Χάρτης 45 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-45/dokimio/o-epitafios-toi-perikleois-kai-i-athinaiki-dimokratia
Εισαγωγή
Το θέμα του άρθρου είναι ο Επιτάφιος Λόγος του Περικλή, όπως αυτός παρατίθεται από τον Θουκυδίδη στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, Βιβλίο ΙΙ εδάφια 34-46. Την έμπνευση για το άρθρο μου έδωσε το τρίτομο έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα, που με την εκπληκτικής πρωτοτυπίας ανάγνωση του επιταφίου αποτέλεσε το πρώτο επίπεδο για την προσέγγιση του λόγου. Παράλληλα, ανέσυρα από την βιβλιοθήκη μου τον Περικλέους Επιτάφιο του Ι.Θ. Κακριδή, που περιλαμβάνει μετάφραση, σχόλια και επιλεγόμενα. Η “πολιτική” απόδοση του Καστοριάδη αντίκρυσε την “φιλολογική” προσέγγιση του Ι.Θ. Κακριδή, που προσέφερε έτσι ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Η “προσγειωμένη” μετάφραση του του κειμένου του Θουκυδίδη από τον Άγγελο Βλάχο συμπλήρωσε αυτήν την συνεύρεση. Το ευτυχές συνεπακόλουθο της συνεύρεσης του Καστοριάδη με τον Ι.Θ. Κακριδή και τον Άγγελο Βλάχο ομολογώ είναι η ευκαιρία να ακολουθήσω την ελληνική γλώσσα σε μια πορεία δύο χιλιετιών. Η ευκαιρία είναι μοναδική, ειδικά όταν τον χορό οδηγεί ο μεγάλος Ι.Θ. Κακριδής.
Πολλά έχουν γραφεί για τον Επιτάφιο, και δεν θα επιχειρήσω ούτε να τα επαναλάβω, ούτε να αντιπαρατεθώ σε όλα αυτά, αφού και πολλά είναι και δεν μπορώ να ισχυρισθώ ότι είμαι ο ειδικός για κάτι τέτοιο. Ο στόχος μου είναι να αποδώσω στοιχεία από την γλώσσα αλλά και το περιεχόμενο του Επιταφίου. Σε ό,τι με αφορά, δεν έχει καμία σημασία το εάν ο Θουκυδίδης απέδωσε ακριβώς αυτά που είπε ο Περικλής ή όχι. Επίσης δεν έχει νόημα να αποκρύψει κανείς την λατρεία του ιστορικού για την πατρίδα του, την Αθήνα.
Λίγα λόγια για την πολιτική διάσταση. Η κεντρική ιδέα στην πολιτική σκέψη του Καστοριάδη είναι ότι η δημοκρατία είναι πρώτιστα εγχείρημα αυτονομίας της πολιτικής κοινότητας. Η αναφορά στην Αθήνα του Περικλή και του Θουκυδίδη δεν γίνεται από τον Καστοριάδη προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως πρότυπο. Ούτε αποτελεί η Αθηναϊκή Δημοκρατία ένα δείγμα δημοκρατίας. Η αναφορά γίνεται “γονιμο-ποιητικά”. Όπως αναφέρει η Ingerid Straume, ο Καστοριάδης κατανοεί τη δημοκρατία ως ένα “τραγικό” καθεστώς, που το μόνο του θεμέλιο είναι το ότι δεν υπάρχει κανένα θεμέλιο. (5, σ. 8)
Μια άλλη σημαντική διάσταση της θεώρησης του Καστοριάδη είναι ότι η δημοκρατία δεν αποτελεί θεωρητική σύλληψη. Η πολιτική θεωρία κατά τον Καστοριάδη δεν “συντίθεται” εκ των προτέρων, αλλά “αναδύεται” μέσα από την πολιτική πράξη. Έτσι δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά σήμερα τι σημαίνει δημοκρατία στον σύγχρονο κόσμο. Πολύ ευκολότερα μπορούμε να επισημάνουμε τα ελλείμματα δημοκρατίας, που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα σημερινά “δημοκρατικά” καθεστώτα δεν είναι παρά “φιλελεύθερες ολιγαρχίες”.
Σε αυτά τα πλαίσια, η ανάγνωση του Επιταφίου του Περικλέους που παρουσιάζω στο άρθρο αυτό εντάσσεται σε αυτό που οι Αγγλοσάξονες μελετητές αποκαλούν “Case study”, δηλαδή την μελέτη μιας συγκεκριμένης περιπτώσεως δημοκρατικής θέσμισης και καθεστώτος.
Η Δομή του Επιταφίου (3, σ.36)
Ο Ι. Θ. Κακριδής διακρίνει τα ακόλουθα μέρη στον Επιτάφιο.
Α. Προοίμιο (εδάφιο 35)
Β. Έπαινος των προγόνων, των πατέρων, και της σύγχρονης γενιάς (εδάφιο 36). Για τις γενιές της αθηναϊκής ιστορίας, βλ. παρακάτω.
Γ. Έπαινος της αθηναϊκής πολιτείας (εδάφια 37-41)
Δ. Έπαινος των νεκρών (εδάφια 41-42)
Ε. Παραινετικός λόγος (εδάφια 43-45)
Ζ. Επίλογος (εδάφιο 46)
Η αναλυτική παρουσίαση του Επιταφίου θα γίνει ανά εδάφιο. Το πρωτότυπο κείμενο θα προηγείται σε πλαγιαστά γράμματα, και θα ακολουθεί η απόδοση και τα σχόλια. Σε κάποια σημεία η έμφαση θα είναι στη γλώσσα και την απόδοση του κειμένου, σε άλλα στο περιεχόμενο. Εξάλλου γλώσσα (σημαίνον) και περιεχόμενο (σημαινόμενο) πάντοτε συνυπάρχουν δημιουργικά.
Εδάφιο 36
Ο Ι.Θ. Κακριδής αναφέρει ότι οι τρεις αθηναϊκές γενιές ήταν οι εξής (3, σ. 6):
● Πρόγονοι: από τη μυθική αρχή έως το τέλος των περσικών πολέμων το 479 π.Χ.
● Πατέρες: έως τη συνθήκη των Αθηναίων με τους Λακεδαιμονίους το 445 π.Χ.
● Σύγχρονη γενιά: «καθεστηκυία ηλικία». Ο Περικλής ήταν περίπου εξήντα ετών όταν εκφώνησε τον Επιτάφιο.
«τὴν γὰρ χώραν οἱ αὐτοὶ αἰεὶ οἰκοῦντες διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων μέχρι τοῦδε»
«Γιατί έζησαν οι ίδιοι πάντα μια γενιά μετά την άλλη στη χώρα αυτή» (3, σ. 7)
Εδώ ο Περικλής μνημονεύει την «πανάρχαια παρουσία των Αθηναίων στο ίδιο έδαφος, για την οποία ήταν εξαιρετικά υπερήφανοι, την αυτοχθονία τους.» (2, σ.176)
«ἐλευθέραν δι” ἀρετὴν παρέδοσαν»
«…και με την παλικαριά τους μας την παράδωσαν ως τώρα λεύτερη» (3, σ.7)
Ο Άγγελος Βλάχος (1) αποδίδει την αρετή ως ανδρεία.
Ο Καστοριάδης από την άλλη μεριά, αποδίδει την αρετή με βάση την αρμονία. «Ένα άτομο έχει αρετήν αν είναι καλά προσαρμοσμένο ως προς αυτό που έχει αναλάβει να κάνει ή κατέχει την αρετήν απολύτως εάν βρίσκεται σε αρμονία με τον εαυτό του.» (2, σ. 176)
«ἀπὸ δὲ οἵας τε ἐπιτηδεύσεως ἤλθομεν ἐπ” αὐτὰ καὶ μεθ” οἵας πολιτείας καὶ τρόπων ἐξ οἵων μεγάλα ἐγένετο, ταῦτα δηλώσας πρῶτον εἶμι»
«Ποιος εστάθηκε ο δρόμος μας για να φτάσουμε σ” εκείνα και με ποιάν πολιτεία κι” από ποιους τρόπους ζωής έγιναν μεγάλα, αυτά θα δείξω πρώτα» (3, σ.9)
Ο Καστοριάδης αποδίδει τις λέξεις ως ακολούθως (2, σ. 177):
● επιτήδευσις → συνήθεια
● πολιτεία → θεσμοί και μέθοδοι διακυβέρνησης
● τρόποι → ήθη
Ο Καστοριάδης αναφέρεται στη συνέχεια στο νεωτερισμό της αντίληψης ως προς τι δημιουργεί την ισχύ μιας ανθρώπινης ομάδας. Στον Όμηρο, κάποιος θα κατακτήσει ή δεν θα κατακτήσει την αρχήν και τη νίκη επειδή είναι ή δεν είναι γενναίος, επειδή είναι ή δεν είναι αγαπητός στους θεούς (2, σ. 179).
Εδάφιο 37
Στο εδάφιο αυτό αρχίζει ο έπαινος της Αθηναϊκής Πολιτείας, με αναφορές στο πολίτευμα και τους νόμους.
«Χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους,παράδειγμα δὲ μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τισὶν ἢ μιμούμενοι ἑτέρους.»
«Το πολίτευμα που έχομε σε τίποτε δεν αντιγράφει τα ξένα πολιτεύματα. Αντίθετα, είμαστε πολύ περισσότερο εμείς παράδειγμα για τους άλλους παρά μιμητές τους.» (1)
«Το πολίτευμα που έχουμε δε γυρεύει να πάρει τους νόμους του από τους ξένους. Πιο πολύ είμαστε εμείς το παράδειγμα σε μερικούς παρά που ξεσηκώνουμε ό,τι κάνουν οι άλλοι.» (3, σ.9)
«Έχουμε ένα πολιτικό καθεστώς που δεν φθονεί τους νόμους των άλλων και αντί να μιμείται τους άλλους, αποτελεί μάλλον υπόδειγμα γι’ αυτούς.» (2, σ. 180)
«καὶ ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ“ ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται»
«Το Πολίτευμά μας λέγεται Δημοκρατία, επειδή την εξουσία δεν την ασκούν λίγοι πολίτες, αλλά όλος ο λαός.» (1)
«Το όνομα του (πολιτεύματος), επειδή δε ζούμε στηριγμένοι πάνω στους λίγους παρά στους περισσότερους, είναι κυριαρχία του δήμου, δημοκρατία.» (3. σ.9)
Ο Ι.Θ. Κακριδής σημειώνει ότι «σε μια πόλη δημοκρατία είναι οι “πλείονες” μόνο, όχι όλοι οι πολίτες».
Ο Καστοριάδης επισημαίνει ότι «οἰκεῖν» σημαίνει κυριολεκτικά, τρόπος του κατοικείν, και μας θυμίζει την στροφή από το ποίημα του Friedrich Hölderlin «In lieblicher Bläue»:
«Voll Verdienst, doch dichterisch, wohnet der Mensch auf dieser Erde.»
“Εντελώς επάξια, αλλά ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος πάνω σ αυτήν τη γη.”
Εδώ στο βάθος προβάλλει και ο Martin Heidegger, αλλά δεν θα επεκταθώ.
«μέτεστι δὲ κατὰ μὲν τοὺς νόμους πρὸς τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον, κατὰ δὲ τὴν ἀξίωσιν,ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους τὸ πλέον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ“ ἀρετῆς προτιμᾶται,οὐδ“ αὖ κατὰ πενίαν, ἔχων γέ τι ἀγαθὸν δρᾶσαι τὴν πόλιν,ἀξιώματος ἀφανείᾳ κεκώλυται»
«Όσον αφορά τα ίδια, τα ιδιωτικά ή τα ιδιαίτερα συμφέροντα, οι πολίτες αντιμετωπίζονται κατά ίσο τρόπο από τους νόμους. Όσον αφορά τη δημόσια αξιοσύνη ο καθένας αντιμετωπίζεται σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνει σε αυτό που κάνει. Όσον αφορά τα κοινά, δηλαδή τα αξιώματα και τον πολιτικό ρόλο, δεν δείχνουμε προτίμηση σε κάποιον λόγω της καταγωγής του (από μέρους), αλλά με βάση την αρετή του. Ούτε κάποιος ο οποίος είναι φτωχός αλλά θα μπορούσε να κάνει κάτι για την πόλη , θα εμποδιστεί λόγω της κοινωνικής αφάνειας στην οποία βρίσκεται» (2, σ. 182)
Ο Ι.Θ. Κακριδής παρατηρεί ότι «η προτίμηση (των αρχόντων, των εχόντων δημόσιο αξίωμα) με βάση την αρετή» αποτελεί την αναβίωση του αριστοκρατικού αξιώματος, όπου την αρετή δεν την καθορίζει πια η καταγωγή, ή ο πλούτος, όπως στις γνήσιες αριστοκρατίες και ολιγαρχίες. (3, σ.50-51)
«ἀνεπαχθῶς δὲ τὰ ἴδια προσομιλοῦντες τὰ δημόσια διὰ δέος μάλιστα οὐ παρανομοῦμεν, τῶν τε αἰεὶ ἐν ἀρχῇ ὄντων ἀκροάσει καὶ τῶν νόμων, καὶ μάλιστα αὐτῶν ὅσοι τε ἐπ' ὠφελίᾳ τῶν ἀδικουμένων κεῖνται καὶ ὅσοι ἄγραφοι ὄντες αἰσχύνην ὁμολογουμένην φέρουσιν.»
«Ενώ επιδεικνύουμε ανοχή στις ιδιωτικές μας σχέσεις, όσον αφορά τα δημόσια πράγματα δεν παραβαίνουμε το νόμο διότι μας εμποδίζει το δέος. Με αυτόν τον τρόπο δείχνουμε προσοχή τόσο σε αυτούς που κατέχουν εκ περιτροπής τα αξιώματα, όσο και στους νόμους. Κυρίως στους νόμους που είναι υπέρ εκείνων οι οποίοι υφίστανται την αδικία, καθώς και τους νόμους που, αν και άγραφοι, επιφέρουν ως ποινή το δημόσιο όνειδος.» (2, σ.182-183)
Είναι ενδιαφέρον ότι ο Καστοριάδης αποδίδει τους «αἰεὶ ἐν ἀρχῇ ὄντες» σαν «αυτούς που κατέχουν εκ περιτροπής τα αξιώματα», ενώ ο Άγγελος Βλάχος απλά ως «άρχοντες», ακριβώς όπως και ο Ι.Θ. Κακριδής, που σχολιάζει:
«Τον πολίτη τον κυβερνάει τώρα πια μια τόσο υψωμένη συνείδηση, ώστε να είναι απέναντι της πιο πολύ υπόλογος, αυτής το δέος να τον κρατάει να μην παρανομήσει, όχι κανένας εξωτερικός φραγμός, η τιμωρία του νόμου, είτε η διαταγή του άρχοντα. Σ” αυτήν ακριβώς την πρόθυμη, αυτόβουλη υποταγή του στο νόμο, προπαντός τον άγραφο, βρίσκει ο Αθηναίος την απόδειξη πως είναι λεύτερος.» (3, σ. 51)
Εδάφιο 38
Το εδάφιο αυτό είναι πιο «ελαφρύ» σε σχέση με το προηγούμενο, και αναφέρεται στους τρόπους και τους παράγοντες ξεκούρασης και απόλαυσης των Αθηναίων.
«Καὶ μὴν καὶ τῶν πόνων πλείστας ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ ἐπορισάμεθα, ἀγῶσι μέν γε καὶ θυσίαις διετησίοις νομίζοντες, ἰδίαις δὲ κατασκευαῖς εὐπρεπέσιν, ὧν καθ” ἡμέραν ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει.»
«Έχουμε εφοδιαστεί με πλήθος θεραπείες ή αντισταθμίσεις για τους μόχθους και τα έργα μας, τόσο μέσω των αγώνων και των θρησκευτικών μας τελετών, όσο επίσης και με τις ευπρεπείς ιδιωτικές κατασκευές. ενώ η ευχαρίστηση την οποία προσφέρουν καθημερινά διώχνει τις έγνοιες και τις αντιξοότητες.» (2, σ. 183)
Ο Καστοριάδης επισημαίνει ότι στο σημείο αυτό ο Περικλής και ο Θουκυδίδης φαίνεται να θεωρούν ότι οι συνθήκες στέγασης των Αθηναίων υπερέβαιναν τις καθαρά λειτουργικές απαιτήσεις και συνέβαλαν και αυτές στην άμβλυνση των προβλημάτων της ζωής.
«Επεσέρχεται δὲ διὰ μέγεθος τῆς πόλεως ἐκ πάσης γῆς τὰ πάντα, καὶ ξυμβαίνει ἡμῖν μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει τὰ αὐτοῦ ἀγαθὰ γιγνόμενα καρποῦσθαι ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων»
«Λόγω της σπουδαιότητας της πόλης μας έρχονται σε αυτήν –εισάγουμε– όλα τα προϊόντα ολάκερης της γης. Και τα αγαθά που εμείς παράγουμε δεν μας είναι περισσότερο οικεία από τα αγαθά που παράγουν οι άλλοι άνθρωποι.” (2, σ. 184)
«Κι ακόμα μας έρχονται, έτσι μεγάλη που είναι η πόλη μας από την πάσα γη τα πάντα και φτάνουμε τα αγαθά που γίνονται εδώ να μην τα χαιρόμαστε καθόλου σαν πιο δικά μας απ’ ό,τι και των άλλων ανθρώπων.» (3. σ. 11)
Ο Ι.Θ. Κακριδής σχολιάζει ότι το εδάφιο αυτό δίνει μια εικόνα της ζωής στην Αθήνα που διαφέρει ριζικά από εκείνη της Σπάρτης, «που δεν επιτρέπει καμιά πολυτέλεια στον πολίτη της, στο φαΐ του, στο ντύσιμο του, στο σπίτι του.» (3, σ. 51)
Ο Καστοριάδης τονίζει την εισαγωγή προϊόντων που ανατρέπει τις προσεγγίσεις της «αυτάρκειας».
Εδάφιο 39
Το εδάφιο αυτό αναφέρεται στην στρατιωτική εκπαίδευση και προετοιμασία.
«Διαφέρομεν δὲ καὶ ταῖς τῶν πολεμικῶν μελέταις τῶν ἐναντίων τοῖσδε. τήν τε γὰρ πόλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος, ὃ μὴ κρυφθὲν ἄν τις τῶν πολεμίων ἰδὼν ὠφεληθείη, πιστεύοντες οὐ ταῖς παρασκευαῖς τὸ πλέον καὶ ἀπάταις ἢ τῷ ἀφ” ἡμῶν αὐτῶν ἐς τὰ ἔργα εὐψύχῳ»
«Και στη μελέτη των πολεμικών ξεχωρίζουμε από τους αντιπάλους μας σ’ αυτά τα σημεία. Πρώτα που την πόλη μας την κρατούμε ανοιχτή σε όλους και διώχνουμε ποτέ ξένο κανένα, για να τον εμποδίσουμε να μάθει ή να ιδεί κάτι, που αν δεν το κρύβαμε και το έβλεπε κάποιος από τους εχτρούς μας θα μπορούσε τάχα να ωφεληθεί. Γιατί εμείς την πίστη μας τη στηρίζουμε όχι στις ετοιμασίες τόσο και στα ξεγελάσματα (χαρακτηριστικά της σπαρτιατικής μελέτης των στρατιωτικών), όσο στην ψυχική από εμάς τους ίδιους δύναμη, όταν είναι να ενεργήσουμε.» (3, σ. 11)
Ξενηλασία ήταν το δικαίωμα των εφόρων της Σπάρτης να διώχνουν όταν θέλουν τους ξένους από τη χώρα, ενώ σχετικός ήταν και ο αδιάκοπος φόβος των Σπαρτιατών μήπως προδοθούν τα μυστικά της πόλης.
Σημειώνω ότι είναι η πρώτη φορά στον Επιτάφιο που ο λόγος καθίσταται άμεσα αντιθετικός.
Τα προσόντα των Αθηναίων παρουσιάζονται σε «έναντι» των αντιπάλων τους, που παρόλο ότι δεν κατονομάζονται, είναι οι Λακεδαιμόνιοι.
Επίσης η εμφατική αναφορά στην «Ανοικτή Πόλη» εν καιρώ πολέμου προαναγγέλλει την «Ανοικτή Κοινωνία» του Karl Popper.
Κλείνοντας το εδάφιο, ο Περικλής εγκωμιάζει την Αθήνα που θέλει να ζουν οι πολίτες της ελεύθεροι και ξένοιαστοι, ακόμη και ράθυμοι στον καιρό της ειρήνης, και να απολαμβάνουν τη ζωή, ώστε την ώρα του πολέμου να πολεμούν γιατί το θέλουν οι ίδιοι και όχι γιατί τους το επιβάλει κάποιος νόμος. Και ίσως αυτό τελικά να είναι η «ευψυχία».
Εδάφιο 40
«Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας· πλούτῳ τε ἔργου μᾶλλον καιρῷ ἢ λόγου κόμπῳ χρώμεθα, καὶ τὸ πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινὶ αἰσχρόν, ἀλλὰ μὴ διαφεύγειν ἔργῳ αἴσχιον.»
«Αγαπούμε το ωραίο και μένουμε απλοί. Αγαπούμε τη θεωρία και δεν καταντούμε νωθροί. Ο πλούτος στέκει για μας πιο πολύ αφορμή για κάποιο έργο παρά για παινεψιές και λόγια. Και τη φτώχεια του να την παραδεχτεί κανείς, δεν είναι ντροπή. Ντροπή είναι να μην κοιτάξει δουλεύοντας να την ξεφύγει.» (3, σ.13-15)
«Αγαπούμε το ωραίο, αλλά μένομε απλοί και φιλοσοφούμε χωρίς να είμαστε νωθροί. Τον πλούτο μας τον έχομε για να τον χρησιμοποιούμε σε έργα και όχι για να καυχιόμαστε. Δεν θεωρούμε ντροπή την φτώχεια. Ντροπή είναι να μην την αποφεύγει κανείς δουλεύοντας.» (1)
Ο Καστοριάδης δεν περιορίζεται –όπως πάντα– σε μια απόδοση, αλλά διευρύνει το θέμα, ισχυριζόμενος ότι ο Περικλής λέει: «ασκούμε τη σοφία και την ομορφιά, αυτός είναι ο τρόπος ύπαρξης μας.» Και συνεχίζει: «αυτό σημαίνει να είσαι Αθηναίος: να φιλοσοφείς και να φιλοκαλείς… Εδώ ο Περικλής ενσωματώνει τη θεωρία με οργανικό τρόπο στη συνολική ζωή του ανθρώπινου όντος, ατομική και συλλογική, πολιτειακή και πολιτική – μια ζωή που είναι, εν πάση περιπτώσει, ζωή εντός και δια της πόλεως.» (4, σ. 247, 249)
Η τοποθέτηση του Καστοριάδη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι «είναι δυνατό να ξεφύγουμε από τα ψεύτικα διλήμματα – άτομο ή συλλογικότητα, πολιτική κοινότητα ή κοινωνία των πολιτών – με τα οποία τρέφεται η πραγματικότητα που μπορούμε να ονομάσουμε νεωτερικό ατύχημα». (4, σ. 247)
Θέτει επίσης «εκτός πεδιάς» την πλατωνική και αριστοτελική αντίληψη που αναδεικνύει το «βίον θεωρητικόν» σε υπέρτατη μορφή της ζωής. (4, σ.249):
«ἔν τε τοῖς αὐτοῖς οἰκείων ἅμα καὶ πολιτικῶν ἐπιμέλεια, καὶ ἑτέροις πρὸς ἔργα τετραμμένοις τὰ πολιτικὰ μὴ ἐνδεῶς γνῶναι»
«Οι ίδιο εμείς, φροντίζομε και τις ιδιωτικές μας υποθέσεις και τα δημόσια πράγματα κ” ενώ ο καθένας μας φροντίζει τις δουλειές του, τούτο δεν μας εμποδίζει να κατέχομε και τα πολιτικά.» (1)
«Και πάλι η φροντίδα αυτή του καθενός για τη δική του τη δουλειά και για το δικό του το σπίτι δεν τον κάνει αδιάφορο για της πολιτείας τα πράγματα.» (3, σ.53)
«Κι είμαστε οι ίδιοι που φροντίζουμε και για τα δικά μας και τα πολιτικά μαζί πράγματα, κι” ενώ καθένας μας κοιτάζει τη δουλειά του, δεν κατέχουμε γι” αυτό λιγότερο τα πολιτικά.» (3, σ.15)¨
«μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶν δε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα,ἀλλ“ ἀχρεῖον νομίζομεν»
«Μόνο εμείς θεωρούμε πως είναι όχι μόνον αδιάφορος, αλλά και άχρηστος εκείνος που δεν ενδιαφέρεται στα πολιτικά.» (1)
«Γιατί όποιον δεν θέλει να πάρει μέρος στα πολιτικά, στην Αθήνα τον βλέπουν σαν έναν άνθρωπο άχρηστο, όχι ήσυχο.» (3, σ.53)
Εδάφιο 41
«Ξυνελών τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς῾Ελλάδος παίδευσιν εἶναι καὶ καθ“ ἕκαστον δοκεῖν ἄν μοι τὸν αὐτὸν ἄνδρα παρ“ἡμῶν ἐπὶπλεῖστ“ ἂν εἴδη καὶ μετὰ χαρίτων μάλιστ“ ἂν εὐτραπέλως τὸ σῶμα αὔταρκες παρέχεσθαι.»
«Με μια λέξη, τολμώ να πω ότι η Αθήνα είναι ο δάσκαλος των Ελλήνων και νομίζω πως ο κάθε μας πολίτης θα μπορούσε, με τη μεγαλύτερη ευκολία και χάρη, πολλά και άξια έργα να κάνη σε πολλές εκδηλώσεις της ζωής.» (1)
Ο Καστοριάδης αποδίδει και επεκτείνει:
«Η πόλη είναι παίδευσις, παιδεία και εκπαίδευση της Ελλάδας, και κάθε πολίτης ατομικά είναι ικανός να εκτελέσει μέσα σε αυτήν ένα μέγιστο αριθμό πραγμάτων, με τη μεγίστη διττή χάρη…. Ωστόσο αυτό που μοιάζει με παράλογη υπεροψία αποδείχτηκε σε τελική ανάλυση μια μάλλον μετριοπαθής εκτίμηση, διότι αυτή η συγκεκριμένη Αθήνα δεν υπήρξε μόνο η εκπαίδευση της Ελλάδας, αλλά και όλων όσοι δημιούργησαν αυτό που ονομάζουμε ελληνοδυτικό πολιτισμό.» (4, σ. 250)
Ο ελληνοδυτικός πολιτισμός στηρίζεται στην διαδικασία του «κρίνειν και επιλέγειν». Ο πολίτης μπορεί με επιχειρήματα να απορρίψει τους θεσμούς της πολιτικής κοινότητας και να προτείνει καινούργιους, διαφορετικούς θεσμούς. Αναφέρομαι στον πολίτη επειδή η πολιτική λειτουργία και η θεσμοθέτηση της πολιτικής κοινότητας είναι κορυφαία διαδικασία και φαινόμενο, και καθορίζει όλα τα άλλα.
Ο Καστοριάδης προχωρά και σε μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση, συγκρίνοντας αυτήν την αντίληψη του πολίτη με τον ορισμό του δίκαιου άνδρα και καλού πολίτη τον οποίο δίνει ο Πλάτων στην Πολιτεία «τα εαυτού πράττειν και μη μη πολυπραγμονείν, να ασχολείται δηλαδή κανείς με τις δικές του υποθέσεις και να μην κάνει πολλά πράγματα… Πρόκειται προφανώς για τον ιδανικό πολίτη ενός αυταρχικού καθεστώτος.» (2, σ. 191)
Ένα επίθετο που παρεξηγήθηκε από πολλούς είναι το «αὔταρκες» σῶμα. Ο Ι.Θ. Κακριδής μάλιστα αντιπαραθέτει το σημείο αυτό με κάποιες ρήσεις του Σόλωνα όπως αυτές παρατίθενται από τον Ηρόδοτο: «Έτσι και ο ένας άνθρωπος δεν έχει καθόλου αυτάρκεια. Έχει το ένα, θα του λείπει το άλλο…». (3, σ. 58)
Ο Καστοριάδης από την άλλη μεριά, αποδίδει το σημείο αυτό ως το επαρκές αποτέλεσμα στο οποίο μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος ως σώμα, ως μονάδα δηλαδή. Η ατομική ανάπτυξη και εξέλιξη είναι δυνατή στην πόλη της Αθήνας, και δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την πόλη ή έξω από αυτήν. (2, σ. 198)
Εδάφιο 42
«καὶ εἴρηται αὐτῆς τὰ μέγιστα· ἃ γὰρ τὴνπόλιν ὕμνησα, αἱ τῶν δε καὶ τῶν τοιῶν δε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν, καὶ οὐκ ἂν πολλοῖς τῶν῾Ελλήνων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶν δε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη»
Και είπα τα περισσότερα που είχα να πω, γιατί αυτών που κοίτονται εδώ και των ομοίων τους η ανδρεία εστόλισε την πολιτεία με όσα εγώ, υμνώντας την, είπα πως έχει. Λίγοι είναι ο Έλληνες που δεν είναι, σαν και τους γενναίους αυτούς, κατώτεροι από τον έπαινο που τους γίνεται. (1)
«τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν αὐτῶν λαβόντες καὶ κινδύνων ἅμα τόνδε κάλλιστον νομίσαντες ἐβουλήθησαν μετ“ αὐτοῦ τοὺς μὲν τιμωρεῖσθαι, τῶν δὲ ἐφίεσθαι, ἐλπίδι μὲν τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν ἐπιτρέψαντες,ἔργῳ δὲ περὶ τοῦ ἤδη ὁρωμένου σφίσιν αὐτοῖς ἀξιοῦντες πεποιθέναι, καὶ ἐν αὐτῷ τῷ ἀμύνεσθαι καὶ παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἢ [τὸ]ἐνδόντες σῴζεσθαι, τὸ μὲν αἰσχρὸν τοῦ λόγου ἔφυγον, τὸ δ“ἔργον τῷ σώματι ὑπέμειναν καὶ δι“ ἐλαχίστου καιροῦ τύχης ἅμα ἀκμῇ τῆς δόξης μᾶλλον ἢ τοῦ δέους ἀπηλλάγησαν.»
Λογαριάζοντας πως ανώτερο απ᾽ όλα είναι να τιμωρήσουν τον εχθρό και πως απ᾽ όλους τους κινδύνους αυτός τον οποίο αντίκρυζαν ήταν ο ενδοξότερος, τον αντιμετώπισαν για να εκδικηθούν τους πολεμίους. Μη ξέροντας αν θα επιτύχουν, βασίστηκαν στην ελπίδα, στην μάχη, όμως, απάνω δεν στηρίχθηκαν παρά στον εαυτό τους για να πολεμήσουν. Προτίμησαν ν᾽ αντισταθούν και να πεθάνουν παρά να δειλιάσουν και να ζήσουν κι απόφυγαν έτσι την ντροπή της καταλαλιάς, θυσιάζοντας την ζωή τους για το έργο που είχαν αναλάβει. Η στιγμή που τους βρήκε το χτύπημα της μοίρας δεν ήταν γι᾽ αυτούς στιγμή φόβου, αλλά δόξας. (1)
Εδάφιο 43
«Καὶ οἵδε μὲν προσηκόντως τῇ πόλει τοι οίδε ἐγένοντο»
Οι άνθρωποι αυτοί ενήργησαν προσηκόντως, κατά τρόπον αντάξιο της πόλεως. (2, σ.199)
Στάθηκαν ἀντάξιοι τῆς πολιτείας ποὺ τοὺς ἀνάθρεψε. (1)
«ἀλλὰ μᾶλλον τὴν τῆς πόλεως δύναμιν καθ” ἡμέραν ἔργῳ θεωμένους καὶ ἐραστὰς γιγνομένους αὐτῆς, καὶ ὅταν ὑμῖν μεγάλη δόξῃ εἶναι, ἐνθυμουμένους ὅτι τολμῶντες καὶ γιγνώσκοντες τὰ δέοντα καὶ ἐν τοῖς ἔργοις αἰσχυνόμενοι ἄνδρες αὐτὰ ἐκτήσαντο, καὶ ὁπότε καὶ πείρᾳ του σφαλεῖεν, οὐκ οὖν καὶ τὴν πόλιν γε τῆς σφετέρας ἀρετῆς ἀξιοῦντες στερίσκειν, κάλλιστον δὲ ἔρανον αὐτῇ προϊέμενοι.»
“Πρέπει να βλέπετε το μεγαλείο της πολιτείας στις καθημερινές της εκδηλώσεις και να συλλογίζεστε πως της το έδωσαν άνδρες γενναίοι που είχαν το αίσθημα του καθήκοντος και μεγάλη φιλοτιμία σε κάθε έργο που αναλάμβαναν. Αν, καμιά φορά, ατυχούσαν σε κάποιο εγχείρημα, δεν στερούσαν όμως την πατρίδα απ᾽ την ανδρεία τους, γιατί θεωρούσαν πως η ωραιότερη κοινή προσφορά ήταν να θυσιαστούν γι᾽ αυτήν.” (1)
Οι άντρες που έδωσαν στην πόλη τη δύναμη της το έκαναν όντας θαρραλέοι, γνωρίζοντας αυτό που έπρεπε να κάνουν και δρώντας με αιδώ. (2, σ.199)
Ο Καστοριάδης ισχυρίζεται ότι οι τρεις παραπάνω όροι είναι η θεωρία των τριών ιδιοτήτων της ψυχής και των τριών βασικών αρετών που θα αναπτύξει στη συνέχεια ο Πλάτων στην Πολιτεία (ΙV, 436).
Η τόλμη και το θάρρος αντιστοιχεί στο θυμό, το μέρος της ψυχής που μπορεί να θυμώσει, η αισχύνη έχει σχέση με την επιθυμία, ενώ η γνώση παραπέμπει στο λογιστικό, και τη σοφία.(2, σ.200)
«ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ” ἑκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται»
Γιατί των ανθρώπων των ξεχωριστών τάφος είναι η γη ολόκληρη. Και δεν φανερώνει το όνομα τους μιας στήλης η επιγραφή στην πατρική τους χώρα μόνο. Και στα ξένα μέρη σε καθενός την ψυχή μέσα φωλιάζει άγραφη η θύμηση, όχι τόσο για το έργο που έκαμαν, πιο πολύ για το φρόνημα τους. (3,σ.23)
«γιατι τάφος των μεγάλων είναι η πάσα γη και δεν φανερώνεται από την επιγραφή μιας στήλης στην πατρική τους χώρα. Και στα πιο μακρινά μέρη, η μνήμη τους, άγραφη, μένει ζωηρότερη μέσα στις ψυχές, περισσότερο για την ανδρεία τους παρά γιά το έργο που έκαναν.» (1)
Ο Καστοριάδης σημειώνει ότι αυτή η μνήμη, αυτή η ανάμνηση που φωλιάζει στον καθένα, είναι ανάμνηση όχι του έργου τους, αλλά της «γνώμης» τους, που και αυτός αποδίδει ως φρόνημα, όπως και ο Ι.Θ. Κακριδής. (2, σ.201)
«οὓς νῦν ὑμεῖς ζηλώσαντες καὶ τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ᾽ ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον κρίναντες μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους»
Έχοντας αυτούς για παράδειγμα και ξέροντας πως ευτυχία θα πει ελευθερία και ελευθερία σημαίνει ανδρεία, δεν πρέπει να δειλιάζετε μπροστά στους κινδύνους του πολέμου.(1)
Ο Καστοριάδης παραπέμπει στην ρήση του Rousseau «πρέπει να επιλέξουμε την ελευθερία ή την ανάπαυση». (2, σ.202)
«ἀλγεινοτέρα γὰρ ἀνδρί γε φρόνημα ἔχοντι ἡ μετὰ τοῦ [ἐν τῷ] μαλακισθῆναι κάκωσις ἢ ὁ μετὰ ῥώμης καὶ κοινῆς ἐλπίδος ἅμα γιγνόμενος ἀναίσθητος θάνατος.»
Για τους ανδρείους ο εξευτελισμός της δειλίας είναι χειρότερος απ᾽ τον γενναίο κι αναπάντεχο θάνατο.(1)
Εδάφιο 44
«Δι” ὅπερ καὶ τοὺς τῶνδε νῦν τοκέας, ὅσοι πάρεστε, οὐκ ὀλοφύρομαι μᾶλλον ἢ παραμυθήσομαι. ἐν πολυτρόποις γὰρ ξυμφοραῖς ἐπίστανται τραφέντες· τὸ δ” εὐτυχές, ο῏ ἂν τῆς εὐπρεπεστάτης λάχωσιν, ὥσπερ οἵδε μὲν νῦν, τελευτῆς, ὑμεῖς δὲ λύπης, καὶ οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη»
Γι᾽ αυτό και τους γονείς που ήρθαν στην τελετή δεν τους κλαίω τόσο όσο θέλω να τους παρηγορήσω. Ξέρουν πως ανδρώθηκαν για ν᾽ αντικρύσουν τις πολλές τροπές της ζωής.
Αλλά είναι τύχη το να βρει κανείς ένα δοξασμένο τέλος. (1)
«…δεν θέλω να κλάψω μαζί σας, αλλά μάλλον να σας παρηγορήσω. Γνωρίζω ότι η ζωή είναι φτιαγμένη από ποικίλες μεταπτώσεις (μεταφράζει η Jaqueline de Romilly). Πρόκειται κυριολεκτικά για «δύσκολες συγκυρίες».Μας έρχεται στο νου η φράση του Σόλωνα στον Κροίσο, την οποία μας μεταφέρει ο Ηρόδοτος, όλα τα ανθρώπινα πράγματα είναι ξυμφοραί – απρόβλεπτες και ανορθολογικές, όσον αφορά τις επιθυμίες του ατόμου, αλληλουχίες γεγονότων.» (2, σ. 2013)
Ο Καστοριάδης καταλήγει με την επισήμανση ότι ο Περικλής λέει τότε κάτι το εκπληκτικό που καταδεικνύει την ελληνική αντίληψη για τη ζωή του ανθρώπου: η ευτυχία, η καλή τύχη, είναι να τύχει να βρει κανείς τον πιο ευγενή θάνατο ή το πένθος του να έχει ευγενή αιτία, να βρει σε τελευταία ανάλυση ότι ευτυχία και ζωή είχαν ως κοινό μέτρο τον θάνατο.
«ὅσοι δ” αὖ παρηβήκατε, τόν τε πλέονα κέρδος ὃν ηὐτυχεῖτε βίον ἡγεῖσθε καὶ τόνδε βραχὺν ἔσεσθαι, καὶ τῇ τῶν δε εὐκλείᾳ κουφίζεσθε. τὸ γὰρ φιλότιμον ἀγήρων μόνον, καὶ οὐκ ἐν τῷ ἀχρείῳ τῆς ἡλικίας τὸ κερδαίνειν, ὥσπερ τινές φασι, μᾶλλον τέρπει, ἀλλὰ τὸ τιμᾶσθαι.»
Όσοι από σας είστε μεγάλης ηλικίας, ας θεωρείτε κέρδος την ως τώρα ευτυχισμένη σας ζωή και ας εύχεστε πως λίγα είναι τα χρόνια που σας μένουν ακόμα να ζήσετε με παρηγοριά τη δόξα των παιδιών σας. Μόνο η αγάπη για τις τιμές δεν φθείρεται. Στο γήρας, η μεγαλύτερη ευτυχία δεν είναι, όπως λένε, τα χρήματα, αλλά οι τιμές.(1)
Ο Καστοριάδης υποσημειώνει ότι ο αστρονόμος Laplace παραπονιόταν, πεθαίνοντας, ότι ο άνθρωπος κυνηγά μόνον χίμαιρες. Και πράγματι, μπροστά στον θάνατο η τιμή και η δόξα μπορεί να φαίνεται ότι δεν έχουν αρκετό βάρος. Ωστόσο, ο άνθρωπος είναι άνθρωπος ακριβώς επειδή κυνηγά χίμαιρες, ενώ τα πάντα, και η ίδια η δόξα, εξαρτώνται μυστηριωδώς από την ποιότητα και το περιεχόμενο αυτής της χίμαιρας. (2, σ. 212).
Αντί επιλόγου
Κλείνοντας αυτή την «ανάγνωση» του Επιταφίου, θα ήθελα σύντομα να αναφερθώ σε δύο αλληλένδετα ζητήματα που έχουν τεθεί.
Το πρώτο ζήτημα είναι εκείνο της «αυθεντικότητας», κατά πόσον δηλαδή ο αναγραφόμενος λόγος είναι πιστός στα όσα είπε ο Περικλής. Ο Ι.Θ. Κακριδής (3) ισχυρίζεται ότι ο λόγος είναι φτιαχτός, και είναι λόγος που θα ήθελε να ακούσει ο Θουκυδίδης για την αγαπημένη του Αθήνα. Ο Καστοριάδης πάλι (2) θεωρεί ότι ο Θουκυδίδης είναι κατά το δυνατόν πιστός στα όσα άκουσε από τον Περικλή. Όμως ο Καστοριάδης ξεπερνάει το θέμα της «περίκλειας» αυθεντικότητας. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όπως ας πούμε δεν έχει σημασία αν την «Κριτική του Καθαρού Λόγου» την υπαγόρευσε στον Immanuel Kant ένας άγνωστος. ο οποίος τον επισκεπτόταν στις 5 το πρωί, ή αν είναι πράγματι έργο του Kant. Αυτό που έχει σίγουρα σημασία είναι ότι μεταξύ του 1770 και 1781, κάποιος άνθρωπος στη Γερμανία μπόρεσε να σκεφτεί αυτά που βρίσκουμε στην Κριτική, και ότι ένας Αθηναίος σκέφτηκε κι έγραψε αυτά τα πράγματα περί τα τέλη του 5ου αιώνα.» (2, σ. 200)
Το δεύτερο ζήτημα, αφορά τον χρόνο συγγραφής του Επιταφίου. Πότε συνέγραψε ο Θουκυδίδης τον Επιτάφιο; Στον πρώτο χρόνο του πολέμου, ή στο τέλος του; Ή μήπως και στις δύο χρονικές στιγμές; Έγραψε δηλαδή τον Επιτάφιο τον πρώτο χρόνο του πολέμου, και μετά τον ξανάγραψε στο τέλος του. Ο Ι.Θ. Κακριδής θεωρεί ότι ο Επιτάφιος γράφτηκε δύο φορές. Ο Mark Toher στο άρθρο του «On «Thucydides” Blunder»: 2.34.5″ θεωρεί πιθανά και τα δύο σενάρια. Να γράφτηκε μια εκδοχή του επιταφίου το 429 και μετά να ξαναγράφτηκε το 404, μετά το τέλος του πολέμου.
Ο γερασμένος και κουρασμένος από την εικοσαετία εξορία Θουκυδίδης, γυρνάει στην αγαπημένη του πόλη, και την βρίσκει ερειπωμένη και κατειλημμένη από τους Σπαρτιάτες. Ο άνθρωπος που έγραψε «αντικειμενικά» την ιστορία του πολέμου, βρίσκεται μπροστά στην φρίκη της ηττημένης πόλης. Μιας πόλης που λάτρεψε και εξακολουθεί να λατρεύει. Δεν είναι παράλογο λοιπόν να υποθέσουμε ότι ξαναγράφει τον επιτάφιο του Περικλέους, αφού ο Περικλής ήταν ο άνθρωπος που πεθαίνοντας στον τρίτο χρόνο του πολέμου άφησε πίσω ένα κενό που δεν αποκαταστάθηκε ποτέ και –ίσως– οδήγησε στην τελική ήττα. Ο ξαναγραμμένος Επιτάφιος αποτελεί ύμνο προς την Δημοκρατία, ύμνο προς τον Περικλή, ύμνο προς την Αθήνα που καταστράφηκε, αλλά παρόλα αυτά θα παραμείνει ζωντανή εις τους αιώνες.
Πηγές
1. Θουκυδίδου, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου. Μετάφραση Αγγέλου Βλάχου. Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», 1998.
2. Κορνήλιος Καστοριάδης, Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα, Τόμος Γ´, Θουκυδίδης, η ισχύς και το δίκαιο, εκδ. Κριτική, 2011. Στον τόμο αυτό γίνεται εκτεταμένη αναφορά στον Επιτάφιο.
3. Ι.Θ. Κακριδή, Περικλέους Επιτάφιος. Κείμενο, Μετάφραση, Επιλεγόμενα. Αθήνα 1943. Εκτός από τη μετάφραση, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα επιλεγόμενα του Ι.Θ. Κακριδή.
4. Κορνήλιος Καστοριάδης, Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα, Τόμος Β´, Η Πόλις και οι Νόμοι, εκδ. Κριτική, 2011. Στον τόμο αυτό γίνεται ανάλυση του εδαφίου 40 του Επιταφίου.
5. Ingerid S. Straume, Democracy - Key Concepts. Chapter in Suzi Adams (επ.) Cornelius Castoriadis: Key Concepts. Bloomsbury, 2014
(Η αναφορά στις πηγές στο κείμενο γίνεται σε παρένθεση, με πρώτο τον αριθμό της πηγής, και στη συνέχεια την σελίδα.)