Χάρτης 41 - ΜΑΪΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-41/dokimio/sighkritologhika-symmeikta
Zacharias I. Siaflekis: La relation comparative. Interférences et transitions dans la modernité littéraire. εκδ. L’ Harmattan, Παρίσι 2004
——————
Το πόνημα που προτίθεμαι να σχολιάσω εδώ, εάν μεν δεν είναι το «κύκνειον άσμα» του Ζαχαρία Σιαφλέκη (1953-2017), υπήρξε πάντως το τελευταίο που ο αδικοχαμένος συγκριτολόγος εξεπόνησε στα γαλλικά –γλώσσα της παιδείας του, την οποία γνώριζε εις βάθος και χειριζόταν με κομψή ακρίβεια–, και δη κυκλοφόρησε στο Παρίσι, από τον έγκυρότατο εκδοτικό οίκο L’ Harmattan.
Το βιβλίο του καθ. Σιαφλέκη περιλαμβάνει ένδεκα κείμενα (δέκα δοκίμια και έναν πρόλογο), των οποίων η θεματική ενότητα –«η συγκριτική [ή συγκριτολογική] σχέση»– αναγγέλλεται στον τίτλο και αναλύεται στην «Εισαγωγή» του συγγραφέως. Εκεί, ο Ζ. Σιαφλέκης αναπτύσσει έναν «λόγο συγκρίσεως» (raison de comparaison) με στόχο την νομιμοποίηση της «ανανεωμένης μέσα από διάφορους πολιτισμούς, ετερότητας» (alterité· σ. 7). Αυτό άλλωστε κάνει την διαφορά ανάμεσα στην «συγκριτολογική πρακτική των αρχών της τρίτης χιλιετίας» (αυτόθι) και στην (ούτως ειπείν) «κλασική», γαλλικής κυρίως σχολής: Lanson, Brunetière, Baldensperger, van Tieghem… – η οποία εστιάζει στις επιδράσεις (είτε αυτές ασκούνται είτε εισπράττονται).
1Η ανωτέρω διαφορά εκφράζεται σαφέστερα με χρονικούς όρους: η μεν επίδραση είναι ένα φιλολογικό γεγονός το οποίο κλιμακώνεται ανά τον ιστορικό χρόνο· η δε ετερότητα –αλλά και οι επί μέρους πραγματώσεις αυτής, από την αντιπαραβολή έως τον παραλληλισμό– είναι μια δομή, η οποία ενοποιεί στιγμιότυπα ανήκοντα σε διαφορετικές φάσεις της χρονολογικής αλληλουχίας, καθιστώντας τα σχεδόν ταυτόχρονα στους κόλπους της μακράς διαρκείας. Με την σειρά της, αυτή η ορολογία (που ανήκει στον Fernand Braudel) «μεταφράζει» τις δύο σημασιολογικές πτυχές της διαχρονικότητας: συνθήκης εκ των ουκ ων άνευ για την ύπαρξη της συγκριτικής γραμματολογίας. Η πρώτη σημασία, που έχουν υιοθετήσει οι περισσότερες, ευρωπαϊκές και μη, γλώσσες, στον απόηχο της επιστημολογίας του F. de Saussure, δηλώνει την (μετ)αλλαγή και την εξέλιξη (ακόμη και κατά την, αμφιβόλου εγκυρότητας, αιτιοκρατία του post hoc ergo propter hoc). Η άλλη, ενεργός κυρίως στα ελληνικά, αναφέρεται σε έναν «κοινό παρονομαστή» διαφόρων φαινομένων, επιρρεπή στην διά του χρόνου μεταβίβαση, αλλά ανθεκτικό στην φθορά του χρόνου.[1]
Υπό αυτήν την έννοια εκλαμβάνει ο Σιαφλέκης την διαχρονικότητα. Συγκεκριμένα, «διαχρονικός» είναι ένας (ούτως ειπείν) χρονικός χώρος ή χωρικός χρόνος, όπου, ανάμεσα σε πάγια και σταθερά σημεία αναφοράς (συμβολικής, δομικής κ.λπ. φύσεως), διαδραματίζονται «παρεμβολές» (interférences) και «μεταβολές» ή «μεταβάσεις» (transitions), όχι όμως stricto sensu εξελίξεις. Ή, για να θυμηθούμε τον Octavio Paz, όχι «επιδράσεις» (influencias) αλλά «συγκλίσεις» (confluencias). Βεβαίως, έχοντας κατά νουν ότι, στην επικράτεια της μακράς διαρκείας, οι πασης φύσεως αλλαγές συντελούνται με βραδύτατους ρυθμούς.
Για να πάρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, στο δοκίμιο « Transparences méditerranéennes… » (σελ. 19-37) –κομμάτι λίαν αντιπροσωπευτικό για το είδος συγκριτολογικού εγχειρήματος το οποίο ασκεί ο συγγραφέας–ένα τέτοιο σημείο αναφοράς είναι η «αναπαράσταση του τόπου», της ‘νησότητας’ (insularité), με τις δικές της, συμβολικής φύσεως, «αρμονικές», που η «παρεμβολή» ή, αν προτιμάμε, η σύνθεσή τους δημιουργεί έναν «ποιητικό χώρο»: την ‘μεσογειακότητα’ (méditerranéité). Η ταυτοποιός αυτή δομή υπάγεται παράλληλα και σε μια διαδικασία μεταβολής / μετάβασης με προορισμό την ετερότητα: από το μοναδικό αντικείμενο (την Μεσόγειο) στο πολλαπλό υποκείμενο (Ungaretti, Allen Tate, Ελυτη, Γκάτσο, Lorand Gaspar, Lawrence Durrel…), από την αναπαράσταση στην παράσταση, από την διαφάνεια του τόπου στην αδιαφάνεια του εγώ, κοντολογίς από την «μεταβατικότητα» (transitivité) στο «αυτοπαθές» (reflexivité). Οι πόλοι μεταξύ των οποίων εκτυλίσσεται η μεταβολή, κυρίως οι δύο τελευταίοι, είναι βασικές λειτουργίες της Γλώσσας, των οποίων η «διαχρονικότητα» εγγυάται την μακρά διάρκεια μιας μεσογειακής γραφής.[2]
Στην μακρά επίσης διάρκεια εντάσσει ο συγγραφέας το συγκριτολογικό εγχείρημά του, στο πόνημα «Réflexivité et comparaisons de la modernité poétique...» (σελ. 73-90). Εδώ παρακολουθεί το πώς, στον Pessoa, τον Supervielle και τον Εμπειρίκο, ποιητές πολύ ευαίσθητοι στον μαγνητισμό του θαλασσινού ορίζοντα, η εικόνα ενός υπερωκεανίου εν πλω «κυριαρχεί στους μηχανισμούς μεταβολής του λυρικού εγώ, στην μετάβασή του προς το αντικείμενο του ποιήματος, και αντιστρόφως» (σελ. 78). Ο πλους είναι λοιπόν η «αντικειμενική συστοιχία» (δηλαδή το objective correlative του T. S. Eliot σε απόδοση Σεφέρη) που κινητοποιεί και στους τρεις αυτούς ποιητές διεργασίες «αναζήτησης της ταυτότητας» (quête identitaire· σελ. 84), οι οποίες καταλήγουν σε μίαν «εσώτερη εξοτοπία» (exotopie intérieure· σελ. 85 και ακ.) Και τώρα, όπως και προηγουμένως, ο Σιαφλέκης εντοπίζει το εν λόγω δομικό και «διαχρονικό» (με την ελληνική σημασία της λέξεως) ορόσημο στην διάσταση της Γλώσσας: «το ποίημα (…) καθίσταται συγχρόνως μήνυμα, αντικείμενο και υποκείμενο της δικής του γλωσσικής έκφρασης» (σελ. 88).
2Τα δύο δείγματα που εξέτασα προηγουμένως μας έχουν δώσει, ελπίζω, μίαν ιδέα αρκούντως σαφή του modus operandi του Σιαφλέκη στις συγκριτολογικές αναλύσεις και ερμηνείες του. Έχοντας λοιπόν αναδείξει, όπως επίσης ελπίζω, ποια είναι τα επιστημολογικά και μεθοδολογικά συστατικά του εγχειρήματός του, θα ήθελα τώρα να εξετάσω εν συντομία την ηθική (ούτως ειπείν) διάσταση του ιδίου αυτού εγχειρήματος, ιδωμένη από δύο σκοπιές.
Η πρώτη είναι ο «ερωτικός λόγος» (le discours amoureux): φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο συγγραφέας αγαπά το αντικείμενό του και, ως εκ τούτου, προσδίδει στην Λογοτεχνία – και έτι περαιτέρω στην Weltliteratur (την παγκόσμια λογοτεχνία), όπως την είχε οραματισθεί ο Goethe – κεντρική θέση ανάμεσα στις «διαχρονικές» αξίες του πνεύματος. Σε μίαν εποχή όπου η «σχολή της μνησικακίας» (the school of resentment, όπως θα την έλεγε ο Harold Bloom) προσπαθεί απεγνωσμένα να την εκτοπίσει απ’ αυτήν την θέση που δικαιωματικά της ανήκει, να την περιθωριοποιήσει και να την περιορίσει σε έναν δευτερεύοντα ρόλο στα πλαίσια των (δήθεν) «πολιτισμικών σπουδών», βιβλία όπως το ανά χείρας κομίζουν ενθαρρυντικά μηνύματα. Μας βοηθούν να δούμε ότι, εις πείσμα του μεταμοντέρνου οδοστρωτήρα, ο, τόσο συκοφαντημένος και πανταχού βαλλόμενος, «δυτικός κανόνας» καλά κρατάει ακόμη και ότι, ευτυχώς, η άβυσσος που χωρίζει την «υψηλή» ή «ουσιαστική» παιδεία[3] από την σημερινή, ανούσια «παιδεία» του soft & light δεν έχει ακόμη κλείσει.
Η δεύτερη «ηθική» πτυχή του βιβλίου έχει να κάνει με την στάση του συγγραφέως απέναντι στο κοινό του, όπως αυτή συνάγεται από το είδος και την ποιότητα της γραφής. Στον αναγνώστη, λοιπόν, ο Σιαφλέκης απευθύνει έναν ακαδημαϊκό, με την καλύτερη σημασία της λέξεως, λόγο: απαιτητικό, σύνθετο, ποτέ όμως αναίτια περίπλοκο και σκοτεινό· απεναντίας, έναν λόγο ο οποίος καλλιεργεί με συνέπεια την σαφήνεια. Ο José Ortega y Gasset, Ισπανός μεν, αλλά ο οποίος τιμούσε υπεράνω όλων αυτή την τόσο γαλλική αρετή, μας δίδει τον αρτιότερον ορισμό της: La claridad es la cortesía del filósofo («Η σαφήνεια είναι η ευγένεια του φιλοσόφου»).
Ο Ζαχαρίας Σιαφλέκης την είχε σε ύψιστο βαθμό.