Χάρτης 13 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2020
https://www.hartismag.gr/hartis-13/pyxides/syggrafeis-poy-kapote-diesxisan-ton-xarth-ths-ellhnikhs-logotexnias-antwnhs-samarakhs
Το 1954 η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο. Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος είναι πια Ιστορία, ο Εμφύλιος έχει τυπικά τελειώσει, η χώρα αναζητά τρόπους να βαδίσει προς το δεύτερο μισό του αιώνα. Την ώρα που κάποιοι κοιτάνε με αισιοδοξία και ελπίδες το μέλλον, την ίδια ώρα κάποιοι άλλοι φιμώνονται ή προετοιμάζονται να ξενιτευτούν και να σκύβουν το κεφάλι σε εκείνους που λίγα χρόνια πιο πριν είχαν νικήσει.
Το 1954 κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων Ζητείται Ελπίς. Ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο, μικρού σχήματος. Ιδιωτική έκδοση. Αντώνης Σαμαράκης – το όνομα του συγγραφέα του.
Το 1954 ο Σαμαράκης είναι 35 χρονών. Πέρασε τα βασικά χρόνια που διαμορφώνουν την προσωπικότητα ενός ανθρώπου μέσα σε γεγονότα ποικίλα και τραυματικά. Δικτατορία Μεταξά, Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος… Τώρα –εκείνο το 1954– ήθελε να μπορούσε να δει με σαφήνεια να παίρνει σάρκα και οστά το όραμά του –όραμα και εκατομμύριων άλλων ανθρώπων– για έναν καλύτερο πιο δίκαιο κόσμο. Έναν κόσμο με ειρήνη, δικαιοσύνη, ελευθερία έκφρασης.
Ήθελε να έβλεπε κι αυτός, μαζί με εκατομμύρια άλλους, αυτά τα οράματα να γίνονται πραγματικότητα. Αλλά η διάψευση ήδη είχε αρχίσει να φαίνεται. Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν γεγονός, λίγο πιο πριν ο Πόλεμος της Κορέας υπενθύμιζε πως η Ειρήνη δεν μπορούσε να θεωρείται δεδομένη, οι χώρες του Τρίτου Κόσμου βογκούσαν πάντα κάτω από τις ανάλγητες πολιτικές της Δύσης. Αλλά ένας συγγραφέας που θεωρεί τη γραφή ως πολιτική πράξη –και τέτοιος συγγραφέας ήταν ο Αντώνης Σαμαράκης– δεν μπορεί να αποδεχτεί την απαισιοδοξία. Κι έτσι δηλώνει: ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ.
Ας τον ακούσουμε πως ο ίδιος καταγράφει αυτήν την επιλογή του τίτλου:
Και μόνο ο τίτλος «Ζητείται Ελπίς» δίνει τη δική μου θεώρηση των πραγμάτων, δείχνει έναν άνθρωπο που δεν τα παρατάει, δεν υποτάσσεται παθητικά στο ζοφερό πανόραμα του κόσμου γύρω του, αλλά αγωνίζεται να βρει ελπίδα… Η ελπίδα, αυτό το πολύτιμο αγαθό που θα έπρεπε να είναι μέσα μας και γύρω μας σε πλήρη αφθονία όπως ο αέρας που αναπνέουμε, είναι αλίμονο πάρα πολύ σπάνιο ή μάλλον έχει σχεδόν εκλείψει. Φτάσαμε στο σημείο να μην ισχύει το αρχαίο ρητό ‘Όσο αναπνέω ελπίζω’, αλλά ‘Όσο αγωνίζομαι να πιστέψω ότι κάπου υπάρχει ελπίδα, την οποία με τον αγώνα μου θα την βρω, ελπίζω’.
Με αυτές, λοιπόν, τις σκέψεις, με αυτά τα συναισθήματα να τον φλογίζουν, τυπώνει με δικά του έξοδα τη συλλογή των διηγημάτων που έγραψε και ξεκινά να επισκέπτεται τα βιβλιοπωλεία για να αφήσει μερικά αντίτυπα προς πώληση.
Αύγουστος του 1954. Τρεις μέρες μετά από τον Δεκαπενταύγουστο. Εκείνα τα καλοκαίρια, δεν έμοιαζαν με τα σημερνά. Τον Αύγουστο τώρα, οι δρόμοι της Αθήνας είναι άδειοι. Οι διακοπές είναι μια σχεδόν ολοκληρωτική συνθήκη της ζωής μας. Όχι όμως τότε, οι διακοπές δεν ήταν δεδομένες κι έτσι, στις 18 Αυγούστου του 1954, ο νεαρός άνδρας, παραχώνει πενήντα τόσα αντίτυπα του φρεσκοτυπωμένου βιβλίου του σε ένα βαλιτσάκι και ξεκινά να μπαίνει και να βγαίνει στα βιβλιοπωλεία του κέντρου της Αθήνας. Πάνω από δέκα επισκέφτηκε, μήτε ένα αντίτυπο δεν κατάφερε να αφήσει.
Απογοητευμένος καταφεύγει στο «Καφενείο των Παρισίων», λίγο πιο κάτω από την Πλατεία Συντάγματος. Στέκι δικό του και στέκι κι άλλων απλών ανθρώπων.
Ζητά ένα ούζο. Πίνει δυο, τρεις γουλιές. Κοιτά το βαλιτσάκι με τα ανέγγιχτα βιβλία. Και κλαίει. Και από δίπλα, οι απλοί άνθρωποι του λαού τον κοιτούν με τρυφερή κατανόηση. Μια κατανόηση που δεν την έχουν οι κάθε λογής διανοούμενοι και οι κάθε λογής επίσημοι.
Και εκείνος, τότε, παίρνει ένα αντίτυπο, το ανοίγει και …το αφιερώνει στον εαυτό του:
Στον Αντώνη Σαμαράκη,
Κουράγιο!
Αντ. Σαμαράκης
Αθήνα,
18/8/54, ώρα 9.30 μ.μ.
Στο «Καφενείο
των Παρισίων»
Ένας συγγραφέας μπορεί να συναρπάζει τους αναγνώστες του με δυο βασικά τρόπους. Με έντονη πλοκή και ολοζώντανους ήρωες ή με τις ιδέες που καταγράφει μέσα στα έργα του.
Αλλά για να μπορέσει ένας συγγραφέας να διατηρεί τη ζωντάνια του ακόμα κι όταν πια βιολογικά θα έχει αποχωρήσει από αυτή τη ζωή, θα πρέπει τα έργα του να τα έχει προικισμένα και με ζωντανούς ήρωες και με διαχρονικές ιδέες.
Αυτή είναι η περίπτωση Σαμαράκη. Ο Αντώνης Σαμαράκης είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση ανθρώπου του 20ού αιώνα που ζούσε με άξονα έναν γνήσιο ουμανισμό.
Καθώς ο αιώνας του έφτανε στα μέσα του, ο Σαμαράκης ήλπιζε πως ο μεταπολεμικός κόσμος δεν θα είχε πλέον δυνάστες, μήτε θύτες και θύματα.
Αλλά πολύ γρήγορα διαπίστωσε πως ο ολοκληρωτισμός εξακολουθούσε να υπάρχει. Και τον τρόμαζε η εικόνα – εκείνοι που ζούσαν σε συνθήκες δημοκρατίας να αδιαφορούν για τους συνανθρώπους τους που καταπιέζονταν σε άλλα καθεστώτα. Η βασική θέση του Σαμαράκη ήταν πως η Ελευθερία δεν μπορεί να είναι προνόμιο ολίγων. Μα ούτε και των πολλών. Μα όλων.
Συνήθιζε να λέει πως ο ολοκληρωτισμός μοιάζει με την ραδιενέργεια. Διαχέεται παντού και μολύνει όλους.
Όμως πέρα από τα καθεστώτα εκείνα που με σαφήνεια έδειχναν το αποτρόπαιο πρόσωπό τους, στοιχεία έλλειψης δημοκρατίας έβλεπε να υπάρχουν και σε κράτη δημοκρατικά. Κι εκεί η προσωπική ζωή, οι ατομικές πράξεις, η καθημερινή συμπεριφορά ελέγχονταν από ορατά και αόρατα κέντρα παρακολούθησης. Το άτομο έχανε την ατομικότητά του. Και ως συνέπεια μιας τέτοια κατάστασης έρχεται η δυσπιστία, η καχυποψία. Η μη επαφή εν τέλει.
Τις ανοιχτές πόρτες των μικρών μονοκατοικιών της προπολεμικής εποχής, έβλεπε να τις αντικαθιστούν οι πόρτες ασφαλείας των μεταπολεμικών χρόνων.Και την ίδια στιγμή τα συστήματα παρακολούθησης του κράτους γιγαντώνονταν, ενώ θεριεύαν και οι τρόποι επιβολής μιας μαζικής διαμόρφωσης απόψεων και συνειδήσεων.
Οι ελπίδες που μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο πήγανε να γεννηθούν, τώρα που ο 20ός αιώνας έφτανε προς το τέλος του, ασφυχτιούσαν. Και ο μέσος άνθρωπος φοβάται. Φόβος απροσδιόριστος, υπόγειος. Γι΄ αυτό και περισσότερο δολερός. Ο φοβισμένος άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος. Και οι ανελεύθεροι άνθρωποι θα γεννήσουν ανελεύθερους ανθρώπου. Αντιγράφω τα λόγια του:
Στο βάθος της πορείας της ανθρωπότητας διαφαίνεται μια τερατογονία, μια βιολογική διαστροφή, μια νέα εποχή παγετώνων. Αν δεν αγωνιζόμαστε χωρίς ανάσα για την προάσπιση της ελευθερίας, αν δεν προχωράμε με αδιάσπαστη συνέπεια και μαχητικότητα σε αντίσταση, θα προκύψει ένας κόσμος όπου η αξία ελευθερία θα του είναι εντελώς ξένη.
Αυτές τις σκέψεις ο Σαμαράκης τις έκανε καθώς πάντα είχε κατά νου τους νέους ανθρώπους. Όπως και ο ήρωας ενός διηγήματος του από τη συλλογή Ζητείται Ελπίς, έτσι και ο ίδιος θα δηλώσει πως δεν μπορεί να κάνει «φιλολογία» μπροστά σε ένα παιδί, δεν μπορούσε να λέει ψέματα, δεν μπορούσε να μην είναι ο αληθινός εαυτός του μπροστά στα παιδιά του κόσμου.
Λοιπόν, όταν αυτά που γραφεί ένας συγγραφέας είναι παρόμοια με όσα πιστεύει και ίδια ακριβώς με τα όσα πράττει και ζει, τότε το έργο του ζει και μαζί με αυτό και ο ίδιος συνεχίζει να υπάρχει.
*
Όπως κάθε άλλος συγγραφέας, έτσι κι εγώ αναγνωρίζω σε μερικούς από τους συγγραφείς που με τα βιβλία τους μεγάλωσα και ως άτομο και ως ο ίδιος δημιουργός, μια γονική –πατρική ή μητρική– σχέση.
Ένας από αυτούς είναι και ο Σαμαράκης. Δεν έχω μαζί του τόσο συγγραφικές επιρροές, όσο ιδεολογικές.
Γράφει ο Σαμαράκης στα Απομνημονεύματά του:
Όταν ένα και μόνο παιδί πεθαίνει από την πείνα και την έλλειψη περίθαλψης, όταν ένα και μόνο παιδί πεθαίνει ψυχικά στο περιθώριο, σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης και δουλειάς, αποκομμένο από ΄κάθε δυνατότητα συμμετοχής στο κοινωνικό γίγνεσθαι, τότε ο ουρανοξύστης’ του πολιτισμού μας σωριάζεται σε κομμάτια και θρύψαλα, γη και σποδός.
Μια παρόμοια θέση έχω κι εγώ. Κι όπως εκείνος, έτσι κι εγώ αυτή τη θέση μου θέλησα να την εκφράσω με συμμετοχή στο έργο της Unicef.
Ο Σαμαράκης, αν και ίδιος δεν έγραψε ποτέ κάτι που θα μπορούσε να ενταχθεί στη παιδική / νεανική λογοτεχνία, εντούτοις αγαπήθηκε και αγαπιέται μέσα από το έργο του από τους νέους.
Ίσως γιατί αυτό που χαρακτηρίζει τον ενήλικο που μπορεί να επικοινωνεί ουσιαστικά και με τον κάθε τρόπο με τον έφηβο είναι ακριβώς αυτό το ασυμβίβαστο που στην ουσία περιγράφουν τα πιο πάνω λόγια του Σαμαράκη.
Ήξερε να σκέπτεται ως παιδί και παράλληλα να μην χάνει την αυτοκυριαρχία του ενήλικου ατόμου. Νομίζω πως το διήγημά του «Ξανθός Ιππότης» πάνω σε αυτήν την ικανότητά του στηρίζεται και με ευφάνταστη ευχέρεια χρησιμοποιεί μια νεανική συνθήκη για να καταγράψει το συναίσθημα ενός ώριμου άνδρα.
Κέντρο όλης της προβληματικής του υπήρξε το παιδί. Μπόρεσε από τους πρώτους Έλληνες συγγραφείς να κατανοήσει πως το σύστημα που μεταπολεμικά πήρε να γιγαντώνεται, αυτό το σύστημα που θεοποιεί το χρήμα, που θεοποιεί το υλικό κέρδος, που στηρίζεται σε ένα στείρο ανταγωνισμό, που έχει ως γνώμονα αξιολόγησης την οικονομική, κοινωνική, πολιτική προβολή… Πως, τελικά αυτό το σύστημα, πρώτο και μέγα θύμα του έχει το παιδί, το κάθε παιδί.
Το παιδί που συμπιέζεται από κάθε πλευρά –οικογένεια, σχολείο, πολιτεία– να στραγγαλίσει το συναίσθημα, να δοθεί ολοκληρωτικά σε ένα ψυχρό προγραμματισμό του μέλλοντός του. Που από πρόσωπο γίνεται αριθμός.
Ο Σαμαράκης το βλέπει αυτό και ανατριχιάζει. Θυμώνει και καταγγέλλει.
Καταγγέλλει θρησκείες, ιδεολογίες, εκπαιδευτικές τακτικές, επιστημονικές μεθόδους – όλα αν δεν υπηρετούν την ανθοφορία της ψυχής, δεν αξίζουν το σεβασμό του.
Μα ο ίδιος επιλέγει και ως συγγραφέας και ως άτομο να σταθεί απέναντι στην όποια μορφής εξουσία και να της ζητήσει ευθύνες.
Αλλά ευθύνες ζητά και από τον κάθε άλλο – τον απλό, τον καθημερινό άνθρωπο. Τι του ζητά; Μα να αφυπνιστεί, να αντιδράσει, να φωνάξει «Φτάνει!»
Είναι κρίμα που ο Σαμαράκης δεν μας άφησε έστω κι ένα βιβλίο γραμμένο για μικρά παιδιά. Ένα παραμύθι, κάποιους στίχους που με αφοπλιστική ειλικρίνεια θα λέγανε αυτό που δε θέλουν πολλοί ενήλικες να δούνε μέσα στις ματιές των παιδιών μας – την απαίτηση για ένα δίκαιο κόσμο.
Όμως τα παιδιά είναι αυτά που τελικά θα δηλώσουν πως υπάρχει δυνατότητα το όνειρο του Σαμαράκη να γίνει πραγματικότητα.
Η λογοτεχνία μπορεί να ποτίσει την Ελπίδα. Ο Σαμαράκης τη λογοτεχνία υπηρέτησε.
Για να δουλέψει αποτελεσματικά η λογοτεχνία, οφείλουμε να μην ξεχνάμε ότι δεν είναι καθόλου μονόλογος , χρειάζεται να δένει με τον αναγνώστη. Χέρι συντροφικό είναι η λογοτεχνία που απλώνεται και δεν πρέπει να μείνει μετέωρο, χωρίς ανταπόκριση. Ο μαγικό κόσμος της λογοτεχνίας, της τέχνης, αρχίζει πράγματι να υπάρχει από τη στιγμή που το ένα άλλο χέρι, το χέρι εκείνου που σε διάβασε, απλώνεται κι αυτό και πιάνει το δικό σου χέρι, το σφίγγει αδελφικά. Μια φωνή μέσα στη νύχτα είναι η λογοτεχνία, μια κραυγή στο σκοτάδι, και δεν έχει νόημα, δεν ολοκληρώνεται, αν κινείται χωρίς απήχηση, αν δεν ακούσω ή έστω δεν μαντέψω τη φωνή του άλλου, την κραυγή του άλλου που το δικό μου σήμα μπόρεσε και τον άγγιξε…
Ένα σήμα, λοιπόν… Και…ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΣ