Χάρτης 40 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-40/afierwma/to-kheri-mesa-sta-mallia-t-athanato-kratontas
——————
Υψηλή ανάταση, λυρισμός, αλλά και πηγή χαρά και ανανέωσης, και μαζί η λαμπρότητα του ελληνικού τοπίου και η ανθοφορία της ελληνικής φύσης: αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της ποιητικής σύνθεσης του Άγγελου Σικελιανού η οποία γράφτηκε πριν από εκατό και πλέον χρόνια, στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Εκείνο που εξυμνεί ο Σικελιανός στο «Πάσχα των Ελλήνων» (η σύνθεση ξεκινάει το 1918 και το ποίημα παραμένει για πολλούς πιθανούς λόγους ανολοκλήρωτο[1]) είναι η παιδική ηλικία του Ιησού (όταν εκείνος δεν αντιμετωπίζει ακόμη το μαρτύριο που θα του επιφυλάξει ο ενήλικος βίος του) ενώ στο προσκήνιο μπαίνει εκ παραλλήλου το σεπτό και ασκίαστο πρόσωπο της μητέρας του. Οι μορφές του Χριστού και της Μαρίας αποτελούν στο «Πάσχα των Ελλήνων» πηγή μιας εκ βάθρων αναγέννησης αφού συνδέονται ευθέως με τη λαμπρότητα του ελληνικού τοπίου και της ελληνικής φύσης, που βρίσκουν την έκφρασή τους στην αμεσότητα του λαϊκού, προφορικού λόγου και στις υποβλητικές εικόνες της δημοτικής παράδοσης.
Το «Πάσχα των Ελλήνων» δεν αποτελεί, παρά τις προηγούμενες παραδοχές, έργο ενός παραδοσιακού ποιητή. Το ένα ζήτημα εν προκειμένω είναι πως ο Σικελιανός αναθεωρεί μετρικά την παράδοση, πηγαίνοντας, ήδη από τον Αλαφροΐσκιωτο (1907), πέρα από τα πατροπαράδοτα σχήματα. Στο μεταξύ, ο ίδιος «ξαναγυρίζει κάθε τόσο στα παλιά στροφικά, μετρικά και ανομοιοκατάληκτα συστήματα», χωρίς να πέφτει στη λογοκρατία και τις ανανεωτικές υπερκατασκευές του Παλαμά,[2] και προχωρώντας πλησίστιος προς τον απελευθερωμένο (και όχι ελεύθερο) στίχο.[3] Ο Σικελιανός είναι, αντίθετα από τον λογοκρατούμενο Παλαμά, μυστικιστής και οραματιστής, και σε αυτό ανιχνεύεται το δεύτερο σκέλος της αναθεώρησης της παράδοσης εκ μέρους του: ένας μυστικιστής που πιστεύει με όλες του τις δυνάμεις στη λυτρωτική δύναμη της τέχνης εφόσον η τέχνη και το λυτρωτικό της όραμα είναι σε θέση όχι μόνο να ονειρευτούν την οικουμενικότητα του ανθρώπου, αλλά και να συμβάλουν στην απελευθέρωση του κόσμου από τα δεινά των καταστροφικών του συγκρούσεων. Με τη μύησή του στα μυστικά της φύσης και της γλώσσας ο ποιητής καταβάλλει μια τιτάνια προσπάθεια για να συνενωθεί με το σύμπαν, που συναιρεί το γήινο και το θείο σε μιαν αδιαίρετη ολότητα.
Η συνύπαρξη του γήινου και του θεϊκού στοιχείου διατρέχει απ’ άκρου εις άκρον το «Πάσχα των Ελλήνων», παντρεύοντας την πνευματικότητα της χριστιανικής υμνογραφίας με την προσήλωση του αρχαιοελληνικού λυρισμού στην υλική βάση της ζωής. Η επίκληση της «ψυχής» στους στίχους του ποιήματος δεν αργεί να ταυτίσει τη Δήλο και τη γέννηση του Απόλλωνα (ως θεού της μουσικής, του φωτός και της μαντείας) με τον μυθικό διάπλου των Αργοναυτών, με το ταξίδι τους προς έναν ιδανικά ποθητό Βορά – προς έναν υπερβατικό τόπο και προς μια Θούλη από την οποία θα πηγάσουν η ορμή και η δύναμη της θρησκευτικής πίστης· μιας πίστης η οποία υπερκεράζει τους πολιτισμούς και τους αιώνες, βαδίζοντας με γενναία άλματα από την αρχαιότητα μέχρι και τα χριστιανικά χρόνια, με έναν μοναδικό σκοπό: να προσφέρει στους ανθρώπους ένα ίχνος και μιαν αίσθηση επαφής με το αιώνιο.
Οδεύοντας μέσα από τη συνένωση χριστιανισμού και ελληνικής αρχαιότητας στον κόσμο, ο Σικελιανός ποθεί να εμφυσήσει την πνοή και την ελπίδα της ελευθερίας σε μιαν ανθρωπότητα απαλλαγμένη από τις περιπέτειες της Ιστορίας και ικανή να σβήσει και να απαλείψει δια παντός τον πόνο. Δεν είναι ιδιαιτέρως πρωτότυπο να παρατηρήσω πως διακρίνεται εδώ ένας πρόδρομος της δελφικής ιδέας, ο σχηματισμός μιας μήτρας, μιας θεμελιώδους βάσης επί της οποίας θα ανυψωθεί αργότερα το οικοδόμημα της συγκατοίκησης του ελληνικού στοιχείου με το οικουμενικό σε μια πανηγυρική ενότητα,[4] όπου άτομα, κοινωνίες, κουλτούρες και φυλές καλούνται να αποτελέσουν ένα αδιαίρετο όλο. Ένα όλο προσαρμοσμένο ήδη στην ποιητική πορεία και στο γενικό ποιητικό στίγμα του Σικελιανού, όπως έχουν οριστεί από τον Κώστας Στεργιόπουλο: «Γι’ αυτό στην ποίησή του δεν υπάρχει ουσιαστικά προβληματισμός. Υπάρχει οραματισμός και μύηση, που εκφράζονται με μια σειρά από τελετουργικές χειρονομίες, σύμβολα και ρήσεις, δυσκολεύοντας την προσπέλαση στον φαινομενικά περίπλοκο χώρο των ιδεών του, καθώς ο ποιητής επιμένει να συμπεριφέρεται σαν ιερέας και μύστης των Ελευσίνιων μυστηρίων, του Απόλλωνα, του Διόνυσου, του Ορφέα και του Χριστού».[5]
Ο Ιησούς και η Θεοτόκος θα συναντήσουν στο «Πάσχα των Ελλήνων» την ανάσταση των αρχαίων θεών και θα βρεθούν μπροστά στην ανασύσταση της ζωικότητας του παγανισμού ενώ και χριστιανικά ονόματα ή σύμβολα θα αποκτήσουν αίφνης μια καθαρώς σωματική αίσθηση και διάσταση. Ο ποιητής θα μιλήσει για τη γέννηση της Μαρίας από τον Ιωακείμ και την Άννα, για τη μνηστεία της με τον Ιωσήφ, όπως και για το θεάρεστο μήνυμα του Ευαγγελισμού. Σε ό,τι αφορά τον μικρό Ιησού, ο Σικελιανός θα περιγράψει σε τελετουργικούς τόνους το πρώτο του θαύμα, που ήταν να εμφυσήσει πνοή σε δώδεκα περιστέρια τα οποία έφτιαξε από νερό και χώμα, και θα συνταιριάξει στην παρουσία του την αθωότητα του παιδιού με τη μεγαλοσύνη του Θεού.
Στο «Πάσχα των Ελλήνων», που κατά δήλωση του ίδιου του ποιητή δεν εκφράζει μιαν εθνική ή φυλετική, αλλά μια πνευματική ιδέα (κάτι το οποίο έχουμε παρακολουθήσει ήδη να συμβαίνει στην ποιητική πράξη) δεν υπάρχει θρήνος και, όπως το είδαμε και πρωτύτερα, ο πόνος ή η προδοσία θα πάρουν εξαρχής άλλους, πολύ μακρινούς δρόμους. Μοιάζει σαν η θεϊκή αποστολή να έχει επιτελέσει ήδη τον προορισμό της, με τον οικουμενισμό του ποιητή να θριαμβεύει. Η Μαρία και ο γιος της είναι οι καθιερωμένες μορφές της χριστιανικής θεολογίας, είναι όμως και κάτι άλλο: οι πυλώνες για την είσοδο σε μιαν ευλογημένη γη, σε μιαν αστραφτερή ποιητική χώρα, όπου θεοί και άνθρωποι ξεκινούν από την αρχή τη συμπόρευσή τους, έτοιμοι να υπερβούν κάθε αντίθεση και να καταργήσουν την οποιαδήποτε αντινομία. Και να τι γράφει ο Σικελιανός όταν πλησιάζει το θείο δράμα μέσω του προσώπου της Μαγδαληνής στο ομότιτλο ποίημα:
Την ώρα σ’ όλα τα πουλιά γλυκός που πέφτει ο ύπνος
και στο χαμηλοθώρητο σβημένο
δειλινό
των ασταχυών ο ανασασμός είναι μεστός σα δείπνος·
που ο αποσπερίτης αρχινά να τρέμει στο βουνό·
που στην καρδιά μας, άφθαρτη ξεχύνεται η πραότη,
του σπλάχνου μας σα να ‘φτανε — πανάχραντη θροφή—
λίγο ψωμί για να γευτεί κατάβαθα τη θεότη,
κι ακολουθάει τον Έσπερον ο νους μας στην κορφή
που ᾽ναι αγαθή στα πόδια μας όλου του δρόμου ή σκόνη,
και μια συμπόνια αξήγητη, στα πάντα αναρροεί,
ένας καημός αμίλητος τα στήθια μας φουσκώνει
σαν αρχινά από πάνω μας των αστεριώ η ροή.
Κι αλλού, στο ίδιο ποίημα, όταν κάνει πλέον, μέσω των λόγων του Χριστού, την εμφάνισή της η Μαγδαληνή:
Το χέρι μέσα στα μαλλιά τ’ αθάνατα κρατώντας,
στους πλοκάμους όπου σκορπάν τριγύρα, τους χρυσούς,
βαθιά αναγάλλιαν άμετρη, στά πόδια του κοιτώντας
το μέγα κύμα, απόκριση τους δίνει ό Ιησούς:
«Ήρθ’ από δρόμο σπίτι σου, κ’ εσύ δε μου ‘χεις πλύνει
τα πόδια, μηδέ μ᾽ άλειψες μέ μύρο τα μαλλιά·
κι αύτη, στιγμή δεν έπαψε στά δάκρυα ν’ αναλύνει,
κι αυτή, στιγμή δέ μου ‘παψε στα πόδια τά φιλιά·
κι όπου κι ο Λόγος ο άγιος μου ξαπλώσει, και για κείνη·
στον αιώνα, αυτό που μου ‘καμε, παντού θα μιληθεί».
Κι ακόμα αυτή το κλάμα της βρύση λαμπρή να χύνει
δεν παύει, μηδ’ απ’ το λυγμό το στήθος το βαθύ.
Μαγδαληνή, Μαγδαληνή, του πόθου μέγα αστέρι·
σε μοναστήρι ανέβασες κ’ εμένανε πιστό,
για να φιλήσω λείψανο το ατίμητό Σου χέρι·
κ᾽ ήταν ακόμα, ως πίθωσα τα χείλια μου, ζεστό!
Υπενθυμίζω τον ιστορικό χρόνο παραγωγής του ποιήματος. Βρισκόμαστε στο 1918, όταν έχει μόλις αρχίσει (αν έχει όντως αρχίσει) η εκπνοή του Εθνικού Διχασμού. Αν θέλουμε να μεταφράσουμε τα ποιητικά ζητούμενα, πέρα από τη σφαίρα των ιδεών, σε ζέουσα ιστορική ύλη, είναι πρόδηλο πως ο Σικελιανός σχεδιάζει να στείλει, και στέλνει, με την πολύστιχη σύνθεσή του ένα ηχηρό μήνυμα πολιτικής και εθνικής συμφιλίωσης. Κι αυτό όχι γενικώς και αορίστως, αλλά στο πλαίσιο της γενεαλογίας των εθνικών ποιητών στη γραμμή των οποίων ο ίδιος επιδίωξε συστηματικά να ενταχθεί. Τι επιζητεί να παραλάβει ο Σικελιανός από την κληρονομιά του Σολωμού, του Κάλβου, του Βαλαωρίτη και του Παλαμά; Μα, την ιδιότητα του ταγού, του ποιητή που θα απευθυνθεί στο εθνικό του ακροατήριο με ενωτικούς σκοπούς, ακόμα κι αν η απόκτηση και η υπεράσπιση μιας τέτοιας ιδιότητας δεν φαντάζει εφικτή. Το τι είναι αυτό που θα την καταστήσει φασματική, θα μας το πει η Αθηνά Βογιατζόγλου: «Ο ιδιότυπος μεταφυσικός οραματισμός του, η ερμητικότητα και η μαιανδρική σύνταξη μεγάλου μέρους της ποίησής του την εμπόδισαν να φτάσει πράγματι στον λαό, στον οποίο ο ίδιος ο ποιητής, κατά την ωριμότητά του, πίστευε ότι ανήκε και προς τον οποίο απευθυνόταν […] Η ιδιαζόντως ευφωνική ποίησή του, εξάλλου μεταφράζεται δύσκολα και χάνει στην ξένη γλώσσα».[6]
Μπορεί «Το Πάσχα των Ελλήνων» να μη θέλει να αποτινάξει τα χαρακτηριστικά που συνοψίζει η Βογιατζόγλου, διατηρεί, όμως, μαζί με το οικουμενικό του όραμα, τη λυρική του δυναμική και την ικανότητά του να ρίχνει τα τείχη της παράδοσης, όπως το αποδελτιώνει ο Κ. Θ. Δημαράς: «Η μεγάλη έκταση που έχει το ποίημα αυτό, ή και το άλλο που μνημονεύσαμε, το “Πάσχα των Ελλήνων“, ή ακόμη ο “Δελφικός λόγος“ (1927), η οποία θα μπορούσε να ωθήσει στο τόσο φυσικό για τον Σικελιανό ξεχείλισμα του λόγου, δεν τον παρέσυρε: ο σφιχτοδεμένος στίχος, η λιτή μέσα στον πλούτο της φράση, ταιριάζουν με ακρίβεια στην υψηλή έμπνευση. Στο “Πάσχα των Ελλήνων“, η ατομική εμπειρία του ποιητή, κυρίαρχη ακόμη στη “Μητέρα Θεού“, υποχωρεί εμπρός σε μια πιο αντικειμενική σύνθεση. Ο ενιαίος ελληνισμός παίρνει ένα νόημα μυστικό και σμίγει με τον μύθο του ανθρώπου. Οι μορφές της θρησκείας, της ιστορίας και της μυθολογίας γίνονται σύμβολα καθολικά. Κι όπως ενώνει τις θρησκευτικές παραδόσεις σε μία, κι όπως εξαίρει το νόημα του ανθρώπου, έτσι ισορροπούν εδώ το επικό και το λυρικό στοιχείο, το μουσικό και το πλαστικό».[7]
Ας μείνουμε σε αυτά, προσθέτοντας την αναθεώρηση της ποιητικής παράδοσης: οικουμενισμός και ατομική εμπειρία, αντικειμενική σύνθεση, καθολικότητα της θρησκείας, της ιστορίας και της μυθολογίας, εξισορρόπηση αφήγησης και λυρικής (μουσικής και πλαστικής) έκφρασης. Είναι υπεραρκετά για το πνεύμα, για τη συνείδηση, αλλά, το κυριότερο, για την αντοχή και τη διάρκεια της μαστοριάς του ποιητή.