Χάρτης 41 - ΜΑΪΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-41/afierwma/in-memoriam
Τλήμονες οἷς ἀνέραστος ἔφυ βίος
Στην Σταυρούλα και την Όλγα, που τον γνώρισαν
Το 1985 η αδερφή μου η Σταυρούλα, φοιτήτρια Ιατρικής, έκαμνε τα τρίμηνά της σε νοσοκομείο των Αθηνών. Τον Φεβρουάριο του ’85 διένυε ήδη το τρίμηνο της Χειρουργικής. Τότε που έβοσκα σε άγονες εξεταστικές περιόδους στη Νομική. Στη «Μεγάλη του Γένους Σχολή», όπως μας λέγατε μισογελώντας. Λυσσομανούσε κρύος βοριάς εκείνες τις μέρες. Έπειτα το γύρισε σε γκρίζες ατέρμονες βροχές και υγρές ομίχλες.
Ένα τέτοιο μουχλιασμένο μεσημέρι ήταν που η Σταυρούλα γύρισε καταταραγμένη και μου τo ’πε. «Σήμερα ήμουνα στο χειρουργείο του Ιωάννου. Ήμουνα δίπλα του όταν έβγαινε από τη νάρκωση. Μάς ρωτούσε πού είναι…» «Κι εσύ τι του είπες;» την ρώτησα. «Ξυπνήστε, κύριε Ιωάννου, τελειώσαμε», μου απάντησε. Σκέφτηκα με κρυφή ικανοποίηση την ώρα που θα σας τo ’λεγα, ότι η αδελφή μου βρέθηκε δίπλα σας εκείνη τη βασανιστική στιγμή. Θα σας έλεγα πόσες βραδιές είχαμε περάσει μαζί με τ’ αδέρφια μου σπαράζοντας στα γέλια, αλλά και ευφραινόμενοι από τις σελίδες της Σαρκοφάγου, του Για ένα φιλότιμο, της Πρωτεύουσας των προσφύγων και του Φυλλαδίου, κι όλων των άλλων. Α, το Φυλλάδιο… Άμα τη εκδόσει του τρέχαμε να το βρούμε κι άρχιζε μετά το πανηγύρι. Έπιασα το ίδιο απόγιομα να το φυλλομετρώ. «Εγώ θα γράφω για τη Σαλονίκη, για την Αθήνα, για την Ελλάδα και τους Έλληνες —αυτά που ξέρω καλά— κι αυτοί ας γράφουν για την υδρόγειο, για την ανθρωπότητα και για τον φρέσκο αέρα των Ιμαλαΐων…» Κι αλλού: «Οι ίδιοι άνθρωποι που έκαμναν στη δικτατορία τους αντιστασιακούς προς το θεαθήναι, οι ίδιοι αυτοί κάνουν τώρα τους αριστερούς του γλυκού νερού. Και πάλι προς το θεαθήναι… […] Κατεβαίνουν πρωί πρωί οι καράβλαχοι στην κεντρική Αθήνα. Ένας ένας ροβολάνε με τις κουρσάρες τους…»
Τις άλλες σκοτεινές μέρες που ακολούθησαν, η αδελφή μου μου περιέγραφε τις εξελίξεις, και τα μαύρα μαντάτα πάλι εκείνη μου τα ’φερε. Ήρθα να σας αποχαιρετήσω στη Θεσσαλονίκη, που σας δέχτηκε φιλεύσπλαγχνα στο μητρικό της χώμα. Ξεκίνησα νύχτα και ένιωθα το τραίνο να φεύγει τσακίζοντας ένα παχύ δάσος περιπλοκάδων κισσού. Έπινα στυφή ρετσίνα και σας έλεγα πόσα δεν είχα προλάβει να σας πω. Όπως εκείνο το βράδυ που μου μιλούσατε για την επικείμενη Μεγάλη Εβδομάδα, και για την ανάγκη της έκθεσης και της δημόσιας ομολογίας, «αν θέλουμε να καταλάβουμε κάτι από Σταυρό και Μαρτύριο». Τότε έγινε και περάσαμε μαζί στα βαθιά χλωρά χρόνια, όταν στη φιλολογική σελίδα της εφημερίδας Η Βραδυνή, την οποία επιμελείτο ο Μπάμπης Κλάρας, ο αδελφός του Θανάση, δημοσιεύτηκαν «Τα κεφάλια» κι είδα τον δάσκαλο πατέρα μου να κλαίει. Μ’ έβαλε να διαβάσω δυνατά το κείμενο και έκλαιγαν μαζί κι η μάνα και η γιαγιά μου. Περί τα Χριστούγεννα του εβδομήντα τόσο συνέβη αυτό.
Τον Μάρτιο του ’74, παραμονές του Ευαγγελισμού, είχα, μετά το φροντιστήριο των Αγγλικών —τέλος δημοτικού—, είχα περάσει, όπως συνήθιζα, από το κεντρικό βιβλιοπωλείο της Καλαμάτας, τον Κονταργύρη. Με το ποδήλατο, γιατί ήθελα να πάρω μια καινούργια πένα, που την είχα λαχταρήσει. Εκεί έπεσα πάνω στ’ όνομά σας: Γιώργος Ιωάννου, Η σαρκοφάγος, Ερμής 1971. Δεν πήρα την πένα, αλλά το βιβλίο. Εκεί βρήκα πάλι «Τα κεφάλια». Εκεί είδα και στο οπισθόφυλλο πρώτη φορά τη φωτογραφία σας εκείνη, με την τόση στο βλέμμα ξενιτιά μπροστά από τις φαγωμένες αγιογραφίες — «Κάπως σα να γεννήθηκε εδώ ή καλύτερα σα να ήταν ξενιτεμένος σε τέτοια μέρη από τότε που ένιωσε τον κόσμο». Αυτό το βλέμμα του προορισμένου.
Εσείς ακούγατε μ’ ένα δύσπιστο υπομειδίαμα. Ύστερα χαρήκατε, όταν ανακαλύψατε ότι μου απαντήσατε από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερη Γενιά, που ομόρφυνε τα πρώτα γυμνασιακά μας χρόνια. 1978. Εκεί με το εξαίρετο κείμενό σας για την εμπειρία του συνομηλίκου μας μαθητή. Του Θεσσαλονικέως. Για το πώς έζησε τις μέρες του μεγάλου σεισμού. Μαζί με το κείμενό σας αυτό δημοσιεύτηκαν και τα δικά μου δύο ποιήματα. Σας τα είχα στείλει δυο μήνες πριν. Πέταξα από την χαρά μου τότε.
Φοιτητής στην Αθήνα, χωρίς να με συνδέει τίποτε με αυτά που σπούδαζα. Θυμάμαι βιβλία, περιοδικά. Γαλλικά και αγγλικά, για ολοκλήρωση των μαθημάτων, και όλα τα υπόλοιπα χρήματα σε βιβλία, σε περιοδικά. Τις φορές που σας συνάντησα, γιατί ζούσα αυτή την εικόνα του προορισμένου για θυσία την αγάπη; Το τρένο σαν ψάρι φτερωτό διεμβόλιζε πυκνά φυλλώματα του κισσού, της νύχτας, κι έφευγα με γουλιές ρετσίνα, που έκαιγε μέσα μου σαν ισχυρή βενζίνη. Είστε, σκεφτόμουνα, κοντά στον Θεοδωράκη, τον μικρό σας αδελφό, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, επειδή αγαπήσατε στους καιρούς που εψύγη η αγάπη των πολλών. Σας ευχαριστώ γιατί με βοηθάτε τόσο, τώρα που η ανομία όλων μας πληθαίνει. Γιατί μου μαθαίνετε να λιγοστεύω, για να μήπως μπορέσω και υπάρξω.