Χάρτης 44 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-44/afierwma/afesi-amartiwn
Καυτός άνεμος φυσούσε και χτυπούσε τα πρόσωπα των ταξιδιωτών με ένα μείγμα σκόνης και πυρωμένης άμμου. Όλα έδειχναν να λιώνουν κάτω από τον φλεγόμενο ήλιο. Το μόνο που αντηχούσε στον αέρα ήταν το μονότονο κουδούνισμα που έκαναν τα καμπανάκια από μπακίρι και σίδερο και έδιναν βήμα στις καμήλες. Ο λαιμός των ζώων ταλαντευόταν. Πάνω στις σκυθρωπές μούρες τους και τα κρεμασμένα χείλη τους διαγραφόταν καθαρά η δυσαρέσκεια για τη μοίρα τους.
Το καραβάνι προχωρούσε αργά στον χωματόδρομο, σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. Ήταν μια έρημος μονότονη, χωρίς νερό ούτε βλάστηση, με την άμμο να απλώνεται με ελαφρούς κυματισμούς ως εκεί που έφτανε το μάτι, σχηματίζοντας σε κάποια σημεία μικρούς σωρούς στις άκρες του δρόμου. Διέσχιζαν ολόκληρα χιλιόμετρα χωρίς ούτε ένας φοίνικας να αλλάζει το τοπίο. Kάποιες οικογένειες είχαν εγκατασταθεί στα μετρημένα σημεία του δρόμου όπου λίγο νερό λίμναζε σε κάποιο χαντάκι. Ο αέρας ήταν τόσο καυτός που δεν τολμούσαν ούτε να αναπνεύσουν, λες και βρισκόντουσαν μπροστά στις πύλες της κολάσεως.
Είχαν περάσει τριάντα έξι μέρες αφότου ξεκίνησε το καραβάνι. Τα στόματα είχαν στεγνώσει, τα σώματα πονούσαν, οι τσέπες είχαν αδειάσει. Τα χρήματα των ταξιδιωτών είχαν εξατμιστεί, σαν το χιόνι κάτω απ’ τον ήλιο της Αραβίας. Μετά, όταν ο επικεφαλής των μουλαράδων έφτασε επιτέλους στην κορυφή του Λόφου της Σωτηρίας, με αποτέλεσμα να πάρει όλα τα φιλοδωρήματα των προσκυνητών,(1) και οι χρυσοί μιναρέδες ξεπρόβαλαν, όλοι άρχισαν να ψάλλουν δοξαστικούς ύμνους στον Προφήτη και τους απογόνους του. Τότε μόνο τα τσακισμένα σώματα έδειξαν να ξαναπαίρνουν ζωή.
Η Γκαλινέ Χανούμ και η Αζιζ Αγά, καλυμένες με τις λεπτές σκονισμένες ανοιχτόχρωμες μαντίλες τους, είχαν ταρακουνηθεί πολύ πάνω στα καθίσματά τους από την πρώτη μέρα που έφυγαν από το Γκαζβινέ.(2) Η κάθε μέρα για τις γυναίκες αυτές φαινόταν σαν ένας χρόνος. Η Αζιζ Αγά, ήταν κατάκοπη και πονούσε, έλεγε όμως «Είναι πολύ καλά έτσι, για το προσκύνημα υποφέρω».
Ένας ξυπόλητος Άραβας, με πρόσωπο σκούρο, αναιδέστατο και στολισμένο με ένα μουσάκι, χτυπούσε με μια χοντρή αλυσίδα τους ματωμένους ταρσούς ενός μουλαριού. Κάθε τόσο έστριβε το κεφάλι του και κάρφωνε το βλέμμα πότε στη μια πότε στην άλλη γυναίκα. Ο άντρας που τις συνόδευε, ο Μασντι Ραμεζάν Αλι, καθόταν μαζί με τον Χουσεϊν Αγά, τον προγονό της Αζιζ Αγά, σε ένα άλλο κάθισμα και μετρούσε με προσοχή τα χρήματά του. Η Γκαλινέ Χανούμ, κατάχλομη, τράβηξε την κουρτίνα που χώριζε τα δύο καθίσματα. Απευθύνθηκε στην Αζιζ Αγά, κουνώντας το κεφάλι:
— Αλάφρωσε η ψυχή μου μόλις είδα από μακριά τον μιναρέ. Η κακομοίρα η Σαμπατζί, δεν ήταν γραφτό της να φτάσει ως εδώ!
Η Αζιζ Αγά έκανε αέρα με το χέρι της που είχε τατουάζ.
— Ο θεός ας τη συγχωρέσει, απάντησε. Ήταν πραγματική ευεργέτις. Πώς όμως έμεινε παράλυτη;
— Είχε τσακωθεί με τον άντρα της και είχαν φτάσει σε διαζύγιο. Μια μέρα έφαγε κάτι που είχε κρεμμύδια και από κει ήρθε το κακό: το πρωί είχε παραλύσει το μισό της σώμα. Τι κι αν έκανε όλες τις θεραπείες, τίποτα δεν έγινε. Κι έτσι αποφάσισα να την φέρω στο προσκύνημα, ελπίζοντας ότι ο ιμάμης θα μπορούσε να την θεραπεύσει.
— Σίγουρα όλη η ταλαιπωρία του ταξιδιού ήταν μοιραία γι αυτή.
— Η ψυχή της τώρα πέταξε στον παράδεισο. Το ξέρετε ότι οι αμαρτίες των προσκυνητών συγχωρούνται από τη στιγμή που παίρνουν την απόφαση να φύγουν, ακόμα κι αν πεθάνουν στη διαδρομή.
—Με πιάνει τρεμούλα κάθε φορά που βλέπω αυτά τα φέρετρα.(3) Δε μου μένει τίποτε άλλο, παρά να πάρω θέση μέσα στο ιερό, κοντά στο κενοτάφιο του Αγίου, να εξομολογηθώ, μετά να αγοράσω ένα σάβανο και να πεθάνω.
— Χτες τη νύχτα ονειρεύτηκα την Σαμπατζί. Ήσασταν κι εσείς, ο Θεός να σας έχει καλά. Περπατούσαμε σε ένα μεγάλο καταπράσινο κήπο. Ένας απόγονος του Προφήτη, που φορούσε ένα πράσινο μαντίλι, ένα πράσινο πανωφόρι, ένα πράσινο τουρμπάνι, ένα πράσινο καφτάνι, πράσινα σανδάλια, πλησίασε και είπε: «Καλώς ήρθατε, φέρνετε μαζί σας τη χάρη». Μετά, δείχνοντας με το δάχτυλο ένα μεγάλο πράσινο κτίριο, πρόσθεσε: «Πηγαίνετε να ξεκουραστείτε». Εκείνη τη στιγμή ξύπνησα.
— Ας είναι αιώνια η καλοσύνη του!
Τώρα το καραβάνι προχωρούσε με θόρυβο. Ένας άντρας μπροστά τραγουδούσε:
Ας πάει μπροστά αυτός που λαχταράει την Καρμπάλα
Ας πάει μπροστά αυτός που θέλει να ‘ρθει μαζί μας
Ένας άλλος απάντησε:
Ευτυχισμένος αυτός που λαχταράει την Καρμπάλα
Ευτυχισμένος αυτός που θέλει να ‘ρθει μαζί μας.
Είπε πάλι ο πρώτος:
Στην Καρμπάλα ξαναβρίσκουμε τον εαυτό μας
Ακούγεται ακόμα το παράπονο της Ζέιναμπ(4)
Και ο δεύτερος:
Για την Καρμπάλα, φίλοι, σας προορίζει ο Θεός
Ας θυσιαστώ εγώ στη θέση του Χουσεϊν
Ο πρώτος τραγουδιστής ούρλιαζε, ανεμίζοντας το λάβαρό του:
Να του κοπεί η γλώσσα όποιου δεν επαναλαμβάνει αυτά τα λόγια
Ευλογημένος ο Φίλος του Θεού, ο τελευταίος Προφήτης!
Ευλογημένοι οι έντεκα γιοί του Αλή, γαμπρού του Προφήτη!
Ευλογημένοι όλοι, ένας-ένας:
Τα πρόσωπά τους είναι όμορφα σαν τη Σελήνη!
Και οι προσκυνητές δεν παρέλειπαν, μετά από κάθε στίχο, να στέλνουν εν χορώ τις προσευχές τους για τον Προφήτη και τους απογόνους του.
Δεν άργησε να προβάλλει ένας επιβλητικός χρυσός θόλος πλαισιωμένος από όμορφους μιναρέδες και, συμμετρικά, άλλος ένας τρούλος, χρώματος μπλε αυτός, που ξεχώριζε ανάμεσα στις καλύβες όπως μια καινούρια φάσα πάνω σ’ ένα πρόχειρα μπαλωμένο παλιόρουχο. Ο ήλιος έπεφτε την ώρα που το καραβάνι μπήκε σε ένα δρόμο φαρδύ, πλαισιωμένο από γκρεμισμένους τοίχους και διάφορα μικρομάγαζα. Εκεί ήταν μαζεμένοι κάθε λογής άνθρωποι: Άραβες με φέσια μοστράροντας φάτσες πάνω στις οποίες η βλακεία συναγωνιζόταν την πονηριά. Πιο πέρα, κάτι ύποπτα υποκείμενα που έμοιαζαν με απατεώνες και φορούσαν τουρμπάνια, με τα γένια και τα νύχια τους περασμένα με χένα και το κεφάλι ξυρισμένο, έπαιζαν στα χέρια τους κομπολόγια και περιφερόντουσαν φορώντας σανδάλια, έχοντας σαν μοναδικό ένδυμα μια μακριά περισκελίδα κι ένα πανωφόρι. Κάποιοι μιλούσαν περσικά, άλλοι φλυαρούσαν στα τούρκικα, κι άλλοι αμολούσαν λέξεις στα αραβικά που περιστρεφόντουσαν στον αέρα καθώς έβγαιναν βαθιά μέσα από τον φάρυγγα, ή και μέσα απ’ τα σωθικά τους. Γυναίκες απ’ την Αραβία, με τατουάζ στο ακάθαρτο πρόσωπό τους, με μάτια φλογισμένα, έδειχναν τους κρίκους που είχαν περασμένους στα ρουθούνια τους. Μια απ’ αυτές είχε χώσει το μισό στήθος της μέσα στο στόμα ενός βρώμικου μωρού που το κρατούσε στα χέρια.
Όλοι αυτοί προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τραβήξουν την προσοχή κάποιου πιθανού πελάτη: ένας έψελνε, άλλος χτυπούσε το στήθος του σε ένδειξη ταπείνωσης, ένας τρίτος πουλούσε σφραγίδες για προσευχή, κομπολόγια προσευχής και ευλογημένα σάβανα, ένας τέταρτος έλεγε πως κάνει εξορκισμούς, ένας πέμπτος έγραφε προσευχές, άλλοι πρότειναν να νοικιάσουν τα σπίτια τους. Κάτι Εβραίοι με μακριά καφτάνια πρότειναν χρήματα στους ταξιδιώτες για να αγοράσουν τον χρυσό και τα κοσμήματά τους. Ένας Άραβας, μπροστά σε ένα τεϊοποτείο, έχωνε ένα δάχτυλο στη μύτη του ενώ με το άλλο του χέρι ήταν απασχολημένος να βγάζει τη βρώμα ανάμεσα απ’τα δάχτυλα των ποδιών: το πρόσωπό του ήταν γεμάτο μύγες, ενώ οι ψείρες αλώνιζαν πάνω στα μαλλιά του.
Το καραβάνι σταμάτησε κι αμέσως ο Μάσντι Ραμεζάν Αλή και ο Χουσεϊν Αγά έτρεξαν να βοηθήσουν την Γκαλινέ Χανούμ και την Αζιζ Αγά να κατέβουν από τα καθίσματα. Όλος ο συρφετός έτρεχε ήδη προς το μέρος των ταξιδιωτών. Το θέμα ήταν ποιος θα φτάσει πρώτος, να πάρει τα πράγματά τους, ώστε να τους προτείνει ευκολότερα τη φιλοξενία του. Μέσα σε όλη αυτή τη φασαρία εξαφανίστηκε η Αζιζ Αγά. Την έψαξαν παντού, ρώτησαν τους ανθρώπους γύρω, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Η Γκαλινέ Χανούμ, ο Χουσεϊν Αγά και ο Μασντί Ραμεζάν Αλή αποφάσισαν τελικά να νοικιάσουν μια κάμαρα σε μια απόλυτα βρώμικη καλύβα, για επτά ρουπίες τη νύχτα. Και μετά ξανάρχισαν το ψάξιμο, ανησυχώντας για την τύχη της εξαφανισμένης. Γύρισαν όλη την πόλη, ρωτώντας έναν προς ένα, τον φύλακα των παπουτσιών, τους αφηγητές των γεγονότων του προσκυνήματος, δίνοντας κάθε φορά το όνομα και την περιγραφή της Αζιζ Αγά. Κανένα ίχνος της. Είχε περάσει πια η ώρα και ο κόσμος είχε αρχίσει να αραιώνει. Η Γκαλινέ Χανούμ μπήκε για ένατη φορά στο ιερό: τότε πρόσεξε μια ομάδα γυναικών και κάποιους μουλάδες να στέκουν γύρω από μια γυναίκα.
Εκείνη είχε αγκαλιάσει την αλυσίδα του κενοταφίου και ούρλιαζε:
— Αχ Ιμάμη Χουσεϊν, αγαπημένε μου, άκουσε τον σπαραγμό μου. Τι θα απογίνω στον τάφο, την ημέρα των πενήντα χιλιάδων χρόνων(5) όταν όλα τα μάτια γλιστρήσουν απ’ τα κρανία; Άκου την απελπισία μου. Έλεος! Έλεος! Μετανοώ! Συγχώρεσέ με!
Μάταια τη ρωτούσαν τι είχε συμβεί· δεν απαντούσε. Τελικά, καθώς επέμεναν είπε:
—Έκανα κάτι … και φοβάμαι ότι ο Πρίγκιπας των Μαρτύρων δε θα με συγχωρέσει.
Επαναλάμβανε αυτή τη φράση, καθώς τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι απ’ τα μάτια της. Η Γκαλινέ Χανούμ αναγνώρισε τη φωνή της Αζιζ Αγά. Προχώρησε, την πήρε απ’ το χέρι, την οδήγησε στην αυλή και, με τη βοήθεια του Χουσεϊν Αγά, την πήγε στο σπίτι. Κάθισαν όλοι γύρω της κι εκείνη, αφού ήπιε δύο φλυτζάνια τσάι με πολλή ζάχαρη και της ετοίμασαν ένα ναργιλέ, υποσχέθηκε να τους διηγηθεί την περιπέτειά της, μόνο εφόσον ο Χουσεϊν Αγά έφευγε από το δωμάτιο. Μόλις βγήκε έξω ο νεαρός, πήρε το ναργιλέ και άρχισε να μιλάει:
— Αγαπημένη μου Γκαλινέ Χανούμ, ξέρεις πως όταν ήρθα στο σπίτι του Γκουεντά Αλή –ο Θεός να τον συγχωρεί– ζήσαμε, αυτός κι εγώ, τρία τόσο ευτυχισμένα χρόνια, ώστε μια γειτόνισσα έφερνε τη συμπεριφορά του άντρα μου σαν παράδειγμα στον δικό της. Ο Γκουεντά Αλή με είχε πολύ ψηλά και με λάτρευε. Όλα αυτά τα χρόνια όμως, όσο κι αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να μείνω έγκυος. Παρόλα αυτά, ο άντρας μου επαναλάμβανε με επιμονή παντού όπου βρισκόταν ότι ήθελε οπωσδήποτε ένα παιδί. Καθόταν κάθε βράδυ δίπλα μου και επαναλάμβανε: «Τι να κάνω γι αυτή τη δυστυχία; Σβήνει το σπιτικό μου!». Τι κι αν έκανα θεραπείες, έπαιρνα φάρμακα, αγόραζα προσευχές: πουθενά παιδί. Ένα βράδυ ο Γκουεντά Αλη κλαίγοντας μου είπε: «Εάν συμφωνείς, θα πάρω μια «προσωρινή σύζυγο»(6) που θα φροντίζει το σπίτι και όταν θα μου κάνει ένα παιδί θα τη διώξω και θα το μεγαλώσεις εσύ σα δικό σου». Ξεγελάστηκα απ’ τα λόγια του –ο Θεός να τον συγχωρεί– και αποκρίθηκα: «Δεν είναι κακό αυτό. Θα το φροντίσω εγώ».
«Την άλλη μέρα έβαλα το τσαντόρ μου και πήγα να ζητήσω σε γάμο, για τον άντρα μου, τη Χαντιτζέ, την κόρη του Χασάν που έφτιαχνε γιαούρτι, μια άσκημη και μαυριδερή, με πρόσωπο βλογιοκομμένο. Όταν ήρθε σπίτι μας ήταν φτωχιά και καχεκτική. Θα ξεψυχούσε αν κάποιος της βούλωνε τη μύτη έστω και για ένα λεπτό. Έτσι, εγώ ήμουνα η κυρά του σπιτιού: η Χαντιτζέ μόνο δούλευε και ετοίμαζε τη σούπα. Ε λοιπόν, κυρία μου, δεν πέρασε ένας μήνας κι είχε πάρει βάρος. Τα κόκαλά της είχαν δέσει και η κοιλιά της είχε σφίξει. Και βέβαια, τότε έμεινε έγκυος. Και φυσικά ρίζωσε. Ο άντρας μου δε σκεφτόταν πια παρά μόνο εκείνη. Αν μέσα στο καταχείμωνο της ερχόταν διάθεση να φάει κεράσια, ο Γκουεντά Αλη θα πήγαινε να της φέρει κι ας έπρεπε να ψάξει κάτω από τις πέτρες για να τα βρει.
»Η τύχη με είχε εγκαταλείψει και ήμουνα δυστυχισμένη. Κάθε βράδυ που ο Γκουεντα Αλή γύριζε στο σπίτι, τής έφερνε δώρα τυλιγμένα σ’ ένα μαντίλι, ενώ για μένα έμεναν μόνο τα ψίχουλα. Η Χαντιτζέ, η κόρη του Χασάν που έφτιαχνε γιαούρτι, αυτή που εκείνο το βράδυ, όταν έφτασε σπίτι μας, φορούσε ένα παπούτσι που έχασκε κι ένα που έτριζε, μού έδειχνε όλη της την περιφρόνηση. Τότε κατάλαβα τι τεράστιο λάθος είχα κάνει.
»Δεν είπα κουβέντα για εννιά μήνες, κυρία μου. Και για να δείχνω στους γείτονες τα μάγουλά μου ροδαλά, έδινα χαστούκια στον εαυτό μου. Μέσα στη μέρα όμως, όταν ο άντρας μου έλειπε από το σπίτι, τής έκανα τη ζωή όσο πιο δύσκολη μπορούσα. Ας μη μάθει τίποτα εκεί στον άλλο κόσμο. Την διέβαλλα μπροστά στον άντρα μου λέγοντας: «Τώρα που γερνάς ερωτεύτηκες αυτά τα βατραχίσια μάτια. Εσύ είσαι στείρος. Το μωρό στη κοιλιά της το έβαλε ο Μάσντι Τάγκι, αυτός που φτιάχνει κουτάλια.» Και η Χαντιτζέ απ’τη μεριά της μηχανορραφούσε εναντίον μου. Με δυο λόγια, για να μη σας κουράζω περισσότερο, δεν περνούσε μέρα χωρίς κάποιο σκάνδαλο μέσα στο σπίτι. Λεγόντουσαν και ακουγόντουσαν τα μύρια όσα. Οι γείτονες είχανε φρίξει με τις φωνές μας. Όσο για μένα, ζούσα μέσα στην αγωνία και μόνο στην ιδέα ότι το μωρό θα μπορούσε να είναι αγόρι. Κατέφυγα στη βιβλιομαντεία –ο θεός να σας φυλάει κυρία μου– στη μαγεία, στη μαγγανεία. Τίποτα από αυτά δεν είχε αποτέλεσμα, γιατί, όπως έλεγαν, η Χαντιτζέ είχε φάει κρέας χοίρου. Μέρα με τη μέρα χόντραινε. Μέχρις ότου, μετά από εννιά μήνες, εννιά μέρες, εννιά ώρες και εννιά λεπτά, η Κυρία γέννησε. Και ξέρετε τι γέννησε; Ένα αγόρι!
»Από τη στιγμή εκείνη κατάντησα μια παρείσακτη μέσα στο ίδιο το σπίτι του άντρα μου. Δεν ξέρω αν η Χαντιτζέ είχε για φυλακτό κάποια φιδόπετρα ή αν είχε κάνει μάγια στον Γκουεντά Αλή δίνοντάς του να καταπιεί κάτι, το αποτέλεσμα όμως ήταν, καλή μου κυρία, ότι αυτή η ξεβράκωτη που την κουβάλησα από τη φτωχογειτονιά είχε μάθει καλά πώς να με έχει αποκάτω. Μια μέρα, μπροστά στον άντρα μου, μού λέει: «Αζιζ Αγά, δεν έχω χρόνο, πλύνε σε παρακαλώ τις πάνες του μωρού». Μόλις το άκουσα αυτό, έγινα έξαλλη και, μπροστά στον Γκουεντά Αλή, τους τα είπα απ’ την καλή και σ’ αυτήν και στο βλαστάρι της. Μετά, ζήτησα από τον άντρα μου να με χωρίσει. Εκείνος όμως –ο Θεός να τον συγχωρεί– το μόνο που έκανε ήταν να μου πιάσει τα χέρια και να μου πει: «Γιατί κάνεις έτσι; Φοβάμαι μη της κοπεί το γάλα για το μωρό. Περίμενε μέχρι να περπατήσει το παιδί, και μετά θα τη διώξω». Εγώ όμως ήμουνα τόσο ανήσυχη που δεν μπορούσα ούτε να κοιμηθώ ούτε να φάω, μέχρι τη μέρα που, χαρούμενη επιτέλους καθώς θα μπορούσα να κάνω την αντίπαλό μου να υποφέρει –ας με συγχωρέσει ο Θεός– πήγα στην κούνια του μωρού, την ώρα που εκείνη ήταν στο χαμάμ και δεν ήταν κανένας άλλος στο σπίτι. Τράβηξα κάτω απ’ το πηγούνι μου τη βελόνα που κρατούσε τη μαντίλα μου και, γυρνώντας αλλού το κεφάλι, τη βύθισα όλη μέσα στο κεφάλι του μωρού, ανάμεσα στα κοκαλάκια, κι έφυγα βιαστικά από το δωμάτιο. Δύο μέρες και δύο νύχτες κυρία μου, το παιδί δε σταμάτησε να ουρλιάζει. Κάθε κραυγή του παιδιού έκανε τον κόμπο που είχα στην καρδιά να λύνεται σιγά-σιγά. Τι κι αν του διάλεξαν προσευχές, κι αν του αγόρασαν φάρμακα, τίποτα δεν κατάφεραν. Πέθανε το βράδυ της δεύτερης μέρας. Όπως καταλαβαίνετε, ο άντρας μου κι η Χαντιτζέ έκλαψαν το παιδί και ήταν καταλυπημένοι. Εγώ όμως ένοιωθα σα να είχαν ρίξει δροσερό νερό στη φλεγόμενη καρδιά μου: πίστευα ότι θα εξαφανιζόταν για πάντα η επιθυμία τους να αποκτήσουν παιδί.
»Πέρασαν δυο μήνες και η Χαντιτζέ έμεινε πάλι έγκυος. Αυτή τη φορά, δεν ήξερα καθόλου τι να κάνω. Σας ορκίζομαι κυρία μου, στο όνομα του Πρίγκιπα Χουσεϊν, πως αρρώστησα από τη θλίψη μου: έμεινα δυο μήνες σαν σε κώμα. Πέρασαν εννέα μήνες και η Χαντιτζέ αμόλησε άλλο ένα αγόρι που έγινε πάλι το αγαπημένο παιδί. Ο Γκουεντά Αλη θα έδινε και τη ζωή του γι αυτό το παιδί. Όπως ο Θεός είχε δωρίσει στους απογόνους του Μωυσή ένα δρεπάνι, έτσι είχε δώσει τώρα στον άντρα μου ένα ξανθό αγγελούδι! Δυο μέρες καθόταν ο Γκουεντά Αλή μέσα στο σπίτι: είχε βάλει το μωρό μπροστά του, φασκιωμένο σαν όρθιο γουδοχέρι και το θαύμαζε. Η ίδια ιστορία, πάλι απ’ την αρχή, κυρία μου. Αυτό με ξεπερνούσε: δεν μπορούσα να βλέπω την άλλη σύζυγο και το παιδί της. Μια μέρα που η Χαντιτζέ ήταν απασχολημένη βρήκα την ευκαιρία και έβγαλα πάλι τη βελόνα απ’ το πηγούνι μου και τη βύθισα στο κεφάλι του παιδιού. Αυτό πέθανε μέσα σε μια μέρα. Ξανάρχισαν φυσικά οι κραυγές και οι θρήνοι. Δεν μπορείτε να φανταστείτε σε τι κατάσταση βρέθηκα αυτή τη φορά. Απ’ τη μια ήμουνα ευχαριστημένη που έφερα και πάλι τη δυστυχία στην καρδιά της Χαντιτζέ, απ’ την άλλη όμως σκεφτόμουνα ότι δύο φορές έχυσα αίμα. Κι όσο σκεφτόμουνα αυτό το παιδί, δεν μπορούσα να κρατηθώ, θρηνούσα, χτυπούσα το κεφάλι μου, έκλαιγα. Έριξα τόσο κλάμα που ο Γκουεντά Αλή και η αντίζηλός μου με λυπήθηκαν, ξαφνιασμένοι από το πόσο πολύ είχα αγαπήσει αυτό το αγόρι. Η αλήθεια όμως είναι ότι εγώ δεν έκλαιγα για το μωρό αλλά για εμένα την ίδια, σκεπτόμενη την Ημέρα της Κρίσεως και το βάρος του τάφου. Το ίδιο βράδυ, ο άντρας μου, μού είπε: «Δεν είναι φαίνεται γραφτό μου να αποκτήσω παιδί. Κανένας, βλέπεις, από τους γιούς μου δεν κατάφερε να ζήσει».
»Δεν πέρασαν σαράντα μέρες και η Χαντιτζέ έμεινε ξανά έγκυος. Ο άντρας μου αυτή τη φορά, προκειμένου να ζήσει το παιδί, δεν παρέλειψε καμία ευχή κανένα τάμα. Έκανε όρκο ότι, αν ήτανε κορίτσι, θα το πάντρευε με απόγονο του Προφήτη· αν ήταν αγόρι, θα το ονόμαζε Χουσεϊν και δεν θα του έκοβε τα μαλλιά πριν την ηλικία των επτά ετών – και μετά θα έπαιρνε το βάρος των μαλλιών του σε χρυσό και θα πήγαινε μαζί με το παιδί προσκύνημα στην Καρμπάλα.
»Οκτώ μήνες και δέκα μέρες αργότερα, η Χαντιτζέ έφερε στον κόσμο έναν τρίτο γιό. Τώρα όμως, σα να είχε κάποιο προαίσθημα, δεν τον άφηνε ούτε λεπτό απ’ τα μάτια της. Εγώ δίσταζα, δεν ήξερα αν θα έπρεπε να σκοτώσω αυτό το τρίτο παιδί ή να κάνω κάτι ώστε ο Γκουεντά Αλή να διώξει τη δεύτερη σύζυγο. Η Χαντιτζέ ξανάγινε η απόλυτη κυρία του σπιτιού. Καλοπερνούσε. Με διέταζε, μού φερόταν άσχημα και ήταν αδύνατο να της αντιμιλήσω. Έτσι, το παιδί έκλεισε τους τέσσερις μήνες. Κάθε μέρα και κάθε νύχτα κοιτούσα τα σημάδια για να δω αν έπρεπε να σκοτώσω το παιδί ή όχι. Μέχρις ότου, ένα βράδυ, μετά από ένα βίαιο καυγά με τη Χαντιτζέ, ορκίστηκα να εξαφανίσω τον μικρό Χουσεϊν Αγά. Παραφύλαγα επί δύο μέρες. Τη δεύτερη μέρα, η Χαντιτζέ πήγε στον φαρμακοπώλη, στη γωνία του δρόμου, να αγοράσει βάμμα μενεξέ για να κάνει κλύσματα. Έτρεξα αμέσως στο δωμάτιο, πήρα το νεογέννητο που κοιμόταν στην κούνια του, τράβηξα την καρφίτσα κάτω από το πηγούνι μου, αλλά τη στιγμή που ετοιμαζόμουνα να τη χώσω στο κρανίο του, το μωρό ξύπνησε απότομα κι όμως αντί να βάλει τα κλάματα, άρχισε να γελάει. Δεν μπορείτε να καταλάβετε κυρία μου σε τι κατάσταση βρισκόμουνα. Το χέρι μου έπεσε, άθελά μου. Δεν είχα το κουράγιο να συνεχίσω. Στο κάτω-κάτω η καρδιά μου δεν είναι από πέτρα. Ξανάβαλα το παιδί στη θέση του κι έφυγα απ’ το δωμάτιο. Σκεφτόμουνα: «Τι κακό έχει κάνει αυτό το παιδί; Ο καπνός βγαίνει απ’ τη φωτιά. Για να ησυχάσω πρέπει να ξεπαστρέψω τη μητέρα».
»Τρέμω ολόκληρη τώρα που σας τα διηγούμαι όλα αυτά. Αλλά τι μπορούσα να κάνω; Για όλα έφταιγε ο άντρας μου – φωτιά να κάψει την καρδιά του – που με κατάντησε υποτακτική της κόρης ενός γιαουρτά. Ας μη μάθει, Θεέ μου, τίποτα στον άλλο κόσμο. Έκλεψα λοιπόν μια τούφα απ’ τα μαλλιά της Χαντιτζέ και τα πήγα στον Μολλά Εμπραχίμ, τον γνωστό Εβραίο της περιοχής του Ραχτσαμάν. Είχα καταφύγει πια στη βοήθεια της μαγείας: έριξα ένα πέταλο αλόγου στη φωτιά. Ο Μολλά Εμπραχίμ μου πήρε τρία τομάν(7) για να μεταμορφώσει τη γυναίκα σε μια μάζα λιωμένο ξύγκι: μου υποσχέθηκε ότι θα έχει πεθάνει πριν το τέλος της βδομάδας. Ε, ναι! Έγινε τόσο καλά η δουλειά που πέρασε ένας μήνας περιμένοντας, ενώ στο μεταξύ η αντίπαλός μου όλο και χόντραινε, σα βουνό. Έχασα, κυρία μου, την εμπιστοσύνη στη μαγεία και στις υπόλοιπες πρακτικές αυτού του είδους.
»Ένα μήνα αργότερα, στις αρχές του χειμώνα, αρρώστησε ο Γκουεντα Αλή τόσο βαριά που έκανε δυο φορές διαθήκη και του έριξαν τρεις φορές στο λαιμό χώμα από τους άγιους τόπους.(8) Ένα βράδυ που είχε χειροτερέψει απότομα, έτρεξα στην αγορά, στο φαρμακοπώλη, αγόρασα λίγη άχνη υδραργύρου, την έφερα στο σπίτι και την έριξα στη κατσαρόλα με τη σούπα. Ανακάτεψα καλά και την έβαλα στη φωτιά. Εγώ, στο μεταξύ, είχα φάει κρυφά κάτι πρόχειρο. Πήγα στο δωμάτιο του Γκουεντά Αλή ηρεμισμένη. Δυο φορές η Χαντιτζέ μού έδωσε να καταλάβω ότι ήταν αργά και έπρεπε να φάμε, της είχα όμως απαντήσει ότι είχα πονοκέφαλο και δεν πεινούσα και ότι ήταν καλύτερα να μείνω με άδειο στομάχι.
»Η Χαντιτζέ κυρία μου έφαγε το τελευταίο της γεύμα και πήγε να ξαπλώσει. Στήθηκα πίσω από την πόρτα της, ανυπομονώντας να την ακούσω να βογκάει. Καθώς όμως έκανε κρύο και οι πόρτες ήταν κλειστές, κανένας ήχος δεν έφτανε μέχρι έξω. Έμεινα όλη νύχτα δίπλα στον Γκουεντά Αλη, δήθεν για να τον φροντίζω. Κατά το χάραμα, πήγα τρέμοντας από φόβο, έξω από την πόρτα του άλλου δωματίου για να ακούσω. Το μωρό έκλαιγε, δεν τολμούσα όμως να ανοίξω. Γύρισα πίσω στον Γκουεντά Αλή. Δεν μπορείτε να καταλάβετε, κυρία μου, σε τι κατάσταση βρισκόμουνα. Όταν προχώρησε η μέρα και όλοι πια είχαν ξυπνήσει, άνοιξα την πόρτα της Χαντιτζέ: ήταν πεθαμένη και το πρόσωπό της ήταν μαύρο σα κάρβουνο! Είχε σφαδάσει τόσο ώστε είχαν φύγει αλλού η κουβέρτα κι αλλού το στρώμα. Την τράβηξα πάνω στο στρώμα και την σκέπασα με τη κουβέρτα. Το παιδί ούρλιαζε κι έκλαιγε. Βγήκα απ’ το δωμάτιο κι έπλυνα τα χέρια μου στη λεκάνη. Και μετά, κλαίγοντας και χτυπώντας το κεφάλι μου, είπα τα νέα στον Γκουεντά Αλή.
»Αργότερα, όποτε με ρωτούσε κανείς από τι είχε πεθάνει, είχα έτοιμη την απάντηση: «Είχε αρχίσει τελευταία μια θεραπεία για να μείνει έγκυος. Και είχε παχύνει πάρα πολύ. Σίγουρα έπαθε συγκοπή». Κανείς δεν με υποπτεύθηκε. Εμένα όμως με έτρωγαν οι τύψεις. Έλεγα στον εαυτό μου: «Εγώ λοιπόν η ίδια έχυσα αίμα τρεις φορές;» Κοιταζόμουνα στον καθρέφτη και το πρόσωπό μου με φόβιζε. Ήμουνα καταραμένη. Έτρεχα ν’ ακούσω τα κηρύγματα των ιερέων, έκλαιγα, έδινα λεφτά στους φτωχούς, η καρδιά μου όμως δεν κατάφερνε να ηρεμήσει. Ο Θεός μονάχα ξέρει σε τι κατάσταση ήμουνα όποτε σκεφτόμουνα την Ημέρα της Κρίσεως, το βάρος του τάφου και όλες τις ερωτήσεις που θα μου κάνουν σίγουρα οι άγγελοι Νακίρ και Μονκέρ(9) για τα καλά και τα κακά που έκανα στη ζωή μου. Έτσι, σκέφτηκα ότι το μόνο που μου έμενε να κάνω ήταν να έλθω στην Κάρμπαλα και να ζήσω εδώ: ο Γκουεντά Αλη είχε κάνει τάμα να έρθει μαζί με τον γιό του κάποια στιγμή, αλλά εγώ ήθελα να φύγω αμέσως. Ο άντρας μου όλο έβρισκε διάφορες δικαιολογίες και το καθυστερούσε: «Θα πάμε στο Μασχάντ του χρόνου, γιατί υπάρχει κάποια επιδημία στην Καρμπάλα». Έτσι ανέβαλλε το ταξίδι απ’ τη μια χρονιά στην άλλη, μέχρι που, μια ωραία πρωία, πέθανε κι αυτός. Εκείνη ήταν η χρονιά που περίμενα και τελικά πήρα την απόφαση: πούλησα όλα μου τα υπάρχοντα και πήρα μετρητά, καθώς ήταν και η θέληση του Γκουεντά Αλή· κατά την αναχώρησή μας από το Γαζβίν μας εμπιστεύτηκαν σ' εσάς και στον Μάσντι Ραμαζάν Αλη. Το αγόρι που είναι μαζί μου και με νομίζει μητέρα του είναι ο μικρός Χουσεϊν Αγά, το παιδί της Χαντιτζέ. Αυτός είναι κι ο λόγος που του είπα να βγει έξω: δεν ήθελα να ακούσει την ιστορία μου.»
Όλοι άκουσαν έκπληκτοι τη διήγηση της Αζιζ Αγά. Τα μάτια της ήταν τώρα δακρυσμένα:
— Δεν ξέρω αν ο Θεός θα με συγχωρήσει ή όχι, είπε. Άραγε ο Ιμάμης θα θελήσει να πάρει το μέρος μου την Ημέρα της Κρίσεως; Για πολλά χρόνια, κυρία μου, ήλπιζα ότι κάποιος θα μπορούσε να ακούσει την εξομολόγησή μου. Τώρα νοιώθω πιο ήρεμη. Σαν κάποιος να έριξε νερό στη φωτιά… Αλλά, τι θα κάνω την Ημέρα της Κρίσεως;
Ο Μάσντι Ραμαζάν Αλή, άδειασε τη στάχτη της πίπας του και πήρε το λόγο:
— Ο Θεός να συγχωρεί τον πατέρα σου, αλλά γιατί νομίζεις ότι είμαστε όλοι μας εδώ πέρα; Πριν τρία χρόνια δούλευα αμαξάς στο δρόμο του Χορασάν. Μια μέρα, καθώς οδηγούσα δυο πλούσιους ταξιδιώτες η άμαξα έσπασε κι ο ένας από τους επιβάτες σκοτώθηκε. Τον άλλον τον έπνιξα με τα ίδια μου τα χέρια και του πήρα απ’ τις τσέπες χίλια πεντακόσια τομάν. Φέτος, σίγουρα επειδή νιώθω πως γερνάω, σκέφτηκα ότι τα χρήματα αυτά δεν τα απόκτησα νόμιμα και πήρα το δρόμο της Καρμπάλα για να εξαγνιστώ. Μάθε λοιπόν ότι πριν από λίγο τα έδωσα σε έναν ανώτερο ιερωμένο, ο οποίος αμέσως τα τσέπωσε: απλά μου έδωσε πίσω χίλια τομάν και με βεβαίωσε ότι τώρα η περιουσία μου ήταν απόλυτα νόμιμη. Όλο αυτό δε μου πήρε ούτε δύο ώρες. Τα λεφτά αυτά τώρα είναι πιο αγνά κι από το γάλα της μάνας μου.
Η Γκαλινέ Χανούμ είχε πάρει το ναργιλέ από τα χέρια της Αζιζ Αγά. Τράβηξε μια ρουφηξιά, έκανε μια μικρή παύση και μίλησε, με τη σειρά της:
— Για αυτή την κυρία Σαχμπάτζι που ήταν μαζί μας, πιστεύετε πως δεν ήξερα ότι οι ταλαιπωρίες της διαδρομής θα ήταν μοιραίες γι αυτή; Είχα φροντίσει να μάθω πώς προβλεπόταν το ταξίδι και ήξερα ότι θα ήταν δύσκολο. Κι όμως την έφερα μαζί μου. Όπως γνωρίζετε ήταν ετεροθαλής αδελφή μου. Ο άντρας της με είχε ερωτευτεί και με πήρε δεύτερη γυναίκα του. Εγώ όμως την τρομοκρατούσα και την κακομεταχειριζόμουνα τόσο πολύ και τόσο αποτελεσματικά που έπαθε αυτή την παράλυση. Απ’ τη στιγμή που ξεκινήσαμε το ταξίδι, το να τη σκοτώσω ήταν πια παιχνιδάκι για μένα: έτσι, δεν μπορεί τώρα να διεκδικήσει το μερίδιό της από την περιουσία του πατέρα μου…
Η Αζιζ Αγα γελούσε κι έκλαιγε από χαρά. Και στο τέλος είπε:
— Ώστε …. Κι εσείς;
Η Γκαλινέ Χανούμ, τραβώντας στο ναργιλέ, της είπε πολύ απλά:
— Καλά, εσύ δεν έχεις ακούσει τους παπάδες στο κήρυγμα; Από τη στιγμή που ο προσκυνητής παίρνει την απόφαση και ξεκινάει για το ταξίδι, ακόμα κι αν τα αμαρτήματά του είναι όσο πολλά είναι τα φύλλα ενός δέντρου, έχει πια εξαγνιστεί και έχει συγχωρεθεί.
Πρώτη δημοσίευση: 1932
(1) «Λόφος της Σωτηρίας» καλείται ένα ύψωμα απ’ όπου εμφανίζονται στα μάτια των προσκυνητών ο τρούλος και οι μιναρέδες κάποιου ιερού. Συνηθίζεται οι προσκυνητές να δίνουν κάποιο φιλοδώρημα στον πρώτο από τους συνταξιδιώτες τους που θα τα δει. Η Καρμπάλα βρίσκεται στο σημερινό Ιράκ και είναι ιερή πόλη για τους Σιίτες μουσουλμάνους και τόπος προσκυνήματος του ιερού αφιερωμένου στον Ιμάμη Χουσεϊν, εγγονό του Μωάμεθ, ο οποίος μαρτύρισε εκεί το 680 μ.Χ.
(2) Πρόκειται για καθίσματα δεμένα πάνω σε καμήλες ή μουλάρια με τα οποία γινόντουσαν τα ταξίδια.
(3) Πρόκειται για φέρετρα πιστών που ήταν επιθυμία τους να ταφούν στην ιερή γη των Σιιτών.
(4) Η Ζέϊναμπ ήταν εγγονή του Μωάμεθ και αδελφή του Χουσεϊν.
(5) Πρόκειται για την Ημέρα της Κρίσεως.
(6)
Προσωρινή σύζυγος (sigheh) στο σιιτικό Ισλάμ είναι μια γυναα που παντρεύεται έναν άντρα για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, από μία ώρα έως πολλά χρόνια. Ο άντρας πρέπει να είναι πάνω από 15 ετών και η γυναίκα πάνω από 13. Επίσης, ο άντρας δεν έχει την υποχρέωση να συντηρεί οικονομικά τη σύζυγό του και εκείνη δεν έχει κανένα δικαίωμα σε κληρονομιά του συζύγου.
(7) Τομάν: νομισματική μονάδα του Ιράν από τον 18ο αιώνα μέχρι περίπου την δεκαετία του 60.
(8) Πρόκειται για ένα σιιτικό έθιμο το να δίνουν στον ετοιμοθάνατο λίγο χώμα από τους άγιους τόπους ανακατεμένο με νερό.
(9) Νακί και Μονκέρ ή Μουνκάρ είναι στο Ισλάμ οι δύο άγγελοι που παρουσιάζονται στους πιστούς αμέσως μόλις ταφούν και εξετάζουν την πίστη των θανόντων.