Χάρτης 16 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2020
https://www.hartismag.gr/hartis-16/afierwma/anekdoto-hmerologio-stratoy-1957-a-meros
——————————
Μεταγραφή: Γιάννα Μπούφη-Δενέγρη
Επιμέλεια: Δημήτρης Καλοκύρης
——————————
Το ανέκδοτο αυτό ημερολόγιο του Τάσου Δενέγρη άρχισε να γράφεται τον Ιούλιο του 1957, όταν ο ποιητής ήταν 23 ετών. Η αφήγηση φτάνει ως το καλοκαίρι του 1958. Από τις δακτυλογραφημένες σελίδες και τις ιδιόγραφες σημειώσεις του είναι εμφανές ότι ήθελε να το επεξεργαστεί περaιτέρω και, πιθανώς, να του δώσει μυθιστορηματική μορφή. Στη μεταγραφή και στην επιμέλεια που ακολούθησε έγιναν μικρές επεμβάσεις [που, συνήθως, δηλώνονται με αγκύλες] και οι απαραίτητες ορθογραφικές ή/και συντακτικές διορθώσεις. Για να διευκολυνθεί η ανάγνωση, το κείμενο χωρίστηκε από τον επιμελητή σε δύο ξεχωριστά έγγραφα (Α' και Β΄μέρος) και προστέθηκαν μεσότιτλοι.
(1ο/7/1957 - 10/10/1957)
{ Αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο }
[ ΠΡΟΜΗΝΥΟΤΑΝ ΒΑΡΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ]
Ήταν 10 Ιουλίου. Καθώς έφτασε στην πλατεία με την εκκλησία, εκεί που σταθμεύουν τα υπεραστικά λεωφορεία, είδε πλήθος κόσμου να περιμένει στα καφενεία ή μέσα στην αίθουσα που πωλούν τα εισιτήρια. Στιβαγμένοι, στην κυριολεξία, στους πάγκους, σκούπιζαν το πρόσωπό τους με μαντήλια.
Ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευε χωρίς αποσκευές κι αυτό τον ευχαριστούσε πολύ. Πήγαινε για κατάταξη στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων και, γι’ αυτό, τα μόνα πράγματα που είχε μαζί του ήταν ξυριστικά, μια οδοντόβουρτσα, δέκα πακέτα τσιγάρα, μερικά χρήματα και την ταυτότητά του. Ακόμη και τα ρούχα που φόραγε θα ’πρεπε να τα στείλει κι αυτά στην Αθήνα γιατί δεν θα του χρειαζόντουσαν απ’ εδώ κι εμπρός.
Ρώτησε τι ώρα ακριβώς φεύγει το λεωφορείο για την Κόρινθο και του είπαν πως είχε 20΄ καιρό. Παρήγγειλε λοιπόν έναν καφέ και σηκώθηκε να κάνει μερικά τηλεφωνήματα. Μίλησε με δυο φίλους πρώτα, αντάλλαξαν μερικά αστεία και μετά προσπάθησαν να του δώσουν θάρρος. Ύστερα πήρε τη Χριστίνα. Μόλις άκουσε την φωνή της στο ακουστικό το κατέβασε κι έφυγε. Γύρισε στην πλατεία. Έκανε υπερβολική ζέστη, προμηνυόταν πολύ βαρύ καλοκαίρι.
Η διαδρομή κράτησε λιγότερο από δύο ώρες. Δεν έπιασε κουβέντα με κανέναν επιβάτη στο λεωφορείο. Ήταν ήσυχος και κοίταζε από το ανοιχτό παράθυρο τους δρόμους, τους συνοικισμούς, τη θάλασσα. Δεν είχε κάνει ποτέ τη διαδρομή ή, τουλάχιστον, δεν το θυμόταν και μάλλον έτσι πρέπει να ήταν γιατί δεν είχε πάει ποτέ στην Πελοπόννησο, επομένως δεν είχε ποτέ του περάσει τον Ισθμό της Κορίνθου.
Αργότερα θα την έκανε πολλές φορές ετούτη την διαδρομή και κάθε τοπίο ή κάποιο χαρακτηριστικό σημείο θα του εντυπωνόταν. Παραδείγματος χάριν, τρία ομοιόμορφα πλοία στου Σκαραμαγκά, με μαύρη καρίνα [sic] και κόκκινα φουγάρα, αραγμένα πολύ κοντά στη στεριά, τόσο που τρόμαζες χωρίς να ξέρεις γιατί, πιθανώς γιατί είχες συνηθίσει να βλέπεις τα πλοία σ’ αρκετή απόσταση απ’ την παραλία ή ακόμη γιατί υποπτευόσουν πως η θάλασσα εδώ είχε μεγάλο βάθος, αμέσως μόλις έμπαινες, κι αυτό είχε σαν επακόλουθο, στην φαντασία σου πάντα, την υποψία πως για να υπάρχει μεγάλο βάθος μπορεί να κυκλοφορεί και κανένας καρχαρίας κοντά στα τρία σκάφη.
Αργότερα, λοιπόν, θα ’κανε συχνά αυτή την διαδρομή, είτε νωρίς το απόγευμα και θα είχε μεγάλη χαρά γιατί πλησίαζαν στην Αθήνα κι έβγαινε με άδεια, ή Κυριακή βράδυ κι ήταν μουντά και στενάχωρα γιατί ήταν το τέλος της εικοσιτετράωρης άδειας και η είσοδος στο στρατόπεδο.
[ ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΟ ]
Ήταν απόγευμα όταν έφτασαν στην Κόρινθο κι είχε όλη την ημέρα ελεύθερη. Πέρασε από μια μικρή πλατεία με αλσύλλιο, από μια ογκώδη εκκλησία που φαινόταν να είναι η Μητρόπολις, μπερδεύτηκε σε άλλους μικρότερους δρόμους ώσπου τελικά βγήκε στη θάλασσα. Ήταν μια κοινή παραλία και μάλλον βρόμικη. Ξερά χόρτα, κουτιά από προφυλακτικά και βότσαλα. Στο αριστερό μέρος της παραλίας, που δεν πρέπει να ήταν μεγαλύτερη από 75 μέτρα, διασκέδαζαν οκτώ άτομα. Πέντε άντρες και τρεις γυναίκες. Οι άντρες ήταν συνομήλικοι, γύρω στα εικοσιένα ή και λίγο παραπάνω, κι οι κοπέλες μικρότερες. Μία μάλιστα δεν θα ήταν πάνω από δεκαεφτά χρονών. Ένας έπαιζε ακορντεόν, ο άλλος ένα περίεργο πνευστό –κάτι σαν πίπιζα– κι ο τρίτος χόρευε. Οι άλλοι δυο κι οι κοπέλες καθόντουσαν χάμω, τραγουδούσαν και χτύπαγαν παλαμάκια. Αυτός που χόρευε, πολύ ψηλός και αδύνατος, ήταν το κέντρο της παρέας. Όλοι τον πρόσεχαν και από καιρό σε καιρό του λέγαν διάφορα κολακευτικά, όπως «Γειά σου, Λουκά, λεβέντη» και τέτοια. Εκείνος χωρίς να δίνει σημασία συνέχιζε να χορεύει και τώρα βάλθηκε και να τραγουδάει κακόφωνα με βραχνιασμένη φωνή.
Άρχισε να σκοτεινιάζει. Οι πλαϊνοί σταμάτησαν το τραγούδι. Άνοιξαν κάτι δέματα που κουβαλούσαν κι έβγαλαν φαγητά και ψωμί. Είχαν και [μια] νταμιτζάνα κόκκινο κρασί. Φαίνεται πως όλοι αυτοί, οι άνδρες δηλαδή, πρέπει να πήγαιναν να καταταχτούν – εκτός από έναν, που συνόδευε τις κοπέλες. Από τη μιλιά τους, τα τραγούδια τους και το σουλούπι τους φαίνονταν κάπως διαφορετικοί. Ήταν από τα βόρεια από τη Μακεδονία ή τη Θράκη και θα ’βλεπε πάρα πολλούς απ’ αυτά τα μέρη ο Δ. από δω και πέρα.
Περιπλανήθηκε δυο ώρες και περισσότερο ώσπου να βρει σπίτι με άδειο κρεβάτι. Ένας ολόκληρος λαός ή καλύτερα ένας υποψήφιος στρατός θα κοιμόταν εδώ απόψε. Η Κόρινθος ζούσε τις μεγάλες στιγμές της κι οι Κορίνθιοι θα έβγαζαν μερικά extra χρήματα. Πλήρωσε το κρεβάτι για να το σιγουρέψει και βγήκε να φάει.
Στο εστιατόριο ήλθε κάποιος και στρογγυλοκάθησε δίπλα του. Ήταν υποψήφιος νεοσύλλεκτος – δε χρειαζόταν άλλωστε και πολύ σοφία για να το καταλάβεις: ήθελαν απ’ τ’ απόψε κιόλας να είναι κοντά, να συζητούν γι’ αυτά που θα περάσουν, λες και δε θα ‘μεναν δύο μήνες στο ίδιο στρατόπεδο. Ήδη κατάλαβε πως η ατομικότης του είχε από απόψε υποστεί γενική επίθεση. Μήπως όμως δεν το διάλεξε; Αυτός δεν διέκοψε την αναβολή του για να καταταχτεί; Και γιατί το 'κανε; Για να ταυτιστεί με τη μάζα και να κάνει διάφορα κουραστικά και δυσάρεστα πράγματα κι έτσι να ξεκουράσει λίγο το νευρικό του σύστημα και ν’ αλλάξει παραστάσεις και καταστάσεις.
«Ας γίνει, λοιπόν απ’ τ΄απόψε η δοκιμή», είπε μέσα του ο Δ. Κι έπνιξε κάθε δυσανασχέτηση, καθώς ο άλλος άρχισε να του μιλάει για την πολιτική ζωή του κι άλλα συναφή.
Πρότεινε να τον κεράσει μπύρες, ο άλλος όμως αρνήθηκε. Τον σιχάθηκε γι’ αυτή του τη μιζέρια και ξαφνικά σηκώθηκε, πλήρωσε και χάθηκε πάλι στα στενά, μέχρι να βρει το σπίτι. Το βρήκε με κόπο, έτσι που έμοιαζαν όλα μεταξύ τους, μπήκε μέσα, μια γυναίκα βγήκε μόλις άκουσε το τρίξιμο της εξώπορτας, τον έβγαλε στην πίσω αυλή, αφού τον πέρασε απ’ το σπίτι, και του ‘δειξε ένα ντιβάνι. Υπήρχαν άλλα δύο ντιβάνια κι ένα ράντζο. Στο ένα, κάποιος κοιμόταν κι όλας βαθιά. Δεν έκανε ζέστη κι οι βασιλικοί στις γλάστρες αρωμάτιζαν όλη την αυλή.
Στον πρώτο ύπνο ξύπνησε από κάτι φωνές. Η αυλή ήταν γεμάτη κόσμο. Διέκρινε τη νοικοκυρά κι έναν άντρα να βγάζουν στρώματα, ενώ στο δεύτερο ντιβάνι και [το] ράντζο είχαν ξαπλώσει κιόλας δυο νεοφερμένοι. Δεν είχαν και πολλή διάθεση να κοιμηθούν και δεν ήθελε και πολύ φαντασία να καταλάβεις πως μιλούσαν για κάποιο μπουρδέλο που μόλις είχαν αφήσει.
– Ρε συ, η Ρούλα δεν πιάνει μπάζα μπροστά της.
– Κάτσε να τη δεις μέρα, αυτήν εδώ, και σου λέω εγώ. Εκεί που μπήκαμε ούτε φως δεν είχε.
– Τότε γιατί κι οι δυο πήγαμε σ’ αυτήνε;
– Πού ήθελες να πάμε, ρε παιδί μου, είχε και καμμία άλλη; Στο προηγούμενο που μπήκαμε, εκεί στ’ αριστερά κοντά στις γραμμές του τραίνου, νόμιζα πως ήμουν σε τσίρκο.
Η συζήτηση διεκόπη από έναν καινούργιο που μπήκε τρικλίζοντας και τραγουδώντας. Οι άλλοι τον υποδέχτηκαν με γέλια.
– Γειά σου Κυριάκο τσίφτη.
– Γιατί δεν ήρθες μαζί μας, ρε Κυριάκο;
Ο Κυριάκος κάτι είπε, σκόνταψε σ’ ένα στρώμα, κρατήθηκε απ’ τον τοίχο για να μην σωριαστεί κάτω, μετά όπως ήταν όρθιος έβγαλε το πουκάμισό του, έσκυψε στο στρώμα και τράβηξε αυτόν που κοιμόταν. Αυτός ξύπνησε τρομαγμένος και μετά το ξάφνιασμα θύμωσε κι άρχισε να φωνάζει. Ο μεθυσμένος τον τραβούσε, οι άλλοι δύο φώναζαν «Έχει δίκιο ο Κυριάκος» ή «Αφού το πλήρωσε πρώτος το ντιβάνι»... Έγινε μεγάλος σαματάς, ήλθε κι η νοικοκυρά. Ο Δ. τράβηξε το σεντόνι μέχρι επάνω και κοιμήθηκε.
[ Η ΠΟΛΗ ΓΕΜΙΖΕΙ ΤΡΕΛΟΥΣ ]
Σηκώθηκε στις 8 το πρωί. Μπήκε σ’ ένα γαλακτοπωλείο όπου πέρασε δυο ώρες κι ύστερα αποφάσισε να εξερευνήσει την πόλη απ’ την μεριά του στρατοπέδου. Αρχισε ν’ ανεβαίνει την ανηφορική άσφαλτο και τότε μπροστά είδε πολλές δεκάδες, σε γκρουπ, να κάνουν την ίδια δουλειά. Η Κόρινθος δεν του άρεσε καθόλου, κοινά σύγχρονα διώροφα, εστιατόρια, κουρεία, καταστήματα. Χωρίς ενδιαφέρον. Χάσαν το χωριάτικο ή, έστω, το τοπικό [χρώμα] χωρίς όμως να αποκτήσουν τίποτα. Να, εδώ τελειώνει η κυρίως πόλη. Τελικώς δεν είναι μεγάλη. Αραίωσαν τα σπίτια. Μερικοί υπαίθριοι πωλητές με πεπόνια. Μια χοντρή με τσεμπέρι περιμένει να κατεβάσει την αλυσίδα μόλις πλησιάσει το τραίνο.
Να το στρατόπεδο. Η μια του μάντρα, η παράλληλη με το δρόμο, έχει μεγάλο μήκος. Δε βλέπεις το τέρμα της. Η άλλη, αυτή που προσδιορίζει την άλλη πλευρά του στρατοπέδου, κάνει κοιλιά κι έτσι δεν καταλαβαίνεις πού τελειώνει. Το στρατόπεδο μοιάζει μεγάλο. Οι μάντρες είναι ασπροβαμμένες. Ο ασβέστης, κακοβαλμένος, σχηματίζει χοντρά εξογκώματα. Αυτοί που προηγούντο κι είχαν φτάσει κοντά στην πύλη σταμάτησαν κι έκαναν μεταβολή.
– Τι συμβαίνει; ρώτησαν οι άλλοι.
– Καλύτερα να μη μας δουν από την πύλη και μας πούνε να μπούμε μέσα.
– Αφού έχουμε δικαίωμα να παρουσιαστούμε μέχρι τις 13 κι είναι σήμερα 11, είπε ένας κοντός.
Οι μισοί προχώρησαν κι [οι] άλλοι μισοί πήραν το δρόμο του γυρισμού. Ο Δ. έμπλεξε σε μια παρέα που πήγαινε σ’ ένα καφενείο για χαρτιά. Εκεί χώρισαν στα δύο. Ήταν εφτά και πήγαν οι τρεις για πρέφα κι οι τέσσερις σχημάτισαν καρρέ για ξερή. Μαζί μ’ αυτούς κι ο Δ.
Ο Δ. δεν τους ήξερε. Ρώτησε όμως τα ονόματά τους για να τα γράψει στην πλάκα. Στα τέσσερα πρώτα χέρια είχε δώσει κιόλας τρεις ξερές, γιατί αντί να θυμάται τα χαρτιά που περνούσαν, το μυαλό του είχε στυλώσει στο μεγάλο στρατόπεδο που δέσποζε στο ύψωμα.
Παίξαν πολλές παρτίδες, αλλάζοντας ζευγάρια μέχρι τη μία και μισή. Ο Δ. άρχισε να ψάχνει για κάποιο κουρείο που να ‘ναι (κάπως) άδειο. Βρήκε ένα με καμμιά εικοσαριά που 'χαν έλθει να ξυρίσουν το κεφάλι και να μπουν κουρεμένοι στο στρατόπεδο. Το κούρεμα κρατούσε πολύ λίγο γιατί δούλευε ψιλή μηχανή και ξυράφι μονάχα, τα μαλλιά πλήθαιναν στο πάτωμα, το παραπαίδι δεν προλάβαινε να σκουπίζει κι ένας ένας οι αυριανοί νεοσύλλεκτοι σηκωνόντουσαν και κοίταζαν στον καθρέφτη την καινούργια μορφή τους. Σε λίγο η πόλη έμοιαζε να ‘χει πλημμυρίσει τρελούς που κυκλοφορούσαν ανενόχλητοι στους δρόμους.
Ο Δ. μπήκε σ’ ένα εστιατόριο για να φάει. Ήταν το τελευταίο πράγμα που έκανε σαν πολίτης.
Στην πύλη τουλάχιστον πενήντα άτομα κοντοστέκονται απ’ έξω. Αλλοι περιμένουν στη λεωφόρο κοιτάζοντας με περιέργεια κι άλλοι πίνουν καφέ και πορτοκαλάδες στα στρογγυλά σιδερένια τραπέζια, περιμένουν με τα κουρεμένα κεφάλια τους να φτάσει το τελευταίο όριο της προθεσμίας για να ξέρουν πως είναι πια υποχρεωμένοι να μπουν.
Σε λίγα λεπτά, ο Δ. περνούσε το φυλάκιο της πύλης μαζί με άλλους σε μονή σειρά. Στέκονται σ’ ένα κτήριο απόξω. Ανοίγει η πόρτα κι ένας σωματώδης υπολοχαγός με βρισιές κι αγριοφωνάρες τούς διατάζει να πιάσουν θέσεις στους αδειανούς πάγκους. Κάθισαν, λοιπόν, στους πάγκους, έχοντας μπροστά τους τα τραπέζια. Τους δίνουν έντυπα πολλά έντυπα κι αρχίζουν το γράψιμο. Το ονοματεπώνυμο και το όνομα του πατέρα τους το γράφουν πάνω από πέντε φορές. Πού γεννήθηκαν, τι γνώσεις έχουν, μια μικρή βιογραφία ιδεολογικής φύσεως – αν δηλαδή ανήκαν στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ή στην νεολαία της ΕΠΟΝ, αν ανήκαν στον ΕΔΕΣ ή αν όλα αυτά συνέβησαν σε κανέναν στενό συγγενή τους, στον πατέρα τους, ας πούμε ή στον θείο τους ή στον μεγάλο τους αδελφό. «Ανήκετε σε θρησκευτικούς συλλόγους; Έχετε συγγράψει βιβλία; Υπήρξατε μέλος αθλητικού σωματείου και πότε, τι άλλες τέλος πάντων ασχολίες είχατε εκτός απ’ τις σπουδές σας και την δουλειά σας;».
Δεν υπήρχε εκείνο το είδος του βουητού που συνήθως ακούς σε πανεπιστημιακή αίθουσα σε ώρα διαγωνισμού. Με τις πρώτες φωνές του σωματώδους υπολοχαγού και με τις γρήγορες μετακινήσεις των υπαξιωματικών από τραπέζι σε τραπέζι, οι εκατόν πενήντα περίπου που ήταν στην αίθουσα έγραφαν στα μουλωχτά. Αργότερα τους τοποθέτησαν σε θαλάμους και κοιμήθηκαν ενωρίς.
Το άλλο πρωί ήχησαν οι σάλπιγγες και στο θάλαμο κυριολεκτικώς εισέβαλαν υπαξιωματικοί, φωνάζοντας να ετοιμαστούν γρήγορα. Το θέαμα ήταν παράδοξο· να βλέπεις, δηλαδή, άντρες στην σειρά, με κοντομάνικα πουκάμισα και φτηνά παντελόνια, κουρεμένους γουλί με [μια] καραβάνα στο χέρι.
Τους χώρισαν κατ’ αλφαβητική σειρά και τους οδήγησαν σε μεγάλες αίθουσες που κανονικά θα ‘πρεπε να είναι τραπεζαρίες, αλλά τις είχαν αδειάσει για την περίσταση, κι έτσι άρχισε μια διαδικασία που κράτησε τρεις ολόκληρες μέρες. Ήταν το περίφημο πέρασμα απ’ τους γιατρούς.
[ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ]
Οι γιατροί, κατά ειδικότητα, πιάναν ένα τμήμα της αιθούσης κι εκεί γινόταν ουρά. Ήταν συνήθως δύο σε κάθε ειδικότητα, μπροστά από ένα τραπέζι, και μαζί τους ένας ή δύο αξιωματικοί που συμπλήρωναν εκατοντάδες χαρτιά και καταστάσεις. Ήταν οι στρατολόγοι. Ομολογουμένως υπήρχε μεγάλη τάξις μέσα σ’ αυτό το χάος και μολονότι οι αίθουσες ήταν αχανείς και η διανομή ορθολογιστικώς σοφή, μεγάλες ουρές σχηματιζόντουσαν έξω και περίμεναν συντεταγμένες στην σκιά. Σε μερικά σημεία που [επίσης] γινόταν ουρά, δεν υπήρχαν γιατροί. Εκεί γινόντουσαν οι μετρήσεις: βάρος, ύψος, ύψος καθισμένοι, και ένα μηχάνημα που σου μετρούσε την χωρητικότητα των πνευμόνων με εισπνοή και εκπνοή.
Τα αποτελέσματα των μετρήσεων τα έγραφαν με κόκκινο χοντρό μολύβι στο πάνω μέρος του στήθους, έτσι που όσο και να ’σκυβες το κεφάλι δεν μπορούσες να τα δεις. Μπορούσε όμως ο καθένας να βλέπει τους αριθμούς του άλλου και να περνάει την ώρα του.
Για τον Δ. το θέαμα αυτό δεν ήταν και εντελώς άγνωστο. Στο Κολέγιο γινόταν στην αρχή κάθε χρονιάς. Κι εκεί τριγυρνούσαν ολόγυμνοι μπροστά στους γιατρούς και περνούσαν από εξετάσεις και μετρήσεις. Μόνο που εκεί, το όλο σκηνικό ήταν μια αίθουσα, όπου δεν υπήρχαν παρά (μόνον) 30 άτομα γνωστά μεταξύ τους και λίγο πολύ προέρχονταν απ’ το ίδιο, ή περίπου το ίδιο, κοινωνικό περιβάλλον.
Άρχισε λοιπόν να χαζεύει γύρω του. Είδε μερικούς να προσπαθούν να κρυφτούν μέσα στην ουρά κι είδε άλλους να τα χάνουν, την ώρα που σ’ ένα νεύμα του γιατρού, έπρεπε να προχωρήσουν μπροστά τρία έως πέντε βήματα και να μείνουν έτσι εκτεθειμένοι όπως τους γέννησε η μάνα τους.
[Ο Δ.] ρώτησε κάποιον που ήταν κοντά του να του πει τ’ αποτελέσματα των μετρήσεών του. Υψος 1,71, βάρος 58 κιλά, χωρητικότης πνευμόνων πολύ καλή, αρκετά πάνω απ’ τον μέσο όρο.
Το βράδυ κοιμήθηκαν ψόφιοι απ’ την κούραση. Οι θάλαμοι δροσεροί, χρειάστηκε και κουβέρτα.
Την επόμενη το ίδιο βιολί. Η συνέχεια στους γιατρούς. Μόνον που τώρα δεν ήταν όπως την πρώτη φορά. Υπήρχε μεγαλύτερη άνεση και λιγότερος τρόμος. Στο κάτω κάτω δεν πέθανε και κανείς. Όταν έφτασε στον οφθαλμίατρο ο Δ. είχε μια μικρή αγωνία. Τελικώς του είπαν να βγάλει τα γυαλιά, κι έτσι άρχισαν να του μετρούν την μυωπία. 4 κι απ’ τα δύο μάτια. Πιο κάτω σε μιαν άλλη ουρά είδε κι έναν σακάτη. Η μια του γάμπα ήταν ατροφική και στραβοπατούσε το πέλμα. Αυτόν τον απήλλαξαν επί τόπου, όπως κι έναν άλλον που ήταν να τον λυπηθείς, όχι μόνο γι’ αυτό που είχε, αλλά γιατί τον είχαν κυριολεκτικά στήσει στην μέση της αίθουσας και τον περιεργαζόντουσαν όλοι οι γιατροί και μαζί τους, βέβαια, κι όλοι οι νεοσύλλεκτοι που ήταν μέσα. Ο άνθρωπος είχε κάτι τρομακτικούς στην θέα όρχεις που έφταναν μέχρι σχεδόν τα γόνατά του. Είχε ορχεοκήλη – φοβερής όμως μορφής, για να τον κοιτάζουν τόσην ώρα οι γιατροί.
Αργά το μεσημέρι φτάσαν μπροστά στους αφροδισιολόγους. Ένας ένας προχωρούσε μπροστά απ’ τους άλλους κι οι γιατροί τον κοίταζαν και πολλές φορές άγγιζαν το γεννητικό του μόριο με μια βέργα. Ποιός όμως είχε όρεξη γι’ αστεία τέτοια ώρα – αλλιώς θα μπορούσαν να γίνουν πολλά γέλια. Υπήρχε κι άλλη μια διαδικασία. Αυτή ήταν πραγματική δοκιμασία. Τους γύρναγαν μεταβολή και μετά τους έβαζαν να κάνουν επίκυψη. Τότε κάποιος κοίταζε τον πρωκτό τους. Υποτίθεται πως το κάναν για ν’ ανακαλύψουν τους παθητικούς ομοφυλόφιλους, μπορεί όμως να έβλεπαν και τίποτα αρρώστειες.
Μείναν ακόμη κάποιες συμπληρωματικές εξετάσεις, όπως ανάλυση ούρων, μια μικροακτινογραφία θώρακος και τελευταία δύο εμβόλια εναντίον επιδημιών.
[ «ΚΕΚΑΡΜΕΝΟΙ» ]
Στο μεταξύ η ζέστη όλο και μεγάλωνε. Είχε φτάσει τους 39 βαθμούς Κελσίου στην σκιά. Είχαν περάσει τρεις μέρες και τριγυρνούσαν με τα πολιτικά τους. Πάνω στα πουκάμισα είχε κολλήσει σκόνη και τα παντελόνια όλων, πίσω, ήταν γεμάτα χώματα, απ’ το πολύ κάτσε στο χώμα. Τώρα δεν υπήρχαν οι κουρεμένοι κι οι ακούρευτοι. Είχε επιτευχθεί η ομοιογένεια γιατί είχαν κουρέψει και τους τελευταίους. Μερικούς τους τράβηξαν απ’ το χέρι σχεδόν με απίστευτη γλυκύτητα και, μόλις έφταναν στην πόρτα του κουρείου, τους έδιναν μια σπρωξιά που κόλλαγαν στον τοίχο. Ήταν το πιο απλό κουρείο που μπορεί κανείς να φανταστεί. Ο κουρέας, στρατιώτης παλιάς σειράς, μια μηχανή, ένα λεπίδι, μια πετσέτα χακί κι ένα ντενεκεδάκι με πράσινο οινόπνευμα. Οι άλλοι απ’ έξω χάζευαν και κάναν καζούρα.
– Κρίμα τη τζίβα, πάει το φριζέ σου, και τέτοια
Άλλοι πάλι προσέφεραν τσατσάρα στους κουρεμένους γουλί, την ώρα που έβγαιναν.
– Πάρε να χτενιστείς, γιατί πετάνε λίγο τα μαλλιά σου από πίσω.
Τελειώνοντας τις εξετάσεις των γιατρών ο Δ. άρχισε να αισθάνεται πιο ασφαλής. Ήταν απολύτως υγιής. Περίμενε τώρα με ανυπομονησία το πρόγραμμα. Φιλίες δεν είχε κάνει γιατί ακόμη δεν τους είχαν χωρίσει σε λόχους. Το βράδυ στον θάλαμο, ελάχιστοι νοιαζόντουσαν για παρέες. Η κούραση ήταν μεγάλη, η ζέστη αφόρητη κι έτσι τα μάτια έκλειναν αμέσως.
Το φαγητό το μοίραζαν στην ύπαιθρο, στο χώρο των στρατοπέδων, μακριά κάπως απ’ το συγκρότημα των στρατώνων. Σχηματιζόντουσαν ουρές μπροστά στον μάγειρα και τους βοηθούς του κι αυτός βούταγε την κουτάλα μέσα στο μεγάλο καζάνι που βρισκόταν πλάι του και γέμιζε την καραβάνα, που εσύ έπρεπε να την έχεις έτοιμη, προτεταμένη στο ένα χέρι. Ο βοηθός τότε έπαιρνε με το χέρι ένα κομμάτι κρέας από μια λαμαρίνα ακουμπισμένη στο πρόχειρο ξύλινο τραπέζι και στο πέταγε μεσ’ στην καραβάνα. Ένας τρίτος έδινε το ψωμί που αναλογούσε σε δύο άτομα, κι έπρεπε μετά να το μοιραστείς με τον πλησίον σου. Τελειώνοντας την ουρά έπρεπε να προλάβουν μια θέση στις τραπεζαρίες, που δεν ήσαν και τόσο κοντά· τους έβλεπες λοιπόν να τρέχουν με [...] την καραβάνα στο δεξί χέρι ή στο αριστερό –αν κανείς ήταν αριστερόχειρ– το ψωμί πάνω στην καραβάνα κι ένα τσαμπί σταφύλι, που μαδούσε με την τρεχάλα, στο άλλο χέρι. Αν τώρα δεν έβρισκες θέση στην τραπεζαρία δύο τινά μπορούσες να κάνες: ‘Η να βολευτείς έξω, να κάτσεις δηλαδή χάμω σ’ ένα μέρος που να μην το καίει ο ήλιος ή να περιμένεις όρθιος στην τραπεζαρία για να πάρεις τη θέση κάποιου που θα τελειώσει γρήγορα. Όσο για το νερό, εκεί γινόταν άλλη διαδικασία. Υπήρχαν στους τοίχους της αίθουσας κάθε δύο μέτρα νιπτήρες με βρύσες. Τις βρύσες τις είχαν κλειστές απ’ τη γενική ασφάλεια και τις άνοιγαν λίγο μετά την έναρξη του φαγητού. Τότε όλοι ορμούσαν με τα παγούρια, έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλον, άρχιζαν οι βρισιές κι ο τσακωμός και αν κανείς δεν ήταν γρήγορος και καπάτσος μπορούσε να μείνει χωρίς νερό. Το πιο χαρακτηριστικό πάντως ήταν ο ήχος που κάναν τα μεταλλικά παγούρια καθώς συμπλέκονταν στον αέρα ή στον χώρο των νιπτήρων. Στο βραδινό φαγητό τα πράγματα ήταν απλά γιατί το νερό δεν κοβόταν καθόλου.
Την τέταρτη μέρα έγινε ο χωρισμός σε δώδεκα λόχους. Και κάθε λόχος χωρίστηκε σε τέσσερις διμοιρίες. Κάθε λόχος είχε δικό του κτήριο. Η διμοιρία κοινό θάλαμο. Έτσι από δω και μπρος η μέρα θα κυλούσε το ίδιο για 150 άτομα. Στις πρωινές ασκήσεις πήγαινε όλος ο λόχος με τους αξιωματικούς του. Στις απογευματινές όμως ασκήσεις, στις επιθεωρήσεις του Σαββάτου, στο φαγητό, στην σχόλη και σ’ ένα σωρό μικροδραστηριότητες, κάθε διμοιρία ήταν μόνη της. Έτσι, μέσα σε κάθε διμοιρία, καλλιεργήθηκαν ανθρώπινες σχέσεις. Σ’ αυτό βοήθησε κι ο θάλαμος που έγινε η μόνιμη κατοικία τριανταπέντε ανθρώπων.
Νωρίς απ’ το πρωί, την ώρα που έτρωγαν το πρωινό τους ρόφημα μαθεύτηκε πως θα γίνει ο χωρισμός στους λόχους. Εκεί φάνηκαν αμέσως οι καπάτσοι, εκείνοι που χώνονται, εκείνοι που έχουν μέσον ή αυτοί που συνδικαλίζονται. Όσοι ήξεραν κάποιον εκεί μέσα, απ’ τον Συνταγματάρχη, [τον] Διοικητή, μέχρι μόνιμο δεκανέα, πήγαιναν να τον βρουν και να τον παρακαλέσουν να «καθαρίσει», όπως λένε, γι’ αυτούς και να τους βάλει σ’ ένα λόχο που να είναι κι οι φίλοι τους μαζί. Οι πιο οργανωμένοι ήταν οι φοιτητές της Νομικής. Ήταν πάντα μαζί στα διαλείμματα, κάναν τα ίδια αστεία και λέγαν τα ίδια που μπορούσες να δεις και ν’ ακούσεις στα καφενεία της Σόλωνος, απέναντι από το Πανεπιστήμιο. Δεκάξη λόχους φτιάξαν οι νεοσύλλεκτοι. Ήταν μια απ’ τις μεγαλύτερες σειρές που ‘χαν ποτέ παρουσιαστεί. Τότε έκανε την παρουσία της στο στρατόπεδο η δίψα. Η Κόρινθος είχε λίγο νερό.
Τον Δ. τον έβαλαν στον 11ο λόχο. Στην πρώτη διμοιρία. Κάθε δυο λόχοι έπιαναν ένα κτήριο, όπως είπαμε. Ετσι ο 11ος στεγάστηκε στο ισόγειο κι από πάνω είχε τον 12ο. Απέναντί τους είχαν το Κ.Ψ.Ο., το «καψό» όπως το έλεγαν (ΚΕΝΤΡΟ ΨΥΧΑΓΩΓΙΑΣ ΟΠΛΙΤΩΝ). Μέσα στο θάλαμο υπήρχαν δυο σειρές διπλά σιδερένια κρεβάτια. Η μια σειρά απέναντι στην άλλη. Διάλεξε το πάνω κρεβάτι. Όλη τη μέρα ο θάλαμος δούλευε πυρετωδώς. Μπήκαν πάλι σαν σίφουνες οι υπαξιωματικοί κι άρχισαν να τους δείχνουν πώς φιάχνεται ένα κρεβάτι, αφού βέβαια τους έδωσαν στρώματα και κουβέρτες. Οι κουβέρτες ήταν όμοιες μεταξύ τους. Ήταν τρεις κι η μία έπρεπε να διπλωθεί καλά πάνω στο στρώμα κι ύστερα να τυλιχτεί γύρω του και να πιαστεί με παραμάνες έτσι που να φαίνεται ραμμένη πάνω του.
Οι άλλες δύο διπλωνόντουσαν κατά τρόπο ξεχωριστό η καθεμιά τους και μπαίναν στην θέση του προσκεφάλου. Η μία απ’ αυτές γινόταν φάκελος κι ανάμεσά της έμπαινε το μαξιλάρι, δηλαδή ένα πανί αναιμικά γεμισμένο με τζίβα. Η δεύτερη γινόταν κατά τρόπον γεωμετρικό κι ήταν πιο εύκολος να τον μάθεις. Την χαλούσανε άλλωστε κάθε βράδυ για να την έχουν για σκέπασμα.
Ήταν εφιάλτης αυτό το φτιάξιμο του κρεβατιού. Τουλάχιστον για τους πρώτους μήνες της θητείας γινόταν αιτία αγωνίας ή, απ’ την άλλη μεριά, άνοιγε το δρόμο για τις άδειες και τις διανυκτερεύσεις. Κάθε τόσο έμπαιναν στο θάλαμο, πότε ο λοχίας και πότε ο δεκανέας κι επιθεωρούσαν τη δουλειά.
Ο δεκανέας ούρλιαζε: «Ακόμα μωρέ! Τσακιστείτε, κακομαθημένοι».
Ο δεύτερος μίλαγε πιο σιγά, ήταν όμως όλο απειλή.
Ο Δ. πλησίασε έναν κοντό και του ζήτησε δύο παραμάνες.
– Θα μου χρειαστούν, τρέχα ν’ αγοράσεις απέναντι στο Κ.Ψ.Ο., είπε εκείνος με ηπειρώτικη προφορά.
[ Κ.Α.Ψ.Ο. ]
Αυτό το Κ.Ψ.Ο. λοιπόν ήταν ο πιο αγαπητός χώρος στο στρατόπεδο – μετά το θάλαμο. Εκεί ο στρατιώτης αγόραζε τσιγάρα, σπίρτα, σοκολάτες, έτρωγε παγωτό ή γλυκό του ταψιού κι έπινε γκαζόζες. Εκεί ακόμη εύρισκε οτιδήποτε θα μπορούσε να του χρειαστεί: κουμπιά, κλωστή, μπράσο, βελόνα, ξυραφάκι, επιστολόχαρτα, σαπούνι του ξυρίσματος (Ερμής, μια και μοναδική μάρκα). Υπήρχαν δυο τρεις καρέκλες, αλλά δεν επιτρεπόταν στον στρατιώτη να καθίσει, ούτε και καφέ μπορούσε να παραγγείλει.
Υπήρχαν όμως και ώρες που το Κ.Ψ.Ο. μπορούσες να το μισήσεις. Ήταν το μεσημέρι, μετά το φαϊ. Πήγαινες, ας πούμε, να πάρεις τσιγάρα. Δεν σ’ άφηναν να μπεις μέσα και να κάνεις ουρά, με την δικαιολογία ότι γινόταν πολύ φασαρία. Έτσι άνοιγαν ένα παραθυράκι που ήταν στο πλάι και γινόταν μια υποτυπώδης ουρά που αργότερα –και συγκεκριμένα μόλις άνοιγε το παράθυρο–, μετατρεπόταν σε μπουλούκι που σπρωχνόταν με αγκώνες και ώμους, ποδοπατώντας ο ένας τον άλλον. Αυτό γινόταν γιατί ο στρατιώτης που πούλαγε τα τσιγάρα έκλεινε συνήθως το παραθυράκι είκοσι λεπτά αφού άνοιγε κι οι στρατιώτες φοβόντουσαν μη δεν προλάβουν. Υπεύθυνος για το Κ.Ψ.Ο. ήταν ένας έφεδρος λοχίας, παχύς και άσπρος, παρόλο τον καυτερό ήλιο που για δέκα ώρες περιέχυνε το στρατόπεδο. Φορούσε πάντα φρεσκοσιδερωμένη στολή αμερικάνικη.
[ ΣΤΟΛΕΣ ]
Ο Δ. γύρισε πίσω στο θάλαμο κι άρχισε να φτιάχνει το κρεβάτι, τώρα που ‘χε και τις παραμάνες. Δεν τα κατάφερνε, κι όσο έβλεπε μερικούς να τα ‘χουν φτιάξει στην εντέλεια τον έπιανε κρύος ιδρώτας.
Το μεσημέρι τους στείλανε να πάρουν στολές. Ο Δ. πήγε απ’ τους τελευταίους ελπίζοντας να μην έχει μεγάλη ουρά. Βρέθηκε σε μια κάμαρη γεμάτη ράφια. Πουκάμισα και παντελόνια γέμιζαν τα ράφια και περίσσευαν σχηματίζοντας σωρούς πάνω στο πάτωμα. Στην αριστερή γωνία δεκάδες ζευγάρια αρβύλες χωρίς κορδόνια και με τις γλώσσες έξω. Μέσα στην αποθήκη ένας αδύνατος νεαρός δεκανέας κι ένας πανύψηλος λοχίας με μουστάκια και κρητική προφορά. Μόλις τον είδε ο δεκανέας του πέταξε ένα πουκάμισο κι ένα παντελόνι. Ο Δ. Το ‘πιασε και το 'σφιξε στο στήθος σαν τερματοφύλακας.
– Για δοκίμασ'τα, ρε. Σου κάνει το πουκάμισο;
Εβαλε το πουκάμισο. Ήταν εντάξει.
– Τι αριθμό παπούτσια φόραγες ρε, σαν πολίτης;
– Σαράντα δύο.
– Τότε κοίταξε αυτές εκεί. Κι έδειξε με το χέρι ένα σημείο της αποθήκης γεμάτο αρβύλες. Ύστερα του ‘δωσε γυλιό και σακίδιο. Ο άλλος ο ψηλός που δεν είχε καθόλου μιλήσει σηκώθηκε κι έβγαλε διάφορα ρούχα κι αντικείμενα απ’ τα ράφια. Τα πέταγε όλα χάμω. Ο Δ. έκανε να τα πάρει αλλά ο λοχίας τον σταμάτησε.
– Περίμενε να μαζευτούν όλοι και μετά να τα βάλεις στο γυλιό, είπε.
Ο Δ. τα κοίταξε με τρόμο. Είχαν μαζευτεί τόσο πολλά που δεν έβλεπε κατά ποίο τρόπο θα χωρούσαν στον γυλιό.
– Και τώρα άρχισε να τα βάζεις. Κάθε κομμάτι που θα σου δίνω, θα σου λέω πώς λέγεται. Στο στρατό έχουν άλλα ονόματα.
Έσκυψε, πήρε τον γυλιό κι έμεινε σκυμμένος κρατώντας τον ανοικτό με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο έπαιρνε από χάμω τα πράγματα: «Δύο σκελέες. Ένα χιτώνιο, χλαίνη, έξι ζεύγη μάλλινες περισκελίδες».
– Κι αυτό το μικρό που βλέπεις, πρόσεξε να μην το χάσεις (κι έκανε μια κίνηση απειλητική, σα να επρόκειτο να τον πνίξει). Αυτός είναι ο ατομικός επίδεσμος. Όποιος τον χάσει, περνάει στρατοδικείο. Αν, ρε, πάνω στη μάχη πληγωθείτε, τότε ανοίγετε το γυλιό κιι έχετε τον ατομικό επίδεσμο. Είναι ιερό αυτό και χρήσιμο, είπε ο δεκανέας.
Ήταν ένα κουτί με γλυκό μπεζ χρώμα που πλησίαζε το ροζ. Έμοιαζε με θήκη γυαλιών από πεπιεσμένο χαρτί. Ο Δ. είχε ιδρώσει, τ’ αυτιά του βούιζαν και κοίταζε τον ατομικό επίδεσμο με έκσταση προτού τον βάλει στο γυλιό.
– Ε, οπλουργέ, γύρισε τώρα κι είπε στον δεκανέα.
– Δεν θες να πεις κι εσύ τίποτα; Άντε μάζεφτα να τελειώνουμε μη σε πατήσω, γύρισε ξαφνικά κι είπε στον Δ.
Αυτός τα μάζεψε, τα ‘χωνε, κυριολεκτικά, στο γυλιό, που δεν μπορούσε κατά κανέναν τρόπο να κλείσει, κι έφυγε τρέχοντας για το κτήριο του λόχου του.
Οι υπαξιωματικοί:
Έτσι όπως στους υπουργούς ή στους ηθοποιούς ίσης ας πούμε αξίας, ένας στους δέκα ξεχωρίζει με την ακτινοβολία του, έτσι κι εδώ, στην κάτω κλίμακα του στρατεύματος, στους υπαξιωματικούς του 11ου λόχου, δύο ξεχώριζαν. Ο μόνιμος δεκανέας Φράγκος κι ο έφεδρος λοχίας Ρούμπης. Κοινό χαρακτηριστικό και των δύο ήταν το υψηλό επαγγελματικό πνεύμα. Ήταν κι οι δυο σπουδαίοι εκπαιδευταί, συνειδητοί κι ακούραστοι. Σαν άνθρωποι όμως ήταν εντελώς διαφορετικοί.
Ο Φράγκος ήταν μόνο 18 χρονών, 1,76 ανάστημα και αδύνατος – γι’ αυτό και φαινόταν ψηλότερος. Έμοιαζε νησιώτης του Αιγαίου. Κρέας δεν έλεγε να βάλει επάνω του, ήταν όμως πολύ νευρώδης και γυμνασμένος και μάλλον το ήξερε, γιατί περπάταγε επί κεφαλής της διμοιρίας, είτε στις πρωινές ασκήσεις ή μέσα στην Κόρινθο, ολόισιος, σα λαμπάδα, και τα παραγγέλματα που έδινε [ακούγο]νταν σαν να σφύριζε οχιά.
Ο Ρούμπης ήταν λοχίας έφεδρος, 24 χρονών, 1,74 ανάστημα κι έμοιαζε τριαντάρης. Μπορούσες να έρθεις σε κάποια συναλλαγή μαζί του παρ’ όλη του την αγριάδα, ενώ ο Φράγκος ήταν πολύ απρόσιτος.
Τέλος υπήρχε και ο Λάζος. Λοχίας έφεδρος κι αυτός, αδύνατος, με πολύ βαρειά προφορά. Ήταν ίσως ο πιο ανθρώπινος αλλά κι ο πιο πρωτόγονος. Πρώτη φορά έβλεπε θάλασσα κι αυτό λέει πολλά για την τιμιότητα και το πείσμα του και, γιατί όχι, και για την στενοκεφαλιά του.
Ο Φράγκος είχε μεγάλη εκτίμηση στη μόρφωση, δεν του άρεσαν όμως οι μορφωμένοι, γιατί του φαινόντουσαν γελοίοι κι αδύναμοι. Κι αυτός την μόρφωση την είχε περί πολλού. Άλλωστε από καιρού εις καιρό πλησίαζε κάποιον στρατιώτη που είχε ακούσει πως ήταν κάτι (γιατρός, ας πούμε, ή δικηγόρος και τον ρωτούσε κάτι που ήθελε να μάθει). Βλαστήμαγε συχνά, κάπνιζε τσιγάρο σαν κακομαθημένος έφηβος κι όταν ήθελε να αποκτήσει πάλι απόσταση απ’ τους φαντάρους όχι σαν βαθμοφόρος αλλά σαν άτομο, έβαζε τα πράσινα Mac Arthur γυαλιά του και το ύφος του γινόταν σοβαρό και απρόσιτο.
Ο Ρούμπης δεν είχε καμμιάν εκτίμηση στην μόρφωση, ζήλευε όμως τους μορφωμένους, όχι γι’ αυτήν την ίδια τη μόρφωση, αλλά για τα αγαθά που έφερνε στον άνθρωπο ή αυτά που, τέλος πάντων, φανταζόταν πως έφερνε. Και βασικά δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τι ακριβώς ο Ρούμπης είχε στο μυαλό του: Χρήματα και γυναίκες. Πρέπει να ήταν πολύ πεινασμένος από γυναίκες. Όσο για τη συναλλαγή, που παραπάνω είπαμε πως ήταν χαρακτηριστικό του λοχία Ρούμπη, φάνηκε λίγο αργότερα στις επόμενες εβδομάδες όταν από κει που έκανε τον σκληρό και βασάνιζε τους στρατιώτες, όταν φανταζόταν πως κάποιος ήταν «πλουσιόπαιδο», του έπεφτε από κοντά και προσπαθούσε να τον ψήσει να πάρουν την εικοσιτετράωρη άδεια μαζί και να «περπατήσουν» μαζί στην Αθήνα. Το «περπατήσουν» βασικά εσήμαινε να βγουν μαζί έξω με γυναίκες. Ο Φράγκος ποτέ δεν το έκανε. Δεν καταδεχόταν να το κάνει, δε ζήταγε από κανέναν τίποτα, εκτός από το να του φτιάξουν το κρεβάτι σε ώρες επιθεωρήσεως, πράγμα που εδικαιούτο και από τον κανονισμό, σαν υπαξιωματικός που ήταν.
[ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ]
Είχε περάσει μια εβδομάδα. Το κανονικό πρόγραμμα είχε αρχίσει και γινόταν με τρομακτική ακρίβεια όπως κάθε τι στο στρατό. Ζώντας δε σε μια κατ’ εξοχήν μεσογειακή χώρα, κάνει ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση η ταχύτης κι η ακρίβεια που διέπουν το στρατό, γιατί έξω, στην ελεύθερη κοινωνία, όλα κινούνται αργά, χωρίς μέθοδο και βασίζονται περισσότερο στο τυχαίο ή στην καλή διάθεση. Κάθε πρωί βγαίναν έξω απ’ το Στρατόπεδο, κάπου έξη χιλιόμετρα μακριά στα Εξαμίλια, κι εκεί έμεναν τέσσερις ώρες κάνοντας ασκήσεις για να γυρίσουν ύστερα για φαγητό. Δυο ώρες μετά ξανάρχιζαν οι απογευματινές ασκήσεις – μεσ’ στο στρατόπεδο αυτή τη φορά.
Το πρωί ήταν πιο ενδιαφέρον γιατί γινόντουσαν ασκήσεις σε χώρο πιο ανοικτό, ελεύθερο. Μακριά, η θάλασσα έλαμπε στο φως και στη διαδρομή περνούσαν μέσα από χωματόδρομους και στρέμματα ολόκληρα από αμπέλια. Το πρωί είχε ακόμη δροσιά όταν φεύγανε απ’ το στρατόπεδο, όταν όμως επέστρεφαν ήταν καύσωνας κι αυτοί κουρασμένοι, ξεθεωμένοι. Τραγουδούσαν και στον πηγαιμό και στον ερχομό. Είχαν μάθει τώρα να τραγουδούν δυνατά και το τραγούδι ήταν σαν την ομοιοπαθητική, έβγαζες δηλαδή και την λίγη τελευταία δύναμη που 'χε απομείνει μέσα σου κι αντί να πέσεις εξαντλημένος, ένιωθες άλλες υπέρογκες νευρικές δυνάμεις να φουσκώνουν το στήθος σου.
Τουλάχιστον ο Δ. έτσι ένιωθε. Είχε αδυνατίσει κι άλλο, είχε μαυρίσει κι ελάχιστο κρέας έμενε πάνω στα κόκκαλά του. Τ’ απόγευμα πάλι, μέσ’ στο στρατόπεδο, ήταν πιο ξεκούραστο αλλά πολύ βαρετό. Έκαναν συνήθως, διμοιρίες-διμοιρίες, μαθήματα σε διάφορες μεριές τού στρατοπέδου. Απέφευγαν τα δέντρα σαν το διάολο κι έτσι ξεροψηνόντουσαν στον ήλιο, γιατί ήταν [κι αυτό] μέσ’ στο πρόγραμμα. Ο ήλιος, η δίψα, ο καύσωνας, η κούραση το κακό φαγητό, το σπάσιμο των νεύρων, ήταν εκείνα που έπρεπε να μάθουν και να ξεπεράσουν.
Ο Δ. ήταν απ’ τους πρώτους που το κατάλαβαν. Άλλωστε δε νοιαζόταν πολύ για το φαγητό, τον ύπνο ή την καλοπέραση. Είχε μάθει να τυραννάει τον εαυτό του από παιδί· στις πρωινές ασκήσεις, την πρώτη κιόλας μέρα, οι υπαξιωματικοί, κατ’ εντολήν βέβαια του λοχαγού, τους απαγόρευσαν να γεμίζουν το παγούρι στον τόπο των ασκήσεων. Όταν λοιπόν ο Δ. είδε τι κακό γινόταν με το νερό και τα παρακάλια που άρχιζαν διάφοροι εκλιπαρώντας για μια γουλιά νερό, τότε αποφάσισε να μη παίρνει καθόλου νερό, να φεύγει δηλαδή μ’ αδειανό παγούρι απ’ το στρατόπεδο, κι έτσι να συνηθίσει χωρίς καθόλου νερό. Μ’ αυτήν την τακτική βέβαια παρά λίγο να τρυπήσει το στομάχι του γιατί επιστρέφοντας, το μεσημέρι, έπινε τρεις γκαζόζες πριν από το μεσημεριανό.
Στα απογευματινά μαθήματα κάναν λύση κι αρμολόγηση όπλων, ντουφέκια Μ1, οπλοπολυβόλα Bren, οπλοπολυβόλα Bar, κι ύστερα μάθαιναν προσανατολισμό, αποστάσεις, την ιεραρχία του στρατού, μερικά υποτυπώδη για την πατρίδα, το Θεό, τους άθλους του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτή εδώ όμως η σειρά ήταν αποκλειστικά σειρά υποψηφίων εφέδρων [αξιωματικών], στη μεγάλη τους πλειονότητα δηλαδή ανθρώπων που είχαν τελειώσει Πανεπιστήμιο, [...] κι οι υπόλοιποι είχαν βγάλει γυμνάσιο. Ήταν λοιπόν αστείο γι’ αυτούς που διάβαζαν νομικά συγγράματα να υποχρεούνται ν’ ακούνε ποιά είναι η διαφορά μεταξύ Έθνους και Κράτους, απλοποιημένα στο έσχατο και να τ’ ακούνε από έναν αγράμματο λοχία με βαρειά προφορά. Όπως ήταν πολύ αστείο ν’ ακούς την τεχνική ορολογία διαφόρων μηχανημάτων, παραφθαρμένα κι εντελώς σκοτωμένα. Ο Δ. τα βαρέθηκε γρήγορα όλ’ αυτά. Και βαριόταν αφάνταστα όλη τη μέρα. Το πιο κουραστικό ήταν αυτό το κάθισμα με τον κορμό όρθιο και τα πόδια διπλωμένα. Οκλαδόν. Σου ‘ρχόταν να σωριαστείς κάτω, στο χώμα με τα μερμήγκια.
[ ΣΤΑ ΟΠΛΑ ]
Αμέσως μετά το συσσίτιο ο λόχος πήγε να πάρει όπλα, όπως είχε ειδοποιηθεί. Ήταν Σάββατο και τώρα, μετά τους γιατρούς, τον χωρισμό σε λόχους και τον ιματισμό, το μόνο που έμενε για να συμπληρωθεί ο κύκλος ήταν ο οπλισμός.
Στις 11 και μισή ο δεκανέας Φράγκος μπήκε ξαφνικά στον θάλαμο κι άρχισε να ουρλιάζει, κατά το συνήθειό του, βηματίζοντας πέρα δώθε σκυφτός.
– Σε δυο ώρες, ρε, θα γίνει επιθεώρηση. Να καθαρίσουνε τα όπλα, κρεβάτια στρωμένα, κουβέρτες ξυράφι. Μιλούσε κοφτά και με έμφαση. Απέφευγε τα ρήματα κι έμοιαζε πολλές φορές σαν ν’ απαγγέλλει.
Η διμοιρία είχε αρχίσει να μαζεύεται μέσα στο θάλαμο. Πέντε πέντε γύριζαν απ’ το οπλουργείο με τα όπλα που μόλις τους είχαν δώσει, τα Garrant M1. Είχαν γεμίσει τα πουκάμισα και τα χέρια τους μέχρι τους αγκώνες με γράσο. Ο Ιατρόπουλος κοίταζε χαμογελώντας ενώ έφτιαχνε την κουβέρτα του.
– Τι γελάς ψηλέ, δε σ’ αρέσουν αυτά που λέω;
– Εντάξει, κυρ δεκανέα. Και δεν μπορούσε να κρύψει το χαμόγελό του.
– Ψηλέ, δε θα τη βγάλεις καθαρή μαζί μου. Ακούστε, ρε στραβά (απευθύνθηκε τώρα σ’ όλη τη διμοιρία): Είναι η πρώτη επιθεώρηση αυτή σήμερα. Γι’ αυτό σας λέω προσέξτε. Θα βγουν όλα στη φόρα. Κι επιπλέον, μην τύχει και γίνει παρατήρηση απ’ το λοχαγό σε στρατιώτες της ομάδας μου, γιατί θα μαρτυρήσουν. Σας το λέω. Εκανε να φύγει αλλά σταμάτησε στο κατώφλι.
– Κάποιος που θα τελειώσει γρήγορα να μου φτιάξει το κρεβάτι, είπε. Κανείς μωρέ δεν κουνιέται;
– Να στο φτιάξω εγώ το κρεβάτι, κυρ δεκανέα; είπε ο...
– Να το φτιάξει ο Ιατρόπουλος, [είπε] κι έφυγε βάζοντας τα πράσινα Mac Arthur γυαλιά του ηλίου.
[ Ο ΙΑΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ]
Ο Σωκράτης ήταν πολύ ψηλός, ο ψηλότερος στην πρώτη διμοιρία αλλά και σ’ όλον τον λόχο. Ισως γι’ αυτό κι ήθελε να πάρει την αρχηγία της διμοιρίας. Μια αρχηγία βέβαια άσχετη από βαθμούς και ιεραρχία αλλά καθαρά συναισθηματική. Χρειαζόταν κάποιος να δίνει θάρρος σ’ αυτούς που τα χάνανε, να λέει αστεία στις στιγμές που η ένταση μεγάλωνε στο θάλαμο, να κάνει τις ασκήσεις ακριβείας στην εντέλεια, έτσι που κανείς βαθμοφόρος να μην μπορεί να του κάνει παρατήρηση, να οργανώνει την αναψυχή τις ελεύθερες ώρες.
Ο Σωκράτης είχε πολλά χαρίσματα γι’ αυτό. Ήταν 1,89, ήταν δυνατός, μορφωμένος, ευγενικός κι είχε χιούμορ. Του ‘λειπαν, όμως, δύο βασικά στοιχεία. Ήταν ζεμανφουτίστας και δεν το ‘κρυβε και δεν ήταν λογάς. Έτσι αρχηγός από την πρώτη μέρα βρέθηκε, σχεδόν ελέω θεού, ο Μαμαλάκης, ο γιατρός. Ο Σωκράτης δε φάνηκε να το χώνεψε αν και δεν είπε τίποτα. Πάντως έβλεπες την ανάγκη που είχε να γίνει δημοφιλής. Συχνά αντιμιλούσε στους υπαξιωματικούς και τους έκανε ερωτήσεις-παγίδες σχετικά με τα όπλα, για να τους ειρωνευτεί. Ο δεκανέας Φράγκος με τη γατίσια του διαίσθηση το καταλάβαινε, ο Ρούμπης όμως με την κουτοπονηριά του το 'παιρνε για φιλομάθεια.
Ο Σωκράτης είχε πάρει το πρώτο κρεβάτι αριστερά, μόλις έμπαινες στην πόρτα.
Στο θάλαμο συνεχιζόταν με αμείωτο ρυθμό η προετοιμασία. Τρεις στρατιώτες είχαν φέρει κουβάδες και σκούπες κι άρχισαν να χύνουν νερό στο πάτωμα για να πλύνουν τον θάλαμο. Οι περισσότεροι παιδεύονταν ακόμη με τα όπλα. Αφού σκούπισαν προσεκτικά το κοντάκι κι όλα τα μεταλλικά εξωτερικά μέρη, μάθαιναν τώρα πώς να το λύνουν και να το συναρμολογούν. Τους το 'χαν δείξει μια φορά στο οπλουργείο πριν μιαν ώρα και μερικοί το ‘χαν συγκρατήσει. Αυτοί το μάθαιναν τώρα και στους άλλους.
Ο Δ. ένιωθε να καίει σαν την λαμπάδα. Δεν έφτανε ο καύσωνας ήταν κι η αγωνία. Η πρώτη επιθεώρηση κι όλοι αυτοί που δούλευαν γύρω του, μέσα στο θάλαμο, με τάξη, ακρίβεια κι ορισμένους χαρακτηριστικούς κρότους – όπως οι πόρπες που τις γυάλιζαν με μπράσο ή τις ξιφολόγχες που τις τραβούσαν απότομα απ’ τις θήκες– , όλοι αυτοί, λοιπόν, που δούλευαν πυρετωδώς, του έφερναν απελπισία. Πλησίασε τον φίλο του τον Ιατρόπουλο και προσπάθησε να πιάσει κουβέντα κι ο Ιατρόπουλος του πέταξε ένα αστείο με τρόπο όμως που 'δειχνε πως δεν ήθελε κουβέντα γιατί ήταν πολύ απασχολημένος.
[ EΠIΘEΩΡHΣH ]
Τότε κατάλαβε πως κάτι πολύ σοβαρό γινόταν. Κάθησε σ’ ένα κρεβάτι κι άναψε ένα τσιγάρο κι από κει όμως τον σήκωσε ο φαντάρος που το κρεβάτι ήταν δικό του. Έμεινε κάπου 15’ να χαζεύει, κι ύστερα ξαφνικά μπήκε ο Ρούμπης μέσα κι ο Φράγκος απειλητικά, μουγκρίζοντας υπόκωφα ο ένας –ο Ρούμπης το Ρεμάλι–, και ουρλιάζοντας υστερικά ο Φράγκος. Τότε ο Δ. άρχισε να δουλεύει. Γυάλισε τις πόρπες του, εν συνεχεία γυάλισε τις αρβύλες του, κατόπι βγήκε έξω να πλύνει τις καραβάνες που κολλούσαν –απ’ τα λίπη η μια κι απ’ το λάδι η άλλη–, κι εκεί που ετοιμαζόταν ν’ αρχίσει να καθαρίζει το όπλο του, ξαφνικά ακούστηκαν απ’ έξω απ΄τον θάλαμο βήματα και μπήκε μέσα ο υπολοχαγός Ξύδης, ψηλός και κόκκινος ,με μάγουλα που έσταζαν αίμα, 28 ή 29 χρονών, με μουστακάκι αλά Errol Flynn. Οι υπαξιωματικοί έδωσαν παραγγέλματα οι στρατιώτες πήραν σαστισμένοι τα όπλα που τα ‘χαν αφήσει πάνω στις κουβέρτες των κρεβατιών τους, και τα έβαλαν στο παραπόδα. Ήταν δέκα λεπτά νωρίτερα από την κανονική ώρα της επιθεωρήσεως· φαίνεται πως ο υπολοχαγός βιαζόταν ν’ αφήσει το στρατόπεδο. Προχώρησε και σταμάτησε μπροστά στον Δ. Του πήρε το όπλο που ήταν μέσα στα γράσσα, τον κτύπησε με το κοντάκι στο στήθος και μετά, με το δάχτυλο, βούτηξε γράσσο και του το άλοιψε στη μύτη. Οι κινήσεις του ήταν πολύ αργές και [...] σε αντίθεση με την βιαιότητα της προηγούμενής του κίνησης, όταν τον χτύπησε με το κοντάκι στο στήθος.
Το αίμα του Δ. είχε ανέβει στο κεφάλι. Τ’ αφτιά του βούιζαν, βρισκόταν σε κατάσταση φανταστική, δηλαδή όχι με την έννοια του «ωραία», αλλά σα να ζούσε μια φοβερή περιπέτεια, όπως αυτές που έβλεπε μικρότερος στο σινεμά και τον ακολουθούσαν κατόπιν για μέρες σε άσχετες ώρες, με την διάσταση βέβαια που είχε δώσει αυτός.
Ένοιωθε και τώρα αυτή την αποκοπή απ’ τους υπόλοιπους. Ζούσε μια περιπέτεια δυσάρεστη, βέβαια, αλλά που οι υπόλοιποι 38 δεν την έβλεπαν. Στις φαντασιώσεις του όμως διακόπηκε απ’ τα ουρλιαχτά του υπολοχαγού που τον κατάβριζε και τον απειλούσε. Μ’ αυτό το επεισόδιο έκλεισε κι η επιθεώρηση. Ολη η διμοιρία έπρεπε να του ‘χει ευγνωμοσύνη γιατί αυτός έφαγε όλη τη μπόρα. Ο υπολοχαγός Ξύδης ανεκάλυψε έναν βδελυρό ένοχο, τον απεκάλυψε στους άλλους στρατιώτες, τους τρομοκράτησε γιατί είδαν τι μπορούν να πάθουν εάν δεν είναι έτοιμοι για επιθεώρηση, έκανε και το σκηνικό του νεαρού επηρμένου που οργίζεται ξαφνικά και μπορεί να τσακίσει, κι ύστερα ξεμπέρδεψε και μια ώρα αρχύτερα για να μπει στο μικρό του αυτοκίνητο Renault και να πάει να συναντήσει τη μνηστή του. Αμέσως μετά την αποχώρησή του, εδόθη το «ζυγούς λύσατε» κι ο Ρούμπης πήγε κοντά στον Δ. και τον έβριζε λέγοντάς του πως του ντρόπιασε την ομάδα. Ο Δ. δεν του έδωσε καμμιά σημασία γιατί σκεφτόταν πως βίαζε τη μνηστή του αξιωματικού.
[ ΟΙ ΒΟΛΕΣ ]
Πέρασαν κι άλλες μέρες μεσ’ στην ομοιομορφία και την ταλαιπωρία. Το πρόγραμμα πλούτιζε κι η κούραση μεγάλωνε με τη ζέστη. Όλοι οι λόχοι είχαν αρχίσει τις βολές. Η μέρα βολής ήταν κάτι το διαφορετικό, γιατί θα γλίτωναν από τις ασκήσεις. Ξεκούραστοι θα έφευγαν απ’ το στρατόπεδο, τραγουδώντας, και θα έφταναν στο πεδίο βολής όπου άλλοι τα είχαν ετοιμάσει γι’ αυτούς. Εκεί δυο-δυο έπιαναν ένα νούμερο, στην Α σειρά ας πούμε, και περίμεναν τα παραγγέλματα. Υπήρχε αξιωματικός βολής κι υπαξιωματικός βολής. Όλοι φορούσαν κράνη, κι ο αξιωματικός καθόταν σ’ ένα είδος εσκαμπό που στηριζόταν σ’ ένα ψηλό τρίποδο κι έτσι μπορούσε να ελέγχει όλη την περιοχή: και τους στρατιώτες που πρηνηδόν έριχναν και τον στόχο απέναντι.
Ήταν απ’ τα πιο ωραία πράγματα η βολή. Υπήρχε ανταγωνισμός κι ύστερα η περηφάνεια που σου δίνει η έννοια να ‘σαι καλός σκοπευτής, κάτι που ‘χει τις ρίζες του στα παιδικά χρόνια, όταν παίζουν κλέφτες κι αστυνόμους κι αργότερα στα εφηβικά, όταν βλέπουν ταινίες όπου οι καλύτεροι κρατούν πιστόλι ή όπου αυτοί που κρατούν πιστόλι είναι οι καλύτεροι.
Υπήρξαν και μερικές μεμονωμένες βολές με οπλοπολυβόλο που γίναν στην παραλία με τους στόχους καρφωμένους στη θάλασσα σε απόσταση 100 μέτρων. Εκεί όμως δεν υπήρξε πολύ σταθερότης. Θες γιατί ο στόχος ήταν στη θάλασσα κι έτσι ήξεραν πως δεν θα γινόταν ακριβώς καταμέτρησις, θες γιατί μεθούσαν με τις ριπές που έφευγαν, αν κι οι υπαξιωματικοί ούρλιαζαν συνέχεια από πάνω τους να κάνουν βολή κατά βολή κι όχι βολή κατά ριπάς, πάντως την ημέρα εκείνη, ζεστό απόγευμα του Αυγούστου, η βολή του οπλοπολυβόλου Bar αποτέλεσε μεγάλη διασκέδαση.
Ο Δ. δεν τα κατάφερε τελικώς καλά στις βολές. Ούτε στα 100 ούτε στα 200 ούτε και στα 300 μέτρα. Άρχισε από απαράδεκτος, που ήταν η καλύτερη, η 4η βαθμίδα, και κατέληξε μέτριος σκοπευτής. Θα ‘θελε πολύ να ήταν άριστος σκοπευτής, να όμως που δεν τα κατάφερε. Αργότερα, όταν βγήκε απ’ το στρατό, πάντα όταν το ‘φερνε η κουβέντα έλεγε πως ήταν απ’ τους επιλέκτους σκοπευτάς του στρατεύματος.
Ας αφήσουμε κατά μέρος όμως το πρόγραμμα και τη ζωή του στρατοπέδου κι ας δούμε τον Δ. από πιο κοντά. Η ζωή του δεν έχει κανένα ξεχωριστό ενδιαφέρον γιατί κι αυτός κινείται στα περιθώρια που προσπαθήσαμε να περιγράψουμε παραπάνω. Τα επεισόδια της ζωής του ήταν λοιπόν ίδια μ’ όλων των άλλων. Ας δούμε όμως τις αντιδράσεις του, πώς κινείται στο χώρο κι αν εξελίχτηκε καθόλου σχετικά με το πώς τον γνωρίσαμε μέχρι τώρα.
Αν και πιο αδύνατος ψυχολογικά από πολλούς και σωματικά από ακόμη περισσότερους, είχε όμως ένα βασικό πλεονέκτημα απέναντί τους. Ότι είχε μπει στο στρατό ξέροντας τι κάνει και ξέροντας τι τον περιμένει. Είχε παρουσιαστεί στην Κόρινθο για να σταματήσει μια ζωή που δεν του άρεσε, μια ζωή που τον άφηνε ανικανοποίητο κι αδιάφορο. Γνωρίζοντας τον εαυτό του καταλάβαινε πως μόνος του ποτέ δεν θα κοίταζε να την αλλάξει. Γι’ αυτό έπρεπε να συμβεί κάτι απ’ έξω που να την αλλάξει. Κι αυτό ήταν ο στρατός. Ετσι εδώ μέσα με τις προσβολές και την ταπείνωση, εκείνος ένιωθε αμέτοχος. Αν ο λοχίας Ρούμπης τον έλεγε μαλάκα, όπως και τον είχε πει δυο φορές ίσαμε τώρα, δεν το ‘παιρνε κατάκαρδα. Ήξερε πως αυτό έπρεπε να γίνει και θα γινόταν, απλώς πρόσεχε να μη δίνει λαβές κι αυτό εσήμαινε να κάνει όσο καλά μπορεί τις ασκήσεις, κι εκείνες που δεν μπορούσε να προσπαθήσει να το κρύψει για να μη το αντιληφθούν. Επίσης κοίταζε να μην κάνει τον έξυπνο και να μην κάνει κοπάνες.
[ ΑΓΓΑΡΕΙΕΣ ]
Τώρα τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Οι ασκήσεις πληθαίναν, οι αγγαρείες το ίδιο. Δυο φορές μόνο του ‘τυχε να ‘ναι διμοιρία αγγαρείας στα αφοδευτήρια. Σ’ αυτά τα αφοδευτήρια που ήσαν κοντά στη μάντρα. Ήταν απόγευμα και τις δυο φορές, τη μία μάλιστα ήταν αργά, λίγο πριν πέσει ο ήλιος. Ήταν η τελευταία δουλειά που έπρεπε να κάνουν πριν από το βραδινό φαγητό. Εκεί προσπάθησε να κάνει κοπάνα, όχι βέβαια με την έννοια να φύγει εντελώς, αλλά να χαθεί μέσ’ στους άλλους κάνοντας άσχετες κινήσεις. Τελικώς ο λοχίας Λάζος τον είδε και τον υποχρέωσε να σκοτώσει το θερίο, να χτυπήσει δηλαδή τα σκατά που σχημάτιζαν σωρό στα οθωμανικά αφοδευτήρια, με το ξύλινο μακρύ κοντάρι που του ‘χαν δώσει, μέχρι αυτά να υποχωρήσουν.
Μιαν άλλη δύσκολη στιγμή που πέρασε ο Δ. ήταν στο πρόγραμμα ατομικής αγγαρείας, όταν έπρεπε να κουβαλήσει ένα σακκί κουραμάνες που θα έτρωγε η διμοιρία στο πρωινό της. Το σακκί ήταν πολύ βαρύ κι ο Δ. μόνο 56 κιλά. Τόσα είχε φτάσει. Ήταν το μικρότερο βάρος που είχε ποτέ του. Ένας υποδεκανέας, σωματώδης, τον είδε στη μέση της διαδρομής και τον λυπήθηκε. Του το πήρε, λοιπόν, και συνέχισε εκείνος.
[ ΟΙ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΙ ]
Στους συναδέλφους του ήταν αρκετά δημοφιλής. Απ’ όλους περισσότερο τον αγαπούσε ο Ιατρόπουλος. Ο Ιατρόπουλος τον αγαπούσε και τον θαύμαζε για διάφορους λόγους. Τον αγαπούσε και τον θαύμαζε και ο Γιουλάτος. Κατά σύμπτωση, ο Ιατρόπουλος ήταν ο ψηλότερος στον λόχο (1,87) κι ο Γιουλάτος ένας από τους δύο κοντύτερους (1,61). Ο Γιουλάτος ήταν φοιτητής της Νομικής, κόντευε να τελειώσει ή είχε τελειώσει κι έμενε στην Κυψέλη. Το να μένεις στην Κυψέλη σήμαινε κάτι. Εκεί έμενε η καινούργια αστική τάξη που είχε αρχίσει να δημιουργείται μετά το τέλος του πολέμου. Οι ωραίοι, οι άσσοι του μπιλιάρδου, οι νεαροί άσσοι της πόκας, οι ερασταί, οι φανατικοί φίλαθλοι του ποδοσφαίρου, ένα μεγάλο ποσοστό των Αθηναίων φοιτητών της Νομικής κι ένα μικρότερο των φοιτητών της Ανωτάτης Εμπορικής, όλοι αυτοί έμεναν εκεί. Ο Δ. βέβαια δεν έμενε στην Κυψέλη, είχε όμως παρέες στην Κυψέλη –παρέες, δηλαδή ο Θεός να τις κάνει παρέες–, δεν ανήκε σ’ αυτές, ζούσε στο περιθώριο όλων αυτών· του ωραίου Αρμάνδου, του Ευτύχιου, της υπόγας του κυρ Σπύρου με το μαύρο πουράκι στο στόμα.
Ο Γιουλάτος πλησίασε τον Δ. μέσω αυτής της σκηνής. Ήταν, όπως είπαμε, πολύ κοντός, με καλές αναλογίες, φαρδιές πλάτες και γερά χέρια. Έμοιαζε με πυγμάχο ελαφρών βαρών με κοντό ανάστημα. Η στολή του ήταν πάντοτε καλοσιδερωμένη – δε μιλάμε βέβαια γι’ αυτήν που κάνανε ασκήσεις– κι έμοιαζε με κοντό ιταλοαμερικάνο στρατιώτη, έναν απ’ αυτούς που αποβιβάστηκαν στην νότια Ιταλία το 1944, τουλάχιστον όπως τους ξέρουμε απ’ τον κινηματογράφο. Ήταν πολύ soul και το πρόβλημά του ήταν μια Κυψελιώτισσα. [Ανήκε] σ’ αυτούς που περιμέναν με αγωνία γράμμα, κι όταν φώναζαν τ’ όνομά του, πριν αρχίσουν οι απογευματινές ασκήσεις (γιατί εκείνη την ώρα ένας λοχίας κρατούσε τις επιστολές και φώναζε τ’ όνομα· αν από την παράταξη του λόχου ακουγόταν «παρών», ο λοχίας πέταγε [το γράμμα] στον αέρα κι ο στρατιώτης έβγαινε να το πιάσει), ο Γιουλάτος έδειχνε μεγάλη συγκίνηση.
Συχνά τραγουδούσε Platters, ήταν απ’ αυτούς που δίνουν μεγάλη σημασία στην παρέα. Έτσι η φιλία του Γιουλάτου με τον Δ. έγερνε πιο πολύ προς τη μεριά του πρώτου, γιατί ο Δ. δεν ανήκε ποτέ σε καμιά παρέα, παρά μόνο σαν κομήτης έμπαινε κάπου και χωρίς να έχει κανέναν βαθύτερο δέσιμο με δαύτους, έβγαινε μαζί τους ένα διάστημα κι όταν η αποξένωση γινόταν δυσβάσταχτη, τότε έφευγε ξαφνικά όπως είχε έλθει.
Με τον Ιατρόπουλο ήταν διαφορετικά. Δεν τους ένωνε τίποτα κοινό, άλλωστε ο ψηλός ήταν απ’ την Θεσσαλονίκη κι εκεί είχε περάσει τη ζωή του μέχρι τώρα. Ο Ιατρόπουλος θαύμαζε το χιούμορ του Δ. και τον εύρισκε ευφυή κι ακόμα επειδή ο Δ. δεν το έπαιζε, ο Ιατρόπουλος [στο πρόσωπό του έβρισκε κάποιον] να κάνει τον καμπόσο.
Περισσότερη ώρα περνούσε πάντως με τον Σωκράτη παρά με τον Γιουλάτο. Γελούσαν με τις ώρες μελετώντας την συμπεριφορά των υπαξιωματικών, ειδικότερα του Ρούμπη, που ήταν κι ο πιο ηλίθιος, ή ορισμένων συναδέλφων τους, όπως ο Σικιαρίδης λόγου χάριν, το νούμερο του λόχου, ένας δικηγόρος με πρόσωπο κουκουβάγιας: ψηλός, χοντρός, ασουλούπωτος, αγύμναστος, που δεν κατάφερνε τίποτα κι ήταν συνέχεια απορημένος γι’ αυτά που συνέβαιναν γύρω του και δεν πρόφταινε να πάρει μέρος. Είχε πάντως το πιο καλοσυνάτο χαμόγελο που μπορούσες να συναντήσεις σε άνθρωπο. Πολλοί [πάντως], έλεγαν πως ο Σικιαρίδης είναι μεγάλο μούτρο και τους δουλεύει όλους για να τη βγάλει καθαρή.
[ Ο ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ ]
Υπήρχε κι ένας άλλος περίεργος, ο Σταθόπουλος. Αυτός ήταν όμως σκοτεινός κι απροσπέλαστος και κατάφερε τελικά ν’ απαλλαγεί. Ο Δ. τον πρόσεξε για πρώτη φορά μια νύχτα μεσ’ στο θάλαμο. Εκεί που ξύπνησε άκουσε έναν ελαφρότατο θόρυβο. Τότε πρόσεξε κάποιον που καθόταν οκλαδόν πάνω στο κρεβάτι του, [ένα] κάτω κρεβάτι, και κάτι μπάλωνε. Ήταν πολύ στεγνός, μελαψός, με φακούς μυωπικούς και μαυριδερό μουστάκι. Έμοιαζε πολύ με τον Γκάντι. Ο Δ. είχε σηκωθεί, τον είχε πλησιάσει και προσπάθησε να του πιάσει λίγη κουβέντα, ο άλλος ανασήκωσε αργά το κεφάλι τον κοίταξε εξεταστικά κι αυτό ήταν όλο. Όσο πέρναγε ο καιρός δεν μιλούσε πια σε κανέναν· κι όχι μόνον στους συναδέλφους του, αλλά ούτε και στους υπαξιωματικούς. Σιγά σιγά άρχισε να μη σηκώνεται απ΄το κρεβάτι, χωρίς καμμιά εμφανή αρρώστια, να μένει εκεί με τις μέρες και να μην πατάει ούτε στις ασκήσεις, ούτε πουθενά. Δεν πήγαινε ούτε και για φαγητό αν και, συνήθως, κάποιος του ‘φερνε μια καραβάνα. Είχε αποκοπεί απ’ το περιβάλλον κι αδιαφορούσε για τα πάντα. Ζούσε σε μια μόνιμη ακινησία και τα μάτια του είχαν γίνει σαν γυάλινα. Ώρες ώρες είχε κάτι το τρομακτικό. Τις μέρες που οι ασκήσεις είχαν φουντώσει κι ο λόχος έκανε συνεχείς ασκήσεις, πορείες, συναγερμούς και είχε κυριολεκτικά εξουθενωθεί, ο Σταθόπουλος είχε αρχίσει να γίνεται μισητός. Εκεί που το στρατόπεδο ήταν ήσυχο, άκουγες ξαφνικά εμβατήρια να πυκνώνουν τον αέρα: οι λόχοι επέστρεφαν από τις απογευματινές ασκήσεις. Γύρναγαν λίγο πριν απ’ τη δύση του ηλίου, βουτηγμένοι μέσ’ στη σκόνη, κατάκοποι.
Σ’ όλο τούτο το διάστημα των πέντε περίπου εβδομάδων, ο Δ. είχε μείνει μια μόνο φορά στο κρεβάτι, «ελεύθερος ιατρού», που λέμε. Δεν είχε όμως καμμιάν αρρώστεια· τα πόδια του είχαν πληγιάσει απ’ τις πορείες, είχαν καεί μέσα στις αρβύλες, κι έτσι δεν έμεινε καθόλου στο αναρρωτήριο, απλώς ξάπλωνε στο κρεβάτι του, μέσα στο θάλαμο και δεν πήγε στις ασκήσεις. Αυτήν λοιπόν τη μέρα παρακολούθησε τη σκηνή. Θα ήταν 7 η ώρα, απόγευμα, κι ακούστηκαν τα πρώτα εμβατήρια. Άρχισαν ξαφνικά κι ο ήχος πλησίαζε προοδευτικά και γινόταν δυνατότερος. Θα ‘χαν τώρα περάσει τη μεγάλη πύλη και στον θάλαμο ήταν μόνον αυτός κι ο Σταθόπουλος, στο κρεβάτι του, απέναντι κι αριστερά απ’ το κρεβάτι τού Δ. Δεν έμενε οκλαδόν όπως παλιά σαν γιόγκι, ήταν ξαπλωμένος και τα μάτια του ορθάνοιχτα κοίταζαν το ταβάνι. Δεν τα ‘κλεινε ποτέ τα μάτια του κι αυτό τον έκανε τρομερό, απροσπέλαστο, ανίκητο τον έκανε, όμως, από μιαν άλλη άποψη, λυπημένο, χαμένο, νικημένο για πάντα.
Δεν είχαν ανταλλάξει λέξη όλη μέρα. Τώρα, έξω απ’ τα ανοιχτά παράθυρα του θαλάμου, ακουγόταν το σημειωτόν ολόκληρου του λόχου. Ύστερα, ένα σύννεφο σκόνης, σποραδικά στρατιωτικά προστάγματα, όπου ξεχώριζε η στριγκιά φωνή τού Φράγκου, μετά, το λυτρωτικό «τους ζυγούς λύσατε» και, σ’ ελάχιστα δευτερόλεπτα, μέσα όρμησαν οι 3-4 πρώτοι στο θάλαμο και πίσω μια ολόκληρη μάζα στριμώχτηκε, συνθλίφτηκε στην στενή πόρτα. Ήταν κάθιδροι κι η σκόνη που είχε κολλήσει στο δέρμα του προσώπου και του λαιμού, τους έκανε να φαίνονται πιο μελαμψοί και πιο άγριοι. Πετούσαν βιαστικά τις παλάσκες και τα κράνη, ακουμπούσαν τα όπλα, έβγαζαν τους μπερέδες κι έπαιρναν τους γυλιούς με τις καραβάνες. Είχαν ελάχιστο καιρό στη διάθεσή τους γιατί έπρεπε να συγκεντρωθούν στο χώρο του λόχου για βραδινό προσκλητήριο, να πάρουν αλληλογραφία και βραδινό συσσίτιο αμέσως μετά.
Οι μισοί τουλάχιστον κοίταξαν τον Σταθόπουλο με κακία. Όχι με περιφρόνηση, γιατί κατάκοποι και ταλαιπωρημένοι, δεν είχαν καιρό για ψυχολογικές παρατηρήσεις κι εκλεπτυσμένα συναισθήματα. Αυτός ο μακάριος, ο αιωνίως ξαπλωμένος, ήταν καρφί στο μάτι τους. Μερικοί κινήθηκαν απειλητικά κιόλας προς το μέρος του. Ο Φράγκος όμως, που στεκόταν στην είσοδο του θαλάμου με τα χέρια στη μέση, έτοιμος ν’ αντιληφθεί το παραμικρό και να το σταματήσει, τους κεραυνοβόλησε μ’ αυτή τη φωνή του βραχνοκόκκορα.
– Όποιος, ρε, τολμήσει να πειράξει τον Σταθόπουλο, θα ‘χει να κάνει μαζί μου.
Γι’ αυτό και τον συμπαθούσε τον δεκανέα Φράγκο. Γιατί όντας ο σκληρότερος δεκανέας σ’ όλο το Σύνταγμα, ήταν ικανός να μπει στο πετσί του αδυνάτου και εν συνεχεία να τον υποστηρίξει σε μια στιγμή που όλοι του ρίχτηκαν. Η παρέμβασή του σε τέτοιες στιγμές ήταν καίρια, αποφασιστική, και γινόταν με κάποια σεμνότητα. Δεν είχε αυτή την έπαρση που έχουν μερικοί όταν στέκονται στο πλάι του αδυνάτου και κόντρα στους πολλούς.
Πριν γίνει η ορκομωσία ο Σταθόπουλος εξαφανίστηκε. Φαίνεται πως
απαλλάχτηκε ως τρελός. Τώρα όλοι μιλούσαν γι’ αυτόν κι είχαν ξεχάσει την
κακία που του είχαν καμμιά φορά.
[ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΕΚΑΝΕΑ ΦΡΑΓΚΟΥ ]
Ο Φράγκος είχε γεννηθεί σε νησί του Αιγαίου, το 1939. Οι γονείς του καταγόντουσαν από την Μικρά Ασία, δεν είχαν έλθει όμως με τους πρόσφυγες, με την ανταλλαγή, αλλά στα 1870, όταν ο προπάππος του έγινε φυγόδικος και τμήμα της οικογένειάς του κατέφυγε στο νησί. Όταν έγινε πόλεμος ήταν ακριβώς ενός έτους κι όταν χάθηκε ο πατέρας του ήταν τεσσάρων. Υπήρχαν κι άλλοι αδελφοί, πιο μεγάλοι, κι όταν έγινε δώδεκα χρονών δεν τον χώραγε ο τόπος. Ήλθε στην Αθήνα κι έπιασε δουλειά. Έμενε σε μια θεία του, στη Ριζούπολη, κι η δουλειά του ήταν στο Θησείο. Δεν έπαιρνε όμως τον ηλεκτρικό, που ο σταθμός του απείχε πέντε λεπτά απ’ το σπίτι του και θα τον έβγαζε ακριβώς στον τόπο της δουλειάς του. Πήγαινε με τα πόδια· ακολουθούσε τις γραμμές του ηλεκτρικού, κι έκανε 9 χιλιόμετρα, και 9 χιλιόμετρα για να γυρίσει το βράδυ, 18. Ήταν σαν τσίχλα, όλος πόδια. Την άνοιξη χορτάριαζε ο τόπος και του άρεσε το βράδυ να γυρνάει μασουλώντας ψωμί και κυνηγώντας καμιά γάτα.
Το καλοκαίρι πέθανε ο άντρας της θείας του από κίρρωση του ήπατος. Αναγκάστηκε να φύγει γιατί στο σπίτι τα φέρναν δύσκολα. Η θεία του τον συμβούλεψε να γυρίσει στο νησί και του ‘δωσε κι ένα πενηντάρι. Αυτό το πενηντάρι του άλλαξε τη ζωή. Πήρε εισιτήριο και μπήκε στον ηλεκτρικό, περπάτησε σ’ όλα τα βαγόνια, είδε πώς μοιάζουν, μόνο σε μερικά γράφαν «Απαγορεύεται το καπνίζειν» και σ’ άλλα όχι, αυτός κάπνισε ένα τσιγάρο «Ματσάγγος» που είχε αφήσει ο μακαρίτης ο θείος του μέσα στην άδεια σουπιέρα, το μοναδικό σερβίτσιο πάνω στον μπουφέ, κατέβηκε στον Πειραιά κι εκεί ξέμεινε. Πού έμεινε και τι έκανε δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως έντεκα μήνες ύστερα τον έκλεισαν στο αναμορφωτήριο.
Όταν βγήκε, μπήκε στη σχολή υπαξιωματικών στην Σύρο. Με την πρώτη του άδεια γύρισε στη μάνα του που ‘χε να την δει τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Τρομοκρατήθηκε που τον είδε πόσο ψηλός είχε γίνει και του ‘δωσε να φάει φρέσκο τυρί και σταφύλια. Μετά έβγαλε πακέτο και κάπνιζε μπροστά της· ήλθε ο μεγάλος του αδελφός που δούλευε με ταξί στην Χώρα κι αντί για «καλωσόρισες» του πέταξε το τσιγάρο απ’ το στόμα. Σηκώθηκε ο δεκανέας Φράγκος και κυριολεκτικά τον τσάκισε τον μεγάλο αδελφό, που του φύλαγε πολλά από παιδί και που δεν του είχε συγχωρήσει πως ήταν μεγαλύτερός του. Η μάνα του έκλαιγε κι αυτός σήκωσε το πηλίκιο από κάτω τη φίλησε κι έφυγε.
Ένα πρωί μπήκαν μέσα οι υπαξιωματικοί και τους είπαν πως την επομένη θα γινόταν το βάπτισμα του πυρός. Θα περνούσαν μια απόσταση με κανονική εξάρτυση μάχης, τροχάδην, πότε όρθιοι, πότε σερνόμενοι με την κοιλιά –όπου υπήρχαν ανάλογα εμπόδια– και πότε σκύβοντας. Θα τους κτυπούσαν με κανονικά πυρά όχι μετωπικά, αλλά στα πλάγια. Τους είπαν πως αν πρόσεχαν τις οδηγίες του αξιωματικού που θα παρακολουθούσε την άσκηση και θα τους έδινε οδηγίες με χωνί, δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν. Αρκεί να μη σπάσουν τα νεύρα κανενός κι εκεί που θα ‘πρεπε να προχωρήσει έρποντας, σηκωθεί όρθιος και φάει καμμιά σφαίρα και τελειώνει.
Όλων η σκέψη πήγε στον Σταθόπουλο. Σίγουρα θα μπορούσε να κάνει καμμιά τρέλα. Τους είπαν κι άλλα. Παλιότερα, ειδικώς τα χρόνια του Eμφυλίου πολέμου όταν επικρατούσε το βρετανικό σύστημα στο στρατό, στο «βάπτισμα του πυρός» οι σφαίρες περνούσαν πολύ χαμηλά και σε πολλά διαστήματα κατά μήκος του διαδρόμου. Έτσι υπήρχε πραγματικός κίνδυνος, ήταν όμως άλλη εποχή και τότε δικαιολογούσαν υψηλότερο αριθμό απωλειών στην διάρκεια της εκπαιδεύσεως.
Ξημέρωσε η μέρα του Θεού κι άρχισε το Βάπτισμα του Πυρός –
[ Λείπει η συνέχεια ]
————————————————
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΧΕΙΟ
————————————————