Χάρτης 44 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-44/afierwma/o-adespotos-skylos
Λίγα μαγαζάκια, από κείνα που προορίζονται να ικανοποιούν τις στοιχειώδεις ανάγκες, ένας φούρνος, ένα χασάπικο, ένα μπακάλικο, δυο καφενεία κι ένα κουρείο, αυτά όλα κι όλα αποτελούσαν την κεντρική πλατεία του Βαραμίν.* Κάτω από έναν καυτό ήλιο, η πλατεία ολόκληρη και οι κάτοικοι της που έλιωναν από τη ζέστη, περίμεναν το αεράκι του δειλινού και τη δροσιά της νύχτας. Προς το παρόν όμως, άνθρωποι, ζώα, μαγαζιά και δέντρα ήταν όλα ακίνητα και σιωπηλά. Η ζέστη έπνιγε το χωριό και μια ελαφριά σκόνη που σήκωναν συνεχώς τα περαστικά αυτοκίνητα θόλωνε τον γαλανό ουρανό.
Σε μια πλευρά της πλατείας υπήρχε ένας αρχαίος πλάτανος που άπλωνε με επιμονή τα κλαδιά του προς όλες τις κατευθύνσεις, παρά τον σκαμμένο και κούφιο κορμό του. Στη σκιά του σκονισμένου φυλλώματός του πάνω σε μια μεγάλη και φαρδιά εξέδρα καθόντουσαν δύο αγόρια και διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, ο ένας τα ρυζόγαλα κι ο άλλος τους κολοκυθόσπορους. Σε ένα ρυάκι μπροστά στο καφενείο κυλούσε αργά το παχύ, βρώμικο λασπόνερο.
Το μόνο αξιοπρόσεκτο κτίσμα σ’ αυτό το άθλιο χωριό ήταν ο ξακουστός πύργος του Βαραμίν, του οποίου φαινόταν το μισογκρεμισμένο κυλινδρικό σώμα και η κωνική κορυφή. Ακόμα και τα σπουργίτια που είχαν φωλιάσει μέσα στα ερείπια, ήταν ναρκωμένα από τη ζέστη. Ο μόνος ήχος που έσπαζε κατά διαστήματα την ησυχία ήταν το αλύχτημα ενός σκύλου.
Ήταν ένα σκωτσέζικο σέτερ με μουσούδα μαύρη με άσπρα στίγματα, και μαύρες πιτσιλιές στα πόδια. Τα κρεμαστά αυτιά του, η μυτερή ουρά του, το κατσαρό και βρώμικο τρίχωμά του είχαν πάνω τους κομμάτια λάσπης, σα να είχε τρέξει μέσα σε βάλτο. Δυο πανέξυπνα ανθρώπινα μάτια έλαμπαν στο τριχωτό μέτωπό του. Βαθιά μέσα στα μάτια έλαμπε μια ανθρώπινη ψυχή με ένα μήνυμα τόσο ανεξιχνίαστο, όσο το σκοτάδι που σκέπαζε την ύπαρξή του. Ό,τι κι αν ήταν αυτό το μήνυμα, δεν ήταν σίγουρα ούτε φως ούτε χρώμα˙ ήταν κάτι άλλο, άπιαστο, σαν την έκφραση στα μάτια μιας πληγωμένης γαζέλας. Τα μάτια του όχι μόνο έμοιαζαν με ανθρώπινα – είχαν και την ίδια έκφραση. Κι ενώ αυτά τα μάτια ήταν γεμάτα πόνο, βάσανα και προσδοκία, χαρακτηριστικά κάθε αδέσποτου σκύλου, κανένας δεν έβλεπε, ούτε καταλάβαινε την πονεμένη, ικετευτική έκφρασή τους. Το παιδί για τα θελήματα του φούρνου τον χτυπούσε, ο μικρός του χασάπικου τού πετούσε πέτρες, άν δοκίμαζε να βρει καταφύγιο στη σκιά κάποιου αυτοκινήτου, είναι σίγουρο ότι τα χοντροπάπουτσα του οδηγού θα τον καλοδεχόντουσαν. Και όταν όλοι αυτοί θα είχαν κουραστεί να τον χτυπούν, το αγόρι που πουλούσε τα ρυζόγαλα θα το εύρισκε ιδιαίτερα ευχάριστο να τον βασανίζει. Το κάθε ουρλιαχτό πόνου που έφερναν οι πέτρες που χτυπούσαν τα πλευρά του, προκαλούσε το γέλιο του παιδιού και τα σκληρά λόγια «Βρομόσκυλο!». Κι οι άλλοι τριγύρω ευχαρίστως τον σιγοντάρανε με τα βραχνά γέλια τους. Τους ήταν φυσικό και άξιο ανταμοιβής να βασανίζουν έναν μιαρό σκύλο, εφτάψυχο και καταραμένο απ’ τη θρησκεία. Για να ευχαριστήσουν τον Αλλάχ τον χτυπούσαν.
Τη μέρα εκείνη, για να γλιτώσει απ’ το μαρτύριο του πωλητή των ρυζόγαλων, έφυγε και, πεινασμένος, πήρε τον δρόμο που οδηγούσε στον πύργο. Εκεί βρήκε καταφύγιο σ’ ένα αυλάκι, ακούμπησε το κεφάλι στα μπροστινά του πόδια και, με τη γλώσσα έξω, μισοκοιμισμένος, κοιτούσε με βλέμμα απλανές τα πράσινα λιβάδια που εκτείνονταν μπροστά του. Ήταν εξουθενωμένος, πονούσε όλο του το σώμα. Μέσα στη δροσιά και την υγρασία του λάκκου ένα ευχάριστο συναίσθημα τον πλημμύρισε. Πολλές και διαφορετικές μυρωδιές, η μυρωδιά μισοξεραμένων φυτών, η μυρωδιά κάποιου μουσκεμένου παλιοπάπουτσου, η μυρωδιά πεθαμένων και ζωντανών πραγμάτων, όλες ξυπνούσαν μέσα του μακρινές και συγκεχυμένες μνήμες. Όποτε κοιτούσε τα χωράφια ξυπνούσε το ένστικτό του και, ταυτόχρονα, ζωντάνευαν ευχάριστες μνήμες από το παρελθόν. Αυτή τη φορά όμως η αίσθηση ήταν πιο ζωντανή, σαν κάποια φωνή να του ψιθύριζε στο αυτί και να τον καλούσε να σηκωθεί, να πεταχτεί όρθιος. Ένιωσε μια ανεξέλεγκτη ορμή να τρέξει και να χοροπηδήσει μέσα στη πρασινάδα.
Αυτό ήταν το ένστικτο που είχε κληρονομήσει από τους προγόνους του που είχαν μεγαλώσει ελεύθεροι μέσα στα καταπράσινα λιβάδια της Σκωτίας. Το σώμα του, όμως, ήταν τώρα τσακισμένο από την κούραση και ανίκανο να κάνει την παραμικρή κίνηση. Πόνος, ανάμικτος με εξάντληση και ατονία, τον είχαν κυριεύσει, φέρνοντας στην επιφάνεια παράξενες και ξεχασμένες καταστάσεις. Κάποτε, ήταν αναγκασμένος να υπακούει σε συγκεκριμένες ανάγκες και υποχρεώσεις. Ένιωθε υποχρεωμένος να ανταποκρίνεται σε κάθε κάλεσμα του κυρίου του, να διώχνει από το σπίτι τους ξένους και τα αδέσποτα σκυλιά, να παίζει με το παιδί του κυρίου του, να φέρεται σε όσους γνώριζε με άλλο τρόπο απ’ ότι στους ξένους, να τρώει στην ώρα του και να περιμένει να τον χαϊδέψουν την ώρα που έπρεπε. Τώρα όμως όλοι αυτοί οι περιορισμοί είχαν εξαφανιστεί.
Αντί για όλα αυτά, είχε μάθει να ψάχνει στα σκουπίδια να βρει κάτι να φάει, να υπομένει τις καθημερινές τιμωρίες και να ουρλιάζει και να κλαυθμυρίζει. Το τελευταίο ήταν και η μόνη του άμυνα. Παλιά ήταν τολμηρός, άφοβος, καθαρός και ζωηρός, τώρα όμως είχε καταντήσει δειλός και αξιολύπητος· κάθε θόρυβος, κάθε κίνηση τον τρόμαζε. Τον τρόμαζε ακόμα και η ίδια του η φωνή. Είχε συνηθίσει τη βρόμα και τη δυσωδία. Τα τσιμπούρια είχαν γεμίσει πληγές όλο του το σώμα, δεν είχε όμως τη δύναμη να τα πιάσει ή ακόμα και να γλειφτεί. Ένιωθε ότι έχει γίνει ένα με τη βρωμιά και κάτι είχε πεθάνει μέσα του· κάτι λαμπερό είχε χαθεί.
Σ’αυτούς τους δύο χειμώνες από τότε που μπήκε σε τούτη την κόλαση, ούτε μια μέρα δε χόρτασε φαγητό, ούτε μια φορά δεν κοιμήθηκε ήσυχα. Τα ένστικτα και οι ίδιες του οι αισθήσεις είχαν καταπνιγεί. Κανείς δεν τον είχε χαϊδέψει και κανείς δεν τον είχε κοιτάξει στα μάτια. Οι κάτοικοι αυτού του μέρους, αν και έμοιαζαν με τον κύριό του, ήταν τελείως διαφορετικοί στα αισθήματα, τη συμπεριφορά και τον χαρακτήρα. Οι άνθρωποι που ήξερε παλιότερα έδειχναν να καταλαβαίνουν τον κόσμο του· κατανοούσαν τα προβλήματά του και τον συμπονούσαν. Τον προστάτευαν.
Από όλες τις μυρωδιές που έφταναν τώρα στη μύτη του, αυτή που τον ερέθιζε περισσότερο ήταν του ρυζόγαλου. Αυτό το λευκό υγρό, που έμοιαζε τόσο πολύ με το γάλα της μητέρας του, τού έφερνε μνήμες από τότε που ήταν κουτάβι. Ένα μούδιασμα τον κυρίευσε καθώς γύρισε πίσω στην ηλικία που ρουφούσε αυτό το θρεπτικό, ζεστό υγρό από το στήθος της μητέρας του, ενόσω ένιωθε εκείνη να τον καθαρίζει με την απαλή, σταθερή γλώσσα της. Ξαναρχόταν στα ρουθούνια του η έντονη μυρωδιά της καθώς και η οσμή του αδελφού του, όπως βύζαιναν δίπλα-δίπλα. Η ενθύμηση της δυνατής και βαριάς μυρωδιάς της μητέρας και του γάλατος τον πλημμύρισε.
Όταν είχε πια χορτάσει γάλα, το σώμα του ήταν ζεστό και ξεκούραστο και μια υγρή ζεστασιά κυλούσε στις φλέβες του. Ναρκωμένος άφηνε τη ρώγα της μητέρας του και, τρέμοντας από ευχαρίστηση, βυθιζόταν σε ένα βαθύ ύπνο. Ποια άλλη ευχαρίστηση μπορεί να ξεπεράσει μια τέτοια ικανοποίηση; Ακόμα κι όταν πίεζε, τυχαία με την πατούσα του, τη θηλή της μητέρας του έτρεχε γάλα, χωρίς να χρειαστεί καθόλου να προσπαθήσει, χωρίς καμιά δυσκολία. Το χνουδωτό σώμα του αδελφού του, η φωνή της μητέρας του, όλα αυτά ήταν μεθυστικά και γλυκά. Ξαναθυμήθηκε το ξύλινο σπιτάκι και τα παιχνίδια με τον αδελφό του σ’ εκείνον τον καταπράσινο κήπο.
Συνήθιζε να δαγκώνει τα κρεμαστά αυτιά του αδελφού του και να κυλιούνται μαζί στο χώμα και μετά να σηκώνονται και να τρέχουν. Αξέχαστα ήταν τα χάδια του κυρίου του και οι κύβοι ζάχαρης που τον τάιζε. Αργότερα βρήκε κι έναν άλλο φίλο – τον γιο τού κυρίου του. Έτρεχε πίσω από τον καινούριο φίλο του μέχρι την άκρη του κήπου, γαβγίζοντας και δαγκώνοντας τα ρούχα του. Αγαπούσε ιδιαίτερα τον γιο του κυρίου του, που έπαιζε μαζί του και ποτέ δεν τον είχε χτυπήσει. Κάποια στιγμή, αργότερα, εξαφανίστηκαν ο αδελφός του και η μητέρα του κι έμεινε μόνος με τον κύριό του, τη γυναίκα του, το γιό τους κι έναν γέρο υπηρέτη. Μπορούσε να ξεχωρίζει τη μυρωδιά του καθενός και να αναγνωρίζει τον ήχο των βημάτων του. Την ώρα του φαγητού περπατούσε γύρω στο τραπέζι μυρίζοντας τα φαγητά. Κάποιες φορές η γυναίκα του κυρίου του, παρά τις αντιρρήσεις εκείνου, του έδινε ένα ή δύο κομμάτια κρέας. Μετά το φαγητό, τον φώναζε ο υπηρέτης «Πατ… Πατ…» και του άφηνε φαγητό στη γαβάθα του, δίπλα στο ξύλινο σπιτάκι.
Τα προβλήματα του Πατ ξεκίνησαν από τότε που άρχισε να έχει οίστρο. Ο κύριός του δεν του επέτρεπε να βγαίνει από το σπίτι και να τρέχει πίσω από τις θηλυκές. Έτσι, καθώς το έφερε η μοίρα, μια φθινοπωρινή μέρα, ο κύριός του και δύο άλλα πρόσωπα που τα γνώριζε και ερχόντουσαν συχνά στο σπίτι, μπήκαν στο αυτοκίνητο και κάλεσαν τον Πατ να πάει μαζί τους. Ο Πατ είχε ταξιδέψει αρκετές φορές με αυτοκίνητο μαζί με τον κύριό του, αυτή τη φορά όμως ήταν σε οίστρο και ήταν πολύ αναστατωμένος. Μετά από ώρες έφτασαν στην πλατεία του Βαραμίν και κατέβηκαν από το αυτοκίνητο. Ο κύριός του και οι άλλοι δύο περπατούσαν στο δρομάκι δίπλα στον πύργο, όταν τα ρουθούνια του Πατ έπιασαν μια μυρωδιά θηλυκού που τον τρέλανε. Κάθε τόσο σταματούσε και μύριζε το χώμα˙ τελικά τρύπωσε σε μια αυλή μέσα από ένα άνοιγμα για να φεύγουν τα νερά.
Είχε σουρουπώσει όταν άκουσε τη φωνή του κυρίου του να τον καλεί: «Πατ… Πατ!...» Ήταν, αλήθεια, η φωνή του ή μήπως ήταν μονάχα ο απόηχος αυτής της φωνής μέσα στ’ αυτιά του;
Η φωνή αυτή είχε συνήθως ιδιαίτερη απήχηση πάνω του, καθώς του θύμιζε όλα τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του, τώρα όμως μια δύναμη που υπερτερούσε οποιασδήποτε άλλης του εξωτερικού κόσμου, τον πίεζε να μείνει με την σκύλα, τον είχε παραλύσει και τον είχε κάνει κουφό σε οποιονδήποτε εξωτερικό ήχο. Δυνατά αισθήματα είχαν ξυπνήσει μέσα του, η μυρωδιά της θηλυκής του είχε φέρει ζαλάδα. Το σώμα του και οι αισθήσεις του δεν τον υπάκουαν πια. Σύντομα, όμως, κάποιοι τον είδαν, άρχισαν να τον χτυπούν με ξύλα και ξέφυγε μέσα από το ίδιο άνοιγμα απ’ όπου είχε μπει.
Ο Πατ ένιωθε ζαλισμένος και κουρασμένος, αλλά και πιο ανάλαφρος και ήρεμος. Άρχισε να ψάχνει για τον κύριό του. Το μόνο που κατάφερνε να εντοπίσει ήταν μια ελαφριά μυρωδιά σε κάποια δρομάκια. Την ακολούθησε παντού, αφήνοντας σημάδια στο πέρασμά του. Έφτασε μέχρι τα ερείπια, έξω απ’ το χωριό και γύρισε πίσω, ξέροντας ότι ο κύριός του θα επέστρεφε στην πλατεία. Εκεί, όμως, η ασθενική μυρωδιά χανόταν ανάμεσα σε πολλές άλλες. Είχε φύγει ο κύριός του και τον είχε αφήσει εκεί; Ένα ανάμικτο αίσθημα φόβου και ανησυχίας τον κυρίευσε. Πώς θα μπορούσε να επιζήσει χωρίς τον κύριό του, τον θεό του; Ο κύριός του ήταν σαν θεότητα! Σίγουρα θα γύριζε πίσω να τον ψάξει. Έντρομος γύρισε διάφορους δρόμους, χωρίς αποτέλεσμα.
Το βράδυ επέστρεψε στην πλατεία, τσακισμένος απ’ την κούραση. Κανένα ίχνος του κυρίου του. Τριγύρισε στο χωριό πολλές φορές ακόμα, έφτασε στο άνοιγμα, εκεί που είχε συναντήσει τη σκύλα. Πέτρες έφραζαν τώρα την τρύπα. Ο Πατ έπιασε να σκάβει με ορμή το χώμα με τα πόδια του για να μπει στον κήπο, δεν κατάφερε όμως τίποτα. Τελικά αποκοιμήθηκε σ’ εκείνο το σημείο, απελπισμένος.
Γύρω στα μεσάνυχτα, τον ξύπνησαν οι δικοί του στεναγμοί και τα βογγητά. Τρομαγμένος, άρχισε να τρέχει στα δρομάκια, μυρίζοντας τους τοίχους και ψάχνοντας. Πεινούσε πολύ. Φτάνοντας στην πλατεία, του έσπασαν τα ρουθούνια οι μυρωδιές τόσων φαγητών: η μυρωδιά του χτεσινού κρέατος, η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού, και η μυρωδιά του γιαουρτιού, όλες αναμιγνύονταν ερεθιστικά. Την ίδια στιγμή αισθανόταν ένοχος που είχε παραβιάσει την ιδιοκτησία κάποιου άλλου, που έπρεπε να παρακαλέσει αυτούς τους ανθρώπους να του δώσουν φαγητό και ότι θα έπρεπε να μείνει σ’ αυτό το μέρος, με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπήρχαν άλλοι ανταγωνιστές για να τον διώξουν. Ίσως κάποιος από αυτούς που έμοιαζαν με τον κύριό του και είχε φαγητό στα χέρια του να δεχόταν να τον πάρει σπίτι του.
Προσεκτικά, τρέμοντας, πλησίασε τον φούρνο που μόλις είχε ανοίξει, γεμίζοντας τον αέρα με το άρωμα του φρεσκοψημένου ψωμιού. Ένας άντρας που κουβαλούσε ψωμιά κάτω απ’ τη μασχάλη του, τον κάλεσε: «Έλα, έλα!». Πόσο παράξενη ακούστηκε η φωνή του! Του πέταξε ένα κομμάτι ζεστό ψωμί που ο Πατ, διστάζοντας λίγο, το έφαγε και κούνησε την ουρά του. Ο άντρας ακούμπησε το ψωμί στον πάγκο και με πολλή προσοχή τον χάιδεψε λίγο στο κεφάλι και μετά, με τα δύο του χέρια, του έλυσε το κολάρο. Τι ανακούφιση για τον Πατ! Ένιωσε σα να είχε απαλλαγεί από όλες τις ευθύνες, όλα τα καθήκοντα, όλες τις υποχρεώσεις. Όταν όμως κούνησε πάλι την ουρά του και πλησίασε τον φούρναρη, δέχτηκε μια δυνατή κλωτσιά στα πλευρά. Ο φούρναρης πήγε στο ρυάκι και έπλυνε τελετουργικά τα χέρια του τρείς φορές. Ο Πατ αναγνώρισε το κολάρο του που κρεμόταν μπροστά στον φούρνο.
Από εκείνη τη νύχτα έτσι αντιμετώπιζαν πλέον τον Πατ όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Τον κλοτσούσαν, του πετούσαν πέτρες και τον χτυπούσαν με ξύλα. Σα να επρόκειτο για τους χειρότερους εχθρούς του, που εύρισκαν μια ιδιαίτερη ευχαρίστηση να τον βασανίζουν.
Είχε βρεθεί σ’ έναν άλλο κόσμο τον οποίο δεν αναγνώριζε· κανένας δεν καταλάβαινε τα αισθήματά του. Οι πρώτες μέρες ήταν και οι πιο σκληρές. Μετά, σιγά-σιγά, συνήθισε τη νέα του ζωή. Εξάλλου, είχε εντοπίσει στη δεξιά πλευρά της πλατείας ένα μέρος όπου πετούσαν σκουπίδια και εκεί εύρισκε γευστικά πράγματα όπως κόκαλα, λίπος, ψαροκόκαλα και άλλα φαγώσιμα που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Περνούσε τη μέρα του μπροστά στο χασάπικο και το φούρνο. Είχε καρφωμένα τα μάτια του στα χέρια του χασάπη, πάντα όμως έτρωγε περισσότερα χτυπήματα απ’ ότι νόστιμα κομμάτια. Προσαρμόστηκε, παρ’ όλα αυτά, στη νέα του ζωή και σύντομα η προηγούμενη ζωή του δεν ήταν παρά ξεθωριασμένες αναμνήσεις από μυρωδιές και μια σειρά από ασύνδετες και μισοσβησμένες εικόνες. Αυτό τον παράδεισο τον φύλαγε προσεκτικά στο μυαλό του κι εκεί εύρισκε καταφύγιο σε στιγμές απελπισίας.
Αυτό που του έλειπε βασανιστικά ήταν τα χάδια. Παρά τη συνεχή κακομεταχείριση και τα χτυπήματα, τα αισθήματά του παρέμεναν αγνά, σαν του μικρού παιδιού. Ειδικά σ’ αυτή τη νέα ζωή, τη γεμάτη πόνο και βάσανα, είχε ανάγκη από χάδια. Τα μάτια του ζητιάνευαν αγάπη και θα έδινε ακόμα και τη ζωή του σε όποιον θα ήταν καλός μαζί του και θα του χάιδευε το κεφάλι. Είχε ανάγκη να δείξει την αγάπη του σε κάποιον, να θυσιαστεί και να δείξει την πίστη και την αφοσίωσή του, φαίνεται όμως ότι κανένας δεν είχε ανάγκη από τέτοια συναισθήματα, κανείς δεν τον υποστήριξε και το μόνο που έβλεπε στα μάτια των ανθρώπων ήταν έχθρα και κακία. Όσο πιο πολύ προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή τους, τόσο περισσότερο αυτό προκαλούσε οργή και μίσος.
Ο Πατ κοιμόταν στο χαντάκι και έβλεπε εφιάλτες. Μούγκρισε κάποιες φορές και μετά ξύπνησε. Πεινούσε φοβερά κι ο αέρας του έφερνε μυρωδιά από κεμπάπ. Πείνα αμείλικτη βασάνιζε τα έντερά του και αυτό τον έκανε να ξεχνάει όλα του τα άλλα βάσανα. Σηκώθηκε με κόπο και, προσεκτικά, πήρε το δρόμο για την πλατεία.
——————
Εκείνη την ώρα, μέσα στη φασαρία, τη σκόνη και τη βρόμα, έφτασε ένα αυτοκίνητο στην πλατεία του Βαραμίν. Κατέβηκε ένας άντρας, πλησίασε τον Πατ και του έκανε ένα χάδι στο κεφάλι. Δεν ήταν ο κύριός του, ήταν σίγουρος γι αυτό, γιατί γνώριζε πολύ καλά τη μυρωδιά του. Πώς όμως έγινε και κάποιος εμφανίστηκε και τον χάιδεψε; Δεν είχε πια ούτε το κολάρο ώστε να τον χαϊδέψει κάποιος. Ο άντρας γύρισε και του χάιδεψε πάλι το κεφάλι. Ο Πατ έκπληκτος, τον ακολούθησε. Τον είδε να μπαίνει σε ένα δωμάτιο που το γνώριζε καλά, απ’ όπου έβγαιναν υπέροχες μυρωδιές φαγητών. Κάθισε σε ένα πάγκο δίπλα στον τοίχο και του έφεραν ζεστό ψωμί, γιαούρτι, αυγά, και άλλα ωραία πράγματα. Πήρε κομμάτια ψωμί, τα βούτηξε στο γιαούρτι και τα πέταξε στον Πατ. Εκείνος τα έφαγε, λαίμαργα στην αρχή και πιο αργά στη συνέχεια. Κάρφωσε, όλο ταπεινότητα και ευγνωμοσύνη, τα ωραία καστανά μάτια του στο πρόσωπο του ανθρώπου, κουνώντας την ουρά του.
Ήταν αλήθεια ή μήπως ονειρευόταν; Είχε χορτάσει, χωρίς κανείς να τον διακόψει ή να τον χτυπήσει. Είχε, άραγε, βρει ένα νέο κύριο; Παρά τη ζέστη, ο άντρας σηκώθηκε και πήρε το δρομάκι που οδηγούσε στον πύργο. Εκεί σταμάτησε λίγο και μετά συνέχισε το δρόμο του μέσα από ένα λαβύρινθο μικρών δρόμων. Ο Πατ τον ακολούθησε μέχρι έξω από τα όρια της πόλης. Εκεί ήταν κάποια ερείπια, μόνο λίγοι τοίχοι είχαν απομείνει. Και ο κύριος του Πατ είχε επισκεφθεί τα ίδια ερείπια. Ίσως και οι άνθρωποι αυτοί αναζητούσαν την μυρωδιά των δικών τους θηλυκών. Ο Πατ περίμενε στη σκιά του τοίχου και στη συνέχεια γύρισαν μαζί πίσω στην πλατεία μέσα από άλλους δρόμους. Ο άντρας τον χάιδεψε πάλι στο κεφάλι, έκανε ένα σύντομο γύρο στην πλατεία και πήγε και κάθισε σε ένα από τα αυτοκίνητα που γνώριζε ο Πατ. Εκείνος δεν τόλμησε να ανέβει, κάθισε δίπλα στο αυτοκίνητο και τον κοιτούσε.
Ξαφνικά, μέσα στη σκόνη, το αυτοκίνητο άρχισε να κινείται. Ο Πατ, χωρίς να διστάσει, άρχισε να τρέχει πίσω του. Τώρα δε σκόπευε να χάσει αυτόν τον άνθρωπο. Λαχάνιαζε, παρά τον πόνο όμως, βρισκόταν ακριβώς πίσω από το αυτοκίνητο και έτρεχε γρήγορα. Το αυτοκίνητο έφυγε από το χωριό και περνούσε μέσα από κάτι χωράφια. Δύο ή τρεις φορές ο Πατ το έφτασε, όμως μετά έμεινε πίσω. Η απελπισία τον είχε κάνει να είχε δώσει όλες του τις δυνάμεις, αλλά το αυτοκίνητο πήγαινε πιο γρήγορα. Το αδύναμο και τσακισμένο σώμα του δεν μπορούσε να συναγωνιστεί το αυτοκίνητο. Ένιωσε ζαλάδα και αδυναμία, δεν μπορούσε να ελέγξει το σώμα του· δεν μπορούσε ούτε να κουνήσει τα πόδια του. Κάθε προσπάθεια ήταν μάταιη. Δεν ήξερε πια ούτε γιατί έτρεχε, ούτε προς τα πού έτρεχε. Ήταν εξαντλημένος, δεν υπήρχε καμία διέξοδος. Στάθηκε. Του είχε πιαστεί η αναπνοή, η γλώσσα του κρεμόταν έξω απ’ το στόμα. Τα έβλεπε όλα θολά. Με το κεφάλι κατεβασμένο και με πολλή δυσκολία τραβήχτηκε στην άκρη του δρόμου, σ’ ένα χαντάκι, και χώθηκε στη ζεστή, νοτισμένη άμμο. Το ένστικτό του, που ποτέ δεν τον είχε προδώσει, του έλεγε ότι δεν επρόκειτο ποτέ να φύγει από εκεί. Το κεφάλι του γύριζε, οι σκέψεις και οι αισθήσεις του είχαν εξασθενίσει. Ένιωσε ένα δυνατό πόνο στα σωθικά και τα μάτια του θόλωσαν. Σιγά-σιγά τα πόδια του μούδιασαν και κρύος ιδρώτας τύλιξε το κορμί του· ήταν μια μεθυστική και ανακουφιστική, δροσερή αίσθηση.
Την ώρα που έδυε ο ήλιος τρία κοράκια πετούσαν πάνω από τον Πατ. Τον είχαν μυριστεί. Το ένα απ’ αυτά τον πλησίασε με προσοχή και στάθηκε δίπλα του παρατηρώντας τον. Όταν κατάλαβε ότι ήταν ακόμα ζωντανός πέταξε μακριά. Αυτά τα τρία αυτά κοράκια είχαν έρθει για να ξεριζώσουν τα καστανά μάτια του Πατ.
Πρώτη δημοσίευση: 1942
* Το Βαραμίν (Varamin) είναι πόλη της Περιφέρεια της Τεχεράνης, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Ο πύργος που αναφέρεται στο διήγημα είναι προφανώς ο Πύργος του Αλαντίν (Gunbad-i ‘Ala al’-Din), χτισμένος το 1289.