Χάρτης 42 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-42/diereynhseis/dyo-portoghalofonoi-poiites
Το 13ο ετήσιο Φεστιβάλ Λογοτεχνίας εν Αθήναις (ΛΕΑ), πραγματοποιήθηκε την ημιπανδημική χρονιά του 2021 κάπως καθυστερημένα, δηλαδή το φθινόπωρο αντί για την άνοιξη που είναι η «εποχή του», εν πολλοίς δε μέσω zoom. Το φεστιβάλ αυτό, το οποίο διοργανώνεται ανελλιπώς υπό τη διεύθυνσή της Adriana Martínez, η οποία και το ίδρυσε, φέρνει κοντά μας κάθε χρόνο συγγραφείς και άλλους δημιουργούς από την Ιβηρική και από την Λατινική Αμερική καθώς και τους μεταφραστές τους. Κορυφαία εκδήλωση του φεστιβάλ είναι η velada de poesía, δηλαδή η ποιητική βραδιά, την οποία οργανώνει, συντονίζει και διευθύνει κάθε χρόνο ο πολυβραβευμένος Ισπανός ποιητής Juan Vicente Piqueras, στην οποία διαβάζονται ποιήματα στην ισπανόφωνων, πορτογαλόφωνων αλλά και Ελλήνων δημιουργών από τους ίδιους, ενώ σε οθόνη προβάλλεται η έτοιμη εκ των προτέρων μετάφρασή τους.
——————
Φέτος, το 14ο
Φεστιβάλ ΛΕΑ θα πραγματοποιηθεί μεταξύ της 14ης και της 24ης
Ιουνίου, σε διάφορους χώρους της Αθήνας·
πληροφορίες γι΄ αυτό θα βρείτε στο https://lea-festival.com.
——————
Πέρσι, η αδυναμία διεξαγωγής της ποιητικής βραδιάς με τη φυσική παρουσία των ποιητών αντισταθμίστηκε κάπως με την αύξηση του αριθμού τους, η οποία οδήγησε αναγκαστικά σε δύο ποιητικές βραδιές. Μαζί με ισπανόφωνους και Έλληνες ποιητές, στην πρώτη απάγγειλε ποιήματα η Πορτογαλίδα ποιήτρια Maria do Rosário Pedreira (στις 11/11 - https://lea-festival.com/events/ποιητική-βραδιά-ι/, στην δεύτερη ο Βραζιλιάνος ποιητής Leonardo Tonus (στις 18/11 - https://lea-festival.com/events/ποιητική-βραδιά-ι/)
Κοινό θέμα που είχε δοθεί προς ανάπτυξη σε όλους τους ποιητές και τις ποιήτριες ήταν η μετανάστευση και η προσφυγιά, το οποίο υπηρέτησαν με ένα τουλάχιστον ποίημα ο καθένας και η καθεμιά. (O Leonardo Tonus με περισσότερα). Είχαν όμως όλοι τους και ποιήματα με άλλα θέματα, στα οποία, όλως τυχαίως, στους δύο πορτογαλόφωνους, προνομιακή θέση βρέθηκε να κατέχει ο θάνατος (ή ο μη θάνατος, αν και όχι κατ’ ανάγκην η ζωή), ο κοινός βιολογικός θάνατος όσο και οι μεταφορές του. Η πολιτισμένη Δύση έχει καταβάλει φιλότιμες προσπάθειες να μειώσει την ορατότητα του θανάτου, μέσα στην επικράτειά της τουλάχιστον. Ο θάνατος στο νοσοκομείο ήταν μέχρι πρότινος μια κάπως βολική λύση. Δυστυχώς, η πανδημία κατέστησε την όλη προσπάθεια εμφανώς ατελέσφορη. (Ο ευρωπαϊκός πόλεμος στην Ουκρανία φέτος μάλλον θα την καταστήσει ακόμη πιο ατελέσφορη). Οι μετανάστες, εδώ και κάποια χρόνια, δεν έχουν πάψει να μας θυμίζουν την ματαιοπονία της προσπάθειας απόκρυψης αυτού του συμβάντος της ζωής στη Δύση. Αν μη τι άλλο, έχουν πλέον βρει έναν σημαίνοντα ρόλο στην ειδησεογραφία μας.
Τα ποιήματα μπορούν να διαβαστούν ως επίκαιρα.
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
Σ’ ένα μυθιστόρημα, ένα φλιτζάνι είναι μονάχα
ένα φλιτζάνι – απ’ όπου μπορεί να χυθεί
καφές πάνω στο ποίημα, εάν ο ποιητής,
εννοείται, είναι ο ήρωας.
Σ’ ένα ποίημα, ακόμη και λεκιασμένο
από καφέ, το φλιτζάνι είναι βέβαια
η χούφτα του χεριού – από όπου
εγώ πίνω το θαύμα του κόσμου, εάν εσύ,
εννοείται, είσαι ο ποιητής.
Στο μυθιστόρημά μας, δεν είμαι πάντα
εγώ το άτομο που πάει τα φλιτζάνια στο τραπέζι
όπου καθόμαστε το βράδυ, πιασμένοι
χέρι χέρι, λέγοντας πως ο καφές στο βαζάκι
τελείωσε, έχοντας όμως κατά νου πως η ζωή
έχει προχωρήσει πλέον αρκετά ώστε να διαβάσουμε
όλα τα βιβλία που έχουμε κατά νου ακόμα.
Στο ποίημά μου, δε χρειαζόμαστε καφέ
για να κρατηθούμε ξύπνιοι: το στόμα μου
είναι πάντα στη χούφτα του χεριού σου,
όλες τις μέρες υπάρχουν σελίδες στα μάτια σου,
η ζωή γράφεται χωρίς ποτέ να γερνάμε.
2.
Ευτυχώς
που δεν πέθανα τις φορές που
θέλησα να πεθάνω – που δεν πήδηξα από τη γέφυρα,
ούτε γέμισα αίματα τους καρπούς μου, ούτε
ξάπλωσα στις ράγες, εκεί μακριά. Ευτυχώς
που δεν έδεσα το σκοινί στην οροφή, ούτε
αγόρασα στο φαρμακείο, με πλαστή συνταγή
μια δόση αιώνιου ύπνου. Ευτυχώς
που φοβήθηκα: τα μαχαίρια, τα ύψη, αλλά
πάνω από όλα μην πεθάνω εντελώς
και μείνω εκεί – χαμένη ακόμη πιο πολύ κι από
πριν – να κοιτάζω δίχως να βλέπω. Ευτυχώς
που η οροφή ήταν πάντα υπερβολικά ψηλή και
και εγώ γελοία μικρή για το θάνατο.
Αν είχα πεθάνει μια από εκείνες τις φορές,
δε θα άκουγα τώρα τη φωνή σου να με καλεί,
ενόσω γράφω τούτο το ποίημα, που μπορεί
να μη μοιάζει – αλλά είναι – ένα ερωτικό ποίημα.
3.
Να μπορούσα κι εγώ να πεθάνω σήμερα όπως εσύ πέθανες για μένα τη νύχτα εκείνη —
και να ξαπλώσω καταγής, να έχω για κρεβάτι μιαν άσπρη πέτρα και
για κουβέρτα τα αστέρια· να μην ακούω παρά το θρόισμα από τα χόρτα
που ξεπροβάλλουν νυχτιάτικα, και τα μικρούτσικα βήματα των εντόμων,
και το τραγούδι του ανέμου στα κυπαρίσσια· και να μη φοβάμαι τις σκιές,
ούτε τα μαύρα πουλιά στα μαρμαρωμένα μπράτσα μου,
ούτε το ότι σε έχω χάσει – να μη φοβάμαι τίποτα. Να μπορούσα
να κλείσω τα μάτια τούτη τη στιγμή και να τα ξεχάσω όλα –
τα χέρια σου τόσο ψυχρά όταν άπλωσα τα δικά μου τη νύχτα εκείνη·
το ότι δεν έχεις πει τη μοναδική λέξη που θα με έκανε να σε σώσω, έστω και
παύοντας να ρωτώ τα πάντα· το ότι έχεις προσβάλεις τη ζωή
και έχεις καλέσει το θάνατο για να μου δείξεις ότι το κορμί σου
είχε πια παραιτηθεί, και ότι θα σκότωνες τον εαυτό σου εντός μου κι ότι ήταν αργά
για να σκεφτώ να σου επιστρέψω τις μέρες που είχα κλέψει. Να μπορούσα
να βυθιστώ σε παγωμένο όνειρο σαν και το δικό σου και να πάψω να
νιώθω τον πόνο,
τον ασύγκριτο πόνο να σε βλέπω και να σε θυμάμαι σε όλα όσα έγραψα –
γιατί εξαιτίας του ποιήματος με αγάπησες, το ποίημα ήτανε πάντα
αυτό που άξιζε τον κόπο (τα υπόλοιπα ήταν οι χειρονομίες που δε χωρούσαν
στα χέρια, οι υποχρεωτικές φράουλες αφού ήταν καλοκαίρι)· να μπορούσα
να πάψω να γράφω τούτο το πρωί, η μέρα τρέμει στη γραμμή
από τις στέγες, τόσο πολύ διστάζει η ζωή, και να μπορούσα να πεθάνω,
όμως σε ακούω να ανασαίνεις στο ποίημά μου.
4.
Όταν είμαι μόνη
βάζω τους πεθαμένους να κάτσουν στο τραπέζι
και τους δίνω να φάνε –
ένα πιάτο στον καθένα, ως
αντάλλαγμα για τις ιστορίες αυτές που
πεθαίνω από νοσταλγία ακούγοντάς τους
να τις αφηγούνται. Και τους αφουγκράζομαι
με πάθος σαν παλιά – ακριβώς
σα να ήταν ζωντανοί –
για να μη μου φύγουν οι
φωνές τους από τη μνήμη.
Είναι φορές που κλαίω, βέβαια –
κι όχι επειδή αυτοί τάχα
δεν έχουν πια δόντια και μου
τα αφήνουνε όλα σχεδόν στο
πιάτο· αλλά γιατί τους βλέπω εκεί,
στο πλάι μου, και γιατί με νιώθω
τo ίδιο τόσο μόνη.
5.
Μάνα, μακάρι να μην είχα αφήσει ποτέ το χέρι σου:
με το παιδί στην αγκαλιά, ο δρόμος γίνεται πιο μεγάλος
κι από την απελπισία μου, ζάρωσε γιατί γέρασε
η τόσο καθαρή καρδιά μου. Ήμουνα δεκατεσσάρων χρόνων πριν
από τον κρότο, δεκατέσσερα χρόνια και μισό πριν από
την κραυγή σου, είχα κλείσει τα δεκαπέντε όταν έβγαλα
το πέπλο από τα μάτια σου: αφού πάντοτε μου ‘λεγες να μην
πηγαίνω μακριά, γιατί ζητούσαν το αντίθετο τα
σταματημένα σου μάτια; Κι επιπλέον, μάνα, έφτασα
στο στρατόπεδο κι ήτανε σα να χτύπαγα σε κουρασμένη πόρτα –
χίλιες αντίσκηνα που ήτανε πανιά μανταρισμένα, καράβια για
να βρεθώ πάλι τους δρόμους. Μας έφεραν κουβέρτες
όλο ερωτήσεις· με δελεάσανε με μαρμελάδες
για να με βάλουν στη θέση μου· αλλάξανε στον αδερφό μου
την πάνα με ψυχρά χέρια. Μάνα, εγώ τους είπα πως
το παιδί ήταν δικό μου· και τώρα, όταν γυρεύει τα
στήθη σου στο ασχημάτιστό μου σώμα, καλύπτω με
το πέπλο σου τα μαλλιά μου και του τραγουδώ σιγανά
ζαχαρωμένα τραγούδια. Δεν ξέρω τι ηλικία έχω, μάνα,
μακάρι όμως να μην είχα αφήσει ποτέ το χέρι σου.
Η Μαρία ντου Ροζάριου Πεντρέιρα (Μaria do Rosário Pedreira) γεννήθηκε το 1959 στην Λισσαβώνα. Eίναι απόφοιτος Ξένων Γλωσσών και Λογοτεχνιών του Παν/μίου της Λισσαβώνας. Εργάστηκε για μικρό χρονικό διάστημα στην εκπαίδευση, πράγμα που την έστρεψε στην συγγραφή έργων για νέους, κάποια από τα οποία έγιναν δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές. Στη συνέχεια σταδιοδρόμησε στην εκδοτική βιομηχανία, σήμερα δε είναι εκδότρια έργων πορτογαλόφωνης λογοτεχνίας.
Αν και έχει δημοσιεύσει ένα μυθιστόρημα, καθώς και διάφορες ιστορίες και διηγήματα σε επιθεωρήσεις και ανθολογίες, είναι κυρίως γνωστή ως ποιήτρια, έχοντας εκδώσει τέσσερα ποιητικά βιβλία. Είναι ακόμη στιχουργός τραγουδιών φάντο αλλά και άλλων, και έχει δημοσιεύσει μια βιογραφία της Αμάλια Ροντρίγκες για παιδιά. Ετοιμάζει μια ανθολογία λόγιας ποίησης με πορτογαλικά ποιήματα από τον 13ο έως και τον 19ο αιώνα, των οποίων οι στίχοι έχουν τραγουδηθεί ως φάντο, μια εργασία την οποία έχει πραγματοποιήσει μαζί με την τραγουδίστρια και στιχουργό φάντο Aldina Duarte
Μετά την ανάγνωση των ήδη μεταφρασμένων ποιημάτων της στην ποιητική βραδιά, ο συντονιστής J.V. Piqueras της ζήτησε ένα ως «δώρο». Ακολουθεί:
ΦΑΝΤΟ
Λένε οι άνεμοι πως οι παλίρροιες σήμερα δεν κοιμούνται.
Είμαι τρομαγμένη προσμένοντας να επιστρέψεις: τα κύματα ήδη
καταβρόχθισαν την μικρή παραλία και πέταξαν φύκια
στις γλάστρες της βεράντας. Και, στην πόλη, λένε πως
οι πλατείες πρόσφεραν καταφύγιο σε δεκάδες γλάρους
που κυνηγούσαν τα περιστέρια και τα δάγκωναν.
Το τζάκι τριζοβολά αργά. Το ψωμί είναι ακόμα χλιαρό
στο τραπέζι σου. Το νερό όμως για τη σούπα
έβρασε ήδη τρεις φορές. Και στο σπίτι το φως τρεμοσβήνει, δεν θ' αργήσει
να σβήσει. Να μην αργήσεις κι εσύ, γιατί έφτιαξα για σένα
ένα αλατισμένο ψωμί με χορταρικά και κανέλα· και υπάρχει και γλυκό δαμάσκηνο
και κεκάκια με αυγό* και μια μάλλινη κουβέρτα στο κρεβάτι και εγώ
είμαι τρομαγμένη. Το φεγγάρι φαίνεται μισό
και η γη τρέμει. Και εγώ τρέμω, μη δε γυρίσεις.
*Suspiros (δηλαδή στεναγμοί) λέγονται στα πορτογαλικά τα νόστιμα αυτά γλυκά (ΣτΜ).
Από το Diários em mar aberto (Ημερολόγια ανοιχτής θαλάσσης), Eκδ. Folhas de Relva, Σάο Πάολο
όταν πετάνε οι τσούρου*
*tsuru = όνομα, στα ιαπωνικά, ενός είδους γερανού που ζει στην Ιαπωνία (ΣτΜ)
Το καράβι […] είναι ένα κομμάτι χώρου που επιπλέει, ένας τόπος δίχως άτοπος, που ζει αφ’ εαυτού, που είναι κλεισμένος στον εαυτό του και ταυτόχρονα παραδέρνει στο άπειρο της θάλασσας.
Michel Foucault, “De outros espaços” in Mota, M (org.), Ditos e Escritos III: Estética: Literatura, Pintura e Cinema. Forense Universitária, 2013.
πόσα χωρίσματα χωρούν σε μια φουσκωτή βάρκα;
τον τρόμο μπρος στις απώλειες
στη διάρκεια ενός χρόνου
που συσσωρεύεται
ανάμεσα στα πηγαινέλα
τόσων ζωών.
πόσα άτομα χωρούν σε μια φουσκωτή βάρκα;
κάθε χρόνο χιλιάδες βόδια γκνου μεταναστεύουν γυρεύοντας τροφή στην τανζανία και στην κένυα
όλες οι χήνες μεταναστεύουν για τον νότο. αλλάζουν συνεχώς το ύψος που πετούν
για να κρατιούνται σε απόσταση από το έδαφος.
κάθε χρόνο πεταλούδες monarca κατευθύνονται προς το μεξικό.
κατά χιλιάδες ανταμώνουν σε αποικίες και φτιάχνουν ομάδες σε πεύκα και άλλα κωνοφόρα.
σε πολλές περιπτώσεις είναι τόσο πολυάριθμες που τα δέντρα παίρνουν πορτοκαλί χρώμα
και τα κλαδιά λυγίζουν.
δέντρα σε χρώμα πορτοκαλί
δέντρα-πεταλούδες.
τα σωσίβια των μεταναστών έχουν χρώμα πορτοκαλί
όπως και οι φουσκωτές βάρκες που από το βάρος τους λυγίζουν.
μετανάστες-πεταλούδες, κατά χιλιάδες,
που φτερουγίζουν στις θάλασσες.
πόσα δάκρυα χωρούν σε μια φουσκωτή βάρκα;
την ώρα που αλλάζει ρούχα η σαμπιά* δεν τραγουδά
*sabiá = βραζιλιάνικη τσίχλα χρώματος πορτοκαλί, πτηνό αποδημητικό και ωδικό
– το ποίημα αυτό διαβάζεται καλύτερα μεγαλόφωνα (ΣτΜ)
Il mare non è fiume che sa il viaggio, è acqua selvativa, di sotto è vuoto scatenato e precipizio.
«Η θάλασσα δεν είναι ποτάμι σε καθημερινό ταξίδι, είναι
άγριο νερό, αποκάτω του ξεχύνεται ένα κενό σαν γκρεμός». Erri de Luca, Allerimple, Παρίσι: Gallimard, 2021 (μετάφραση Ν.Π.).
φανταστείτε τη θάλασσα. φανταστείτε τη θάλασσά σας. φανταστείτε μια θάλασσα πέρα από τη θάλασσα. φανταστείτε τη θάλασσα πέρα από όλα όσα είναι θάλασσα. από όλα όσα γνωρίζετε ως θάλασσα. όλα όσα αναγνωρίζονται ως θάλασσα. στη θάλασσα, φανταστείτε τη θάλασσά σας, πέρα από ωκεανούς και θάλασσες.
φανταστείτε τη θάλασσα και βγάλτε από αυτήν το περίβλημά σας από θάλασσα. από τη θάλασσα βγάλτε τις στρώσεις θάλασσας που είναι πάνω σας. τα κελύφη από κύματά της. βγάλτε από τη θάλασσα το πηγαινέλα των αμφιβληστροειδών. που βγαίνουν έξω με τα κύματα. από τα κύματα της θάλασσας, βγάλτε τη θάλασσα.
βγάλτε τη θάλασσα και βγείτε από αυτήν. βγείτε από τη θάλασσα για να κάνετε να αποκαλυφθεί η θάλασσα. από όσα την περικλείουν. από όσα τη φυλακίζουν. κάντε τη θάλασσα να αποκαλυφθεί μέσα από όλα όσα την επικαλύπτουν. και την καλύπτουν. ανακαλύψτε τη θάλασσα του δικού σας χρόνου μες στη θάλασσα. των όσων διαδραματίζονται στη θάλασσα.
ανακαλύψτε ξανά τη θάλασσα. ανακαλύψτε ξανά τη θάλασσα μέσα από εκείνο που σε αυτήν δε φαίνεται. στη θάλασσα, ανακαλύψτε τη θάλασσα της μη παρουσίας θάλασσας σε σας. και στη θάλασσα, φανερώστε την θάλασσα.
φανερώστε την θάλασσα και δωρίστε την ως θάλασσα. δωρίστε την θάλασσα με ένα δώρο από θάλασσα. το δώρο από μια θάλασσα ας φανερωθεί στο μέλλον. ένα μέλλον θάλασσας σε όσα είναι πιθανά για σας στη θάλασσα. στα αδιαμόρφωτα ενδεχόμενα της κάθε θάλασσας.
πληροφορήστε τη θάλασσα για τη μορφή της πανάρχαιας εξοικείωσής σας με την θάλασσα. την θάλασσα, πληροφορήστε την για τη μορφή των αβυσσαλέων αναμνήσεών σας από θάλασσα. αναμνήσεων που δεν συμμορφώνονται με τη θάλασσα. που παραμορφώνουν τις ικανότητες της θάλασσας. μιας θάλασσας που απλώνεται. μιας θάλασσας που χαϊδεύει. μιας θάλασσας που σβήνει τα αδίκαστα της θάλασσας.
μην αντιστέκεστε στη θάλασσα. μην αντιστέκεστε στο βλέμμα της θάλασσας. μην αντιστέκεστε στο βλέμμα προς τη θάλασσα. και στο άκουσμα της θάλασσας που καταβροχθίζει το βλέμμα. μην αντιστέκεστε στο βλέμμα-θάλασσά σας.
στην θάλασσα πλησιάστε, μη φοβάστε. μη φοβάστε την θάλασσα όταν πλησιάζετε σε αυτήν. μη φοβάστε την θάλασσα όταν χορεύετε σε αυτήν. όταν αυτή χορεύει. όταν χορεύει στην θάλασσα ο κυματισμός των κυμάτων της θάλασσας. μη φοβάστε να χορέψετε με τον κυματισμό των ανέμων από την θάλασσα. με τα κορμιά στη θάλασσα. με το κορμί σας στη θάλασσα. το κορμί-θάλασσά σας.
αρμενίστε μες στη θάλασσα. ας αρμενίσει η θάλασσα. την θάλασσα αρμενίστε πάνω στην ράχη της θάλασσας. αρμενίστε στα μονοπάτια της, στα μετάξια της θάλασσας. κάντε τη θάλασσα να αρμενίσει ώσπου να μεθύσετε από αυτήν. να μεθύσετε από το άρωμά της. κάντε το άρωμα της θάλασσας να αρμενίσει. το άρωμα των κοχυλιών της θάλασσας. αρμενίστε μες στο άρωμα μιας θάλασσας από κοχύλια.
βαδίστε μες από παπλώματα για τη θάλασσα. βαδίστε τους δρόμους από παπλώματα για την θάλασσα. βαδίστε τον δικό σας δρόμο της θάλασσας. μέχρι να ανταμώσετε την θάλασσα. μέχρι να ανταμώσετε με άλλη θάλασσα. με άλλους που τους ψάχνουν στη θάλασσα. που ψάχνουν άλλους στην θάλασσα. που γραπώνονται από την θάλασσα. που τους κατακρεουργεί η θάλασσα, στη θάλασσα.
τώρα, φανταστείτε αυτή την θάλασσα ένα φθινοπωρινό απόγευμα. την θάλασσα και τα φθινοπωρινά της φύλλα. μια θάλασσα από φθινοπωρινά φύλλα.
33.293 φύλλα που αρμενίζουν τη θάλασσα. φύλλα που χάνονται στη θάλασσα. φύλλα που πνίγονται
στη θάλασσά σας.*
*Η γερμανική εφημερίδα Der Spiegel δημοσίευσε τον Σεπτέμβριο του 2017 στο κυριακάτικό της φύλλο έναν εκτενή κατάλογο, ο οποίος περιλάμβανε πάνω από 48 σελίδες, στους οποίους παρουσίαζε εμπεριστατωμένα τα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με 33.293 πνιγμούς προσφύγων και μεταναστών που έλαβαν χώρα ανάμεσα στο 1993 και τον Μάιο του 2017. Πολλά από τα άτομα εμφανίζονται με την ένδειξη “Μ.Ν.” (δηλαδή “nomen nescio” = αγνώστου ονόματος). Tagespiel.
μπάσταρδα απογέματα
(χωρίς ημερομηνία)
Ο ξένος πολιτισμός είναι μια τοξίνη που εκκρίνεται από τον τυχάρπαστο ξένο, για να εκμηδενίσει όλα τα μέσα άμυνας του εθνικού οργανισμού, όμοιος με το φαινόμενο των θανατηφόρων εισβολών των βακτηρίων.
Plínio Salgado [κορυφαία μορφή του βραζιλιάνικου εθνοφυλετισμού στα χρόνια του Μεσοπολέμου],
O Estrangeiro, Ρϊο ντε Τζανέιρο: Civilização Brasileira, 1926.
από την έξοδο τριάντα τα έτη
και ο τρόμος ο ίδιος
από ένα χθες
εισέτι.
δίχως διάρκεια ο χρόνος,
μένει εκεί έξω μόνος,
έξω είναι δεν ανοίγει
αλλά σήμερα με πνίγει.
μακρινή κυριακή
Στον Πάουλο Ενρίκες
όπου κι αν βρίσκεται
από το Πόσους ντε Κάλντας έρχεται ο Πάουλο Ενρίκες
που από το Σάο Πάουλο τίποτα δε γνωρίζει,
εκτός από το πάρκο της Ιμπαραπουέρα,
την λεωφόρο Παουλίστα
και την οδό Άντοκ Λόμπου.
ο Πάουλο Ενρίκες μένει στην οδό Άντοκ Λόμπου,
στo πεζοδρόμιο ανάμεσα
στην έξοδο του πάρκινγκ του σχολείου Σάο Λουίς
και στο ιπέ, το κόκκινο δέντρο
που φέτος δεν άνθισε.
ο Πάουλο Ενρίκες κατοικεί ανάμεσα σε υπονόμους
και στα ποντίκια των υπονόμων
της οδού Άντοκ Λόμπου.
ο πατέρας του Πάουλο Ενρίκες είναι δημόσιος υπάλληλος στο Πόσους ντε Κάλντας,
ο πατέρας του Πάουλο Ενρίκες έδιωξε τον Πάουλου Ενρίκες από το σπίτι,
αυτός τον έδιωξε από το φωτισμένο σιντριβάνι
και από την πλατεία του Πόσους ντε Κάλντας
όπου ακόμα ακούγεται ο αντίλαλος από τους λόφους του Ρόζα*.
οι γονείς μου περάσανε το μήνα του μέλιτος στο Πόσους ντε Κάλντας
διάφορα ζευγάρια περάσανε το μήνα του μέλιτος στο Πόσους ντε Κάλντας
που ο Πάουλου Ενρίκες εγκατέλειψε
για την λεωφόρο Παουλίστα**
όπου με σταμάτησε
και μου ζήτησε
λίγο από το νερό
που έπινα.
το μπουκάλι με το νερό
και να τον αγκαλιάσω.
στα πεζοδρόμια της οδού Άντοκ Λόμπου
περιφέρεται ο Πάουλου Ενρίκες ξυπόλυτος
και τα καστανά του μάτια ονειρεύονται.
στους δρόμους της πρωτεύουσας περιφέρονται
τα δάκρυα του Πάουλου Ενρίκες
και η οροθετικότητά του.
: τελεία και παύλα,
η τέχνη δε μιμείται τη ζωή.
*Αναφορά στον μέγιστο των μοντερνιστών μυθιστοριογράφων της Βραζιλίας Guimarães Rosa, που ήταν από τα μέρη εκείνα (ΣτΜ)
**Κεντρικός οδικός άξονας που διασχίζει το Σάο Πάουλο (ΣτΜ)
υπερβολικά πολύς καφές
(και όνειρα)
ποίημα ονειρευόμουνα σήμερα όλη νύχτα,
ξύπνησα, και πρωί πρωί, φούσκα αποδείχτηκε σωστή.
λιγοστές οι λέξεις που μένανε απ’ αυτό,
δύο άρθρα και τρία ουσιαστικά ασαφή και γενικά.
μα το ποίημά μου ήταν και πολύ πολύ τζιτζί,
κι οι προθέσεις του ντυμένες σαν τον πεθαμενατζή.
ποίημα πολύ μεγάλο και σε τίποτα στραβό,
ρίμα είχε, παρήχηση, ως και στίχο βουβό.
το χρώμα κάθε λουλουδιού είχε καθρεφτισμένο,
ουράνιο τόξο ήτανε με γεύσεις φορτωμένο.
κόμματα να φτεροκοπούν παντού εδώ και εκεί
και κόσμο που φιλιότανε πολύ πάρα πολύ.
με άντρα να φιλάει άντρα, που γυναίκα αυτός φιλά
και φιλιά αυτή να δίνει εις τον κάθε φαφλατά.
το ποίημά μου μίλαγε παντού για ελευθερία
με κλίσεις σε συνδυασμούς για κάθε ηλικία.
φίλοι μου, εγώ το είπα και το λέω τώρα ακόμα,
ωραίο πράμα να ξυπνάς με ποίημα στο στόμα.
που ξελογιάζει τ’ άπειρο σε χοροεσπερίδα,
και το όνομα του ποιήματος να ‘ναι ακόμη
ελπίδα.
Ο Λεονάρντου Τόνους (Leonardo Tonus) γεννήθηκε στο Σάο Πάουλο από γονείς Ιταλούς μετανάστες και έζησε σε μια πολυπολιτισμική γειτονιά. Σπούδασε μουσική στη Βραζιλία και ήρθε στην Ευρώπη, όπου σπούδασε γερμανική γλώσσα και λατινική φιλολογία. Στη συνέχεια ακολούθησε σπουδές λογοτεχνίας στην Γαλλία και σήμερα είναι καθηγητής βραζιλιάνικης λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης (Γαλλία). Η ετερότητα, σε όλα τα πεδία –έμφυλη, φυλετική, γλωσσική, θρησκευτική κλπ – είναι μια σταθερά στην ποίησή του αλλά και στις μελέτες του με θέμα την λογοτεχνία, ειδικά την βραζιλιάνικη.
Με την ποίηση ασχολήθηκε σχετικά πρόσφατα, εστιάζοντας στην γλωσσική λεπτομέρεια και στα εν δυνάμει παιχνίδια του γλωσσικού ύφους που επιλέγει και της ποιητικής του. Λιτός κατά κανόνα, εξερευνά την γραπτή γλώσσα – και την «εικόνα» του ποιήματος – όσο και την προφορική, την παλαιότερη γλώσσα και την «υπερσύγχρονη», επωφελούμενος και από τη μουσική του καλλιέργεια και την εξοικείωσή του με το φαινόμενο της μετανάστευσης (στη θεματολογία του). Πολλά ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε βραζιλιάνικες και ξένες ανθολογίες, επιθεωρήσεις και περιοδικά. Είναι συγγραφέας τριών ποιητικών συλλογών: Agora Vai Ser Assim (Τώρα θα ‘ναι έτσι), Eκδ. Nós, 2018, Inquietações em tempos de insônia (Ανησυχίες σε καιρούς αϋπνίας) Εκδ. Nós, 2019) και Diários em mar aberto (Ημερολόγια ανοικτής θαλάσσης), Εκδ. Folha de Relvas.
Μετά την ανάγνωση των ήδη μεταφρασμένων ποιημάτων του στην ποιητική βραδιά, ο συντονιστής J.V. Piqueras του ζήτησε ένα ως «δώρο». Ακολουθεί:
πρωινοί βοκαλισμοί
γιορτάζοντας το καλοκαίρι
ασκήσεις προς εκτέλεση όλα τα πρωινά
με την ακρίβεια της συγγραφής χορωδιακού άσματος,
καθότι αγνοώ το απόβαρο των λέξεων.
απιθώνοντας το πρόσωπο μου
στα χέρια σου
περιμαζεύοντας από τα όνειρά σου
το σάστισμα των χειλιών μου
από τα φρύδια σου
ακούγοντας τον φλοίσβο των λιμνών,
εσένα που τίποτα δεν ζητούσες,
μονάχα απαιτούσες,
σε πόδια ανάμεσα τρελά,
ξέπνοο φτεροκόπημα ψηλά,
ζαλισμένοι από έρωτα.