από μότο παραπομπών που συγκροτούν από μόνες τους ένα κρίσιμο και κριτικό ανθολόγιο επιγραμματικών κειμένων που θα μπορούσαν να τιτλοφορούνται «Ο Μπετόβεν με τα ίδια του τα λόγια και στις αναμνήσεις των συγχρόνων του». Λειτουργούν αυτά σαν ένας μουσικός αντικατοπτρισμός που φιλοδοξεί να γειώσει στην αντικειμενικότητα το αόριστο είδωλο που είναι ο ρόλος των ποιητικών υπερβάσεων να το ολογραφήσουν. Δείγμα:
«Ο αληθινός αυτοσχεδιασμός έρχεται μόνο όταν δεν νοιαζόμαστε για το τι παίζουμε, έτσι ώστε αν θέλουμε να αυτοσχεδιάσουμε με τον καλύτερο, αυθεντικότερο τρόπο, πρέπει να αφηνόμαστε ελεύθερα σε οτιδήποτε μας έρχεται στο μυαλό» (σημείωμα του Μπετόβεν, από Σημειωματάριο του 1809).
Συμπληρώνονται με μια πεζογραφική κόντα από βιογραφικές σημειώσεις σε καμιά κατοστή παραγράφους διόλου επεξηγηματικές-υπονομευτικές της προηγηθείσας ποιητικής σύνοψης, αλλά ας πούμε σαν μια προσγείωση, μετά την καθαυτό ποιητική πτήση, σε μια τυπολογικά διάφορη πεζοποιητική Εδέμ για να ικανοποιηθεί το μέρος της αναγνωστικής πρόσληψης που η φαντασία στέρησε από τη λογική. Δείγμα:
«Ο Γιόχαν [πατέρας του Μπετόβεν] αναγνώρισε το χάρισμα του γιου του, και του άρχισε μαθήματα βιολιού, βιόλας και πληκτροφόρου στα τέσσερα, ύστερα προσέλαβε δασκάλους. Όταν ο Μπετόβεν πλησίαζε τα δέκα, ο Γιόχαν τον πήρε απ’ το σχολείο και τον έβαλε να δουλέψει στην ορχήστρα της Αυλής του Εκλέκτορα, παίζοντας βιόλα, μεσαίο μέλος της οικογένειας του βιολιού. Στην Οικία Μπετόβεν βλέπουμε σήμερα τη βιόλα που έπαιζε. Πολλοί συνθέτες έπαιζαν βιόλα. Δεν έχει τη λαμπρότητα του βιολιού ή τη δύναμη του βιολοντσέλου, αλλά όταν την παίζεις ακούς όλα όσα συμβαίνουν γύρω σου, όλες τις μουσικές σχέσεις και τις αρμονίες, από μέσα. Είναι το μουσικό όργανο του συγγραφέα, εσωστρεφές και ενδιάμεσο.»
Ολοκληρώνονται χρονολογικά — μια ευθύγραμμη μελωδική αφήγηση από τη γέννηση στο θάνατο, μοιρασμένη κι αυτή σε τέσσερα ομότιτλα με τα ποιητικά μέρη κεφάλαια. Έτσι ο αναγνώστης μπορεί να τις ακούσει σε συνδυασμό με την αντίστοιχη ποιητική σύλληψη αντιστικτικά — το ποιητικό μέρος το διατρέχουν υπερσελίδιες χρονολογικές ενδείξεις που διευκολύνουν: 1770-1792, 1792-1802, 1803-1812, 1812-1827. Τα δυο τελευταία χωρία:
«Ο Καρλ [ο ανεψιός από τον αδελφό του Καρλ —πατέρας και γιος έχουν το ίδιο όνομα: Carl ο πατέρας, Karl ο γιός— ο άλυτος ψυχικός κόμπος του Μπετόβεν] τον φρόντισε στην αρρώστια, αλλά στρατεύτηκε στις 2 Ιανουαρίου 1827. Ο Μπετόβεν δεν τον ξανάδε ποτέ. Γινόταν όλο και πιο αδύναμος. Τον επισκέφτηκαν παλιοί του φίλοι, το “παντελονόκουμπο” [τρυφερό παρατσούκλι που ο Μπετόβεν είχε δώσει στον δωδεκάχρονο γιο αγαπητού του φίλου] πεταγόταν κάθε τόσο να τον δει και να του φτιάξει το κέφι. Καταχάρηκε με τις 100 λίρες που έλαβε από τη Φιλαρμονική Εταιρεία του Λονδίνου, μιλούσε για μια ακόμα συμφωνία που θα έγραφε γι’ αυτούς και πως θα επισκεπτόταν το Λονδίνο μόλις ένιωθε καλύτερα, διάβαζε Γουόλτερ Σκοτ και Όμηρο, προσπαθούσε να μάθει επιτέλους την προπαίδεια, έγραφε γράμματα, ευχαριστούσε τον παλιό του σπιτονοικοκύρη βαρόνο Πασκουαλάτι για ένα μπουκάλι σαμπάνια.»
Και:
«Όταν είχε σχεδόν χάσει τη συνείδηση, κατέφτασε ένα κιβώτιο με κρασί του Ρήνου — κρασί της ιδιαίτερης πατρίδας του. «Κρίμα, πολύ αργά» είπε και του έδωσαν μια κουταλιά. Μες στην καταιγίδα στις 26 του Μάρτη, μέσα σε μια αστραπή, σ’ ένα μυϊκό σπασμό ή μια τελευταία πρόκληση, ύψωσε τη γροθιά του, και έφυγε. Έγινε νεκροψία για να ανακαλύψουν, όπως είχε ζητήσει ο ίδιος, την αιτία της κώφωσής του. Μια εγγραφή στην έκθεση αναφέρει τη λεπτομέρεια «υπερβολική πτύχωση» του εγκεφαλικού φλοιού: «δυο φορές πιο βαθιά από το σύνηθες και πιο πυκνή, πιο ογκώδης». Τη μέρα της κηδείας του τα σχολεία της Βιέννης έμειναν κλειστά και χιλιάδες κόσμος ακολούθησαν την πένθιμη πομπή καθώς διέσχιζε τους δρόμους της πόλης.»
Για τα Τρία Εκουάλε για τέσσερα τρομπόνια του (WoO 30) (που επαναφέρουν τον αριθμολογικό αποκρυφισμό (3Χ4=12) στη διευθέτηση της ποιητικής συλλογής) και αντήχησαν («με απόκοσμη απλότητα και ευγενική θλίψη» κατά μια ύστερη περιγραφή) στη μεγαλόπρεπη κηδεία του, στην πεζογραφική της απόκριση η Πάντελ γράφει:
«Συνδέθηκε φιλικά με τον Φραντς Γκεγκλ, τον Μουσικό Διευθυντή του Καθεδρικού του Λιντς. Ζήτησε ν’ ακούσει μια μουσική αποκλειστικότητα του Λιντς, ένα κομμάτι που παίζονταν στις κηδείες και την Ημέρα των Ψυχών: ένα Εκουάλε (Equale), όπου μουσικά όργανα της ίδιας οικογένειας—τρομπόνια—συμμετείχαν ισότιμα. Μετά έγραψε τρία καινούργια για τον Γκεγκλ. “Ο Μπετόβεν μου σύνθεσε κάποια πένθιμα κομμάτια για τρομπόνια. Τα έγραψε στο δωμάτιό μου” έγραψε ο Γκεγκλ στον Ρόμπερτ Σούμαν το 1838. Ένα κουαρτέτο για ισότιμες φωνές από την ίδια οικογένεια οργάνων θα βρήκε ανταπόκριση στα δημοκρατικά ένστικτα του Μπετόβεν και το ενδιαφέρον του για τη μορφή του κουαρτέτου ακόμα και εν μέσω —και ίσως ακόμα περισσότερο λόγω— οικογενειακής σύρραξης.»
Ας δούμε και την ποιητική μορφή του θανάτου του Μπετόβεν στο Musica humana. Επιλογικό ποίημα της συλλογής με τίτλο πολυδιάστατο. Βλέμμα δακρυσμένο και ιδεαλιστικά ανθρωπιστικό στην ανθρώπινη τραγωδία μα και άμεση παραπομπή-κατάδυση στο βάθος του χρόνου, στο quadrivium, την τετρακτύν (ιερή αριθμητική σειρά των Πυθαγορείων—και πάλι η μαγγανεία του αριθμού 4) των ελευθέριων τεχνών (artes liberales) της μεσαιωνικής λατινικής εγκύκλιας παιδείας που περιλαμβάνει τη Μουσική. Ο ιστορικός-ανθρωπολογικός ορισμός της Musica humana, δεύτερο σπουδαίο είδος της Μουσικής κατά τον Βοήθιο (σαν Μουσική ανθρωπίνη μεταφέρεται στο Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής του Χρυσάνθου—τα άλλα δύο είναι η Musica mundana, Μουσική κοσμική και η Musica instrumentalis, Μουσική οργανική), στο Περί θεμελιώσεως της Μουσικής (De Institutione Musica libri quinque):
«Τι είναι η ανθρώπινη Μουσική καθένας το αντιλαμβάνεται αν εξετάσει την ίδια του τη φύση. Γιατί τί είναι αυτό που ενώνει την ασώματη δράση του λόγου με το σώμα, αν όχι μια κάποια αμοιβαία προσαρμογή, τρόπον τινά μια κράση χαμηλών και ψηλών τόνων σε μια μοναδική συμφωνία; Τι άλλο συνενώνει τα μέρη της ίδιας της ψυχής που κατά τον Αριστοτέλη είναι μια ένωση του λογικού με το άλογο; Τι προκαλεί το αρμονικό συνταίριασμα των στοιχείων του σώματος ή συγκρατεί τα μέρη του σε εδραιωμένη θέση;»
Το ποίημα διαλαμβάνει τα της ανταρσίας του σώματος, το σταμάτημα της μουσικής του:
MUSICA HUMANA
Ελπίζω ακόμα να δημιουργήσω λίγα σπουδαία έργα και μετά, σαν ένα γερασμένο παιδί, να τελειώσω την επίγεια ζωή μου κάπου ανάμεσα σε καλούς ανθρώπους.
Ο ΜΠΕΤΟΒΕΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΦΡΑΝΤΣ ΒΕΓΚΕΛΕΡ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1826
Ο ακουστικός πόρος
σκεπασμένος με γλοιώδη λέπια
γυαλίζουν όσο κρατάει η νεκροψία
οι ακουστικές αρτηρίες
παχυσμένες και χόνδρινες
σαν τανυσμένες ίσαμε κορακίσιο φτεροκάλαμο
και το ακουστικό νεύρο
νεκρωμένο
σχεδόν μία λευκή κλωστή
Όμως διαβάζοντας την τελευταία σελίδα
στο βιβλίο της επίγειας ζωής του
πώς αστειευόταν
στο γιατρό που λόγχισε την κοιλιά του,
και γαλόνια υγρό τινάχτηκε και χύθηκε στο πάτωμα,
Μου θυμίζεις το Μωυσή που χτύπησε με το ραβδί το βράχο
πώς γελούσε, σαν μπορούσε, πώς διάβαζε
και ξαναδιάβαζε—πόσο χαίρονταν, έλεγε, να το κάνει—ένα τελευταίο δώρο,
μια σαραντάτομη σειρά με τα άπαντα του Χέντελ
και πώς πέθανε
υψώνοντας τη γροθιά
σα να κρατούσε στη χούφτα ένα πουλί για να το αφήσει ελεύθερο στην καταιγίδα
που σφυροκοπούσε με χιόνι τη Βιέννη
σαν τ’ απόκοτα φτερά που φτερώνουν κάθε ζωντανό
να διψάει για όλο και πιο πολύν, όλο και πιο άπλετον αέρα,
Ακούω τη σονάτα για βιολοντσέλο έργο 69
κι ακούω το αξεδίψαστο πνεύμα
που την κάθε νότα που έγραψε εμψυχώνει
και πάντα ζει
χορεύοντας, χορεύοντας
μέσα σου, μέσα μου, μες στον καθένα
Αστραπές
Στο ποίημα τούτο κάτι αστράφτει. Κάποιο δροσερό ρίγος το διαπερνά. Δεν είναι το ζωντανό αίσθημα πως ο ποιητικός λόγος παραπατάει πειθαναγκασμένος να συγκατοικήσει με την επιστημονική αλήθεια στις σχεδόν κατά λέξη φράσεις της ιατροδικαστικής έκθεσης για τη σορό του Μπετόβεν στις τρεις πρώτες στροφές. Ούτε ο διασκελισμός από την πρωτοπρόσωπη αποστροφή της προτελευταίας στη γέφυρα προς το δημόσιο αίσθημα στην τελευταία (στ’ αλήθεια δεν θα έβλαφτε αν έλειπαν τα δυο τελευταία τρίστιχα). Ακόμα οι στροφές 4-5-6 με όλον τον παλλόμενο τόνο που ανοίγει χώρο για τη ζωή μέσα στη μακαβριότητα ξεσκονίζοντας την άχρωμη φθαρμένη ανεκδοτολογία—ούτε κι αυτές. Μα στην 7η στροφή είναι η μονάκριβη εικόνα, ο αιφνιδιασμός της ποιητικής αρπαχτής του πουλιού που η Πάντελ ανοίγοντας με τρυφερότητα τα δάχτυλα τής — μαρτυρημένης από απομνημονευματογράφους και πολυσυζητημένης—τελευταίας σφιγμένης και υψωμένης γροθιάς του ετοιμοθάνατου Μπετόβεν αποθέτει μέσα της προσεκτικά, όπως ταιριάζει σ’ ένα εύθραυστο έμψυχο δημιούργημα. Βρίσκεται εκεί για να του αποδοθεί από τον ποιητή του η ελευθερία μέσα στην καταιγίδα που μαίνεται την εικοστή έκτη Μαρτίου 1827 στη Βιέννη, αλλά μαίνεται κάθε στιγμή παντού και είναι η ζωή όλων μας φτερωμένη από τον ίδιο ακατάλυτο πόθο για όλο και πιο άπλετη, όλο και πιο προσωπική ελευθερία — την τελευταία λέξη της μουσικής του.
Παράλληλες αναγνώσεις
Άγγελος Σικελιανός, Ο Δωδεκαετής, Μήτηρ Θεού. Έκθεση της παιδικής ηλικίας του Κυρίου από τον Ισραηλίτη φιλόσοφο Θωμά (Ελληνικό κείμενο, πρωτότυπο από Tischendorf, Evangelia apocrypha και μτφρ. από Απόκρυφα χριστιανικά κείμενα , Α’, Απόκρυφα Ευαγγέλια, μτφρ. Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος). Γ.Χ. Όντεν, Στη μνήμη του Γ. Μπ. Γέιτς, ΙΙ.