Χάρτης 41 - ΜΑΪΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-41/afierwma/omotrapezoi
Δύο σχόλια στο πεζογράφημα «Το τραπέζι της εκκλησίας»
Το 1980 είναι σημαδιακή χρονιά στη ζωή του Γιώργου Ιωάννου. Παίρνει το κρατικό βραβείο πεζογραφίας για το βιβλίο του Το δικό μας αίμα (Κέδρος, 1978), πέφτει θύμα τροχαίου -το οποίο θα εξιστορήσει στα Πολλαπλά κατάγματα (Εστία, 1981)-, και εκδίδει τρία βιβλία, όλα από τις εκδόσεις Κέδρος: α. Στράτωνος Μούσα Παιδική, μετάφραση των παιδεραστικών ποιημάτων της Παλατινής Ανθολογίας, β. Ομόνοια 1980, με φωτογραφίες του Ανδρέα Μπέλια, γ. Επιτάφιος θρήνος. Η χρονιά είναι σημαδιακή και για έναν πρόσθετο λόγο: ο Ιωάννου με τα τρία αυτά βιβλία αποκαλύπτει δημόσια -με το έργο του, όχι με δηλώσεις- την ομοφυλοφιλία του. Αυτό που μέχρι τότε λεγόταν συγκαλυμμένα και υπαινικτικά, τώρα λέγεται ανοιχτά. Δυο χρόνια αργότερα, στην Καταπακτή (Κέδρος, 1982) τα πράγματα θα ειπωθούν ακόμη πιο καθαρά, στις σελίδες της θα διατυπωθεί με τόλμη και δύναμη η ερωτική, ας την πω έτσι, βιοθεωρία του. Δεν αμφιβάλλω ότι η ψυχή του και η ζωή του θα ανακουφίστηκαν από τούτη τη δημόσια παραδοχή, είναι όμως προς συζήτηση αν και η τέχνη του βγήκε κερδισμένη. Δεν θα το κουβεντιάσω εδώ, θα παραθέσω μόνο ένα μικρό απόσπασμα από το πολύ σημαντικό σχετικώς κείμενό του «Στη δύσκολη ώρα» (Καταπακτή, σ. 75), όπου υπερασπίζεται την επιλογή του και απαντάει σε όσους θεωρούν καλύτερα έργα του τα πρώτα -είμαι, ομολογώ, ένας από αυτούς:
Συμπαθητικό, βέβαια, είναι αυτό το υποτρέμον ύφος που τελικά απόχτησες και η δισταχτική έκφραση που ανάπτυξες, ώστε και την αλήθειά σου να λες και από τους δράκους να ξεφεύγεις. Υπάρχουν αρκετοί φίλοι, λεπταίσθητοι και δύσκολοι άνθρωποι, που κάθε φορά σου λένε πως εκείνα τα πρώτα πρώτα κείμενά σου ήταν τα καλύτερα και πως από τότε δεν τα ξαναέφτασες κι ας έγραψες τόσα και τόσα.
Έχουν δίκιο ώς ένα σημείο οι φίλοι, μα δεν μπορείς να τους εμπιστευτείς ολότελα. Παρατηρείς ότι ανήκουν σε εκείνη την κατηγορία των ανθρώπων –και είναι μεγάλη η κατηγορία αυτή– που κλίνουν στο να συμπαθούν πολύ περισσότερο τους δυστυχείς, τους κακομοιριασμένους, τους βαριά μελαγχολικούς και τους θλιμμένους, παρά τους διερχομένους την κανονική φάση της ζωής τους.
Ο ίδιος ο Ιωάννου χαρακτήριζε ρητά τον εαυτό του συγγραφέα ερωτικό και πάμπολλοι άλλοι έχουν μιλήσει για τον ερωτισμό στο έργο του, και μάλιστα κατά κόρον, ad nauseam.[1] Θα δοκιμάσω και εγώ δυο λόγια επί του θέματος, σχολιάζοντας το πεζογράφημα «Το τραπέζι της εκκλησίας» από τον Επιτάφιο θρήνο. Προεξοφλώ ότι δεν πρόκειται να πω κάτι καινούργιο, αλλά να επιβεβαιώσω –τεκμηριωμένα, ελπίζω– παρατηρήσεις που έχουν ήδη γίνει για την πλευρά αυτή, την ερωτική, του έργου του.
Α. Ο ήρωας του διηγήματος μένει στο υπερώο ενός κοινοτικού καταστήματος, εντός του οποίου περικλείεται αθέατη και η εκκλησία. Ο τόπος δεν ονοματίζεται συγκεκριμένα, αλλά δηλώνεται γενικά ως «Μαύρη Ήπειρος» ή «αραπιά», και οι κάτοικοί της «αράπηδες», δηλαδή Άραβες (ο Ιωάννου ως γνωστόν είχε αποσπαστεί στη Βεγγάζη της Λιβύης το 1961, όπου εργάστηκε ως εκπαιδευτικός δύο χρόνια). Μια μέρα που κατεβαίνει στην εκκλησία για την κηδεία ενός μάλλον αντιπαθητικού ανθρώπου διαπιστώνει έκπληκτος ότι το φέρετρο έχει τοποθετηθεί πάνω στο τραπέζι του δωματίου του. Υποψιάζεται μάλιστα πως δεν θα είναι η πρώτη φορά που το έκανε αυτό ο υπηρέτης της Κοινότητας, ο οποίος έχει τα κλειδιά του δωματίου του. Το ίδιο βράδυ όμως έχει καλεσμένους και το τραπέζι θα μεταφερθεί επειγόντως στο δωμάτιο και θα στρωθεί πάνω εκεί φαγοπότι. Εκείνη τη βραδιά θα μάθει από τους καλεσμένους του ότι το τραπέζι προοριζόταν και για άλλη χρήση: πάνω σε αυτό δεχόταν τους ομόφυλους ερωτικούς επισκέπτες του ο προηγούμενος παπάς της εκκλησίας. Η μετακόμιση του τραπεζιού για τον ίδιο σκοπό θα επαναληφθεί άλλες δυο φορές. Την πρώτη για την κηδεία μιας σταφιδιασμένης γριάς. Όταν το τραπέζι επιστρέψει στο δωμάτιο, θα απλώσει πάνω χαρτιά και βιβλία και θα αρχίσει να διαβάζει και να γράφει, «με αδιαφορία και σκληρότητα», όπως ακριβώς του φέρονταν και αυτού, όταν «τον στριμώχνανε […] μέσα σε εσωτερικές αυλές» (σ. 52), η αηδία όμως που του φέρνει η σκέψη της μαραγκιασμένης γριάς έχει «πλημμυρίσει την ψυχή και το στομάχι του» και θα του προκαλέσει εμετό. Τη επόμενη φορά θα το δώσει ο ίδιος το τραπέζι για την κηδεία ενός νεαρού άντρα που τον έλιωσε ο ογκόλιθος που ξέφυγε από τις δαγκάνες του γερανού. Ήταν οικείος του ήρωα, ένας «από αυτούς που έρχονταν, που φέρναν τα ποτά και χόρευαν ρεμπέτικα εξαίρετα, που έτρεχαν μαζί στα καμπαρέ, κάνοντας με επιμονή τα έξοδα, όπως ξοδεύουνε αλύπητα οι εργάτες, όταν πραγματικά κάποιον τον θέλουνε, νιώθουν αφάνταστο κενό και θέλουνε -γι’ αυτό και έχουν απαιτήσεις όμοιες- αλλιώς δεν δίνουνε πεντάρα τσακιστή, σε αφήνουν να ξοδεύεσαι, κοιτώντας σε ειρωνικά κι αλύπητα» (σ. 53). Αυτή τη φορά δεν θα φορτώσει το τραπέζι ούτε με φαγητά ούτε με χαρτιά, αλλά πιάνει και το χαϊδεύει, το φιλάει, το ποτίζει με κόκκινο κρασί, το γλείφει και στο τέλος ξαπλώνει ο ίδιος πάνω του γυμνός. Τούτο το τραπέζι δεν είναι πια τραπέζι, ένα αναίσθητο πράγμα, μα είναι ζωντανό πλάσμα, τρέχει αίμα —το κρασί με το οποίο το ποτίζει μετουσιώνεται σε αίμα–, γίνεται το ίδιο αντικείμενο ερωτικού πόθου, ο ήρωας ενώνεται μαζί του, γίνεται ένα με αυτό, νιώθει πάνω του το μεγάλο βάρος από «τόσα κορμιά και τόσα φέρετρα» (σ. 54).
Η σχέση έρωτα και θανάτου, για την οποία έχει χυθεί τόσο μελάνι, εκφράζεται συχνά πυκνά και στο έργο του Ιωάννου. Θυμίζω πρόχειρα, ανάμεσα σε άλλα, τα πεζογραφήματα «Ο Μπάτης»,[2] «Τα εβραίικα μνήματα» (Για ένα φιλότιμο), «Το κρεβάτι», «Η σαρκοφάγος» (Η σαρκοφάγος). Η σύνδεση των δύο πόλων ή των δύο αντίρροπων δυνάμεων γίνεται πάντα στο έργο του με τρόπο απτό, μέσω ενός συγκεκριμένου πράγματος. Εδώ η σύνδεση γίνεται μέσω ενός ξύλινου, μακρόστενου τραπεζιού, βαμμένου με πράσινη λαδομπογιά. Αυτό το τραπέζι της εστίασης και της συνεστίασης, της δουλειάς και της δημιουργίας, είναι επιπλέον, έξω από την τρέχουσα χρήση, τραπέζι της ερωτικής συνεύρεσης και νεκροτράπεζο. Στο τραπέζι αυτό του Ιωάννου, τραπέζι της ζωής και του θανάτου, είμαστε όλοι ομοτράπεζοι, με διαφορετικό πάντως τρόπο, αναλογία ή τύχη ο καθένας μας.
Β. Το διήγημα αποτελείται από έξι εκτενείς, μακροπερίοδες παραγράφους. Κάθε παράγραφος, πλην της έκτης και καταληκτικής, τελειώνει με μια δέσμη πλαγιογραφημένων παραθεμάτων, σταθερού αριθμού: τρία πάντα για κάθε δέσμη. Την ίδια τακτική έχει ακολουθήσει ο Ιωάννου και στο ομώνυμο διήγημα της συλλογής Επιτάφιος θρήνος. Όλοι οι στίχοι που παρατίθενται, με τέσσερεις εξαιρέσεις, είναι από τον ψαλμό 118(119). Τους σημειώνω αναλυτικά. Πρώτη δέσμη παραθεμάτων (σ. 46): στ. 19, 127 (το τρίτο χωρίο είναι το συχνόχρηστο τα ελέη του Θεού). Δεύτερη δέσμη (σ. 48): στ. 131, 13, 43. Τρίτη (σ. 49): στ. 140, 125, 145. Τέταρτη (σ. 51): το πρώτο χωρίο είναι από τον πασίγνωστο Κατηχητικό Λόγο που αποδίδεται στον Ιωάννη Χρυσόστομο και διαβάζεται στην αναστάσιμη λειτουργία, τα άλλα δύο είναι οι στ. 176 και 70 του ψαλμού.[3] Πέμπτη δέσμη (σ. 52): στ. 103. Στα άλλα δύο χωρία της πέμπτης δέσμης θα επανέλθουμε παρακάτω.
Ο 118ος ψαλμός (κατά την αρίθμηση της Βίβλου των Ο΄) είναι ο εκτενέστερος από όλους (176 στίχοι), εξού και στη διαίρεση του Ψαλτηρίου σε καθίσματα, κατά τη λειτουργική χρήση του, αποτελεί μόνος του ένα κάθισμα (το 17ο). Ο ψαλμός είναι ένας συγκλονιστικός ύμνος στον Νόμο του Θεού. Τι δουλειά λοιπόν έχει ένας τέτοιος ύμνος στο διήγημα αυτό του Ιωάννου; Ο 118ος ψαλμός, ο Άμωμος στην εκκλησιαστική γλώσσα (από τον πρώτο στίχο του: Μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ), είναι συνδεδεμένος με τη νεκρώσιμη ακολουθία και γενικά με ακολουθίες σε κεκοιμημένους (κατά την παλαιά τυπική τάξη τα εγκώμια του Επιταφίου ψάλλονταν κατά τη στιχολογία του Αμώμου). Στην εξόδιο ακολουθία σε κοσμικούς ψάλλονται στίχοι του Αμώμου κατ’ επιτομήν σε τρεις στάσεις, ενώ στην εξόδιο ακολουθία σε μοναχούς στιχολογείται ολόκληρος. Ο Ιωάννου ασφαλώς το γνωρίζει και γι’ αυτό επιλέγει να κλείνει με στίχους του Αμώμου τις εκτενείς παραγράφους ενός διηγήματος όπου ιστορούνται τρεις κηδείες. Στο ερώτημα αν και πώς συνδέονται οι παρατιθέμενοι στίχοι με το περιεχόμενο κάθε συγκεκριμένης παραγράφου, θα απαντούσα ότι, με εξαίρεση τη δεύτερη παράγραφο (σ. 48), όπου μπορεί κανείς να αναγνωρίσει μια –μηχανική πάντως και εξωτερική– σύνδεση με το στόμα, δεν υπάρχει ουσιώδης συνάφεια ανάμεσα στο περιεχόμενο της παραγράφου και τους στίχους του ψαλμού -στην τέταρτη παράγραφο (σ. 51) η σύνδεση γίνεται, πάλι όμως εντελώς εξωτερικά, με τον Κατηχητικό Λόγο.
Αφήσαμε σε εκκρεμότητα το τελευταίο παράθεμα (σ. 52). Εκεί μετά τον ψαλμικό στίχο (118:103) ακολουθούν τα εξής:
Τοις ερωτικοίς ζωή μακαρία εστί, θεϊκώ έρωτι πτερουμένοις …
Κι ακόμα· εν τόπω αναψύξεως…
Ο Ιωάννου γνωρίζει το τροπάριο των αναβαθμών του όρθρου, το οποίο ψάλλεται την Κυριακή στον οικείο ήχο, Τοις ερημικοίς ζωή μακαρία εστί, θεϊκώ έρωτι πτερουμένοις, και το παραθέτει αντικαθιστώντας το ερημικοίς με το ερωτικοίς. Δεν αποκλείω πάντως το ενδεχόμενο να είχε μπροστά του κάποια έκδοση του Ευχολογίου και να διάβασε εκεί ότι στην εξόδιο ακολουθία εις μοναχούς ψάλλεται το εν λόγω τροπάριο στο Ε΄ αντίφωνο της ακολουθίας. Μετά την αντικατάσταση του ερημικοίς με το ερωτικοίς, πιστεύω πως τα λόγια της νεκρωσίμου που ακολουθούν ως τρίτο παράθεμα αποκτούν άλλο νόημα: δεν πρόκειται πια για τον Παράδεισο της άλλης ζωής, αλλά για την ερωτική δροσιά σε αυτήν εδώ. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ιωάννου κάνει μια τέτοια ανατροπή και μετασημασιολόγηση ενός βιβλικού ή εκκλησιαστικού χωρίου. Στο αμέσως προηγούμενο διήγημα της ίδια συλλογής («Οι νεροφίδες») παραθέτει καταληκτικά το γνωστό χωρίο με τον Μωυσή και τον χάλκινο όφι (Αρ 21:8-9): και είπεν Κύριος προς Μωυσήν Ποίησον σεαυτώ όφιν και θες αυτόν επί σημείου, και έσται εάν δάκη ο όφις άνθρωπον, πας ο δεδηγμένος ιδών αυτόν ζήσεται, κλπ. Και ερμηνεύει: «Και ήρθε καιρός που απ’ τις πιέσεις τους [ενν. των στελεχών των θρησκευτικών οργανώσεων] έπαθα νευρασθένεια. Μα, πάνω στα πρόθυρα της τρέλας, τους πέταξα από μέσα μου και ξαναγύρισα ολοταχώς στα βράχια, τις πηγές και τις νεροφίδες μου. Κι όπως ακριβώς βεβαιώνει η Γραφή, βρήκα κι εγώ τη γιατρειά μου» (σ. 42). Ίδια τακτική νοηματικής ανατροπής και μετασημασιολόγησης βιβλικού χωρίου, και στο τέλος άλλων δύο πεζογραφημάτων της συλλογής: «‘‘Εσπέρας προκείμενον’’» (σ. 70-71), «‘‘Κυτίον θα πει κουτί’’» (σ. 107).
Με όλα τούτα τα εκκλησιαστικά, εκείνο που θέλω να πω -το δεύτερο σχόλιό μου ή παρατήρηση- είναι ότι στον Ιωάννου ο έρωτας δεν συνδέεται μόνο με τον θάνατο, δεν είναι μόνο η κατεξοχήν αντίρροπη δύναμή του, αλλά συνδέεται και με την θρησκεία, έχει μια διάσταση θρησκευτική, ιερή, ακόμη και στην πιο παράνομη και αμαρτωλή εκδοχή του ή, ίσως, κυρίως σε αυτή, γιατί τότε οι πιστοί του εξαγιάζονται μέσα στον διασυρμό και την περιφρόνηση. Το ανδρικό σώμα λατρεύεται και προσκυνείται. Το σώμα το παραδομένο στον έρωτα είναι μαρτυρικό: «Μαστιγωμένος και σημαδεμένος θα τους ευλογείς. Θα ανάβουν τσιγάρα και θα τα σβήνουν στη σάρκα σου. Η σάρκα σου θα γεμίσει οπές και σπήλαια, όπως το θέλεις».[4] Αυτή η θρησκευτική διάσταση και εμπειρία του έρωτα θα διατυπωθεί κατεξοχήν στην Καταπακτή. Είναι υπαρκτή όμως και στον Επιτάφιο θρήνο, κυρίως στο ομώνυμο πεζογράφημα, αλλά οπωσδήποτε και στο «Τραπέζι της εκκλησίας», που είλκυσε εδώ το σχολιαστικό ενδιαφέρον μου.