Χάρτης 43 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-43/klimakes/ellada-irlandia-poiisi-to-idio-thema-se-treis-lekseis
Από τότε που αντιλήφθηκα ότι ο Γέιτς είχε αποπλεύσει από την Ιρλανδία για το Βυζάντιο, σκεφτόμουν μήπως επιστρέψω καταπλέοντας. Νόμιζα επίσης ότι αυτό θα συνέβαινε γρήγορα, καθώς είχα γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, κορυφαίο βυζαντινό λιμάνι και πρωτεύουσα της Μακεδονίας στην Ελλάδα. Όμως το ταξίδι πήρε πολύ περισσότερο από όσο υπολόγιζα. Περισσότερα χρόνια από όσα χρειάστηκε ο Οδυσσέας για να γυρίσει στην Ιθάκη. Μεσολάβησαν δύο ωκεανοί.
Αφήνοντας στην άκρη μια υποτροφία για την Οξφόρδη, πήγα όσο πιο δυτικά μπορούσα, φτάνοντας έως τον Ειρηνικό στο Όρεγκον. Έπειτα μετακινήθηκα για μεταπτυχιακά στη Νέα Υόρκη, όπου έμεινα περισσότερο από όσο είχα ζήσει στην Ελλάδα. Ο Καναδάς και η Αθήνα κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων προηγήθηκαν της άφιξής μου σε μια ιρλανδική πόλη, αλλά από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, που ήταν η Βοστώνη. Επιτέλους έφτασα στο Δουβλίνο φεύγοντας από την Ουάσιγκτον. Ο Γέιτς ίσως δεν ήταν η πραγματική Πηνελόπη μου τελικά, όπως θα είχε συμπεράνει ο Έζρα Πάουντ, που υπήρξε γραμματέας του.
Δεν έφτασα με πλοίο, αλλά πετώντας στην πόλη, που υπήρξε τόπος κατοικίας για έναν νεαρό Οδυσσέα, αλλά όχι έναν ώριμο Τζόις. Μια τρίχα από την είσοδο στη σύγχρονη Οδύσσειά του, εκτυλίσσεται μια σκηνή ξυρίσματος πάνω σε έναν πύργο. Έχοντας αφαιρέσει τα γένια μου πριν φτάσω, περισσότερο δέρμα ήταν εκτεθειμένο στο τρυφερό ράπισμα της εναρκτήριας αυτής σκηνής, όπου εκφράζεται η προτροπή για εξελληνισμό του Δουβλίνου. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, το να πετάς παραμένει αμφίβολο εγχείρημα, ακόμη και με τα φτερά του Στέφανου Δαίδαλου, για να μην αναφέρω τον Ίκαρο.
Εν πάση περιπτώσει, επρόκειτο για την τρίτη φορά που έφτανα στο Δουβλίνο. Για πρώτη φορά είχα βρεθεί εκεί την περίοδο των Ταραχών, κατεβαίνοντας από το Μπέλφαστ, όπου παραλληλίες με την Κύπρο ήταν προφανείς. Επόμενη ευκαιρία προέκυψε από ένα φεστιβάλ ποίησης, που τιμούσε τον Τζέραρντ Μάνλεϊ Χόπκινς, με συντονιστή τον Ντέσμοντ Ίγκαν. Είχαμε γίνει φίλοι όταν ήμασταν μέλη της επιτροπής απονομής του σημαντικότερου αμερικανικού βραβείου διεθνούς λογοτεχνίας. Δεκατρία χρόνια αργότερα βρισκόμουν στο ταξί ενός οδηγού που είχε πάει έξι φορές στην Ελλάδα. Σχολίαζε επίκαιρες εξελίξεις. Ακούγοντάς τον ακόμη και αδιάλλακτοι λογοτεχνικοί προσκυνητές δεν θα μπέρδευαν τις αφίσες του ΝΑΙ το 2009 με τον μονόλογο της Μόλι Μπλουμ.
Η τρίτη άφιξή μου θεωρήθηκε επιτυχής. Ή, για να είμαι ακριβής, όπως ήταν ο Μπέκετ: συνέχισε να προσπαθείς, συνέχισε να αποτυγχάνεις, φρόντισε να αποτυγχάνεις καλύτερα. Το να ζήσει κανείς στην Ιρλανδία αποτελεί αμερικανικό όνειρο. Αυτό μπορούσα να το θυμίζω σε φίλους στη Νέα Υόρκη, έστω και αν περισσότεροι Ιρλανδοί ζουν εκεί από όσοι στο Δουβλίνο. Τι θα μπορούσα όμως να πω σε άλλους;
Μπορούσα να πω ότι ένας διακεκομμένος ιστός επιδιώξεων και περιστάσεων, κειμένων και παρακειμένων, αποκτά την αναπαράστασή του με μια λοξή μολυβιά (/), που διαχωρίζει τη ζωή από τη γραφή. Αυτή η κάθετη εγκοπή, γνωστή στη στίξη ως σόλιδος (solidus), δεν είναι τόσο στερεά (solid) που να αποτρέπει την ώσμωση μεταξύ της γραφής ως μορφολογίας ζωής για γραφιάδες κάθε είδους και της ζωής ως της εγγραφής εκείνης στην άμμο, που συνεχίζεται μέχρι να σβήσει.
Ο Σέιμους Χίνι ήταν ένας από τρεις ποιητές που είχα την τύχη να γνωρίζω πριν μετακινηθώ στο Δουβλίνο την περίοδο που η παγκόσμια οικονομική κρίση ήταν έτοιμη να κορυφωθεί στην Ευρώπη. Ένα επίμετρο παραπέμπει στην ιδιαίτερη θέση του στο ιρλανδο-ελληνικό πλέγμα. Άλλους δεν γνώριζα. Ευτύχησα να γνωρίσω περισσότερους ενώ βρισκόμουν εκεί, όπως η Πόλα Μίαν και ο Θίο Ντόργκαν, την παρουσίαση του βιβλίου του οποίου με τίτλο Greek βοήθησα να οργανωθεί.
Ψάχνοντας να βρω μέρος να μείνω μετά την άφιξή μου, ρώτησα τη νεαρή μεσίτρια αν γνώριζε κανένα ποίημα του Πάτρικ Κάβανα. Ναι, είπε, είχαμε διαβάσει στο σχολείο. Αλλά γιατί ρωτούσα; Σε κάποια από αυτά αναφέρει, συνέχισα, την Οδό Πέμπροουκ και άλλους δρόμους σε μικρή απόσταση από το γραφείο μου. Με αφόπλισε εντοπίζοντας ένα διαμέρισμα δύο Γεωργιανές πόρτες πιο κάτω από μια πλακέτα, η οποία θυμίζει πού έμενε με τον αδελφό του.
Είναι δικαίωμά σας να έχετε οποιαδήποτε άποψη υπέρ ή εναντίον της ποίησης. Όμως παραμένει, υποθέτω, μια μοναδικά χρήσιμη τέχνη, τουλάχιστον όσον αφορά στο να βρεις σπίτι. Η Ιρλανδία είναι ένα μέρος όπου νιώθω σπίτι μου. Παρά τις διαφορές, Δουβλίνο και Θεσσαλονίκη συμπνέουν σε μια λογοτεχνική ατμόσφαιρα, όπως διαπίστωσε και ο Γκάμπριελ Ρόζενστοκ όταν επισκέφθηκε τη γενέτειρά μου. Ό,τι ήταν το Δουβλίνο για το Λονδίνο, η Θεσσαλονίκη ήταν για την Κωνσταντινούπολη (γνωστή και με το ελληνικό όνομα Ιστανμπούλ) ή για την Αθήνα αργότερα. Γνωρίζοντας ότι το προσωπικό είναι πολιτικό, ήρθε ίσως ο καιρός να δούμε ότι το πολιτικό ή οτιδήποτε έχει σχέση με την «πόλη» είναι επίσης προσωπικό.
Με άλλα (δηλαδή, τα ίδια) λόγια: Υποφέρω από ιρλανδοφιλία (Hibernophilia), όπως την αποκαλώ, με τρόπο παρόμοιο με εκείνον που μη Έλληνες μπορεί να υποφέρουν από φιλελληνισμό. Κάθε μία από τις δύο αυτές αδυναμίες με βοηθά να αντιληφθώ την άλλη.
Η σύνδεση με την Ιρλανδία ανάγεται στα χρόνια του Όρεγκον, όταν ιρλανδικά αναγνώσματα σωματοποιήθηκαν. Φτάνοντας στο Δουβλίνο, μια πρώτη απάντηση, σε ερωτήσεις γιατί είχα βρεθεί εκεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν πως ήθελα να είμαι πιο κοντά στον πατέρα μου στην Αθήνα, τον οποίο έχασα ενώ ήμουν στην Ιρλανδία.
Έλεγα επίσης ότι βρέθηκα στο Δουβλίνο, όπου μια γέφυρα με το όνομα Τζόις ένωνε τις δύο όχθες του ποταμού Λίφι, ενόψει της κατασκευής γέφυρας Μπέκετ. Η πεζογραφία στα αγγλικά του Μπέκετ είχε αποδειχθεί γρήγορη (όσο και ο Swift) πύλη εισόδου στην Ιρλανδία. Συμφωνούσα, επομένως, με τον συγγραφέα επιστολής αναγνώστη στην εφημερίδα The Irish Times, που αναρωτιόταν, όταν πια θα είχαν κατασκευαστεί οι δύο γέφυρες, αν θα έπρεπε το μεταξύ τους τμήμα του ποταμού να χαρακτηρίζεται ρεύμα συνείδησης (stream of consciousness), δηλαδή εσωτερικός μονόλογος.
Τέλος, αν ήθελα να είμαι πιο σύντομος, απαντούσα ότι είχα έρθει στο Δουβλίνο γιατί τα γενέθλια της μητέρας μου στις 16 Ιουνίου συμπίπτουν με την Ημέρα Μπλουμ – ημέρα που διαδραματίζεται ο Οδυσσέας και όλα ανθίζουν. Αυτό εξηγεί γιατί δεν ξεχνάς τα γενέθλιά μου, εκείνη δεν παύει να με πειράζει.
Ίσως νομίζετε ότι δεν υπάρχει μέθοδος στην τρέλα αυτή, αλλά υπάρχουν τρεις. Υπάρχουν τρεις μέθοδοι. Η πρώτη («λόγω του πατέρα μου») μπορεί να αποκληθεί πατρογονική ή ρεαλιστική, καθώς κωδικοποιεί έναν απολογισμό δράσης βαθμονομώντας διάφορες παραμέτρους. Η δεύτερη («λόγω της γέφυρας») μπορεί να αποκληθεί συνειρμική, καθώς συνδέει τις κουκίδες γεφυρώνοντας αντιστοιχίες και συνειρμούς, ελεύθερους ή όχι. Η τρίτη μέθοδος («λόγω της μητέρας μου») μπορεί να αποκληθεί γενεαλογικά μυθική, στον βαθμό που αναδημιουργεί τον κόσμο σύμφωνα με οικογενειακές παραστάσεις.
Οι μέθοδοι αυτές – η ρεαλιστική, η συνειρμική και η μυθική – εμπλέκονται, σε διαφορετικές αναλογίες, ως προσεγγίσεις σε κάθε πρόσληψη της ποίησης σε σχέση με το κοινωνικό και ιστορικό περιβάλλον της, τις γλωσσικές ιδιοτροπίες και λογοτεχνικές ή άλλες παρεμβολές. Μία οδός, ένας δρόμος, είναι η μέθοδος, μία αναζήτηση για μονοπάτι, στο πνεύμα των ετυμολογιών του Τζιανμπατίστα Βίκο, που τόσο επηρέασε τον Τζόις. Κάθε μέθοδος αναδεικνύει γωνίες προσανατολισμού για την περιστροφή του κινητού καθρέφτη της κριτικής, όπου αντανακλάσεις δημιουργούν την εντύπωση της αιχμαλωσίας τους.
Οι δύο αυτές χώρες, η Ιρλανδία και η Ελλάδα, είναι διεθνώς γνωστές για τα τοπία τους σε ξηρά και θάλασσα, όπου εντοπίζονται ιθαγένειες αισθήματος και λογικής για κατοίκους και επισκέπτες. Αυτό ισχύει τόσο εντός των γεωγραφικά προσδιορισμένων συνόρων τους όσο και σε σχέση με τα φαντασιακά όριά τους, που εκτείνονται στα άκρα του αισθητού και αναίσθητού κόσμου. Σχεδόν παντού απαντάς κάποιο άτομο που είναι ή γίνεται Έλληνας ή Ιρλανδός, ανεξαρτήτως του πόσο λίγοι μπορεί να είναι ως μετρήσιμος πληθυσμός.
Η Ελλάδα, όπως και η Ιρλανδία, είναι μία από εκείνες τις συμπαγείς χώρες της φαντασίας, που αντιδιαστέλλονται από αχανείς φανταστικές εκτάσεις, όπως η Αμερική, η Ρωσία, η Κίνα ή η Ινδία. Στη συγκριτική αυτή προοπτική, η αποικιακή και μεταποικιακή ιρλανδική εμπειρία εμφανίζεται παραδειγματική. Υποδειγματικά επίσης οι Έλληνες, έχοντας χάσει τα μάρμαρά τους στην Ευρώπη και με εμπειρίες κατοχής παρά αποικιοκρατίας, δίνουν την εντύπωση μιας αυτο-αποικιοποίησης (self-colonization), όπως την έχω χαρακτηρίσει, σε σχέση με το παρελθόν τους και την οικειοποίησή του για χρονο-χάρτες της Δύσης. Πρόκειται για εμπειρίες, που χωρίς να αξιολογούνται εξομολογητικά προβάλλουν τις δύο χώρες ως άβαταρ ή είδωλα για όσους επιθυμούν να ανακαλύψουν τον εαυτό τους ως άτομο απελευθερωμένο από την προέλευσή του.
Ταυτόχρονα, οι τρόποι με τους οποίους Ιρλανδοί και Έλληνες συνδέονται με τον κόσμο περιπλέκουν τις αμοιβαίες τους σχέσεις, μικρό μέρος των οποίων συνιστούν οι έως πρόσφατα περιορισμένες οικονομικές ανταλλαγές και εκατέρωθεν επισκέψεις. Συνδέσεις μεταξύ Ιρλανδίας και Ελλάδας αντιστοιχούν σε εκλεκτικές συγγένειες και περιστατικά που αφομοιώνονται από τις δύο πλευρές. Πρόκειται για συγγένειες που αναδεικνύουν τοπολογίες μεταμορφωμένες σε μυθολογίες. Αυτό συμβαίνει μέσω της ποίησης, μέσω της επίμονης ρομαντικής ισχύος του έθνους στον πολιτισμό, αλλά και της κλασικής ισχύος του πολιτισμού στο έθνος, και μέσω ενός διασπορικού πλέγματος αλληλεπιδράσεων. Η διασπορά οικογενειών εντός των ορίων μιας επικράτειας προχαρτογραφεί μία εκτός συνόρων διασπορά οικογενειακού χαρακτήρα.
Ως αρχαία δημιουργική δύναμη και διαδικασία μυθουργίας, που μεταμορφώνει τοπία σε ιερούς τόπους, η ποίηση διαμορφώνει τον τόνο και στις δύο περιπτώσεις, με τη γλώσσα ως προοπτική ενσάρκωσης και τη διασπορά ως διαδικασία που επεκτείνει τις περιοχές κοινού ενδιαφέροντος. Διασπορά και εξορία αποτελούν συνταγματικά ιρλανδικές και ελληνικές συνθήκες, σε ένα πλέγμα από επιλεκτικές συγγένειες μεταξύ των δύο χωρών, η υφή του οποίου νηματοδοτείται από την τοπολόγηση των λέξεων ως χαρακτηριστικό εγχείρημα της ποίησης.
Τρεις λέξεις συσπειρώνονται σε κοινό θέμα. Τρεις χώρες συγκεράζονται: Ελλάδα, Ιρλανδία, ποίηση. Συντονίζοντας τις ενσωματωτικές και διχαστικές ροπές της γλώσσας, που αποτελούν υλικό της δημιουργίας, και εμποτισμένη από τις εντάσεις εστίας – διασποράς, η ποίηση ως μηχανισμός διαμόρφωσης τοπίου συνιστά ως τόπο το κείμενο.
Η ποίηση είναι μία χώρα, μία χώρα των ήχων και της σημασίας των λέξεων. Η ποίηση είναι σπίτι και τόπος εξορίας για όσους γράφουν και διαβάζουν. Η ποίηση είναι η γη της μη επαγγελίας, όπου η επανάσταση της γραφής μετατρέπει τον προφορικό λόγο σε ιερό γραπτό. Από κάθε ποίημα μπορεί να ξεκινήσει μια νέα θρησκεία. Αυτού του είδους η βλασφημία καθιστά την ποίηση άλμα πίστεως σε έναν άπιστο κόσμο. Διαβρωμένη από την ιστορικότητα των λέξεων της, σε επίπεδο αρχής η ποίηση κατ’ ανάγκην παριστάνει ότι προβάλλει ως αντίθετη στην ιστορία, πριν πάλι ταπεινωθεί από το χάσμα μεταξύ του πράττειν και του ποιείν.
Η ποίηση στην Ελλάδα είχε παλαιότερα έναν ρόλο ρυθμιστικής πειθαρχίας, δηλαδή, ενός πεδίου δράσης που υπερέβαινε κατευθύνσεις εντός της λογοτεχνίας και επεκτεινόταν σε πνευματικές επιδιώξεις εν γένει. Μία συνέπεια είναι η ποίηση να εξακολουθεί να τιμάται ως ιδιαίτερα επιδραστική. Η αντίδραση όμως στη στάση αυτή έχει αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται και να κακοποιείται, ακόμη και αν θύματα των επιθέσεων είναι εκείνοι των οποίων τα επιτεύγματα προφανώς υπολείπονται της φιλοδοξίας τους.
Ανακαλώντας τις απαρχές του σύγχρονου ελληνικού σχηματισμού στα συμφραζόμενα του 19ου αιώνα, μπορεί επίσης να υποστηριχθεί ότι από την ποίηση προήλθε η χώρα και όχι αντιστρόφως. Σχετικές αναφορές δεν περιορίζονται στην ιδιαίτερη θέση του Διονυσίου Σολωμού, ενός συμπτωματικού βάρδου στα χρόνια του αγώνα, στίχοι του οποίου έγιναν εθνικός ύμνος. Στο ζήτημα αυτό υπάρχει αντιστοιχία με το πώς η ποίηση δημιούργησε την Ιρλανδία, χωρίς οι αναφορές να περιορίζονται στον Γέιτς. Παράλληλη είναι η κοινωνική υποδοχή της ποίησης στην Ιρλανδία, σε ένα εκκρεμές αναβαθμίσεων και υποβαθμίσεων του ρόλου της στην πολιτιστική συγκρότηση.
Η πρωτοκαθεδρία της ποίησης στο εθνικό περιβάλλον και στις δύο περιπτώσεις επιβεβαιώνεται από τον σεβασμό απέναντι της, που επιδεικνύουν παγκοσμίως καθιερωμένοι πεζογράφοι, όπως ο Τζόις ή ο Καζαντζάκης. Συγκριτικά αποτυχημένοι ποιητές σε σχέση με συγκεκριμένους στίχους τους, εντούτοις εκπροσωπούν την ποίηση στο υψηλότερο επίπεδο με το έργο τους συνολικά. Έτσι κι αλλιώς η ποίηση συνιστά έναν συρμό του μυαλού. Συρμοί και μυαλά παραμένουν τα ίδια αλλάζοντας.
Σε σχέση με αυτή την ενόχληση που ονομάζεται γλώσσα, Ιρλανδοί και Έλληνες έχουν το δώρο της πολυλογίας μεταξύ άλλων εξοργιστικών ή αξιέραστων χαρακτηριστικών τους. Όλα κινούνται σε ένα ηχητικό περιβάλλον, που θυμίζει τη μουσική που περιβάλλει τους ανελκόμενους σε ασανσέρ σε ξένους ουρανοξύστες.
Οι δύο χώρες, οι δύο κοινωνίες, συμμερίζονται συντριπτικές εμπειρίες διγλωσσίας και γλωσσικών συγκρούσεων, στα καθέκαστα των οποίων δεν θα αναφερθώ. Οι περιπέτειες της αρχαίας ιρλανδικής γλώσσας και της αρχαίας ελληνικής γλώσσας αντιστοιχούν σε εθνικές και διεθνείς, πολιτικές και κοινωνικές συρράξεις, από τις οποίες προέκυψε συναίνεση ότι μία «κοινή γλώσσα» συνιστά επιδίωξη για κάθε εύλογη πολιτεία. Το όνειρο όμως μιας κοινής γλώσσας μπορεί επίσης να καταστεί ο εφιάλτης της μοναδικής γλώσσας.
Εκείνο που χρειάζεται να υπογραμμιστεί είναι η εξής αντιδιαστολή: όσο καταστροφικές και αν είναι οι γλωσσικές συγκρούσεις σε άλλους τομείς, για την ποίηση αποτελούν ευλογία. Η ποίηση ευδοκιμεί στη διαφορά. Η ποίηση συμβαίνει στα όρια.
Η αναγνώριση του πόσο καταστροφική για τη γλωσσική οικολογία ήταν η απώλεια της ιρλανδικής γλώσσας δεν μειώνει την έκταση της «εκδίκησης» που πήραν οι Ιρλανδοί με την κατάκτηση της αγγλικής γλώσσας. Με τον Τζόις να φτάνει στα άκρα της αγρυπνίας και διαθέτοντας λίγα ιρλανδικά, ο Μπέκετ δεν είχε αλλού να στραφεί, παρά να συνεχίσει γράφοντας στα γαλλικά. Η «εκδίκηση» των Ελλήνων ήταν να πάρουν πίσω τη γλώσσα τους όχι μόνον από τους κλασικιστές, αλλά και από τους αντιπάλους τους, μεταφορτώνοντας σε κοινό ρεύμα υγρούς στίχους από δημοτικά τραγούδια και καθαρεύουσες εκροές του Καβάφη ή των υπερρεαλιστών.
——————————
Όταν μιλά η πείρα
Χρόνια κάνω αυτήν τη δουλειά
και έμαθα πολλά.
Τα περισσότερα δεν ισχύουν πια.
(Γιώργος Χουλιάρας, «Μυστικά του επαγγέλματος» Fast Food Classics, Στίχοι ταχυφαγείων, 1992)
Το ποίημα, σε μετάφραση στα αγγλικά του David Mason & του συγγραφέα, χρησιμοποιήθηκε από την ιρλανδική μη κερδοσκοπική ένωση εικαστικών και συγγραφέων UpStart ως αφίσα στις ιρλανδικές γενικές εκλογές το 2011. Χωρίς να συνδέεται με κάποιο πολιτικό κόμμα και με σεβασμό προς τους κανονισμούς για τα απορρίμματα του Δήμου του Δουβλίνου, επιδίωξη της ένωσης ήταν η ανάδειξη της αξίας των τεχνών και της δημιουργικότητας στη δημόσια ζωή «επανερμηνεύοντας τους χώρους όπου συνήθως αναρτώνται προεκλογικές αφίσες».Βλ. http://www.flickr.com/photos/boomingback/5458207999/in/set-72157625855499671/#/ (με συντεταγμένες για την τοποθεσία στο Δουβλίνο)
——————————
Οι εκτεταμένες και έντονες διασπορικές εμπειρίες της ιρλανδικής και της ελληνικής κοινωνίας έχουν σχέση με αυτοκρατορίες, λιμούς και διώξεις, αλλά επίσης με την αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής και την αγάπη για την περιπέτεια. Είναι εύλογο ο Οδυσσέας να βρει σπίτι στο Δουβλίνο, ακόμη και αν ο Μπακ Μάλιγκαν δεν είχε πρόθεση να εξελληνίσει την πόλη, αλλά να εκθέσει ως ρωμαϊκά τα βρετανικά τμήματά της.
Ας μην παραλειφθούν επίσης τα στοιχεία μιας εκδικητικής νοσταλγίας, που συνδέεται με την καταστροφή όσων φεύγουν, αλλά και όσων μένουν, πέρα από οποιαδήποτε αναβάθμιση της θέσης των απογόνων τους, που στην περίπτωση των αποδήμων στις Ηνωμένες Πολιτείες περιλαμβάνει ασυνήθιστους για άλλες εθνικές ομάδες εορτασμούς της Ημέρας του Αγίου Πατρικίου ή της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.
Δεσμοί μεταξύ διασποράς και μιας νοητής εστίας διαρκώς διασπώνται και αποκαθίστανται σε ένα πλέγμα ομογενειολαγνείας και διασποροφοβίας, όπως το έχω ονομάσει. Οι εντάσεις αυτές βουίζουν στα ηχεία της ποίησης, που ασκείται βηματίζοντας σε αδιέξοδα. Σε ένα περιβάλλον μεταποικιακό ή σε ένα κλίμα αυτο-αποικιοποίησης, συγγραφείς εκδίδουν τον εαυτό τους στην εξορία, όπου καταλήγουν με τα πόδια ή στο μυαλό τους. Ποτέ δεν επιστρέφουν, λες και δεν έφυγαν ποτέ.
Τρεις μέθοδοι που αξιοποιούν στοιχεία, συνειρμούς και μυθουργίες, τρία σύνολα γλωσσικών, διασπορικών και ποιητικών αλληλεπιδράσεων, τρεις ανταλλάξιμες χώρες: Ελλάδα, Ιρλανδία, Ποίηση. Οι τριγωνισμοί αυτοί του εδάφους επιτρέπουν στους τοπογράφους υπολογισμούς αποστάσεων για κάθε αισθηματικό ταξίδι. Χαίρομαι που ο Ρίτσαρντ Πάιν κοίταξε την Ελλάδα μέσα από ιρλανδικά γυαλιά. Κοιτάζω την Ιρλανδία μέσα από τα δικά μου, καθώς το 2016 συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από την Εξέγερση του Πάσχα στο Δουβλίνο, ενώ το 2021 διακόσια χρόνια από τον ελληνικό αγώνα για ανεξαρτησία στον οποίο, για μικρό διάστημα, επικεφαλής των Ελλήνων ανταρτών ήταν ο Ρίτσαρντ Τσερτς από το Κορκ.
Απαισιόδοξα αισιόδοξοι ταξιδιώτες, ενώ παραμένουν κολλημένοι στα χωριά τους, κρατώντας μυστικά, ενώ τα λένε όλα, Ιρλανδοί και Έλληνες φαίνονται εύκολα αντιληπτοί, αν και κανείς ίσως δεν καταλαβαίνει τις αντιφατικές αφηγήσεις τους. Πρόκειται για ποίηση; Μήπως για τους ανθρώπους αυτούς είναι άχρηστη η ψυχανάλυση, όσο αμφισβητήσιμες και αν είναι παρόμοιες ερωτήσεις; Τι θα δει όποιος κοιταχτεί στους καθρέφτες εκείνου του καφενείου στην Τεργέστη, όπου ο Τζόις δίδασκε αγγλικά, επαινώντας τον Ίταλο Σβέβο, οι εξομολογήσεις του οποίου κορόιδευαν την ψυχανάλυση;
Εν πάση περιπτώσει, ποιος θα κατηγορήσει τον Φλαν Ο’ Μπράιαν, που έχρισε μπάρμαν τον Τζόις σε μια επιχείρηση έξω από το Δουβλίνο, όπου αρνείται ότι έχει γράψει τον Οδυσσέα, τη συγγραφή του οποίου αποδίδει σε συνεργαζόμενους «ρουφιάνους με βρόμικα μυαλά, σκανδαλοθήρες, άσεμνους ποιητές, σαρκικούς μαστροπούς, σοδομικούς συκοφάντες»; Κρίμα που δεν είχε την ευκαιρία να αναφερθεί στον Λευκάδιο Χερν, τον Ελληνο-Ιρλανδό συγγραφέα που, έχοντας αποτύχει ως Αμερικανός, δοκίμασε την τύχη του ως Ιάπωνας.
[ ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΑ: Η Λέσχη Ηνωμένων Τεχνών (United Arts Club) ήταν μέρος στο οποίο πήγαινα όταν ζούσα στο Δουβλίνο. Κοντά στο γραφείο μου, ήταν ένας χώρος όπου η Ιρλανδο-Ελληνική Ένωση οργάνωνε εκδηλώσεις. Σε μία από αυτές είχα μιλήσει για την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την ποίηση. Λίγο αργότερα, μία φίλη, που ήταν ενεργό στέλεχος, με κάλεσε σε ένα δείπνο. Δεν είχα ιδέα περί τίνος επρόκειτο πριν μου τηλεφωνήσει να παρακαλέσει να μην πω σε κανέναν ότι είχα προσκληθεί. Θα ήμουν ο μόνος μη Ιρλανδός σε ένα δείπνο όπου όλοι ήθελαν να παραστούν. Ο Σέιμους Χίνι, που γινόταν εβδομήντα ετών εκείνη τη χρονιά, επρόκειτο να ανακηρυχθεί επίτιμο μέλος της Λέσχης, στην οποία σύχναζε ως νεαρός ποιητής, όταν κατέβαινε στο Δουβλίνο από το Μπέλφαστ. Η ίδια γνώριζε ότι ήμασταν φίλοι από την εποχή που δίδασκε στο Χάρβαρντ, ενώ ζούσα στη Νέα Υόρκη, και είχε ενημερώσει τον Πρόεδρο της Λέσχης, έναν ζωγράφο, που καλωσόριζε τους προσκεκλημένους το βράδυ του δείπνου. Εσύ είσαι ο Έλληνας ποιητής που ξέρει τον Σέιμους, παρατήρησε. Γιατί δεν τον παρουσιάζεις απόψε, πρότεινε καθώς έμπαινα. Πώς αντέδρασα, ρώτησα αργότερα τη φίλη μου. Υπήρξε μια μικρή παύση, θυμήθηκε. Έπειτα είπες, ευχαριστώ που δεν με ενημερώσατε νωρίτερα, καθώς θα είχα χρειαστεί χρόνο να σκεφτώ τι να πω. Μετά η Μαρί και ο Σέιμους έφτασαν και πήγα να τους χαιρετίσω, λέγοντας ότι είχα μόλις επιστρατευτεί να τον παρουσιάσω. Θα αναφερόμουν στο πώς έμαθαν ότι είχε πάρει το Βραβείο Νομπέλ, ενώ μακριά από τηλέφωνα ταξίδευαν στην Πελοπόννησο με τη Σύνθια και τον Δημήτρη Χατζή, τον Ελληνοαμερικανό γλύπτη, του οποίου ο Ομφαλός κοσμούσε την πλατεία Χάρβαρντ στη Βοστώνη. Επιμένοντας για το πόσο ακριβής ήμουν, ο Χίνι συνέχισε να αναδιατυπώνει τη δική μου εκδοχή της εκδοχής του Δημήτρη της δικής του ιστορίας. Ήταν γενναιόδωρος. Ο Σέιμους Χίνι ήταν ένας από τους πιο γενναιόδωρους ανθρώπους που έχω συναντήσει. Με τρόπο συμπαγή. Όπως τα ποιήματά του. Λυπάμαι που είναι αδύνατον να θυμηθώ το όνομα της συνταξιούχου καθηγήτριας Λατινικών που ήρθε να με γνωρίσει μετά την εκδήλωση. Ανακαλώ όμως τον αέρα των λόγων της, όπως κάποιος ανακαλεί λατινικές ή ελληνικές ή ιρλανδικές φράσεις, που στο αφτί βυθίζουν την αρχαία γλώσσα τους, ακόμη και αν δεν θυμόμαστε τι σημαίνουν. ]
Λατινικά
Λυπάμαι, είπε πλησιάζοντας η μεγάλης ηλικίας, κομψή κυρία. Την κοίταξα με απορία. Είχα μόλις παρουσιάσει στη Λέσχη Ηνωμένων Τεχνών, που ιδρύθηκε στο Δουβλίνο από τον κύκλο του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς στις αρχές του εικοστού αιώνα, τον βραβευμένο με Νομπέλ ποιητή, ο οποίος ανταπέδωσε με θερμά λόγια για την Ελλάδα και την ποίηση.
Λυπάμαι, τώρα που σας άκουσα, συνέχισε, που δίδασκα λατινικά και όχι ελληνικά, όταν δίδασκα στο πανεπιστήμιο.
Θα πρέπει να ένιωσα αμηχανία από τον έμμεσο αυτό έπαινο, γιατί αμέσως άλλαξα θέμα, ρωτώντας αν ήταν μέλος της Λέσχης Τεχνών για μεγάλο διάστημα.
Ναι, είπε. Έγινα μέλος πριν ιδρυθεί η Λέσχη. Γέλασα με το πόσο τρυφερά κορόιδευε την ηλικία της. Θα ξέρετε τότε πολλές ιστορίες για αυτό το μέρος, είπα για να την πειράξω.
Μια ιστορία ξέρω, αλλά μόνο σε ποιητές μπορώ να την πω, ψιθύρισε εμπιστευτικά. Η Λέσχη Τεχνών είναι ένα μέρος για γυναίκες με παρελθόν και άντρες χωρίς μέλλον.
Με τράβηξαν να μου συστήσουν κάποιους άλλους και δεν την ξαναείδα εκείνο το βράδυ. Δύο μήνες αργότερα είχα μια συνάντηση στο μπαρ της Λέσχης, όταν πέρασε από μπροστά μας, σταμάτησε και σηκώθηκα.
Yiorgos, είπε. Μου έδωσε ένα φιλί στον αέρα, σε απόσταση αναπνοής από το μακιγιάζ της, και συνέχισε, βγαίνοντας από την αίθουσα. Σχεδόν του έπεσαν τα ποτήρια, που μετέφερε εκείνη τη στιγμή ο ηλικιωμένος μπάρμαν.
Δεν το πιστεύω. Θυμάται το όνομά σου, διαμαρτυρήθηκε. Εμένα με ξέρει πάνω από είκοσι χρόνια, αλλά με φωνάζει με διαφορετικό όνομα κάθε φορά. Περίεργη ασθένεια η γεροντική άνοια. Είναι σαν τα λατινικά, με τα οποία μας βομβάρδιζαν στο καθολικό σχολείο οι Ιησουίτες. Άλλοτε τα θυμάσαι, άλλοτε όχι.
[από το Λεξικό αναμνήσεων, Μελάνι 2013]
(Προσαρμογή στα ελληνικά του κειμένου Yiorgos Chouliaras, «Greece, Ireland, Poetry: A Single Topic in Three Words?» στον τόμο «Landscapes of Irish and Greek Poets», επιμ. Joanna Kruczkowska, εκδ. Peter Lang 2018, που περιλαμβάνει μεταφράσεις των ποιημάτων Αντιγόνη, [Δεν], Ο Οδυσσέας στο σπίτι, Πρόσφυγες, Στο κέντρο του νερού. Η εισήγηση είχε γίνει σε συνάντηση Ιρλανδών και Ελλήνων ποιητών, που διοργάνωσαν το ΕΚΠΑ και το Πανεπιστήμιο του Lodz στην Αθήνα το 2015.)
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Ιστορία της πανουργίας: Τζόις / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Μπέκετ: Δουβλίνο / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Στρατής Χαβιαράς: σενάριο μιας ζωής (1935-2020) / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Συζητώντας με μαθητές για την ποίηση / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Κάποτε στο Δουβλίνο: Γιώργος Χουλιάρας - culturebook.gr
cantus firmus: Γιώργος Χουλιάρας: Η Σύγχρονη Ελλάδα Προέκυψε από την Ποίηση (cantfus.blogspot.com)
– Η γενιά των εβδομήκοντα | Φρέαρ (frear.gr)
Το Αόρατο Μνημείο του Άγνωστου Ποιητή / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)