Χάρτης 41 - ΜΑΪΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-41/biblia/ta-paikhnidia-tis-mnimis-ston-aghwna-tis-metafrasis
Τιτίκα Δημητρούλια, Μετάφραση και Μνήμη. Η μετάφραση ως μνήμη και η μνήμη στη μετάφραση, Εκδόσεις Γκοβόστη 2021
——————
Με μότο τον ορφικό επικλητικό ύμνο στη Μνημοσύνη, την «άνασσα ομόκλινη του Διός», που «αυξάνει τον πανίσχυρο στέρεο λογισμό των θνητών», «που τα πάντα υπενθυμίζει, εκείνα που πάντοτε ο καθένας μπορεί ν’ αποθηκεύει μέσα του, αυτή που δεν παρεκτρέπεται, τις φρένες που αφυπνίζει όλων», το νέο βιβλίο της Τιτίκας Δημητρούλια, κριτικού λογοτεχνίας, μεταφράστριας και καθηγήτριας θεωρίας και πράξης της μετάφρασης στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «αφυπνίζει» και «αυξάνει» το ίδιο τον στέρεο λογισμό τόσο των πρακτικών και των μελετητών της μετάφρασης όσο και των καρπωτών του μεταφραστικού έργου και, πέραν αυτών, πολλών άλλων προσκείμενων, από τη θέση του παραγωγού ή του αποδέκτη, σε διαφορετικές επιστημονικές περιοχές των ανθρωπιστικών –και όχι μόνο– σπουδών. Περιοχές που εμπλέκονται πλέον αξεδιάλυτα στο σύγχρονο διαπολυπολιτισμικό και διαπολυγλωσσικό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον των συνεχών αναθεωρήσεων και ανασημασιοδοτήσεων, είτε ανταλλάσσοντας απλώς και κατά περίπτωση έννοιες και εργαλεία μεταξύ τους είτε αφομοιώνοντας ριζικά (προ)οπτικές η μία της άλλης. Με θεμελιακή προϋπόθεση τη θεωρητική και μεθοδολογική διεπιστημονική συνέργεια των Μεταφραστικών Σπουδών (Translation Studies/Traductology) με τις Σπουδές Μνήμης (Memory Studies), δύο πολυεπιστημονικών αυτών καθαυτά πεδίων σε ραγδαία ανάπτυξη από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα και μέχρι σήμερα, το βιβλίο διερευνά –και τροφοδοτεί από τη μεριά του– τη δυνατότητα της υπερδιεπιστημονικής συσχέτισης μεταξύ των δύο πεδίων, τη δυνατότητα δηλαδή οι δύο περιοχές να μετατοπίσουν αμοιβαία τα όριά τους προς επίσης αμοιβαίο όφελος, με όποιες μεθοδολογικές ενοποιητικές απαιτήσεις αυτή η μετατόπιση συνεπάγεται.
Αν και οι περισσότερες μελέτες στο πεδίο των Μεταφραστικών Σπουδών είναι προσανατολισμένες είτε –κατά βάση έως κατ’ αποκλειστικότητα– κειμενοκεντρικά (γλωσσικά, υφολογικά, μετρικά) είτε –κατά βάση έως κατ’ αποκλειστικότητα– εξωκειμενικά (ιστορικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά, βιογραφικά), το βιβλίο της Δημητρούλια συγκεράζει με κριτική ευστοχία και πρισματική αντιληπτικότητατην κειμενική και την εξωκεικειμενική προοπτική, αφ’ ενός φωτίζοντας τα επιμέρους θεματικά αντικείμενα ως πολυτροπικά φαινόμενα κοινωνικού, πολιτικού, πολιτισμικού και διαπολιτισμικού χαρακτήρα και αφ’ ετέρου αναδεικνύοντας τη συμβολή των εννοιολογικών και μεθοδολογικών εργαλείων των Σπουδών Μνήμης στην κατανόηση τόσο της σύνθετης μεταφραστικής διαδικασίας όσο και της απαιτητικής μεταφρασεολογικής αποτίμησής της. Τα μεταφραστικά παραδείγματα αντλούνται κυρίως από τον ελληνικό, έντυπο και ηλεκτρονικό, χώρο, αλλά θεωρούνται σε συνεχή αντιστοιχία με φαινόμενα της διεθνούς πρακτικής. Οι βιβλιογραφικές πηγές χαρτογραφούν τον παγκόσμιο χάρτη των Σπουδών Μετάφρασης και των Σπουδών Μνήμης, με τις καίριες αναδιατάξεις που γνωρίζουν αμφότερες εντός των πλαισίων τους από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, και ταυτόχρονα εμπλουτίζονται με τα νέα δεδομένα που κομίζουν οι ψηφιακές εφαρμογές στον χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών. Ο ευρύς χώρος που αφιερώνεται ακριβώς στην ψηφιακότητα και στις δραστικές αλλαγές που αυτή (έχει) επιφέρει στους τρόπους διαχείρισης της γραφής, της λογοτεχνίας και κατ’ επέκταση της μετάφρασης είναι μια πρόσθετη συμβολή του βιβλίου στον διεθνή κομβικό σύγχρονο προβληματισμό των Σπουδών Μετάφρασης και των Σπουδών Μνήμης σχετικά με τη σημασία των νέων μέσων και της «τεχνητής» μνήμης για την εξωτερίκευση της ατομικής και την εσωτερίκευση της συλλογικής «φυσικής» μνήμης.
Δηλώνοντας την πλήρη αδυναμία μας να εξαντλήσουμε εδώ τα περιεχόμενα και τις θεματικές που τροφοδοτούν το γενναιόδωρο αυτό βιβλίο, αρκούμαστε στη συνοπτική περιδιάβασή του και στην παραμονή σε ορισμένα μόνο ορόσημά του. Το πρώτο κεφάλαιο εξετάζει τη συγκρότηση του πεδίου των Σπουδών Μνήμης, αρχίζοντας με τη διερεύνηση της μνήμης στην ελληνική αρχαιότητα (βλ. ενδεικτικά τη μεταφορά του κεριού στον Θεαίτητο του Πλάτωνα και στο Περί μνήμης και αναμνήσεως του Αριστοτέλη ή την καταδίκη της γραφής ως ολέθριας για τη μνήμη στον πλατωνικό Φαίδρο), περνώντας από τη μεσαιωνική μνημοτεχνική (βλ. ενδεικτικά την κυρίαρχη στον Μεσαίωνα εικόνα της μνήμης ως στομαχιού) και φτάνοντας στην «έκρηξη» της μνήμης και της σπουδής της ως αντίδοτο στη βαθιά κρίση ταυτότητας που συγκλονίζει τον δυτικό κόσμο στο κατώφλι του 20ού αιώνα, κατά τη μετάβαση σε μια νέα εποχή, όπου η καλπάζουσα εκβιομηχάνιση, ο ταχύτατος καπιταλιστικός μετασχηματισμός και ο νεωτερικός αστισμός-εθνικισμός συναντούν την ανάπτυξη της κοινωνιολογίας, της ιστορίας, της ψυχολογίας στον αστερισμό του θετικισμού και της ψυχανάλυσης. Από το «πρώτο κύμα» των μνημονικών σπουδών στις αρχές του 20ού αιώνα η χαρτογράφηση των σημαντικότερων σταθμών και προσώπων περνά –έπειτα από ένα μεγάλο «κενό μνήμης» μετά την τραγωδία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την αναζήτηση της ζωτικής λήθης– στο «δεύτερο κύμα στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα –που συνδέεται άμεσα με την ανάκληση του τραύματος και της καταστροφής ως μεταμνήμης– για να καταλήξει στο «τρίτο» κύμα, όπως αυτό αναδιαμορφώνεται πολύ δυναμικά κατά την τελευταία δεκαετία, μέσα από πολλαπλές συνέργειες με άλλα διεπιστημονικά επίσης πεδία, όπως η μεταφρασεολογία εν προκειμένω. Σε μια πυκνή παλινδρομική κίνηση από το παρελθόν στο παρόν και αντίστροφα, το κεφάλαιο συνεχίζει με την επίσκεψη εννοιών και εννοιολογικών διπτύχων από τις Σπουδές Μνήμης, δυνητικά πρόσφορων για τη μελέτη της μετάφρασης και την ενσωμάτωσή της σε ευρύτερες διαπολιτισμικές πρακτικές: μνήμη και ανάμνηση, μνήμη-συνήθεια και μνήμη-ενθύμηση, μνήμη ως αφήγηση και αφηγηματικότητα της μνήμης, ατομική και συλλογική μνήμη, επικοινωνιακή και πολιτισμική μνήμη –ορισμένα ενδεικτικά θεωρητικά παραδείγματα που μπορούν να διασυνδέσουν τη μνήμη με τη μετάφραση μέσα στο επικαθοριστικό και για τις δύο περιοχές τρισδιάστατο πλαίσιο του (κοινωνικού, υλικού, νοητικού) πολιτισμού.
Το δεύτερο κεφάλαιο πραγματεύεται τη λειτουργία της μνήμης (και της λήθης) του μεταφραστή όχι τόσο ως μια πολυεπίπεδη και διαφοροποιημένη γνωσιακή διαδικασία (αισθητηριακή, βραχύχρονη, εργαζόμενη, επεισοδιακή, αυτοβιογραφική, σημασιολογική, διαδικαστική, μακρόχρονη κ.ά.) όσο κυρίως σε σχέση με το μπουρντιεϊκό habitus του μεταφράζοντος, αυτή τη σωματική και μνημονική έξη που διαμορφώνεται ασυνείδητα –και ως εκ τούτου άδηλα, ανεξέλεγκτα και ίσως μη-αναστρέψιμα– μέσα στα πλαίσια της οικογένειας, της κοινωνικής τάξης, του σχολείου, του επαγγέλματος, των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, του ίδιου του κράτους και της ορισμένης γεωπολιτικής και πολιτιστικής του θέσης στον παγκόσμιο χάρτη. Εστιάζοντας ειδικότερα στην αυτοβιογραφική μνήμη, που συνδέεται με την αντίληψη του εαυτού και της ταυτότητας και οδηγεί σε επιλογές συγκεκριμένων μεταφραστικών στρατηγικών, η Δημητρούλια εξετάζει το «ιστορικό» παράδειγμα της συνεργασίας του Γιάννη Ρίτσου με τον Άρη Αλεξάνδρου στη μετάφραση ποιημάτων του Μαγιακόφσκι, παράδειγμα όχι μόνο συλλογικής μετάφρασης αλλά και έμμεσης (ο Ρίτσος δεν μεταφράζει μόνο διαμέσου τρίτης γλώσσας, της γαλλικής, αλλά και από την κατά λέξη μετάφραση ενός νεαρού ποιητή με μητρική γλώσσα τα ρωσικά) και μετάφρασης-αναφοράς (αφού ο Ρίτσος συμβουλεύτηκε και μεταφράσεις του Μαγιακόφσκι σε άλλες γλώσσες). Από την ανάλυση αυτής της εξόχως δημιουργικής αλληλοπεριχώρησης της μετάφρασης εν τη μνήμη και της μνήμης εν τη μεταφράσει (όπου η παλίμψηστη μετάφραση του Ρίτσου συναιρεί τη μετάφραση, τις αφηγήσεις και τις παρατηρήσεις του Αλεξάνδρου, τις μνήμες από τις άλλες μεταφράσεις του Μαγικόφσκι και, φυσικά, τη δική του σωματική και αυτοβιογραφική, διαμορφωμένη από το δικό του κοινωνικό και λογοτεχνικό habitus, μνήμη), η συγγραφέας θα μας μεταφέρει στο τέλος αυτού του κεφαλαίου από την τέχνη της μετάφρασης στη διδακτική της μετάφρασης και από το ποιητικό παράδειγμα των Ρίτσου-Αλεξάνδρου-Μαγιακόφσκι στο ακαδημαϊκό παράδειγμα της μετάφρασης στα γαλλικά ενός αποσπάσματος από την Αρχαία σκουριά της Μάρως Δούκα, στο πλαίσιο ενός προπτυχιακού μαθήματος μετάφρασης: Παράδειγμα αποκαλυπτικό για τον τρόπο και τον βαθμό στον οποίο η έλλειψη ιστορικής και συλλογικής μνήμης ως συστατική του habitus των συγκεκριμένων εκπαιδευομένων μεταφραστών παραποιεί τα γλωσσικά και νοηματικά δεδομένα σε επίπεδο μεταφραστικής ανακατασκευής και αφήγησης και γενικότερα καθορίζει τις μεταφραστικές πρακτικές.
Το τρίτο κεφάλαιο εξετάζει αυτό καθαυτό το μετάφρασμα ως μνήμη (και λήθη) του κειμένου, με αναφορά στην (ενδο-μεταφραστική και εξω-μεταφραστική) διακειμενικότητα· στη διαφορά μετάφρασης και μεταγραφής· στην αναμετάφραση ως πολύτροπη πράξη μνήμης και αέναη δυνάμει επαναπραγμάτωση του κειμένου· στην έμμεση ή διαμεσολαβημένη (ή από τρίτη γλώσσα) μετάφραση· στη διασημειωτική μετάφραση ή αναμεσοποίηση ως επιβίωση-αναβίωση ενός κειμένου σε άλλη μορφή ή ως διαρκής μεταγραφή ενός μνημονικού υλικού σε διαφορετικά μέσα. Εστιάζοντας από κοινού στην έμμεση μετάφραση και την αναμετάφραση, με στόχο να αναδειχθεί η πολύπλοκη λειτουργία της μνήμης στην παραγωγή και τη λειτουργία τους, η Δημητρούλια επισκέπτεται με συγκριτολογική φροντίδα τη μετάφραση αυτή τη φορά του Προλόγου του ποιήματος του Μαγιακόφσκι «Σύγνεφο με παντελόνια» (1915) από τον Γιάννη Ρίτσο και τον Άρη Αλεξάνδρου (1947 και 1964), τον Πέτρο Ανταίο (ψευδώνυμο του Σταύρου Γιαννακόπουλου) και τον Δημήτρη Τριανταφυλλίδη (1982 και 2008, και οι δύο αναμεταφράσεις από τα ρωσικά). Στο ερώτημα «αν και κατά πόσο μπορεί να παραχθεί ένα σπουδαίο μιμητικό κείμενο διαμεσολαβημένα, με πολλαπλασιασμένα τα μνημονικά επίπεδα προσέγγισης και αναδημιουργίας του», τα συμπεράσματα από την αντιβολή των μεταφραστικών παραδειγμάτων είναι πολύ ενδιαφέροντα και κατ’ αναλογίαν θα μπορούσαν να βοηθήσουν τη μακρόχρονη συζήτηση στα καθ’ ημάς σχετικά με την ενδογλωσσική μετάφραση και την αρχαιογλωσσία ως απαραίτητη ή όχι συνθήκη του μεταφραστή.
Με βάση το ίδιο παράδειγμα της μετάφρασης του Μαγιακόφσκι η Δημητρούλια φωτίζει στη συνέχεια τη διαδικασία της αναμεσοποίησης ως συλλογικής αναδιαμόρφωσης της μνήμης προσαρμοσμένης σε παροντικές στοχεύσεις εξετάζοντας ενδεικτικά ορισμένες διακειμενικές και διασημειωτικές μονολογικές παραστάσεις που βασίστηκαν στο Σύννεφο με παντελόνια ή συνομίλησαν μαζί του κατά την τελευταία δεκαετία, με ή χωρίς αναφορές στον Γιάννη Ρίτσο, αλλά απαράλλαχτα διά της μετάφρασης: Ιδού εγώ. Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι – Το Σύννεφο με τα παντελόνια σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά το 2010 στην Αθήνα, Σύννεφο με παντελόνια σε σκηνοθεσία Άριας Αμηλίτου το 2015 στη Θεσσαλονίκη και Σύννεφο με παντελόνια σε σκηνοθεσία Χρήστου Θάνου το 2018 στην Αθήνα. Τη σκυτάλη παίρνει ένα παράδειγμα δημιουργικής, αλλιώς λειτουργικής, αλλιώς πολιτισμικά και διαπολιτισμικά ενεργούς μνήμης, που διακονείται από και προϋποθέτει τη μεταφραστική διαδικασία: το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Η Δημητρούλια μελετά την πρώτη ελληνική μετάφραση του Μανιφέστου από τον σημαντικό συγγραφέα και μεταφραστή Κωνσταντίνο Χατζόπουλο (1908-1913), τις περικειμενικές δεσμεύσεις αυτής της μετάφρασης, τις εσκεμμένες –ενεργές ή παθητικές– παραλείψεις της, τις επιλογές της στην απόδοση των όρων και μάλιστα του «κομμουνισμού» (ως «κοινωνισμού») και γενικότερα τις σημαίνουσες μνημονικές παρεμβάσεις της απέναντι στους αναγνώστες-αποδέκτες του εισαγόμενου διά της μετάφρασης εμβληματικού αυτού κειμένου. Καταγράφοντας αλλά και προσπερνώντας τις μετέπειτα αναμεταφράσεις του Μανιφέστου, η Δημητρούλια εστιάζει εν τέλει στις αυξανόμενες διασημειωτικές μεταφράσεις του Μανιφέστου σε κόμικς, στην Ελλάδα και διεθνώς, αναδεικνύοντας και μέσω αυτής της οδού τη σημασία της αναμεσοποίησης και της πολυσημειωτικότητας στον τρόπο ανάκλησης, ανακατασκευής και διακίνησης της πολιτισμικής μνήμης.
Το τέταρτο κεφάλαιο, έπειτα από μια ευσύνοπτη διαδρομή στο ιστορικό των «μεταφραστικών τεχνολογιών» ή «τεχνικών μνήμης» (λατινικές ρητορικές πηγές, μεσαιωνικές πηγές κ.ά.), αφιερώνεται στις μνημονικές ηλεκτρονικές εφαρμογές που, δοκιμασμένες αρχικά στη γλωσσική τεχνολογία, πέρασαν για να μείνουν και να αναπτυχθούν στη μεταφραστική τεχνολογία: δίγλωσσες και πολύγλωσσες κειμενικές και/ή ορολογικές βάσεις μεταφραστικών δεδομένων, εμπορικές και ελεύθερες εφαρμογές λογισμικού, που αποθηκεύονται στον προσωπικό υπολογιστή, στον εξυπηρετητή του εσωτερικού δικτύου ή στο υπολογιστικό νέφος, πηγές όλες που επεκτείνουν τη μνήμη του μεταφραστή και λειτουργούν ως εξωτερική μνήμη του, η οποία με τη σειρά της εσωτερικεύεται στην ατομική του μνήμη για να επανεσωτερικευθεί ακολούθως και πάλι διά της μετάφρασης στην πολιτισμική μνήμη. Τα πρακτικά και θεωρητικά, φιλοσοφικά και τεχνικά ερωτήματα που δημιουργεί η νέα κατάσταση μεταφραστικών πραγμάτων και υπολογιστικών εφαρμογών είναι πολλά (σχέση μεταξύ υπολογιστικής και ανθρώπινης μνήμης, σχέση μεταξύ ατομικής και συλλογικής μνήμης, αλλαγή της λειτουργίας της ανθρώπινης μνήμης μέσω της χρήσης της υπολογιστικής μνήμης, όρια χρήσης της μεταφραστικής τεχνολογίας, τρόπος διαχείρισης των μεταφραστικών λαθών, διασφάλιση της ποιότητας της τελικής μετάφρασης, μετασχηματισμός της μεταφραστικής διαδικασίας και του επαγγέλματος του μεταφραστή, το ζήτημα της αυτόματης μετάφρασης, η ευθραυστότητα των ψηφιακών δεδομένων), αλλά το βιβλίο ακονίζει την αντιληπτική μας ετοιμότητα απέναντί τους (και ευρύτερα απέναντι στο Διαδίκτυο ως μέσο διαμόρφωσης πολιτισμικής μνήμης) τόσο με τις βιβλιογραφικές αναφορές του όσο και με τα πολλά παραδείγματά του από τον χώρο των μεταφραστικών εφαρμογών και ερευνητικών πρακτικών μέσω της υπολογιστικής τεχνολογίας.
Τέλος το πέμπτο κεφάλαιο εξετάζει τη μετάφραση ως πολύμορφο και πολύπλοκο «τόπο μνήμης» με βάση την έννοια του (γραπτού, ψυχικού, σωματικού) «ίχνους» της μεταφραστικής διαδικασίας στο πλαίσιο του ευρύτερου γλωσσικού, λογοτεχνικού, πολιτισμικού, κοινωνικοπολιτικού (πολύ)συστήματος και ως εκ τούτου διερευνά την ιστορική και αρχειακή διάστασή της. Η εννοιοποίηση του ίχνους (από τους Paul Ricoeur, Carlo Ginzburg, Jacques Derrida, κ.ά.) παραχωρεί τη θέση της στην προβολή (της ανάγκης αξιοποίησης) των κειμενικών και εξωκειμενικών ιχνών της λογοτεχνικής μετάφρασης, στην προοπτική μιας ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνικής μετάφρασης, της οποίας το προτεινόμενο μοντέλο αποτελεί ακόμη μία προοπτική που ανοίγει το συγκεκριμένο βιβλίο: «μιας ιστορίας που δεν θα είναι απλώς χρονολογική καταγραφή γεγονότων· ή απλή καταγραφή μεταφράσεων· ή απλή συμπαράθεση μαρτυριών-ιχνών και ενθυμήσεων, θα λέγαμε· ή καταγραφή ανεκδοτολογικών αφηγήσεων· ή συλλογή βιογραφιών. Αλλά θα είναι μια ιστορία με συγκεκριμένη υπόθεση εργασίας, με ερμηνευτικούς όρους και σε συνάρτηση με την πνευματική, λογοτεχνική, κοινωνικοπολιτική ιστορία της εκάστοτε εποχής. Αυτή η ιστορία της νεοελληνικής μετάφρασης, που μένει ακόμη να γραφτεί, θα είναι έργο συλλογικό και πολύπτυχο, μετά βεβαιότητας διεπιστημονικό και θα επωφελείται από την περί μετάφρασης έρευνα που έχει διεξαχθεί και συνεχίζει να διεξάγεται σε ποικίλα πεδία, εντός και εκτός των Μεταφραστικών Σπουδών» (σ. 253). Ως παράδειγμα «μνημονικών ιχνών», που αναδεικνύει την καθοριστική σχέση ανάμεσα στη μνήμη και την ιστορία, αλλιώς ανάμεσα στις στρατηγικές του μεταφράζειν και τα κοινωνικά και πνευματικά συμφραζόμενα κάθε εποχής, η Δημητρούλια επιλέγει το κατά Genette «περικείμενο» των εκδομένων μεταφράσεων, δηλαδή τα περιγραφικά έως κατευθυντήρια εκείνα στοιχεία, ενίοτε λυρικά ή και πολεμικά, που πλαισιώνουν το μεταφρασμένο κείμενο εντός του βιβλίου (πρόλογος ή επίμετρο, σημειώσεις ή υποσημειώσεις, αφιερώσεις, τίτλος, μόττο, οπισθόφυλλο κ.ά.) και αναδεικνύουν, από τη μια, το μεταφραστικό υποκείμενο και τις στρατηγικές του και, από την άλλη, τις διαπολιτισμικές ρητές ή υπόρρητες συνθήκες της μεταφραστικής διαδικασίας. Εξετάζοντας ενδεικτικά τα αυτόγραφα περικειμενικά στοιχεία σε δύο εκδόσεις μεταφράσεων του 19ου αιώνα (στην πρώτη ελληνική μετάφραση του έργου του Jean-Jacques Rousseau Λόγος περί αρχής και βάσεως της ανισότητος των ανθρώπων προς αλλήλους από τον Δημήτριο Αριστομένους ή Σπυρίδωνα Ι. Βαλέτ(τ)α και στην ποιητική συλλογή του Άγγελου Βλάχου Η Ηώς, Ήτοι συλλογή ποιήσεων πρωτοτύπων και μεταπεφρασμένων, η οποία εκτός από πρωτότυπα ποιήματα, περιείχε και πολλές μεταφράσεις ποιημάτων της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας) και, κατόπιν, εξετάζοντας τον αλλόγραφο πρόλογο του Ηλία Λάγιου στην έκδοση των Τριών σωματοφυλάκων του Αλεξάνδρου Δουμά το 1998, στη μετάφραση του πάλαι αποβιώσαντος Γιώργου Κοτζιούλα (1909-1956), η συγγραφέας αναδεικνύει τη σημασία αυτού του παράπλευρου κειμενικού υλικού για την κατανόηση της ίδιας της μετάφρασης ως διαδικασίας λήψης αποφάσεων, του μεταφραστή ως λαμβάνοντος τις αποφάσεις αλλά και της διακειμενικής και διαπολιτισμικής θέσης της μετάφρασης στη λογοτεχνία μιας συγκεκριμένης περιόδου. Η συναρπαστική διερεύνηση των σύνθετων σχέσεων μεταξύ μνήμης και μετάφρασης συνεχίζει με πεδίο ερεύνης τη μετακένωση, μέσω της μετάφρασης, των ξένων (μυθιστορηματικών, ποιητικών, συγγραφικών) ονομάτων, διαδικασία η οποία αφήνει ενίοτε τόσο ισχυρά μνημονικά ίχνη ώστε αυτά να περνούν στις ακόλουθες αναμεταφράσεις του αρχικού κειμένου και να πολιτογραφούνται πλήρως και οργανικά στο εξής στην κουλτούρα υποδοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ, η μετάφραση των Αθλίων του Βίκτορος Ουγκό από τον Ισιδωρίδη Σκυλίτση στα τέλη του 19ου αιώνα, «εξέχον δείγμα ποιητικής και ηθικής μετάφρασης πολιτισμικού κειμένου, που εμπλούτισε τη νεοελληνική γλώσσα και παιδεία και συνεχίζει να αποτελεί μέρος της ενεργής μνήμης του κατά Aleida Assmann κανόνα ως σήμερα» (σ. 292). Η εξέταση ακριβώς της λειτουργίας του κανόνα και του αρχείου με τη μετάφραση είναι αυτή που θα επιστεγάσει το παρόν βιβλίο, με χαρακτηριστικά εδώ παραδείγματα την ενδογλωσσική μετάφραση στη δημοτική δύο μειζόνων πολιτισμικών κειμένων, του Ευαγγελίου και της Ορέστειας, με τα γνωστά αιματηρά επεισόδια που προκάλεσαν στην Αθήνα των αρχών του 20ού αιώνα.
Όπως αναφέρεται στην Εισαγωγή σχετικά με τα πέντε παραπάνω κεφάλαια του βιβλίου: «Η καθεμία από τις θεματικές αυτές θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο χωριστού βιβλίου, αν όχι πολλών και διαφορετικών βιβλίων, αναλόγως με την οπτική γωνία του κάθε ερευνητή. Αυτό θα ήταν άλλωστε και μια ευκταία εξέλιξη για το εισαγωγικό αυτό εγχείρημα» (σ. 26). Στη δική μας ανάγνωση, το βιβλίο της Δημητρούλια, πέραν και εντός των συγκεκριμένων πέντε θεματικών, τροφοδοτεί τη σκέψη, ελκύει τη διάθεση αλλά και υποβάλλει την ανάγκη για ένα πλήθος περαιτέρω διαφορετικών, ατομικών και συλλογικών, μελετών του ελληνικού πεδίου. Το πυκνό περιεχόμενο του βιβλίου όχι απλώς διανθίζεται από αλλά διαλέγεται οργανικά με τα δικά του «παρακειμενικά» στοιχεία: φωτογραφίες από τοιχογραφίες, γκραβούρες, εικαστικές εγκαταστάσεις, εξώφυλλα και αποσπάσματα ποιητικών συλλογών, αφίσες, φωτογραφίες και προγράμματα παραστάσεων, πίνακες στοιχείων, στιγμιότυπα από βίντεο του τραγουδιού, φωτογραφίες από εφημερίδες, βινιέτες και κόμικς, στιγμιότυπα οθόνης Η/Υ, σχόλια από διαδικτυακά fora, σκίτσα. Μετά την εκτενή Βιβλιογραφία, το βιβλίο συμπληρώνεται με ένα μεθοδολογικά παραδειγματικό και βιωματικά συγκινητικό Παράρτημα, όπου τις χειρόγραφες διορθώσεις του Γιάννη Ρίτσου πάνω στην επίσης χειρόγραφες μεταφράσεις ποιημάτων του Μαγιακόφσκι από τον Άρη Αλεξάνδρου («Σύγνεφο με παντελόνια», «Παρίσι», «Μ’ όλη μου τη φωνή», «Δεν το πιστέυουμε») διαδέχονται χειρόγραφα των μεταφράσεων του Γεσένιν από τον Ρίτσο, με βάση τις κατά λέξη μεταφράσεις της Κατίνας Ζορμπαλά (Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, Αρχείο Ρίτσου) και, τέλος, μια απόδειξη πληρωμής του Γιάννη Ρίτσου από τον Κώστα Γκοβόστη για την επιμέλεια έργων του Γκόρκι, του Ντοστογιέφσκι, της Πιρλ Μπακ και του Στέφαν Τσβάιχ και μια απόδειξη πληρωμής του Άρη Αλεξάνδρου από τον Κώστα Γκοβόστη για τη μετάφραση των Αδελφών Καραμαζόφ. Από την εποχή των παραπάνω συναλλαγών μεταξύ μεταφραστή και εκδότη (μέσα 20ού αιώνα) οι μεταφραστικές πρακτικές έχουν αλλάξει άρδην. Αυτή την πορεία της αλλαγής του υποδείγματος, τουλάχιστον από τότε μέχρι σήμερα, παρακολουθεί με σοφία και σαφήνεια, με επιστημονική προσοχή και διορατική ετοιμότητα, η μεταφράστρια και μεταφρασεολόγος Δημητρούλια, φιλοξενούμενη στον ίδιο εκδοτικό οίκο, εβδομήντα περίπου χρόνια αργότερα. Ένα βιβλίο που αξίζει και μέλλει να ενσωματωθεί στην αποθηκευμένη και ενεργή, ατομική και συλλογική μνήμη των θεωρητικών και πρακτικών ή απλώς των φίλων της μετάφρασης, της λογοτεχνίας, των μέσων, της επικοινωνίας και του πολιτισμού.