Χάρτης 12 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://www.hartismag.gr/hartis-12/afierwma/enas-diaforetikos-fileas-fogk
Ο Γιάννης Βαρβέρης ανήκει στη γενιά των ποιητών που αντιστέκεται, αμφισβητεί και αρνείται, προβληματίζεται βαθιά και ουσιαστικά, στη γενιά που είναι επηρεασμένη από την ιστορία και από τα σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα, συνδέοντάς τα ωστόσο αξεδιάλυτα με τις ευρύτερες υπαρξιακές αναζητήσεις του ανθρώπου. Στην ποίησή του δεν διακρίνει κανείς μία συμβατική ποιητική γραφή, αλλά συναντά έναν ποιητή που στοχάζεται επί της ουσίας και προσπαθεί συνειδητά να μην παρασυρθεί από τυποποιημένα σχήματα επιφανειακών προσπελάσεων.
Κάπως έτσι, δεν δίστασε να αρνηθεί να προσεγγίσει τον Φιλέα Φογκ του Ιούλιου Βερν από τη συνήθη οπτική και επέλεξε να τον αξιοποιήσει ως αρχέτυπο εντελώς ανανεωτικά έως και ανατρεπτικά στην ποιητική του συλλογή Ο κύριος Φογκ (εκδ. Ύψιλον, 1993)
συναντώντας τον Βαθιά μέσα / σε μια πολυθρόνα. / Και μπροστά σε μια θάλασσα. Όπου / κανείς. / Μόνη κίνηση / το βλέμμα επάνω στα κύματα. Σύμφωνα με τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, «ο Βαρβέρης αντιστρέφει ειρωνικά τους σκοπούς και τη διαδρομή που ακολούθησε ο Φιλέας Φογκ στο Γύρω του κόσμου σε 80 μέρες, τοποθετώντας τον υπερκινητικό και φιλόδοξο ήρωα του Βερν στο βάθος μιας σφηνωμένης (κυριολεκτικά αγκυρωμένης) στην παραλία πολυθρόνας».[1]
Ο αναγνώστης από την αρχή θα αντιληφθεί την έντονη επιρροή του θεάτρου στον ποιητή καθώς, από το πρώτο κιόλας ποίημα ο Βαρβέρης σκηνοθετεί ένα «θεατρικό» τοπίο εντός του οποίου τοποθετεί τον ήρωά του. Στο πλαίσιο αυτό αναπτύσσεται ο μονόλογος του Φογκ –στο πρώτο ποίημα «Φιλέας Φογκ»– που φανερώνει την κατάσταση του ήρωα, πάντοτε κάτω από την αόρατη σκηνοθετική οδηγία του δημιουργού του. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα θεατρικών καταβολών αποτελεί και η χρήση του προσωπείου, που ήδη δηλώνεται υπαινικτικά στον τίτλο. Επηρεασμένος από τον «τεχνίτη» των προσωπείων Κ. Π. Καβάφη, ο Βαρβέρης με ευφυή τρόπο αξιοποιεί τα χαρακτηριστικά του ήρωα του Ιούλιου Βερν και πλάθει το προσωπείο του κύριου Φογκ πίσω από το οποίο κρύβεται ο άνθρωπος της σύγχρονης πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που χαρακτηρίζεται από έντονη ταχύτητα και εξέλιξη, όπου το άτομο μπροστά σε αυτή τη χαοτική κατάσταση ακινητοποιείται, αλλά δεν παύει να διακατέχεται από μία εσωτερική ανησυχία και άρνηση για συμβιβασμό στο παρόν.
Προκειμένου να εισχωρήσουμε και να κατανοήσουμε τον μυστηριώδη κόσμο του Γιάννη Βαρβέρη στην εν λόγω ποιητική συλλογή, είναι σκόπιμο να αναφερθούμε στο ρόλο θεματικών μοτίβων, συχνά αντιθετικών, που την συνέχουν δομικά και ιδεολογικά.
Το ζεύγος ομίχλη-καπνός τίθεται εμφατικά από την αρχή. «Fog» στα αγγλικά σημαίνει ομίχλη και μέσω αυτού του ευρηματικού λογοπαίγνιου ο ποιητής μεταφέρει τον αναγνώστη σ’ έναν χώρο θολό. Στο ποίημα «Ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες», παρουσιάζεται σε πρώτο πλάνο η «Λέσχη των Παλαιών Λονδρέζων», μέρος σκοτεινό και θαμπό, στο οποίο ο χρόνος σταματά και την κυριαρχική θέση του παίρνει η τύχη ‒ καθοριστικός παράγοντας για τα παιχνίδια. Εύλογα στο ποίημα «Τι είπε ο κύριος Φογκ για την Ομίχλη», ο ποιητής ταυτίζεται με το «Λονδίνο» και τη «Λέσχη», μέρη που κατακλύζονται από «μία ζάλη καπνού». Μία αοριστία περιτριγυρίζει τον ήρωα και ένας «καπνός», κάτι το ασαφές, ίσως η υγρασία και το κρύο, που στις συνδηλωτικές τους διαστάσεις ως απαύγαυσμα και αισθητικό σύστοιχο της σύγχρονης ζωής του προκαλούν ρίγος και φόβο, τον δυσκολεύουν στην κατανόηση του κόσμου αφού όπως ομολογεί «Κι όταν έβλεπα / κρύωνα. / Κι όταν κρύωνα / δάκρυζα». Εύστοχα χαρακτηρίζεται ο ήρωας από τον Γιώργο Μαρκόπουλο ως «νεφέλωμα-άνθρωπος»,[2] οιονεί υπαρκτός, ένα πλάσμα της προσδοκίας του ποιητικού αφηγητή.
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον γίνονται φανερά δύο ακόμη αντιθετικά ζεύγη: η έννοια της κίνησης-ακινησίας συνδυαστικά με το δίπολο της θάλασσας και της στεριάς. Διαβάζοντας τον βαρβερικό Φογκ, μετατοπιζόμαστε από έναν υπερκινητικό και δραστήριο ήρωα σε έναν ήρωα καθηλωμένο «βαθιά μέσα / σε μια πολυθρόνα». Ωστόσο αυτή η λανθάνουσα ακινησία δεν πρέπει να μας ξεγελά αφού σε αυτή την εικόνα, η κίνηση κρύβεται στο εσωτερικό ταξίδι αναζήτησης που πραγματοποιεί ο ήρωας. Η επιθυμία του να γίνει κύμα μάς εισάγει στον ψυχικό του κόσμο, στην επιθυμία του για αλλαγή και παύση της αδράνειας. Τα κύματα φτάνοντας στην πολυθρόνα συγκρούονται με τη συμβατική ζωή, ωστόσο εδώ υπάρχει μία βασική διαφορά, τα κύματα ενεργοποιούνται από τη θέλησή τους για κίνηση, ενώ το ποιητικό υποκείμενο παραμένει «αδρανές». Η ιδέα του Βαρβέρη να τοποθετήσει τον ήρωά του καθηλωμένο στην πολυθρόνα υποδηλώνει δίχως άλλο και τη φθορά του σώματος σε αντίθεση με το πνεύμα που αντιστέκεται σθεναρά, δονούμενο από το εσωτερικό ταξίδι του (ανα)στοχασμού. Το σώμα άλλωστε αποτελεί βασική ποιητική ύλη του ποιητή. Σε συνέντευξη του ο Γιάννης Βαρβέρης αναφέρει πως «Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει περισσότερο από την πλευρά του σώματος δεν είναι το ερωτικό σώμα της νεότητας και της τύρβης. Δεν ασχολήθηκα πολύ μ’ αυτό στη ζωή μου, ίσως δεν ευνοήθηκα και πολύ, αλλά μ’ ενδιαφέρει το σώμα ως παρακμή και φθορά».[3] Συνεπώς, η φθορά κατέχει σημαντικό ρόλο για τον Βαρβέρη, όχι μόνο στην παρούσα ποιητική συλλογή αλλά εν γένει στο έργο του, όχι απλά και μόνον ως αδήριτη συχνά πραγματικότητα, αλλά και ως μια αφορμή εμβάθυνσης στην εμπειρία της ζωής, κατανόησης και ερμηνείας της.
Το ταξίδι-κίνηση, δεν πραγματοποιείται μόνο μέσω της εσωτερικής αναζήτησης, αλλά και μέσω της μνήμης. Λόγω της παντοδύναμης παρουσίας της, η μνήμη προκαλεί μια δυσκολία προσαρμογής του ήρωα σε κάθε μη παρελθοντικό χρόνο, δηλαδή στο παρόν και στο μέλλον. Ας μην ξεχνάμε ότι κινείται πεισματικά στο χώρο του παρελθόντος. Το παρελθόν είναι η μόνη διάσταση του χρόνου-πραγματικότητας που υπάρχει δράση. Εξάλλου, η επιμονή του Βαρβέρη να «εγκλωβίσει» το ποιητικό του υποκείμενο σε ένα καθηλωτικό παρελθόν, αδυνατώντας μάλιστα να δρασκελίσει το μέλλον, διαφαίνεται στο μότο της συλλογής και το σχόλιο του ποιητή, «Επείγει ό,τι δε γίνεται– / Ν΄ αλλάξω παρελθόν». Πρόκειται για ένα οξύμωρο σχήμα, καθώς το παρελθόν, το βίωμα του κάθε ανθρώπου, είναι αδύνατον να αλλάξει. Πολλοί είναι εκείνοι οι ποιητές που συγκλίνουν στην άποψη περί « καρυωτακικών διαστάσεων» στα ποιήματα του Γιάννη Βαρβέρη.
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος μίλησε για «καρυωτακικής λογικής ήττα»[4] η οποία έρχεται να συνδεθεί στη συνέχεια και με τον ομφάλιο λώρο ολόκληρου του έργου του Γιάννη Βαρβέρη. Ειδικότερα, μέσα από την εσωτερικότητα του ευαίσθητου κύριου Φογκ αναδύεται ένας πεσιμιστικός χαρακτήρας ο οποίος, όντως, πραγματοποιεί το εσωτερικό του ταξίδι χωρίς ωστόσο να παραιτείται, παρά το ότι επιστρέφει στο αδιέξοδό του. Ερμηνεύοντας και επεξηγώντας το συγκεκριμένο μοτίβο, το οποίο είναι διάχυτο σε όλα τα ποιήματα –όχι μόνο αυτής της συλλογής αλλά και ολόκληρου του ποιητικού έργου του Γιάννη Βαρβέρη– αναδεικνύεται εμφατικά η υπαρξιακή ανησυχία και αναζήτηση που συνέχει το ποιητικό υποκείμενο. Ήδη από το «Τι είπε ο κύριος Φογκ για την ομίχλη» διαφαίνεται η εσωτερική αυτή ένταση, καθώς ο ήρωας αντιλαμβάνεται τη «θαμπή» πραγματικότητα (Εικασία υγρασίας / ό,τι έβλεπα) που του προκαλεί φόβο (κι όταν κρύωνα / δάκρυζα). Η επίγνωση της πραγματικότητας υπό αυτό το πρίσμα παρατηρείται και στο ποίημα « Όπου ο κύριος Φογκ απολύει τον Πολυτεχνά», όπου από την αρχή του ποιήματος δηλώνεται το αίσθημα της μοναξιάς ( Ή ταξιδεύει μόνος του κανείς στο στοίχημα / ή ταξίδι δεν υπάρχει). Επιπλέον, ο Φογκ μόνος του κάνει το εσωτερικό αυτό ταξίδι και αξιοποιώντας τη χρήση των σημείων στίξης, του β’ ενικού προσώπου και την ειρωνεία επιδιώκει να «κατοικήσει» στον δικό του εσωτερικό χώρο απορρίπτοντας έτσι το προφίλ του καθημερινού ανθρώπου που ζει με συμβιβασμούς. Ο ίδιος ο ποιητής αναφέρει ότι «ο Φιλέας Φογκ είναι μια γνωστή persona την οποία πήρα για να δείξω ένα μικρό έπος αναχωρητισμού και συνάμα αξιοπρέπειας. Θεώρησα ότι μέσα από μια μεταφορά μπορεί να γίνουν πολλά θαύματα ώστε ένας άνθρωπος, μέσα απ΄ αυτήν την τύρβη και από αυτήν την αποσάθρωση που μας περιβάλλει, να μπορεί στη μοναξιά του να σωθεί ως εραστής των εξ αρχής χαμένων στοιχημάτων, όπως είναι το στοίχημα του ταξιδιού, ας πούμε...»[5]
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και το σύμβολο του Πολυτεχνά που εντοπίζεται στο διάλογο των ποιημάτων «Όπου ο κύριος Φογκ απολύει τον Πολυτεχνά» και «Όπου ο Πολυτεχνάς απολύει τον κύριο Φογκ». Να σημειώσουμε ότι ο χαρακτήρας του Πολυτεχνά είναι δημιούργημα του Βαρβέρη, αν και η επιλογή «Πολυτεχνάς» γίνεται από τον Καζαντζάκη στην απόδοση του Πασπαρτού, που είναι ο αντίστοιχος χαρακτήρας στο Ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες.[6] Ο χαρακτήρας του Πολυτεχνά, θα μπορούσαμε να είναι προσωπείο της συνείδησης του κύριου Φογκ, ένα alter ego του. Αυτός ο άλλος του εαυτός που προσπαθεί να τον ενεργοποιήσει ίσως με έναν πιο προσωπικό τόνο. Ωστόσο, για ακόμη μια φορά, ο κύριος Φογκ γυρνάει την πλάτη στην αντανάκλαση του εαυτού του και έχοντας καταληφθεί από φόβο, τον διώχνει.
Ιδιαίτερα θα πρέπει να επισημανθεί ως κύριο χαρακτηριστικό της συλλογής η γλώσσα. Λιτή και απέριττη, «στέκεται μακράν του συναισθήματος» σύμφωνα με τον Γιώργο Μαρκόπουλο.[7] Ο Γιάννης Κόντος θα μιλήσει για μία γλώσσα «δηκτική, αμφίβια, σύγχρονη, αλλιώς καθημερινή, χωρίς να περιττεύει τίποτα».[8] Ο ίδιος ο Βαρβέρης επισημαίνει επ’ αυτού, όταν ρωτήθηκε σε τι έδωσε σημασία: «Στη γλώσσα. Γιατί η γλώσσα ξεκλειδώθηκε και αποδέχτηκε πάρα πολλά στοιχεία τα οποία δεν υπήρχαν στις προηγούμενες γενιές πιστεύω. Με τη βοήθεια και του Σεφέρη πάντα. Από την άλλη πλευρά, σε μια εποχή δικτατορίας δώσαμε μια ποίηση αμφισβήτησης αξιών και οραμάτων».[9]
Σε μια κατάσταση, λοιπόν, μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας σε όλη την έκταση της ποιητικής συλλογής, ο κύριος Φογκ κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, στεριάς και θάλασσας, νεότητας και γήρατος, ονείρου και πραγματικότητας, χαράς και λύπης, αμφισβητώντας και αποκαλύπτοντας έτσι τη ρευστότητα των ορίων, στοιχείο που παραπέμπει με τους δικούς του όρους στην αμφισβήτηση και την αμφιβολία, χαρακτηριστικό των ποιητών της γενιάς του, της γενιάς του ‘70. Τελικά, αυτό που έχει καταφέρει ο Γιάννης Βαρβέρης στην εν λόγω ποιητική συλλογή είναι να κινητοποιήσει και να αφυπνίσει. Να παρακινήσει με ένα «Πρόσω Ολοταχώς» για μία εσωτερική μεταμόρφωση, μέσω ενός εσωτερικού ταξιδιού το οποίο είναι τόσο αναγκαίο όσο και λυτρωτικό για τον κάθε άνθρωπο.
—————————————————
Η μελέτη αυτή εκπονήθηκε στο πλαίσιο εργασίας των προπτυχιακών φοιτητριών Μ. Κολλιοπούλου και Μ. Γουρδουπάρη για το έργο του Γιάννη Βαρβέρη στο προπτυχιακό μάθημα «Μεταπολεμική ποίηση – Η ποιητική γενιά του ΄70», του ακαδημαϊκού έτους 2015-2016 [εαρινό εξάμηνο (Η΄)] στο Τμήμα Φιλολογίας της Σχολής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών / διδάσκουσα Μαρία Ν. Ψάχου.
—————————————————