Χάρτης 41 - ΜΑΪΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-41/afierwma/ghiwrghos-ioannoi-athwes-sinitheies
Τίτλος της ραδιοφωνικής εκπομπής του Γιώργη Σαράτση
Ότι ήταν φαγανός ο Γιώργος Ιωάννου, ήταν! Αλλά κάθε τόσο γκρίνιαζε πως είχε πάρει επιπλέον κιλά κι ολοφάνερα περιττά... Μεμφόταν τον εαυτό του, δεν παρέλειπε να του καταλογίσει μεγάλη απροσεξία, καυτηρίαζε τις διατροφικές του συνήθειες. Ομολογούσε μια ακαταστασία που θα έπρεπε οπωσδήποτε να λάβει άμεσα τέλος. Και όμνυε συχνά, υπόσχονταν με ειλικρίνεια – περισσότερο για να τ΄ ακούει ό ίδιος– πως το πράγμα θα άλλαζε, θα έβαζε ένα φρένο στο συνεχές τσιμπολόγημα, τις ώρες που δούλευε καθισμένος στο γραφείο του σπιτιού του και πεταγόταν κάθε τρεις και λίγο μέχρι την κουζίνα κι ανοιγόκλεινε με λαιμαργία το ψυγείο. Είναι αλήθεια πως έκαμνε κάποιες προσπάθειες να ακολουθήσει το πρόγραμμα μιας δίαιτας, να τρέφεται με πιο ελαφριά γεύματα και υγιεινά. Λίγο κρατούσε αυτό, σύντομα επέστρεφε στις παλιές του συνήθειες αδιαφορώντας για το βάρος του. Μέχρι την επόμενη φορά που κάποιο παντελόνι του δεν θα κούμπωνε ξαφνικά ή θα τον στένευε πολύ η αγαπημένη του μπλούζα... «Είμαι απελπισμένος», μου έλεγε, «τίποτα δεν μου κάνει πλέον. Ή θα πρέπει να μπω πάλι σε δίαιτα ή να ψωνίσω αναγκαστικά καινούργια ρούχα. Φρικτή η κατάσταση, καλό μου.» Υπήρξε κομψός κατά την περίοδο της νεότητας και λεπτός. Ιδιαίτερα τα χρόνια που βρέθηκε διορισμένος στο Άστρος Κυνουρίας κι αργότερα στη Βεγγάζη της Αφρικής. Ίσως η ξενιτειά, από κοντά και οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε εκεί, η άχαρη ζωή του εργένη, με δυο λόγια, τον κρατούσαν αδύνατο.
Μετά, χρόνο με τον χρόνο, από το 1971 μάλιστα, τότε που ήλθε από την συμπρωτεύουσα κι εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, άρχισε σταδιακά ο δείκτης της ζυγαριάς να σκαρφαλώνει. Πρώτη φορά ένιωθε ήσυχος, απομονωμένος και ασφαλής. Δεν έπαψε να είναι δημόσιος υπάλληλος, συνέχισε να διδάσκει στο Γυμνάσιο, κάποτε και σε νυκτερινό, εξατάξιο τότε, πλην όμως, είχε όλο τον χρόνο επιστρέφοντας στο σπίτι του να πέσει με τα μούτρα στα γραπτά του, απερίσπαστος. Το τηλέφωνο, ο μόνιμος κομιστής της γκρίνιας και των προβλημάτων, των συγγενών του κυρίως, μπορούσε με μια απλή κίνηση να σιγήσει. Έβγαζε το καλώδιο από την πρίζα και, αμέσως, η τόσο αναγκαία από τον έξω κόσμο απομόνωσή του ήταν γεγονός, είχε αποκλειστεί στο «φρούριό» του. Μαζί με τα στενάχωρα, μπορεί να έχανε πιθανόν και τις θελκτικές κουβέντες με τους φίλους ή τα τηλεφωνικά καλέσματα των σειρήνων, μα δεν βαριέσαι, είχε αποφασίσει να κόψει κάθε γέφυρα, ήθελε την ησυχία του, να βυθιστεί στο γράψιμο, τόσο πολύτιμο κι αναγκαίο για εκείνον. Τότε ήταν που πεταγόταν συχνά πυκνά μέχρι το ψυγείο του για να κάνει ένα διάλειμμα και, με την ευκαιρία, να μασουλήσει κάτι, με τις γνωστές συνέπειες... Είχε περάσει τα σαράντα, ας το πούμε κι αυτό, τότε περίπου που ο μεταβολισμός του οργανισμού αρχίζει να κάνει νερά, δεν λειτουργεί όπως πρώτα. Οι καύσεις είναι ελλιπείς και οι θερμίδες εύκολα συσσωρεύονται με την καθιστική ζωή. Γι αυτό λοιπόν, κάθε μεσημέρι το έκοβε με τα πόδια από τα γραφεία του Υπουργείου Παιδείας στην οδό Μητροπόλεως, όπου ήταν αποσπασμένος, μέχρι το σπίτι του στα Εξάρχεια. Ήθελε να περπατήσει για να δει, να παρατηρήσει τον κόσμο από κοντά, μα και για το όφελος της γυμναστικής. Εκτός από λίγη πεζοπορία, άλλο είδος άσκησης δεν έκαμνε. Αν τύχαινε να βρίσκομαι κατά το μεσημεράκι στο Σύνταγμα, τότε που εκείνος επέστρεφε από τη δουλειά με τη μεγάλη τσάντα του στο χέρι, με καλούσε να γευματίσουμε παρέα. Καθ’ οδόν σταματούσαμε στα μαγαζιά της γειτονιάς κι αγόραζε μαναβικά, φρούτα, ξηρούς καρπούς ή ό,τι άλλο χρειαζόταν. Συνήθως φρόντιζε να πάρει και φρέσκα ψάρια. Τα έκαμνε στο τηγάνι με λάδι και νερό, δεντρολίβανο, αλάτι και πιπέρι. Όχι τηγανιτά, προτιμούσε κάτι πιο γρήγορο κι ελαφρύ. Τρώγαμε στο μεγάλο τραπέζι με το μόνιμα στρωμένο τραπεζομάντηλο και, μετά, εγώ σηκωνόμουν πρώτος, ως νεότερος, να μαζέψω τα πιάτα για να τα πάω στην κουζίνα. Εκείνος έπαιρνε ένα μικρό χειροκίνητο εργαλείο και μάζευε τα ψίχουλα. Χαιρόταν και καμάρωνε για το «σκουπάκι» του που τόσο απλά, εύκολα και γρήγορα, καθάριζε. «Είναι σαν παιχνίδι, μου έλυσε τα χέρια», υπογράμμιζε τέλος με σημασία, κλείνοντας το πρόχειρο εγκώμιο του σκεύους.
Ακολουθούσε λίγη ξεκούραση. Αράζαμε στο διπλό κρεβάτι του, αλλά που να κλείσουμε μάτι. Λέγαμε ιστορίες, ερωτικές κυρίως και ταραχώδεις, ανταλλάσσαμε πληροφορίες, φορές μου μιλούσε για τα σημαντικά «μόρια» που θα εξασφάλιζε, αν παρέμενε ακόμη ένα εξάμηνο στην υπηρεσία, αντί να βγει στη σύνταξη. «Και τα σχέδιά σου, όλα αυτά που έχεις στα σκαριά να κάνεις, πότε θα τα προλάβεις;» τον ρωτούσα εγώ. «Όλα θα γίνουν! Προς το παρόν πρέπει να κάνω λίγη υπομονή, δεν γίνεται αλλιώς... Ο μισθός της σύνταξης, αν φύγω τώρα, δεν θα είναι αρκετός. Αναγκαστικά, θα παραμείνω στο δημόσιο για ένα μικρό διάστημα.» Δεν συμφωνούσα και του το έλεγα, γνωρίζοντας πόσα σημαντικά ετοίμαζε μες στο μυαλό του, όπως τα δύο μεγάλα μυθιστορήματα, εκτός των άλλων, που ήταν στους άμεσους στόχους του. Και ήθελαν απόλυτη αφοσίωση και χρόνο πολύ για να τα βγάλει πέρα. «Πράξε όπως νομίζεις, εσύ ξέρεις καλύτερα», του απαντούσα με κατανόηση. Και γύριζα από το άλλο πλευρό για να κοιμηθώ. Εκείνος όμως δεν είχε ύπνο. Με πείραζε διαρκώς και μου έλεγε του κόσμου τα αστεία, δεν με άφηνε σε ησυχία. Ειλικρινά, δεν υπήρχε ούτε η παραμικρή ερωτική υποψία στη συμπεριφορά μας. Η σχέση μας ήταν αμιγώς φιλική από την αρχή, ζεστή και τρυφερή, ξεκάθαρη, μια σχέση πατέρα και γιου καλύτερα, χωρίς σκιές ή άλλες βλέψεις... Με τα πολλά, σηκωνόμασταν για καφέ κι εγώ αναχωρούσα για να τον αφήσω ήσυχο να εργαστεί.
Προτιμούσε το παλιομοδίτικο στυλ, τα κλασικά ρούχα, τα ολίγον ξεπερασμένα. Είχε κοντά τα μαλλιά και χωρίστρα στο πλάι. Επέμενε δε να φοράει παπούτσια του ΄70. Μαύρα, με στρογγυλή φαρδιά μύτη και ολίγον τακούνι, της περασμένης δεκαετίας. Τα αγόραζε από ένα συγκεκριμένο μαγαζί και ζητούσε πάντοτε το ίδιο ζευγάρι, αδύνατον να μετακινηθεί. Ούτε ν’ ακούσει δεν ήθελε για κάτι άλλο.
Όπως δεν έδινε την παραμικρή σημασία στο ντύσιμό του –ποσώς τον ενδιέφεραν οι επιταγές της μόδας–, αδιαφορούσε εξ ίσου και για την αισθητική του σπιτιού. Δεν ασχολείτο με τη διακόσμηση. Η αναγκαία καθαριότητα του χώρου έφθανε και περίσσευε. Τη βασική τακτοποίηση των επίπλων και την διευθέτηση των αντικειμένων φρόντισε η αδελφή του Δήμητρα. Είχε έλθει από τη Σαλονίκη όταν εκείνος μετακόμισε στο ισόγειο διαμέρισμα της Αρλέτας. Έκτοτε, ο ίδιος δεν ασχολήθηκε ποτέ να κάνει αλλαγές. Εκτός από καθαρό ήταν και λειτουργικό, όπως το ήθελε. Κι αυτό του αρκούσε! Ο Κώστα Ταχτσής, τύπος, αθεράπευτα σνομπ, στα «απομνημονεύματα» που άφησε και, μετά τη δολοφονία του, κυκλοφόρησαν σε βιβλίο με τον τίτλο Το φοβερό βήμα, σε κάποιο σημείο σχολίαζε αρνητικά το σπίτι του Ιωάννου. Είχε περάσει από εκεί, τον είχε επισκεφτεί και δεν του άρεσε καθόλου. Δεν ήταν της αισθητικής του. Το χαρακτήριζε, αν θυμάμαι καλά, κακόγουστο και επαρχιώτικο... Μα δεν τον ενδιέφερε καθόλου τον Ιωάννου να έχει ένα «καλοβαλμένο» σπίτι, άλλα τον απασχολούσαν, άλλα τον έκαιγαν και, κυρίως, το γράψιμο! Δεν ίδρωνε το αυτί του από κάτι τέτοια, τα εύρισκε περιττά, αν όχι ύποπτα, και καμώματα για τις λογής μαριόγκες. Όπως και να το κάνουμε, δεν είχε και τόσο άδικο. Να το λέμε κι αυτό. Εννοείται πως δεν μετέφερα ποτέ μου στον Ταχτσή κανένα από τα δικά του δεικτικά σχόλια. «Μα είναι συγγραφέας αυτός, είναι λογοτέχνης και να μην έχει ένα λεξικό της προκοπής στη βιβλιοθήκη του; Πριν από λίγο μου τηλεφώνησε πάλι και με ρωτούσε για την ορθογραφία και την ετυμολογία μιας λέξης», μου έλεγε θυμωμένος. Να θυμίσω σε παρένθεση ότι, τότε, ούτε ακουστά δεν τους είχαμε τους Η/Υ. Κι εγώ για να τον πικάρω υπερθεμάτιζα: «Είναι και μάλιστα πολύ σημαντικός συγγραφέας. Μη ξεχνάς πως έχει γράψει Το τρίτο στεφάνι!» «Σιγά, τώρα, ο συγγραφέας τού ενός βιβλίου...», σχολίαζε μ’ έναν μορφασμό ειρωνείας. «Ένα βιβλίο, αλλά τι ένα!», έριχνα λάδι στη φωτιά εγώ. «Είναι καλό μέχρι τη μέση, από εκεί και μετά είναι αδύναμο», μετρίαζε κάπως την άρνησή του. Κι αλλάζαμε κουβέντα, πηγαίναμε παρακάτω...
Νεότεροι πολύ και οι δύο, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ΄50, είχαν βγει παρέα για σεργιάνι, για «περιπολία» καλύτερα, στην Ομόνοια, κι αν δεν κάνω λάθος, τότε που ακόμη υπήρχαν τα ανθοπωλεία πέριξ της πλατείας και λίγο πριν τη μεταγενέστερη διαμόρφωση με το περίφημο σιντριβάνι στο κέντρο της. Του Ιωάννου πολύ του άρεσε τότε να κρατάει ένα κομπολογάκι και να το παίζει στο χέρι του, όπως το συνήθιζαν οι λαϊκοί τύποι. Από αυτούς το είχε αντιγράψει, καθώς και τόσα άλλα στοιχεία δικά τους. Προσπαθούσε τόσο να τους μοιάσει, να γίνει κι αυτός ένας από εκείνους, να μην τον θεωρούν «γραμματιζούμενο». Έτρεφε μεγάλη συμπάθεια για κάθε τι αυθεντικό, τον κέρδιζε με μιας η γνησιότητα, η ανεπιτήδευτη ομορφιά των εργατών, με τα αδρά χαρακτηριστικά και τον αυθορμητισμό τους. Έπαιζε λοιπόν αφηρημένος το κομπολόι του και κάθε τόσο ο Ταχτσής του έκανε οργισμένος παρατήρηση: «Πάψε πια μ’ αυτό το κομπολόι, μας κάνει χαλάστρα... Δίνεις λάθος σήμα, δεν το καταλαβαίνεις; Τα χειρότερα κουσούρια των ανδρών έχεις...». Κι αναγκαστικά, συμμορφώθηκε με τα πολλά και το έκρυψε στην τσέπη του. Δεν ήταν άνθρωπος του καυγά, ούτε καν της αντιπαράθεσης, άνευ ουσίας.
Ένα απόγευμα, πάντως, που πέρασα από το σπίτι του, τον βρήκα σε έξαλλη κατάσταση. Όρθιος, άνοιγε κάθε τόσο διάπλατα τα χέρια του κι επαναλάμβανε έκπληκτος: «Δεν το πιστεύω Γιωργάκη, δεν το πιστεύω... Αυτά που είδαν εχθές τα μάτια μου είναι κάτι το απερίγραπτο. Δεν το πιστεύω! Αδύνατον να σου μεταφέρω με λόγια, όσα έζησα εχθές το βράδυ.» Εξεπλάγην, πρώτη φορά τον έβλεπα σ’ αυτή την κατάσταση. Τον ρώτησα ανήσυχος να μου πει τι είχε συμβεί. «Όλο το βράδυ ή σχεδόν, κατόπιν συμφωνίας, κλείστηκα σε μια ντουλάπα του Ταχτσή στο μπουρδελάκι που διατηρεί σ’ έναν δρόμο πίσω από την πλατεία Κουμουνδούρου. Δεν το χωράει ανθρώπου νους τι είδαν τα μάτια μου και τι άκουσαν τ’ αυτιά μου, είναι αδιανόητο! Όχι, δεν περιγράφεται.» Η περιέργεια μ’ έκανε να του ζητήσω, αν ήθελε, να μου περιγράψει μερικές γαργαλιστικές λεπτομέρειες. Δυο τρία πράγματα μου είπε κι έπειτα άρχισε να επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια με πριν. «Όχι, ακόμη δεν μπορώ να το πιστέψω.» Κατάλαβα τι είχε συμβεί, μα, και πάλι, δεν δικαιολογούσα την κατάπληξη του φίλου μου και, μάλιστα, τόσες ώρες μετά. Λίγο πολύ, όλοι γνωρίζαμε τη διπλή ζωή του Ταχτσή, χρόνια πριν. Όσο κι αν ήταν κάτι ακραίο, το είχαμε κάπως συνηθίσει, είχαμε εξοικειωθεί με το θέμα. «Είναι απίστευτη προσωπικότητα, πίστεψέ με. Πρέπει να γράψω ένα βιβλίο γι’ αυτόν! Στ’ ορκίζομαι, θα το κάνω, μα τον Θεό.» Αυτό το τελευταίο με εντυπωσίασε περισσότερο κι από το ίδιο το περιστατικό. Έβλεπα ξεκάθαρα τώρα πως υπήρχε στην ψυχή του Ιωάννου κάτι πιο βαθύ από ένα σοκ για όλα όσα, ως εκούσιος μάρτυρας βεβαίως, παρακολούθησε το προηγούμενο βράδυ. Ένιωθε δέος, αυτή είναι η λέξη, για τον ομότεχνό του. Τα κατά καιρούς αιχμηρά του σχόλια είχαν πάει περίπατο. Τη θέση τους είχε πάρει μια πλήρης, εκ μέρους του, αποδοχή της «έντονης» προσωπικότητας του άλλου.
Κάποτε, το 1983 νομίζω, απέκτησε μια δική του γκαρσονιέρα στα Εξάρχεια. «Επιτέλους, έχω κι εγώ ένα δικό μου κεραμίδι, αν παραστεί ποτέ ανάγκη», μου έλεγε χαρούμενος. Ήταν πολύ κοντά στην οδό Δεληγιάννη που κατοικούσε, σε πέντε μόλις λεπτά, ίσως και λιγότερο, ήσουν εκεί. Είχε ανεξάρτητη είσοδο κι ένα παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο, επί της οδού Ερεσού νομίζω. Κατέβαινες τρία σκαλοπάτια, γύριζες το κλειδί στην πόρτα κι έμπαινες σ’ ένα μεγάλο φωτεινό δωμάτιο. Στη συνέχεια υπήρχε μια μικρή κουζίνα και το μπάνιο. Την είχε αγοράσει από τον φίλο του, τον ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη. Όταν με πήγε περήφανος να τη δω, είχε ήδη περάσει ένας ελαιοχρωματιστής να την φρεσκάρει. Ήθελε όμως κι ένα γερό καθάρισμα, περισσότερο η κουζίνα και το μπάνιο. Το ανέλαβα για το χατίρι του κι ήλθε κι άστραψε, έγινε σαν καινούργια. Ακολούθησε η μεταφορά των απαραίτητων αντικειμένων για να μπορεί κάποιος να μείνει εκεί. Το προόριζε για δικό του ησυχαστήριο, όπως μου είπε. Κουβαλήσαμε τα πάντα στα χέρια. Εμπρός εγώ, φορτωμένος με τα πιο βαριά πράγματα, και πίσω αυτός με τσάντες κι άλλα συμπράγκαλα. Μέχρι ένα μεγάλο ντιβάνι και στρώμα μεταφέραμε, υπήρχαν όλα διπλά και τριπλά στο κανονικό σπίτι του. Τίποτα δεν χρειάστηκε ν’ αγοράσει, μόνο κάποια είδη υγιεινής για το μπάνιο. Το σπίτι του Λαπαθιώτη, ένα μισογκρεμισμένο πλέον νεοκλασικό, λίγο πιο πάνω επί της οδού Οικονόμου, ήταν επάνω στη διαδρομή που κάναμε. Σταματούσαμε για να πάρουμε μιαν ανάσα και ο Ιωάννου, αξιοποιώντας την ευκαιρία, μου έλεγε διάφορες λεπτομέρειες για τον βίο και την πολιτεία του ποιητή. Πριν χτιστεί το σπίτι που τώρα κατοικούσε από τον πατέρα της Αρλέτας, τον Γιώργο Τσάπρα, υπήρχε μια ταβέρνα. Τα γυρίσματα της ταινίας «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, με τη Μελίνα Μερκούρη, εκεί είχαν γίνει και σ’ εκείνη την ταβέρνα πήγαινε καθημερινά ο Λαπαθιώτης να πάρει κρασί. Κάποιοι ελάχιστοι γείτονες τον θυμούνται, μου έλεγε, αλκοολικό και ρακένδυτο πλέον, την τραγική περίοδο της Κατοχής. Είχε ξεπέσει πολύ από τις διάφορες καταχρήσεις και τη μποέμικη ζωή που έκαμνε. Τίποτα δεν θύμιζε επάνω του την παλιά αίγλη των καλών ημερών. Κι άλλα πολλά μου έλεγε, τον συμπαθούσε ολοφάνερα τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
Όταν ολοκληρώθηκε η τακτοποίηση, με χαρά διαπιστώσαμε πως οι κόποι μας είχαν πιάσει τόπο, η αδιάφορη γκαρσονιέρα είχε μετατραπεί σε μια φιλόξενη και ζεστή «φωλιά». Πλην όμως, ο ίδιος δεν τη χάρηκε καθόλου. Σύντομα ήλθε, έχοντας τελειώσει τις σπουδές του στα Γιάννενα και τη θητεία του στο στρατό, ο φίλος του και σπουδαίος φιλόλογος Κώστας Κουτσόγλου, ο μετέπειτα συγγραφέας Κώστας Καφαντάρης, κι εγκαταστάθηκε. Τον αγαπούσε πολύ, πίστευε στην αξία του και είχε μεγάλα όνειρα γι’ αυτόν. Τον εκτιμούσε, ήθελε να τον βοηθήσει με κάθε τρόπο. Έτσι, χωρίς κανέναν απολύτως δισταγμό, του πρότεινε να φιλοξενηθεί στο δικό του, ιδανικό για την περίσταση, κατάλυμα. Σίγουρα ήταν σημαντική μια τέτοια βοήθεια για τον Κώστα. Ιδέα του Ιωάννου ήταν, επίσης, η αλλαγή του «δύσκολου» επιθέτου που είχε ο νεαρός Κουτσόγλου, ήθελε να μετονομαστεί σε κάτι πιο εύηχο και ταιριαστό για έναν μέλλοντα λογοτέχνη. Και καθόλου τυχαία, πιστεύω, επέλεξε ως καταλληλότερο και του πρότεινε να υιοθετήσει το Καφαντάρης, όνομα με βάρος και φορτωμένο μνήμες. Με την απώλεια του Ιωάννου το 1985, τη γκαρσονιέρα κληρονόμησε η ανιψιά του Νάνσυ, κόρη του μικρότερου αδελφού του Χριστόδουλου ή Λάκη, όπως συνηθέστερα τον αποκαλούν. Τέλος, το 1992 πουλήθηκε σε τρίτους.