Χάρτης 10 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2019
https://www.hartismag.gr/hartis-10/arxitektonikh/oeyderixos
Μαθητής ακόμα στο γυμνάσιο, είχα δει σε μια εγκυκλοπαίδεια το παράξενο πέτρινο πολυγωνικό κτήριο και μου είχαν κάνει εντύπωση δύο λεπτές, σχεδόν αέρινες τοξωτές σκάλες που περνώντας πάνω από ένα πλημμυρισμένο προαύλιο οδηγούσαν στην θύρα του δεύτερου πατώματος. Είχα επίσης προσέξει ότι τα τόξα τους είχαν οδοντωτούς αρμούς, όπως εκείνα επάνω από τις εξωτερικές κόγχες του κτηρίου για να μη ολισθαίνουν οι λίθοι. Ο σχεδιαστής είχε προσθέσει και κάποιες ανθρώπινες μορφές, τελείως ταιριαστές στη μελαγχολική ατμόσφαιρα της εικόνας με τις φωτοσκιάσεις και το περιμετρικό ξεθώριασμα. Ο θόλος δεν μου είχε φανεί άξιος λόγου, μιας και δεν καταλάβαινα ότι είναι μονολιθικός εκατοντάδων τόνων –αληθινό αίνιγμα η ανύψωσή του–, είχα όμως προσέξει τα χαρακτηριστικά εξάρματα κατά μήκος της περιμέτρου του.
Προς το τέλος των σπουδών μου ήξερα για το κτίσμα τόσα, ώστε να θέλω να το επισκεφθώ. Τούτο όντως έγινε, αλλά μόλις το 1989, την 16η Ιουνίου. Με ανάμεικτα συναισθήματα είδα ότι οι λίθινες κλίμακες, αυθαίρετα αλλά καλοσχεδιασμένα έργα του 18ου αιώνα, είχαν ήδη αφαιρεθεί και την άνοδο υπηρετούσε μια απλή τσιμεντένια σκάλα στο πίσω μέρος. Ο καιρός ήταν έξοχος, οι επισκέπτες ελάχιστοι και η διάθεσή μου για παρατήρηση μεγάλη. Μετά από δύο ώρες γνώριζα ήδη κάποιες σημαντικές αλλά άγνωστες πτυχές της κατασκευής. Ό,τι ακόμη έμενε ήταν πολλές ημέρες στη μεγαλύτερη αρχαιολογική βιβλιοθήκη της Ρώμης, η σύνταξη πλήθους σχεδίων, η κατασκευή τρισδιάστατων ομοιωμάτων, κάποιες διαλέξεις και η επιστημονική δημοσίευση των αποτελεσμάτων της νέας έρευνας.
Φέτος, τον Ιούνιο, εκατό χρόνια μετά την αφαίρεση των λίθινων κλιμάκων και τριάντα από την επίσκεψή μου, σχέδια που είχα ετοιμάσει τότε, αλλά που δεν είχαν περιληφθεί στη δημοσίευση, βρέθηκαν χάρις στην παρότρυνση του Νίκου Ζήβα δίπλα στα εκθέματα μιας έκθεσης αντικειμένων της Συλλογής Μιχελά, στη Ζήβας-Άρτ. Ο τίτλος της έκθεσης, όπως διαμορφώθηκε από τον Ζήβα, είναι λίαν αναλυτικός: «Αρχιμήδης, τροχαλίες, κοχλίες και το αίνιγμα της Ραβέννας». Όπως το ένα φέρνει το άλλο, έπρεπε να ετοιμάσω κείμενα για τον σχετικό κατάλογο. Ένα από αυτά είναι και η ιστορική εισαγωγή του τρίτου μέρους, η οποία όμως, για κάποιους λόγους, δεν τυπώθηκε ολόκληρη. Εξ αυτού ορμώμενος ο Δημήτρης Καλοκύρης, έχοντας δει καλά την έκθεση και τον κατάλογο, με παρότρυνε να δώσω το πλήρες κείμενο αυτής της εισαγωγής στον Χάρτη, μαζί με κάποιες εικόνες. Έτσι, αυτά βρίσκονται τώρα εδώ για κάθε ενδιαφερόμενο, με την εξής όμως προειδοποίηση: οι σχετικές με το θέμα εξιστορήσεις, αν και βασίζονται στις ίδιες πηγές, παρουσιάζουν αποκλίσεις, ασήμαντες ίσως για το γενικό πλαίσιο, κρίσιμες όμως για μια δίκαια αποτίμηση της διαγωγής των πρωταγωνιστών.
Ομοίως οι λεπτομέρειες των σχεδίων δεν είναι βέβαιες. Διόλου τυχαία, αυτά αν και ρεαλιστικά, δεν είχαν θέση δίπλα σε εκείνα που τελικά ετοίμασα για τη δημοσίευση.
Ο Θευδέριχος και η εποχή του
Τον Ε΄ αιώνα συμβαίνουν στην Ευρώπη περίπου ταυτόχρονα τα εξής: συνέχιση της παρακμής και διχοτόμηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πολιτική διάλυση του δυτικού τμήματος αυτής, άνευ προηγουμένου οικονομική κατάρρευση, γοργή ελάττωση πληθυσμού, δραματική συρρίκνωση ή εγκατάλειψη αστικών κέντρων, «μετακινήσεις λαών», βαρβαρικές εισβολές, εισχώρηση ασιατικών φύλων στα βόρεια του Δούναβη πεδινά, εισχώρηση και μόνιμη εγκατάσταση γερμανικών φύλων σε Βαλκανική, Ιταλία, Γαλλία, Βρετανία, Ιβηρική και Βόρεια Αφρική, συνεχής εξάπλωση του Χριστιανισμού.
Τα φαινόμενα αυτά είναι αλληλένδετα, χωρίς όμως να είναι προφανές ή πάντοτε σαφές ποια προηγούνται ως αίτια και ποια έπονται. Πάντως, ένα από αυτά, η βαθμιαία προέλαση Ούννων από την Ασία, η βραχύβια ύπαρξη δικού τους κράτους ευρύτερου της σημερινής Ουγγαρίας και οι άγριες επιδρομές τους, φαίνεται ότι ήταν ο κυριότερος λόγος της προς όλες τις κατευθύνσεις μετακίνησης των γερμανικών φύλων. Ένα από αυτά, οι Γότθοι, που είχε και σκανδιναβικές καταβολές, κινήθηκε από το μέρος της Βαλτικής προς το νότο της νυν Ουκρανίας και τη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί ακριβώς, λόγω παλαιότερων εσωτερικών διαφορών, διχάσθηκε σε δύο κλάδους, έναν δυτικό και έναν ανατολικό, που έγιναν γνωστοί ως Βησιγότθοι και Οστρογότθοι.
Ό,τι ακολούθησε ήταν πρώτα η μετακίνηση των Βησιγότθων κατά μήκος των ακτών της Μαύρης Θάλασσας, ο προσηλυτισμός τους στη χριστιανική πίστη σύμφωνα με τη διδασκαλία του Αρείου, κάποιες εγκαταστάσεις τους στα νότια του Δούναβη (376), διαδοχικές επιθέσεις προς νότον, μια καταστροφική για την Ελλάδα εκστρατεία (395) υπό τον περίφημο ηγέτης τους Αλάριχο, η ταπείνωσή τους στην Πελοπόννησο από μια ικανή αυτοκρατορική δύναμη οδηγημένη από τον χαρισματικό στρατηγό Στηλίχωνα (και αυτός με γερμανικό αίμα), η μετακίνησή τους μέσω Ιλλυρίας και Δαλματίας (397) στην Ιταλία με αποτέλεσμα την κατάληψη ενός μεγάλου μέρους της, έως το 410, η προέλασή τους στη νότια Γαλατία (418), η ίδρυση ενός βασιλείου στην Toulouse και εν τέλει η εγκατάστασή τους στην Ιβηρική (500 κ.ε.), όπου ίδρυσαν ένα βησιγοτθικό ισπανικό βασίλειο, που αφού ανάγκασε τους Βανδάλους να εγκαταλείψουν την Ιβηρική και να περιορισθούν στην Βόρεια Αφρική (428), διατηρήθηκε έως την αραβική κατάληψη (711-718). Βησιγότθοι επίσης ήταν οι πρώτοι που άρχισαν την χριστιανική ανακατάληψη (reconquista, 722 κ.ε., ίδρυση του κράτους της Aστούριας, στη βορειοδυτική γωνία της Ιβηρικής).
Από την άλλη πλευρά, οι Οστρογότθοι, παρέμεναν στα βόρεια του Δούναβη και όταν οι Βησιγότθοι κατέβαιναν στην Ελλάδα, εκείνοι προχωρούσαν προς την Παννονία (νυν βορειοδυτική Σερβία, δυτική Ουγγαρία κλπ), όπου όμως επιβίωναν με όρους υποτέλειας στους Ούννους και δεσμευτικές συμφωνίες με τον αυτοκράτορα του Aνατολικού Ρωμαϊκού Κράτους (Βυζάντιο).
Τον ίδιο καιρό στην Ιταλία συνέβαιναν πολλά. Ο στρατηγός Στηλίχων, ο πλέον άξιος φρουρός του Ρωμαϊκού κράτους έναντι των Βησιγότθων, είχε θανατωθεί στη Ραβέννα (408) από τον αγνώμονα προστατευόμενό του νεαρό αυτοκράτορα Ονώριο, που εύκολα πίστευε κόλακες και συνωμότες. Μετά από αυτό, ο Αλάριχος, ανεμπόδιστος πλέον, είχε εισβάλει στη Ρώμη και ακολούθως είχε λεηλατήσει τον ιταλικό Νότο. Παντού επικρατούσε διαφθορά και παρακμή. Μετά τον θάνατο του Ονώριου (423) η κατάσταση δεν γνώρισε καμιά βελτίωση. Ο νέος αυτοκράτορας Βαλεντινιανός III, γιός της Γκάλα Πλασίντια και ανεψιός του Ονώριου, δεν μπόρεσε να εμποδίσει την κατάληψη των επαρχιών της Βόρειας Αφρικής από τους Βανδάλους.
Το 451, οι Ούννοι, έχοντας φθάσει στο μέγιστο της στρατιωτικής τους δύναμης και λαμβάνοντας αφορμή από τις περίπλοκες διπλωματικές σχέσεις τους με τη Ρώμη (που περιείχαν ακόμη ένα υπονομευόμενο βασιλικό συνοικέσιο και μια προδοτική προσφορά από την αδελφή του Βαλεντινιανού III), προέλασαν στην Γερμανία, πέρασαν το Ρήνο και εισέβαλαν στην Γαλατία με απώτερο σκοπό την κατάληψη του βησιγοτθικού Κράτους της Toulouse. Το σχέδιο βασιζόταν τουλάχιστον στην ανοχή του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους και σε μια πιθανή υποστήριξη του Γκιζέριχου, βασιλιά των Βανδάλων της Αφρικής (428-477). Σε εκείνη την φάση οι Οστρογότθοι, εξ ανάγκης σύμμαχοι του Αττίλα, πήραν το μέρος των Βησιγότθων, όπως άλλωστε οι (επίσης Γερμανοί) Βουργούνδιοι και οι Φράνκοι, ακόμη και οι ντόπιοι Κέλτες. Έτσι, όλοι μαζί, ενωμένοι υπό τον Ρωμαίο στρατηγό Αέτιο, κατενίκησαν τους Ούννους και τους συμμάχους τους, οι οποίοι υποχώρησαν προς την Παννονία (νυν Ουγγαρία). Το επόμενο έτος οι Ούννοι προκάλεσαν ανείπωτες καταστροφές, αλλά με τις δυνάμεις τους πολύ μειωμένες εγκατέλειψαν τα φιλόδοξα σχέδια μιας τολμηρής επίθεσης κατά της Ρώμης και υποχώρησαν οριστικά προς ανατολάς, όπου ήδη ένα στράτευμα της Κωνσταντινούπολης συμπλήρωνε έτι περαιτέρω το έργο των Βησιγότθων. Το 453 ο Αττίλας απεβίωσε και αμέσως μετά το κράτος του διαλύθηκε. Τότε ακριβώς άρχισε η μεγάλη ακμή των (ήδη εκχριστιανισμένων) Οστρογότθων και η οργάνωση δικού τους κράτους στην Παννονία, υπό τον ηγεμόνα τους Theodemir. Τότε επίσης, μόλις ένα έτος μετά τον θάνατο του Αττίλα ήρθε στον κόσμο ο Θευδέριχος (γερμ. Theoderich = αρχηγός λαού), υιός του Theodemir και της Ereleuva, η οποία ως χριστιανή Καθολική έφερε το όνομα Ευσεβία. Ο μικρός Θευδέριχος πολύ σύντομα βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη ως όμηρος και εγγύηση για την τήρηση των συμφωνημένων οστρογοτθικών δεσμεύσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, απέκτησε βασιλική αγωγή και υψηλή μόρφωση.
Το 454 στη Ραβέννα, ο στρατηγός Αέτιος, νικητής των Ούννων και αποτελεσματικός υπερασπιστής του θρόνου, όπως παλαιότερα ο Στηλίχων, θανατώθηκε ως δήθεν προδότης από τον ανάξιο και προληπτικό Βαλεντινιανό, ο οποίος όμως και αυτός θανατώθηκε το επόμενο έτος στη Ρώμη από δύο εκδικητές. Ο διάδοχός του, επίσης ανάξιος, λιθοβολήθηκε από τον λαό και ό,τι ακολούθησε ήταν μια νέα δήωση της Ρώμης, από τον Γκιζέριχο και τους Βανδάλους του (455). Ως μόνη φωτεινή εξαίρεση, ο αυτοκράτορας Μαγιοριανός (457 -461) αφιέρωσε πάσα δύναμη στην αντιμετώπιση των σωρευμένων προβλημάτων, όπως πριν από έναν αιώνα είχε πράξει ο Ιουλιανός. Δυστυχώς ο άξιος Μαγιοριανός εξοντώθηκε με δόλο από τον Φλάβιο Ρικιμέριο, Γερμανό στρατηγό του με πολιτική επιρροή και κρυφά σχέδια, ο οποίος στη συνέχεια κυβέρνησε παρασκηνιακά επί δεκαετία και πλέον, ανεβάζοντας και κατεβάζοντας εφήμερους αυτοκράτορες-μαριονέτες, παρά τις αντιδράσεις των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης. Μετά τον θάνατό του (472), το προδοτικό έργο του συνεχίσθηκε από τον επίσης γερμανικής καταγωγής αυτοκρατορικό στρατηγό Οδόακρο, ο οποίος κατέλυσε οριστικά την αυτοκρατορική εξουσία της Ρώμης (476) και ανακηρύχθηκε Βασιλεύς της Ιταλίας. Τούτο προκάλεσε τη μήνη του Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη (Ζήνων, 474-475, 476-491), αλλά ο Οδόακρος συνέχισε την δράση του, αφαιρώντας από την ανατολική αυτοκρατορία σημαντικό μέρος της Βαλκανικής.
Εν τω μεταξύ, όμως, το 471, σε ηλικία 17 ετών, ο Θευδέριχος είχε καταφέρει να φύγει από την Κωνσταντινούπολη και να βρεθεί πάλι στην Παννονία, κοντά στους δικούς του. Δύο χρόνια αργότερα ο Theodemir απεβίωσε και ο νεαρός πρίγκηπας τον διαδέχθηκε ως ηγεμών των Οστρογότθων της Παννονίας. Το 484, τριακονταετής πλέον, είχε επιβάλει την εξουσία του σε όλους τους Οστρογότθους έως τη Θράκη και είχε κερδίσει τον σεβασμό της Κωνσταντινούπολης. Τότε ακριβώς ο Ζήνων του απέδωσε υψηλούς τίτλους με σημαντικότερο εκείνον του αρχιστράτηγου της Αυτοκρατορίας, τίτλο που του επέτρεπε, αλλά και του επέβαλε κατόπιν διαταγής να εισβάλει στην Ιταλία και να συγκρουσθεί με τον πανίσχυρο Οδόακρο. Το 488 ο Θευδέριχος, βασιλέας των Οστρογότθων πλέον, εισέβαλε στην Ιταλία ως αυτοκρατορικός αρχιστράτηγος και προοδευτικά, κερδίζοντας πολλές δύσκολες μάχες, κατέλαβε τις σπουδαιότερες πόλεις του Βορρά. Τελευταία πολιόρκησε σκληρά την απόρθητη Ραβέννα, έσχατο αμυντήριο του Οδόακρου. Η πόλη έπεσε τον Ιανουάριο του 493 και ο Οδόακρος κλήθηκε σε συνάντηση συνθηκολόγησης μετά την οποία ο Θευδέριχος τον θανάτωσε – ίσως κατ’ απαίτηση της Κωνσταντινούπολης.
Ό,τι ακολούθησε ήταν μια συνεχής διοικητική φροντίδα, μερική τήρηση κάποιων συμφωνιών με την Κωνσταντινούπολη, αποτροπή των επιθέσεων των Βανδάλων, προσέγγιση με τους Βησιγότθους, έλεγχος των Φράγκων, επέκταση της πολιτικής επιρροής της Ραβέννας και εν τέλει μια γοτθική αυτοκρατορία εκτεινόμενη από τον Ατλαντικό έως την νυν Ουγγαρία, με πολιτικό έλεγχο εκτεινόμενο από τη Βόρεια Αφρική έως το Παρίσι. Αντίθετα προς τους κατά καιρούς βραχείας θητείας αρχηγούς και ηγέτες, ο Θευδέριχος ήταν αδιαφιλονίκητος ηγεμόνας επί μισό σχεδόν αιώνα. Ειδικότερα κατά τις δεκαετίες από την κατάληψη της Ραβέννας (493) έως τον θάνατό του (526), ανέπτυξε μια μοναδική για την εποχή της πολιτική μεγάλων δημόσιων και καλλιτεχνικών έργων. Στις μέρες του η Ραβέννα έγινε κέντρο υψηλής αρχιτεκτονικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, ενώ πάμπολλα δημόσια έργα στην Ιταλία και αλλού συντηρήθηκαν ή συμπληρώθηκαν.
Παρά ταύτα η εποχή του Θευδέριχου δεν ευνοούσε μακρόβιες συνθήκες ησυχίας και ασφάλειας. Ως εκ τούτου το μεγάλο πολιτικό έργο του δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί ανεπηρέαστο από την παντού επικρατούσα δυναμική αστάθεια, πόσω μάλλον που ο ίδιος δεν ευτύχησε να έχει τους επιθυμητούς άρρενες απογόνους που θα διέπρεπαν σε πεδία μαχών και τραπέζια σκληρών πολιτικών διαδικασιών. Μετά τον θάνατό του, μόνος διάδοχος ήταν ο ανήλικος εγγονός του Αθαλάριχος, τον οποίο έως το 534 εκπροσωπούσε η μητέρα του Αμαλασούνθα, κόρη του Θευδέριχου. Μερικά χρόνια αργότερα (540), επί Ιουστινιανού, ο στρατηγός Βελισσάριος έθεσε υπό τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης το μεγαλύτερο μέρος του κράτους του Θευδέριχου. Ακολούθως ό άξιος Βησιγότθος Τοτίλα, ως εκλεγμένος βασιλιάς των Οστρογότθων ανακατέλαβε τα ίδια εδάφη, τα οποία όμως και πάλι (552) περιήλθαν στο Ανατολικό Κράτος, χάρις στην επέμβαση ενός μεγάλου βυζαντινού στρατού, αποτελούμενου από Γέπιδες, Έρουλους και Λομβαρδούς υπό τον στρατηγό Ναρσή. Μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού (556), οι Λομβαρδοί, ένα άλλο γερμανικό φύλο, κατέλαβαν τα εδάφη των Οστρογότθων στην Παννονία και πολύ σύντομα έγιναν κύριοι πρώτα της βόρειας και κατόπιν σχεδόν όλης της Ιταλίας (558-774). Κατ’ αυτόν τον τρόπο έληξε ανεπιστρεπτί η κυριαρχία των Οστρογότθων στην Ιταλία. Ωστόσο ο Θευδέριχος δεν ξεχάστηκε τελείως. Τα κατορθώματά του πέρασαν σε διάφορους λαϊκούς μύθους του Βορρά, στους οποίους δεν είναι άλλος από τον ένδοξο Dietrich von Bern –δηλαδή Ντίτριχ της Βερόνας–, με την γνωστή καταλυτική συμμετοχή του στα τελευταία επεισόδια του μυθικού κύκλου των Νιμπελούνγκεν, όπου εξοντώνει τον Έτσελ (=Αττίλα). Οι μύθοι αυτοί κάποτε έχασαν το παλαιό δεισιδαίμον και αφελές κοινό τους, αλλά σύντομα απέκτησαν ένα νέο: εκείνο της λαογραφίας και της φιλολογίας ή των μεγάλων μουσικών έργων του Βάγκνερ.
Όμως ακόμη εντονότερα και πάντως πολύ αμεσότερα, η ιστορική δράση του Θευδέριχου δοξάζεται έως σήμερα από τα μοναδικά χριστιανικά μνημεία της Ραβέννας. Ένα από αυτά, το πλέον παράξενο λόγω της μορφής του, και πλέον θαυμαστό, λόγω της ύλης και της δομής του, είναι το περίφημο Μαυσωλείο του οστρογότθου βασιλιά.
Kτισμένο τότε δίπλα στο κύμα, καλά ορατό από τα πλοία και τους στόλους έξω από τη Ραβέννα, δείχνει συμβολικά ότι ο ένοικός του αγνάντευε, όπως ίσως και σήμερα, πέρα από την Αδριατική προς τις δαλματικές ακτές και τις Διναρικές Άλπεις, και τον πίσω από αυτές αγαπημένο του Δούναβη και τους απέραντους κάμπους της Παννονίας όπου κάποτε είχε δει για πρώτη φορά το φως της ημέρας και το αλησμόνητο πρόσωπο της μάνας του.