Χάρτης 42 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-42/dokimio/sighkritologhika-symmeikta
Αλεξάνδρα Σαμουήλ: Ιδαλγός της Ιδέας. Η περιπλάνηση του Δον Κιχώτη στην ελληνική λογοτεχνία. Εκδ. Πόλις 2007
——————
Το βιβλίο της Αλεξάνδρας Σαμουήλ είναι, δεδηλωμένα, μια συγκριτολογική μελέτη. Η ταξινομική αυτή κρίση, καίτοι απλή και (τουλάχιστον φαινομενικά) αυταπόδεικτη, αξίζει εντούτοις κάποια εμβάθυνση, καθώς μας φωτίζει την θεωρητική βάση επί της οποίας στηρίζεται το αναλυτικό εγχείρημα της συγγραφέως.
1 Κατ’ αρχάς πρέπει να τονίσουμε ότι το ανά χείρας πόνημα δεν εντάσσεται στο επιστημολογικό «παράδειγμα» της παλαιότερης Συγκριτικής Γραμματολογίας η οποία, κατά τον Philippe Van Tieghem, εστιάζει πρωτίστως στις επιδράσεις που εισπράττει και/ή ασκεί μια λογοτεχνία. Η σύγχρονη συγκριτολογία – όπου δικαιωματικά ανήκει η μελέτη της Αλεξάνδρας Σαμουήλ – έχει προ πολλού υπερβεί την παραδοσιακή «επιδρασιοθηρία», σε δύο κύριες κατευθύνσεις: της «αισθητικής της πρόσληψης» (Hans Robert Jauss, «Σχολή της Κωνσταντίας») και της λεγόμενης «θεωρίας του πολυσυστήματος» (Itamar Even-Zohar, Ισραήλ).
Η πρώτη μας βοηθά να αντιληφθούμε ότι προσλαμβάνουμε ό,τι έχει ήδη προδιαγράψει ο «ορίζοντας προσδοκίας» (της εποχής μας, του πολιτισμού μας κ.λπ.), κοντολογίς ό,τι χρειαζόμαστε. Η δεύτερη μιλά όχι πια για επίδραση, αλλά για μεταβίβαση (transfer), η οποία αποτελεί την βασική λειτουργία του Λογοτεχνικού Πολυσυστήματος. Η εν λόγω λειτουργία εμπλέκει ποικίλους τρόπους επεξεργασίας (και χειραγώγησης) του κειμένου, αρχής γενομένης με την μετάφραση και συνεχίζοντας με την διασκευή, την παρωδία, την μίμηση, την pastiche και τα υπόλοιπα είδη της, κατά Genette, «λογοτεχνίας δευτέρου βαθμού».
Η συγγραφέας δεν αναφέρει ρητά τον, ή μάλλον τους ορίζοντες προσδοκίας στους οποίους υπολόγιζε κατά καιρούς η πρόσληψη του Δον Κιχώτη στην Ελλάδα, αλλά το πληρέστατο «ιστορικό διάγραμμα» που συνιστά το β’ κεφάλαιο του πονήματός της μας παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε να σχηματίσουμε μίαν ιδέα επί του προκειμένου. Έτσι, μαθαίνουμε ότι οι απαρχές της πρόσληψης του θερβαντινού έργου στον ελληνόφωνο φιλολογικό χώρο συμβαδίζουν με τον εξευρωπαϊσμό της νεοελληνικής παιδείας, δηλαδή αφ’ ενός μεν με την εγκατάλειψη της, κατά τον Dimitri Obolensky, «βυζαντινής κοινοπολιτείας», αφ’ ετέρου δε με την σταδιακή αφομοίωση του «Δυτικού Κανόνα». Πιο συγκεκριμένα η κυκλοφορία, αλλά και η πρώτη μετάφραση του Δον Κιχώτη στους φαναριώτικους αυλικούς κύκλους της Μολδοβλαχίας, εντάσσονται στον λεγόμενο «Πρώιμο Διαφωτισμό» (Frühaufklärung). Παράλληλα όμως, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, το πρώτο μισό του 18ου αιώνα κομίζει ακόμη (όπως τονίζει ο Γιώργος Κεχαγιόγλου) τα χαρακτηριστικά του όψιμου Μπαρόκ (το στίγμα του οποίου φέρει το πρώτο ρουμανικό μυθιστόρημα, η Ιερογλυφική Ιστορία του πρίγκηπος Δημητρίου Cantemir, το οποίο γράφτηκε την ίδια περίπου εποχή).
Οι μεταγενέστερες ελληνικές μεταφράσεις του Δον Κιχώτη (για να αναφερθώ σε μία μόνον πτυχή της προσλήψεώς του έργου), τουλάχιστον οι μέχρι στιγμής σημαντικότερες (των Σκυλίτση, Καρθαίου-Ιατρίδη, Ηλία Ματθαίου, Δημ. Ρήσου και Μελίνας Παναγιωτίδου) ανταποκρίνονται σε προσδοκίες οι οποίες απορρέουν εκ της ωρίμανσης της ελληνικής ως εκφραστικού οργάνου και φιλολογικής γλώσσας· ωρίμανση η οποία πραγματώνεται πλέον εντός και διαμέσου του Δυτικού Κανόνα.
2 Στα ακόλουθα τρία κεφάλαια του βιβλίου, η συγγραφέας αναπτύσσει εκτενώς το δεύτερο σκέλος της συγκριτολογικής έρευνάς της, το οποίο, όπως τόνισα και προηγουμένως, αφορά όχι πια την επίδραση, αλλά την μεταβίβαση του Δον Κιχώτη στο πολυσύστημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Παρακολουθεί δε και ταξινομεί τις σχετικές διεργασίες βάσει του (υπο)συστήματος των λογοτεχνικών ειδών (δηλαδή της ποίησης, της αφηγηματικής πεζογραφίας και του θεάτρου).
Η ιστορία της μεταβίβασης συναρτάται προς τον παράγοντα ερμηνεία· για την ακρίβεια, πρόκειται (ούτως ειπείν) για μίαν έμπρακτη ερμηνεία, όπως εκείνη του πιανίστα που εκτελεί ένα μουσικό κομμάτι και μέσα από το ξένο έργο διοχετεύει την δική του δημιουργικότητα. Σε ό,τι αφορά τον Δον Κιχώτη, από πολύ νωρίς οι λογής-λογής ερμηνευτές του πάσχιζαν να αποσπάσουν τον ήρωα από τα αφηγηματικά συμφραζόμενα που είχε διαμορφώσει το έργο. Η πρακτική αυτή εγκαινιάστηκε την εποχή του Ρομαντισμού και εκδηλώθηκε κυρίως (αν και όχι αποκλειστικά) ως προβολή μιας τραγικής και ηρωικής ανάγνωσης του πρωταγωνιστή, κατ’ αντιπαράθεσιν προς τις κωμικές αναγνώσεις του μυθιστορήματος, οι οποίες επικρατούσαν κατά τους πρώτους δύο αιώνες κυκλοφορίας του. Η Σαμουήλ παρακολουθεί με προσοχή την σημασιολογική αυτή εκτροπή, την εμφάνιση και την παγίωσή της στα ελληνικά γράμματα, συνάρτηση του διεθνούς ερμηνευτικού trend.
Για την, ρομαντικών προδιαγραφών, «ηρωοκεντρική» ανάγνωση, καλύτερα από κάθε άλλο είδος προσφέρεται προφανώς η Ποίηση. Εξερευνώντας τον συγκεκριμένο χώρο, η συγγραφέας τονίζει δεόντως τις πολύ καλές επιδόσεις των Ελλήνων ποιητών Στην δημιουργία των διαφόρων εκδοχών και παραλλαγών ενός ηρωοποιημένου Δον Κιχώτη. Στην κατεύθυνση αυτήν, ένα μη περαιτέρω σημειώνεται με τον «Καπτάν Ένα», δηλαδή τον Δον Κιχώτη της Οδύσειας (αλλά και των Τερτσινών) του Καζαντζάκη. Κατά την δική μου αντίληψη ωστόσο, η «έμπρακτη ερμηνεία» του Κρητικού λογοτέχνη αγγίζει τα όρια της αυθαιρεσίας, καθώς απ’ τον θερβαντινό χαρακτήρα δεν απομένει εδώ παρά μόνον το όνομα.
Για ευνοήτους λόγους, η πεζογραφία είναι το λογοτεχνικό είδος στο οποίο, κατ’ αρχήν, θα αναλογούσε το ποιοτικό άλμα στην «έμπρακτη πρόσληψη» του Δον Κιχώτη, δηλαδή η επανασύνδεση του ήρωα με ένα συγκεκριμένο αφηγηματικό πλαίσιο. Ζητούμενο, αλλά και προϋπόθεση εν προκειμένω είναι η μεταβίβαση προς τους προσλαμβάνοντες λογοτέχνες ορισμένων συνιστωσών της θερβαντινής «τέχνης του μυθιστορείν».
Από το σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου προκύπτει όμως ότι, δυστυχώς, οι Έλληνες πεζογράφοι αποδείχθηκαν λίγο-πολύ ανέτοιμοι να αξιοποιήσουν το συγγραφικό δίδαγμα του Θερβάντες. Αρκετοί αναπαρήγαγαν αποκλειστικά και μόνον τους εύκολους μηχανισμούς της παρωδίας, ενώ οι περισσότεροι έμειναν δέσμιοι των διαφόρων εκδοχών του ρομαντικού Δον Κιχώτη. Εξαίρεση ο μυθιστοριογράφος Καζαντζάκης που, στο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, εισάγει το στοιχείο της παιδαγωγικής διάδρασης η οποία, στον Θερβάντες, καθιστά τους Δον Κιχώτη και Σάντσο ένα sui generis δίδυμο. Παρόμοια σχέση ενώνει, στο βιβλίο του Καζαντζάκη τον αφηγητή και τον Ζορμπά, αλλά χωρίς αμοιβαιότητα και με αντιστροφή των κοινωνικών ρόλων.
Τελευταία εμφανίστηκαν στην Ελλάδα και συμπτώματα μεταβίβασης των πλέον προηγμένων τεχνασμάτων του Θερβάντες, με «μεταμοντέρνο» (θα έλεγα) χαρακτήρα, όπως είναι η ιδιάζουσα χρήση της mise en abyme και η αυτοαναφορικότητα της αφήγησης. Η συγγραφέας αναλύει με την δέουσα προσοχή αυτή την νεόκοπη και φερέλπιδα διάθεση, μέσα από τα λιγοστά μεν, αλλά αξιόλογα δείγματα γραφής, σε κείμενα του Χρήστου Μπουλώτη και κυρίως του Νάνου Βαλαωρίτη, τα οποία κυκλοφόρησαν επ’ ευκαιρία του επετειακού «έτους Δον Κιχώτη» (2005).
Δεν θα σταθώ στην πρόσληψη του Δον Κιχώτη στο ελληνικό θέατρο, γιατί η εικόνα που αποκομίσαμε από την παρουσίαση της πεζογραφίας ισχύει εν πολλοίς και εδώ, και δη υποβιβασμένη (με μοναδική ίσως εξαίρεση το έργο Ο Δον Κιχώτης σε νέες περιπέτειες του Βασίλη Ζιώγα, όπου διακρίνω μιαν «ισπανίζουσα» γεύση, που μου θυμίζει το «θεολογικό δρώμενο», το auto sacramental του Χρυσού Αιώνα).
Συνοψίζοντας, θα τονίσω ότι η μελέτη της Αλεξάνδρας Σαμουήλ αποτελεί άρτια όσο και πολύτιμη χαρτογράφηση των διαδρομών του θερβαντινού ήρωα, αλλά και του σχετικού έργου, στο πεδίο των ελληνικών γραμμάτων.
Επιθεωρώντας την, μένει κανείς με την απορία πώς είναι δυνατόν η τόσο πλούσια συγκομιδή από «έμπρακτες ερμηνείες» να συνυπάρχει καθ’ ημάς με την ισχνότητα έως ανυπαρξία των θεωρητικών ερμηνειών του Δον Κιχώτη, μέσα και έξω από το γενέθλιο μυθιστόρημα. Η συγγραφέας μόνον ακροθιγώς αναφέρεται στο σχετικό ερώτημα, προφανώς επειδή η πραγματολογική βάση για την όποια απάντηση λάμπει δια της απουσίας.
Ας ευχηθούμε λοιπόν η ελληνική «θερβαντολογία / κιχωτολογία» να μην αργήσει να εμφανιστεί και να ωριμάσει, ώστε η Σαμουήλ να βρει σύντομα την ευκαιρία και την διάθεση να καταγράψει τις επιδόσεις της.