Χάρτης 13 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2020
https://www.hartismag.gr/hartis-13/kinhmatografos/pandoxeio-gymnwn-podiwn-arxitektonikh-egkyklopaidikoy-myoistorhmatos
Όπου ο συγγραφέας του Aπόλυτου Bιβλίου των Γυμνών Ποδιών αναζητά τις ξυπόλητες στις κινηματογραφικές ταινίες και μυείται στα μυστικά τους.
Βυθισμένος όλο και πιο βαθιά στις σκοτεινές αίθουσες ήταν θέμα χρόνου να συναντηθώ με τον Ντερκ Μπόγκαρντ. Τον είδα να υποφέρει τον δικό του Θάνατο στην Βενετία για έναν απαγορευμένο πόθο, και, γοητευμένος από τον ατέλειωτο, εξομολογητικό του λόγο αλλά και την απελπισμένη πλην αξιοπρεπή μορφή του, αποφάσισα να τον ακολουθήσω. Μήπως και εγώ δεν ζούσα εν κρυπτώ ένα ανέκφραστο, κατακριμένο πάθος; Μοιραζόμασταν ακριβώς την ίδια ανέχεια: είχαμε ανακαλύψει την ενσάρκωση της τέλειας ομορφιάς, εκείνο που θεωρούσαμε ως απόλυτο κάλλος και δεν μπορούσαμε να το αποκτήσουμε· με την διαφορά ότι εκείνος το είχε βρει σ’ έναν άνθρωπο ενώ εγώ στα πόδια αμέτρητων απροσπέλαστων κοριτσιών. Μπορεί οι χαρακτήρες του να μου έδιναν κάποια ιδέα, μια στωική οδό αντοχής· και μου άρεσαν ιδιαίτερα οι εκφράσεις του προσώπου του, ιδίως εκείνη η αδιόρατη ευγένεια που επανέφερε μια χαμένη αρσενική ωραιότητα χωρίς να κρύβει το θλιμμένο της βλέμμα.
Συνδεθήκαμε με ιδιαίτερο τρόπο όταν πήρα την θέση του στο Ατύχημα
(ή Δυστύχημα;) του Joseph Losey· ήταν 1967 κι ήμουν ένας φτασμένος καθηγητής της Οξφόρδης, περιτριγυρισμένος από βιβλιοθήκες, γεμάτες με βιβλία τακτοποιημένα όπως κι η ζωή μου. Με έλεγαν Στήβεν κι ήμουν ένας αγαπητός σύζυγος και δάσκαλος. Αλλά ύστερα από τόση μελέτη έπρεπε να γνωρίζω πως τα ανθρώπινα ένστικτα κοχλάζουν κάτω από τις ήρεμες επιφάνειες και γίνονται δηλητήριο που κυλάει στις φλέβες, έτοιμο να βγει ως λέξεις ή σιωπή, ακριβώς όπως συνήθιζε να τα καταγράφει ο Χάρολντ Πίντερ σε ανελέητα σενάρια – τώρα και σ’ εμένα.
Είχα, λοιπόν, καταγοητευτεί από μια φοιτήτριά μου, την Άννα. Δεν ήξερα αν ήταν η αυστριακή, όπως και η καταγωγή της, ψυχρή ομορφιά ή το άλεκτο που μας απορροφά στον έναν και όχι στον άλλο άνθρωπο. Σημασία έχει ότι όταν το αυτοκίνητό της συνετρίβη έξω από το απομονωμένο μου σπίτι αφήνοντας νεκρό τον φίλο της και φοιτητή μου Ουίλλιαμ, αποφάσισα να την προστατεύσω, για να μην θεωρηθεί υπεύθυνη για τον θάνατό του. Την ξάπλωσα στο κρεβάτι και κοιτούσα τα πόδια της μέσα στο λευκό καλσόν· φορούσε μόνο το ένα παπούτσι, που νωρίτερα είχε πατήσει πάνω στο κεφάλι του οδηγού, για να βγει έξω από τα συντρίμμια. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τα παρατηρούσα. Σε μια βαρκάδα των τριών μας είχα εστιάσει στα γόνατα και τις μασχάλες της, με υπόκρουση τον ήχο του νερού, ενώ στην απέναντι όχθη ένα ζευγάρι απολάμβανε τον έρωτά του· το κορίτσι φυσικά ήταν ξυπόλητο. Κανονικά εμείς έπρεπε να βρισκόμαστε εκεί, στην άλλη πλευρά, που το χορτάρι πάντα είναι πιο πράσινο.
Ξεκίνησα την ιστορία από το τέλος, εφόσον έτσι διάλεξε ο σκηνοθέτης για να σπάει τις μονότονες γραμμικές ζωές μας. Φαίνεται πως για την Άννα αποτελούσα μόνο το ένα τρίτο της προσοχής της: εκτός από μένα και τον Ουίλλιαμ, την επιθυμούσε και ο δημοφιλέστερος από εμένα συνάδελφός μου Τσάρλι. Κι εκείνη βρισκόταν απλώς εκεί, γοητευτική κι αινιγματική, χωρίς να εκδηλώνει κάποια ιδιαίτερη προτίμηση. Ήταν μια γυναίκα σε αναμονή, που αλλάζει τους άλλους χωρίς να μεταβάλλεται η ίδια.
Ένα βράδυ πήγα και βρήκα μια παλιά μου ομόκλινη, αναζητώντας κάποια πρόσκαιρη λήθη. Όταν επέστρεψα σπίτι, κάθισα σε μια καρέκλα στο χολ, εξαντλημένος, γνωρίζοντας πως θα ξαναβρώ την ταραχή που άφησα πίσω. Εκείνο που δεν περίμενα ήταν το τρίξιμο στα σκαλιά που οδηγούσαν στην κρεβατοκάμαρα, μαρτυρώντας κάποια παρουσία. Είδα τον Τσάρλι και προς στιγμήν ανακουφίστηκα· είχε τα κλειδιά και δεν έμοιαζε να στενοχωριέται από τον αιφνίδιο ερχομό μου. Αλλά μια άλλη μορφή κατέβαινε αργά τα σκαλοπάτια. Στο μισοσκόταδο δεν φαίνονταν παρά τα γυμνά της πόδια κι ύστερα το στενό παντελόνι της. Ήταν εκείνη. Και τα πόδια της περίτρανα μαρτυρούσαν την ερωτική πράξη. Έδειξα την συντριβή μου αλλά δεν είχα κανένα δικαίωμα να κάνω σκηνή. Η Άννα είχε κάνει την επιλογή της. Ψέλλισα πως είμαι θυμωμένος και πήγα στην κουζίνα.
Με ακολούθησαν· η Άννα στάθηκε στην πόρτα, πάντα ξυπόλητη. Ο Τσάρλι με ενημέρωσε ότι με είχε προειδοποιήσει με γράμμα και πήγε να το φέρει. Το ταχυδρομείο είχε αφήσει κι ένα άλλο γράμμα: της γυναίκας του Λώρα προς εμένα. Με ανάγκασε να το ανοίξω, τον αγνόησα και άρχισε να διαβάζει την εμπιστευτική παράκλησή της να τον απομακρύνω από την Άννα. Τώρα βρισκόμουν εγώ σε άμυνα. Φαινόταν πως συμμαχούσα με την γυναίκα του, έμπιστος σε αυτήν αντί για τον φίλο μου. Για να ολοκληρώσει τον εξευτελισμό μου άρχισε να τρώει από την ομελέτα μου. Δεν ξέρω ποιος μαζοχισμός μ’ έκανε να ανέβω διαλυμένος στο δωμάτιο για να δω τα πειστήρια του έρωτα. Μύριζε αναβοσβησμένα σώματα. Αργότερα πληροφορήθηκα ότι ήταν ζευγάρι εδώ και βδομάδες κι ότι ο Ουίλλιαμ ήταν απλός φίλος της. Δεν ηττήθηκα από έναν νεότερο φοιτητή αλλά έναν συνομήλικο συνάδελφο. Ένοιωσα να συντρίβομαι από ζήλεια. Τους προσκάλεσα όλους σ’ ένα κοινό Σαββατοκύριακο στο σπίτι μας. Πόσες φορές δεν έχουμε επιθυμήσει μια συνάντηση ελπίζοντας κάτι να συμβεί και να ξεκαθαριστεί μια κατάσταση! Αλλά τίποτα… το τέλος του δείπνου μας βρήκε όλους μεθυσμένους και δυστυχείς. Κάθε διάλογος αποτελούσε αφορμή για διαμάχη· το ίδιο και η σιωπή, το σύνηθες όπλο των γυναικών απέναντι στους άντρες, όπως συνέχιζε να μου θυμίζει ο Πίντερ. Η Κυριακή μας βρήκε χαμογελαστούς και υποκριτές, να ξαπλώνουμε στα γρασίδια. Εκεί η Άννα με ενημέρωσε ότι θα παντρευτεί, και βρήκα την ευκαιρία να την ειρωνευτώ: «ποιον;». «Με τον Ουίλλιαμ», μου απάντησε. «Το γνωρίζει;», την ξαναχτύπησα. Για να μου το ανταποδώσει, μου ζήτησε να το ανακοινώσω στον Τσάρλι και να της μεταφέρω την αντίδρασή του. Μου πρόσφερε έναν ρόλο μεσάζοντα, για τον οποίο με προετοίμαζαν σκηνοθέτης και σεναριογράφος για μια κορυφαία ταινία τέσσερα χρόνια μετά.
Το κλείσιμο κάθε κύκλου βρίσκεται στην αρχή του. Όταν την πήρα χτυπημένη από το αυτοκίνητο και βρισκόταν στο κρεβάτι αδύναμη κι εξαρτημένη, της ψιθύρισα στο αυτί ότι ο Ουίλλιαμ ήταν νεκρός και πλησίασα τα χείλη μου στο μάγουλό της, χωρίς να την φιλήσω. Μόνο αργότερα, την αγκάλιασα και την φίλησα ενώ την κρατούσα όρθια, με τα χέρια της κρεμάμενα, μια άψυχη κούκλα. Θα μπορούσα να της κάνω ό,τι θέλω. Το μόνο που έκανα ήταν να της πω σιγανά: Είχες ένα ατύχημα. Λάθος: εγώ είχα το ατύχημα και ο Ουίλλιαμ το δυστύχημα. Εκείνη απλά θα μάζευε τα πράγματά της και θα έφευγε, αφήνοντας με ν’ ανταλλάζω δηλητηριώδεις διαλόγους με τον Τσάρλι. Δεν την ξαναείδα ποτέ ως Άννα.
Ήμουν πλέον βέβαιος πως σε ανάλογες περιστάσεις τα γυμνά πόδια αποδεικνύουν σιωπηλά την ερωτική πράξη. Η γυναίκα ενός διηγήματος σ’ ένα από τα «εικονοστάσια ανωνύμων αγίων» του Γιάννη Ρίτσου είχε βγάλει τα παπούτσια της στο δωμάτιο ενός άντρα και όταν άκουσε κάποιον να έρχεται, έσπευσε να τα βάλει, με την αλησμόνητη έκφραση: Μη με δει η γυναίκα σου ξυπόλητη και βάλει με το νου της. Δεν χρειαζόμουν τρίτη απόδειξη όταν, στην ρεαλιστική μου πια ζωή, είδα την Ηλέκτρα να βγαίνει ξυπόλητη στην αυλή της για να με αντικρίσει έκπληκτη και αμήχανη. Είχα φτάσει δυο μέρες νωρίτερα στην Θεσσαλονίκη και ανηφόρισα με ανυπομονησία προς το σπίτι της στην Άνω Πόλη για να της κάνω έκπληξη. Το ποδήλατό της ήταν έξω, δεμένο όχι στον καθιερωμένο στύλο αλλά σε μια μοτοσικλέτα, σαν δυο σφιχταγκαλιασμένοι οργανισμοί.
Τι είδους αγκάλιασμα συνέβαινε μέσα; Αρχικά το σπίτι σιωπούσε αλλά, με το επίμονο χτύπημα στην αλυσίδα της αυλόπορτας, άνοιξε η μέσα πόρτα και βγήκε όμορφη, με μια άσπρη κοντομάνικη μπλούζα κι ένα λεπτό σπιτικό παντελόνι, με τα μαλλιά της ελαφρώς ανταριασμένα – κάποιος της έχωνε τα δάχτυλα ως τις ρίζες τους, μέχρι να βγάλουν την κρυμμένη τους μυρωδιά ή της τα τραβούσε πάνω σ’ ένα πάθος που δεν τολμούσα να διανοηθώ. Τα πόδια της, χωρίς αμφιβολία, δεν θα έβγαιναν ποτέ ξυπόλητα στην αυλή, Δεκέμβρη μήνα, ούτε και θα περπατούσαν στο κρύο εκείνο σπίτι, παρά μόνο αν άφηναν στη μέση –ή στην αρχή ή στο τέλος– εκείνο για το οποίο είχαν γυμνωθεί. Κι όπως τα είδα, ροδισμένα από την ψύχρα ή τις θερμές τριβές των σωμάτων, και το πρόσωπό της κόκκινο από την έξαψη ή τον αιφνιδιασμό, δεν χρειάστηκε να ρωτήσω οτιδήποτε. Απέδωσα την έκφραση της κατάρρευσής μου στο πολύωρο ταξίδι και της είπα πως απλά πέρασα να της αφήσω ένα βιβλίο. Θα θυσίαζα όποιο βρισκόταν στην τσάντα μου κι έτυχε να είναι το Old Times, το θεατρικό έργο που έγραψε ο Πίντερ κι είχε παίξει και ο Μπόγκαρντ – αμφότεροι θα χαμογελούσαν για την ειρωνική σύμπτωση. (Στο παραλληλεπίπεδο ερωτικό τρίγωνο του έργου είχα σημειώσει μια εξίσου εύγλωττη ξυπόλητη σκηνή.) Στο δικό της ευγενές σίγουρα δεν θέλεις να μπεις μέσα; απάντησα πως θα το κάνω αύριο και κατηφόρισα, ξέχειλος για άλλη μια φορά από ίμερο και ζήλεια.
Κι εκείνη η Ζακλίν των Ατυχημάτων πώς έμαθε να προσελκύει τους άντρες και πώς ήταν την εποχή που αφυπνιζόταν η θηλυκότητά της; Αναζήτησα τα σχετικά στοιχεία στο μεγάλο ληξιαρχείο του κινηματογράφου και την βρήκα στην ηλικία των δεκαεπτά, με το σχεδόν τραγουδιστό όνομα Γκουενταλίνα και την φερώνυμη ταινία όλη δική της. Υποκρινόταν μια συνομήλική της, ένα κακομαθημένο κορίτσι μιας πλούσιας μιλανέζικης οικογένειας που παρατείνει τις διακοπές της στο Βιαρέτζο επειδή η μητέρα της ετοιμάζεται για διαζύγιο. Πήρα την θέση του μοναδικού νεαρού που έμεινε από την θερινή της παρέα, του κατώτερης τάξης Oμπερντάν. Όλο το καλοκαίρι δεν μου έδινε καμία σημασία αλλά τώρα αποτελούσα την μόνη της διέξοδο. Υπέμενα όλα της τα καπρίτσια γιατί ήμουν ερωτευμένος και τα μάτια μου δεν χόρταιναν να την βλέπουν.
Μια φορά που ήταν άρρωστη, την επισκέφτηκα στο σπίτι της. Με δέχτηκε στο μεγάλο της δωμάτιο, καλυμμένη κάτω από τις κουβέρτες. Σύντομα τις πέταξε, αναδύθηκε από το κρεβάτι μ’ ένα ολόσωμο μαύρο εφαρμοστό ρούχο που άφηνε γυμνά μόνο τα χέρια και τα πόδια, από τους αστραγάλους και κάτω, και άρχισε να χορεύει υπό τους ήχους μιας παράξενης, σχεδόν δαιμονικής ηλεκτρονικής μουσικής. Αυτή η υπέροχη εμφάνισή της εκτυπώθηκε στις αφίσες της ταινίας και στο μνημονικό κάποιων θεατών, είμαι βέβαιος, κι έγινε ένα ακόμα εικόνισμα στο μουσείο των κινηματογραφικών γυναικών. Όσο αμήχανες κι αν έμοιαζαν οι μετεφηβικές της κινήσεις, εκείνος ο χορός ήταν η αντίδρασή της σ’ ένα καταθλιπτικό σπίτι. Κι όταν λίγο μετά, τα δάχτυλα των ποδιών της, εστιασμένα από την κάμερα, έσπευδαν να πατήσουν το στοπ του μαγνητοφώνου, ήταν σα να δήλωναν πως εκείνη θα αποφάσιζε πότε θα ξεκινήσει η δική της «μουσική».
Η τρίτη λήψη των ποδιών της έγινε σε μια άδεια παραλία, όπου έφτασε τρέχοντας, με τον ενθουσιασμό μιας επερχόμενης τρέλας, αφήνοντάς με πολλά μέτρα πίσω. Βούτηξε στην θάλασσα ντυμένη, με την καμπαρντίνα της – είχε αρχίσει πια να φθινοπωριάζει – και μόνο όταν βγήκε μουσκεμένη έβγαλε τα μοκασίνια και βύθισε τα πόδια της στην άμμο. Ήταν λες και το μπάνιο της ήταν ένα βάπτισμα στο μέλλον και τώρα μπορούσε με άλλα πόδια να αρχίσει τη νέα της ζωή.
Όλες εκείνες τις μέρες πλησιάζαμε σιγά σιγά ο ένας τον άλλον και δεν ήμουν πια ο αδιάφορος νέος που μάταια την πολιορκούσε. Αλλά σύντομα ο πατέρας της επέστρεψε αποφασισμένος να διασώσει την εικόνα της οικογενειακής αρμονίας και πήρε μαζί του τις γυναίκες πίσω στο Λονδίνο. Ήμασταν πολύ νέοι για να ορίσουμε τις ζωές μας, πόσο μάλλον να προχωρήσουμε μαζί.
Τι άλλα είχε να εκφράσει η ωραία Ζακλίν της Νίκαιας; Μια από τις ύστατες επιλογές της θηλυκότητας: δώδεκα χρόνια μετά και προτού καν κλείσει τα τριάντα, αποχώρησε από την βιομηχανία του θεάματος για να αφοσιωθεί στον γάμο και στα δυο αρσενικά που τον ανοίγουν και τον ολοκληρώνουν, σε σύζυγο και γιο. Έζησαν για κάποια χρόνια στην Βραζιλία και εγκαταστάθηκαν οριστικά στα νοτιοανατολικά ορεινά της Γαλλίας. Την φαντάζομαι σήμερα, στα 79 της, να φορά μεγάλα γυαλιά ηλίου και να χαίρεται τα μεσογειακά ηλιοστάσια, έχοντας ήδη χορτάσει τα τροπικά. Κάποτε μπορεί και να αναρωτιέται αν έκανε τις σωστές επιλογές ή, το πιθανότερο, αν η ζωή είναι τόσο απόλυτη, ώστε να πρέπει να διαλέξεις ανάμεσα στις δυο αντίρροπες τάσεις του φύλου της, την ρομαντική, σχεδόν πιστή «αποστολή» του ή την καλλιτεχνική του αποθέωση.
Οι ταινίες: Αccident (Joseph Losey, 1967), Guendalina (Alberto Lattuada, 1957).
{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}