Χάρτης 16 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2020
https://www.hartismag.gr/hartis-16/metafrash/ta-dwra
Του δόθηκε η αόρατη μουσική
δώρο του χρόνου που βυθίζεται στο χρόνο·
του δόθηκε η ομορφιά η τραγική,
του δόθηκε ο έρωτας που τελειώνει με πόνο.
Του δόθηκε η γνώση πως υπάρχει
απ’ τις ωραίες όλου του κόσμου μόνο εκείνη·
και διάβασε την άλγεβρα των άστρων
τη νύχτα που πρωτόειδε τη σελήνη.
Του δόθηκε η ατίμωση. Προσεκτικά
μελέτησε τα εγκλήματα της Ιστορίας,
τα λείψανα της Καρθαγένης, τα ασφυκτικά
συμπλέγματα Ανατολής και Εσπερίας.
Του δόθηκε η γλώσσα – ορυχείο του ψεύτη,
του δόθηκε ο αδρός πηλός: η σάρκα·
του δόθηκε ο φριχτός εφιάλτης και ώς τα άκρα
το [κρύo] βλέμμα του Άλλου στον καθρέφτη.
Απ’ τα βιβλία
που άθροισε ο χρόνος
λίγες σελίδες μόνο δόθηκαν σ’ εκείνον·
λίγα παράδοξα που άφησε ο Ζήνων
και δεν τα έφθειρε στο διάβα του ο χρόνος.
Εκείνος που έχει για όνομα ένα λεπίδι
το όρθιο αίμα του έρωτα του
’χει δοσμένο
(το σχήμα είναι από κάποιον Έλληνα πλασμένο)*
τις λέξεις οδηγεί στο χέρι του, σαν φίδι.
Του δόθηκαν κι άλλα πολλά, ονοματισμένα:
η πυραμίδα, ο κύβος και η σφαίρα·
στάθηκε άξιος να γευτεί την κάθε μέρα
κι ένα κορμί, να συμπορεύονται απελπισμένα
με τα υλικά και με τον άπειρο αλγόριθμο της άμμου.
Αυτή είναι η ιστορία σου – και η δικιά μου.
Άτλας, 1984
ΚΙ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
———————————————
* Όταν συναντηθήκαμε με τον Μπόρχες στην Αθήνα, τον
Σεπτέμβριο του 1983, μεταξύ άλλων συζητήσαμε και τις λογοτεχνικές
μεταφορές, ξεκινώντας από γενικότερες (των Ισλανδών, των Αιγυπτίων κ.ά.)
και φτάνοντας ώς και σε σκαμπρόζικες εκφράσεις. Ο Μπόρχες μιλούσε με
μεγάλο κέφι για τις ιδιοτροπίες της αργκό, τις ιδιότυπες μεταφορές, και
κάποια στιγμή είπε: «Ξέρετε ότι η ερωτική πράξη λέγεται στην αγγλική
αργκό “χειραψία με τον δεσπότη”; Δεν είναι ωραίο;». (Δεν το ήξερα…) Και
συνέχισε απαριθμώντας ασυνήθιστες προσωνυμίες των ερωτικών οργάνων σε
διάφορες γλώσσες, παρεμβάλλοντας στίχους του Βιργίλιου στα λατινικά και
μεταφράζοντάς τους εν συνεχεία. Σ’ ένα σχετικό κείμενο, τότε (βλ. Μπεθ – Ένα αρχείο για τον Μπόρχες, 3Εκδ.
Πατάκη 2016), δεν τόλμησα, ούτε είχε νόημα, να αναφέρω ότι του είχα
δώσει κι εγώ ένα παράδειγμα: πως ένας Έλληνας ποιητής είχε
χρησιμοποιήσει την έκφραση «όρθιο αίμα» περιγράφοντας τη στύση. Κάπου το
’χα διαβάσει ή κάπου το ’χα ακούσει εκείνο τον καιρό, και του το είπα.
Του έκανε εντύπωση και το επαναλάμβανε ενθουσιασμένος.
Το βιβλίο Άτλας
μού το είχε στείλει η Μαρία Κοδάμα μόλις κυκλοφόρησε, μετά την Πρωτοχρονιά του 1985. Διαβάζοντάς το, τότε, δε στάθηκα
στην αναφορά της συνομιλίας μας εκείνης· τώρα, μεταφράζοντας το ποίημα «Τα δώρα», (με αφορμή την επικείμενη έκδοση ολόκληρου του βιβλίου σε συνεργασία με τον Αχίλλέα Κυριακίδη), πρόσεξα για πρώτη φορά τους στίχους «το όρθιο αίμα
του έρωτα τού ’χει δοσμένο / (το σχήμα είναι από κάποιον Έλληνα
πλασμένο)» [κατά λέξη: «Το όρθιο αίμα του ανθρώπινου έρωτα / (η εικόνα
είναι κάποιου Έλληνα…»)]. Ποιος είναι αυτός ο Έλληνας; Δε θυμάμαι.
Έψαξα σε βιβλία, ρώτησα πολλούς· αποτέλεσμα: μηδέν. Κανείς δεν θυμόταν αυτή την έκφραση.
Θα μπορούσε να είναι του Γιάννη Ρίτσου λ.χ.; Μαζεύω μερικούς στίχους του. Γράφει, φερ' ειπείν, με
άνεση: «κάθε κοπέλα έχει μια φούχτα αλατισμένο φως κάτου απ’ τη φούστα
της», κι αλλού: «Η μυρωδιά από αίμα και σπέρμα»· συχνά, χρησιμοποιεί
έντονα ερωτικές εκφράσεις (: «και το φεγγάρι ογκώνεται σε στύση
κατακόκκινο να σπάσει απ’ το αίμα ο βάλανός του») σε βιβλία του όπως τα Επινίκια (1977-’83) ή φαντάζεται «αρχάγγελους σε στύση» [Το τερατώδες αριστούργημα (1977)].
Μα θα μπορούσε να ΄ναι κι από ποίημα του Κακναβάτου («νερά και μάτια, όρθιο μίσος...». Μια εικόνα τού Αριστοτέλη Νικολαϊδη (κάναμε παρέα κείνο τον καιρό...). Ίσως του Καρούζου; («Λάθος κι αν είν' ο θάνατος τον μηδενίζει άξαφνα η στύση» ή «τη στύση μου θερίζοντας το Απόλυτο στα σώματα σμήνος υδάτινο γυναικώνε» ή, ακόμα, «ο κρίνος με την άσπιλη στύση» και, κορυφαίο, το «Franz Kafka: μια στήλη αίματος που δε σωριάζεται» κ.λπ.)
Δεν καταλήγω πουθενά. Να ήταν μια διατύπωση κατά συνεκδοχήν...;
Το βιβλίο Άτλας
τυπώθηκε τον Δεκέμβριο του 1984 και περιλαμβάνει κείμενα χρονολογημένα
μέχρι και 27 Απριλίου. Και είναι μάλλον βέβαιο ότι ο Μπόρχες
συγκράτησε εκείνη τη μεταφορά και την ενσωμάτωσε, έναν χρόνο μετά στο ποίημά του,
τιμώντας σιωπηρά κάποιον άγνωστο –για την ώρα– Έλληνα.