Χάρτης 40 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-40/afierwma/khaikoy-sto-aghio-oros
( ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ )
Ο Άγγελος Σικελιανός συναντιέται και συνδέεται φιλικά με τον Νίκο Καζαντζάκη το 1914. Το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς ξεκινούν μαζί για μια περιήγηση στον Ελληνικό χώρο με πρώτο σταθμό το Άγιο Όρος. Το ταξίδι αυτό θα διαρκέσει περίπου μέχρι τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς και μετά από μια παύση θα συνεχιστεί με την περιδιάβαση σε Δελφούς, Μυκήνες, Επίδαυρο. Ο Σικελιανός είναι είκοσι οκτώ ετών. Έχει ήδη γράψει τον Αλαφροΐσκιωτο το 1907, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Αίγυπτο, και τον έχει δημοσιεύσει δύο χρόνο αργότερα, έχει παντρευτεί την Εύα Πάλμερ, έχει γίνει πατέρας και έχει πολεμήσει στους Bαλκανικούς πολέμους. Σύνοψη βίου σε ποίηση, έρωτα, πατρότητα, πόλεμο. Κατά τον χρόνο της παραμονής του στο Άγιο Όρος και της μετακίνησης από μονή σε μονή κρατάει σημειώσεις σε μια ατζέντα το περιεχόμενο της οποίας δημοσιεύεται, κατά το πλείστον, το 1988, στις εκδόσεις του ιδρύματος Ουράνη, από την Ακαδημία Αθηνών, με εισαγωγή και φιλολογική επιμέλεια της Ιωάννας Κωνσταντουλάκη-Χάντζου. Φέρει τον τίτλο Το Αγιορείτικο Ημερολόγιο του Άγγελου Σικελιανού, παρά τον μάλλον συμπυκνωμένο και κωδικοποιημένο χαρακτήρα των φράσεων που στήνουν μια λεκτική αλυσίδα από μέρα σε μέρα, χωρίς επεξηγήσεις ή άλλες χαρακτηριστικές σημάνσεις, συμβάντων όσων τραβούν την προσοχή του ποιητή. Οι δημοσιευμένες αυτές καταγραφές διαρκούν από τις 15 Νοεμβρίου ως τις 25 Δεκεμβρίου 1914. Σπαράγματα περισσότερο που έχουν στόχο να υπενθυμίσουν, όπως πρόχειρα σκίτσα, τις εντυπώσεις από τα καθέκαστα αυτού του ταξιδιού, εσωτερικού και μοναστηριακού. Δεν υπάρχει καμία αναφορά στον συνοδοιπόρο του σε αυτά τα σύντομα υπομνήματα.
Οι σημειώσεις αυτές συγκεντρώνουν σύντομα σχόλια και σκέψεις γύρω από την εμπειρία του, μια ποιητική εμπειρία που μπορεί να μην απέχει από τη θρησκευτική, και την ευσύνοπτη αποτύπωσή της, εν είδει ψυχικού τηλεγραφήματος προς εαυτόν (;) για να χρησιμοποιηθούν ίσως αργότερα ως μαγιά μιας ποιητικής «ύλης». Οι ίδιες αυτές αράδες διαβάζονται άλλοτε ως υπομνήσεις για ένα μελλοντικό ποίημα, άλλοτε ως επιγράμματα κι άλλοτε ως ελληνικά χαϊκού, από έναν μάστορα ο οποίος σε όλη την έκταση του έργου του δεν καταφεύγει ούτε στη μικρή φόρμα, ούτε στην αποσπασματική καταγραφή. Η ποίηση του Σικελιανού, η οποία διακρίνεται για τη συνθετική της αρτιότητα και τη μορφική της επιμέλεια, εμφανίζεται εδώ σε μια επιμεριστική υπερεπάρκεια μιας σειράς νύξεων που στοχεύουν κατευθείαν στην καρδιά των πραγμάτων χωρίς την έγνοια καμιάς μορφής, εμπεριέχοντάς όμως εκ προοιμίου τη μορφή στο τόξο, στο κέντρο του στόχου και συνάμα στην κίνηση που τα συνδέει. Πρόχειρες και ίσως χωρίς ποιητική πρόθεση γραμμές, με έντονους ωστόσο ποιητικούς απόηχους σαν να ήταν γραμμένες όχι μόνον από τον τεχνίτη αλλά κυρίως με κάποιον απώτερο ποιητικό σκοπό. Γι’ αυτό ακούγονται κάποτε σαν έτοιμα, κι άλλοτε σαν εν τη γενέσει τους προπλάσματα: χαϊκού στο Άγιο Όρος.
Εδώ λοιπόν υποσημειώνονται με τη μορφή σχολίων όχι όλες ανεξαιρέτως οι σημειώσεις αλλά εκείνες που με τη σειρά τους «ερέθισαν» τον αναγνώστη τους και εντυπώθηκαν όπως ο απόηχος μιας σκέψης στον φλοιό του, αναζητώντας όχι τόσο μια συνομιλία αλλά μια προέκταση αυτών των σημειωμάτων που κάποτε περιορίζονται σε ελάχιστες λέξεις ή σε μια αράδα και πολιορκούνται από το κενό της λευκής σελίδας, ή ξεχωρίζουν από τα ερεθίσματα της καθημερινής περιδιάβασης του ποιητή σε μια συνθήκη που απέχοντας από την τύρβη του κόσμου περιδιαβάζει όλο το σύμπαν σε έναν απομονωμένο μικρόκοσμο, σε αυτό το φυσικό θεολογικό εργαστήρι που δημιουργεί γύρω του και μέσα του ποικίλες εκδοχές της γνωστής πάντα πραγματικότητας. Έτσι όπως αναβαθμοί χωρίς σταθερό προσανατολισμό, προς τα πάνω ή προς τα κάτω, ή στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αλλά κατά βάση προς τα μέσα ας εννοηθούν αυτές οι σημειώσεις επί των σημειώσεων του Σικελιανού: καταγράφονται εδώ σε μια απόπειρα η ίδια η συμπυκνωμένη εμπειρία του, όχι να αναλυθεί αλλά να λάβει για μας περισσότερο χώρο φωτίζοντας την ποίησή του που τη ανακαλύπτουμε, όχι με τον τρόπο που την έχουμε συνηθίσει σε συνθετικές και επεξεργασμένες μονάδες ποιημάτων αλλά με το καθαρό φως κάθε λεπτομέρειας από μια εμπειρία ζωής, έτσι όπως υπήρξε για εκείνον η δική του «ανάβαση» στο Άγιο Όρος.
Τι σημαίνει άραγε μια τέτοια «ανάβαση» για τον «αποδημητικό αϊτό» που ανέβαλε «το μέγα βήμα»; Ότι ο Σικελιανός, μέσα στο γεωφυσικό και ιστορικό πλαίσιο της ιδιαιτερότητας του Αγίου Όρους, ανακαλύπτει στις λειτουργικές λεπτομέρειες της θρησκευτικής λατρείας, σε όσες αρχιτεκτονικές αποστροφές ανιχνεύει στα μοναστήρια και στις αντίστοιχες φυσικές αποτυπώσεις, χρονικές και τοπικές, την ανθρώπινη διάσταση, εκείνη που τον γειώνει σε μια γήινη περιοχή μακριά από την θεϊκή για χάρη της οποίας έχει συσταθεί η ιδιαιτερότητα του Αγίου Όρους. Το πνευματικό πλαίσιο στη φυσική του διάσταση τον εγγράφει βαθύτερα στο ανθρώπινο είδος στο οποίο ανήκει. Έτσι οι σημειώσεις του κινούνται ανάμεσα σε μια θαυμαστική ενατένιση των συμβάντων και σε μια ποιητική αποδελτίωση των ψυχικών πεπραγμένων αυτής της διαδρομής. Πρόκειται στην ουσία για όσα ξεκόβουν και συγχρόνως αναδεικνύονται από την αισθησιακή, τη στοχαστική, τη θρησκευτική εμπειρία και συνάμα τις συνθέτουν, ενώ ο λόγος τους γίνεται το αποτύπωμα και το ίχνος τέτοιου είδους βιωμάτων. Εξ ου και η γυμνότητα, η λιτότητα, κάποτε η πυκνότητα των σημειώσεων αυτών, στοιχεία που φαίνεται να απουσιάζουν από την καθαυτή ποίηση του Σικελιανού αν την διαβάσει κανείς επιφανειακά. Όμως σε αυτά τα προπλάσματα ποιητικής εμπειρίας δίνουν τον γενικό τόνο μια σειρά από συγκεκριμένες λεπτομέρειες, το ορατό έναντι του αοράτου, το αδιαφανές έναντι του διαφανούς, το υλικό έναντι του άυλου, και προτείνουν μια άλλη ανάγνωση του ίδιου του ποιητή, με ενδιάμεσο όχι τα τελειωμένα ποιήματα, αλλά αυτά τα προσχέδια, που ίσως κρατούν την αυθεντικότητα της αυθόρμητης ποιητικής αντίδρασης στα άμεσα δεδομένα της εμπειρίας, τα ερεθίσματα. Εν ολίγοις ο Σικελιανός μέσα στην ποιητική του αυτή περιδιάβαση βρίσκει το μέγεθός του, ανθρώπινο, έναντι του Θεού.
Υπερδουλεία (αγιότητα ή sensualité)
Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο ιέρειες της υπερδουλείας κινήθηκε ο Σικελιανός. Οδηγημένος και οδηγούμενος συχνά από το ένα άκρο στο άλλο, υπήρξε ένας ποιητής του ακραίου, τον οποίο μόνο μια εποχή άκρας ορθότητας σαν τη σημερινή, στην προσπάθειά της να εξαφανίσει το υψηλό και το χαμηλό προς όφελος ενός χρυσού μέσου όρου, δηλαδή να παραγνωρίσει με λυσσαλέα μανία το ακραίο των δικών της εμπειριών, θα μπορούσε να τον τοποθετήσει στα όρια κάποιας αφάνειας. Αλλά ας είναι. Η προσπάθεια πλήρους εξορθολογισμού είναι κι αυτή μια άλλη μορφή ακραίου, που νομίζει πως μπορεί να τα χωρέσει όλα στον ορθό λόγο. Ωστόσο από τον «Αλαφροϊσκιωτο» όπου η sensualité βρίσκεται στο αποκορύφωμά της, έτσι όπως ίσως δεν θα ξαναβρεθεί στην πορεία του έργου του, μέχρι την αγιοσύνη έτσι όπως αποτυπώνεται σε ποιήματα θρησκευτικής έμπνευσης και μεταφυσικής στόχευσης («Πάσχα των Ελλήνων», «Άγραφον») ο Σικελιανός κινήθηκε ακριβώς στο κλίμα της υπερδουλείας. Εδώ, στις Αγιορείτικες σημειώσεις, και ευρισκόμενος αντιμέτωπος με μιαν άλλη εσχατιά της ανθρώπινης εμπειρίας όπως αυτή του μοναχισμού, ο Σικελιανός μικραίνει. Άλλοι βρίσκονται πλέον στην κατάσταση της υπερδουλείας. Ο ίδιος σαν ένας μικρός το δέμας τεχνίτης, ο οποίος προσωρινά αλλά όχι ευκαιριακά βρίσκεται σ’ αυτό τον χώρο που μοιάζει να τον σημαδεύει, παρατηρεί και χαράζει εντυπώσεις. Ίσως, και επειδή, στον συγκεκριμένο χώρο η παρουσία του θείου δεν επιτρέπει πλέον καμιά υψηγορία αλλά απαιτεί μιαν εντελή ταπεινότητα και μια παιδική –ποιητική σχεδόν– αφέλεια. Ο Σικελιανός, στις σημειώσεις αυτές, μας δείχνει κάποιο μέτρο, εκείνο που αναζητάει μια ζωή και που δεν θα το βρει παρά σε κάποια ποιήματά του. Δεν εννοώ το ποιητικό μέτρο. Αλλά το ανθρώπινο. Αυτό το οποίο είναι σαν ο ίδιος να μην αγγίζει καθόλου, διασχίζοντας την απόσταση ανάμεσα στην υπερδουλεία και στον αισθησιασμό αστραπιαία, και περνώντας από το ένα άκρο στο άλλο μονομιάς.
Το σώμα γυρίζει στις / ίδιες του δυνάμεις / δεν προσμένει τη μέθη / που του προστίθεται απ’ / έξω (ασκητισμός)
Περίεργη πράγματι αντίληψη για τον ασκητισμό. Σαν να φαντάζεται ο Σικελιανός ότι η κατάσταση μέθης προστίθεται στο σώμα εκ των έξω. Παράξενη ιδέα για τον αισθησιασμό που είναι σαν να επαφίεται στα ερεθίσματα και μόνο, αγνοώντας εκείνα που πηγάζουν από το ίδιο το σώμα – το εσωτερικό κεντρί. Να σκεφτόταν το ίδιο και για την ποιητική μέθη, την οποία ο ίδιος λειτούργησε με το πάθος που της αναλογεί, και κάποτε με μια μελαγχολία ισοδύναμη σε μέγεθος και βαρύτητα; Μήπως εντέλει αυτές οι ίδιες δυνάμεις του σώματος «δοκιμάζονται» ιδιαίτερα σε έναν χώρο αφιερωμένο στο πνεύμα και αποστασιοποιημένο, τουλάχιστον προγραμματικά, από οτιδήποτε το σωματικό; Μήπως υπό αυτούς τους όρους το σώμα –πραγματικά– γυρίζει στις ίδιες του δυνάμεις, και αντιμετωπίζει τούς όρους και τα όριά του – μονωμένο και απομονωμένο από τα σώματα των άλλων, πομπούς και αποδέκτες της ίδιας μέθης; Εδώ βρίσκεται στους αντίποδες συγκριτικά με τον Παπατσώνη και την «Άσκηση στον Άθω», στην οποία εν αντιθέσει με τον τίτλο της ο δεύτερος καταθέτει μιαν αισθησιακή έκρηξη, μακριά από τα τελετουργικά του υπόλοιπου έργου του. Οι δύο ποιητές βρίσκονται εδώ σε απολύτως αντιδιαμετρικές θέσεις. Του ενός ο αισθησιασμός καταλαγιάζει, σμικρύνεται σε επίπεδο ελάχιστου, οριοθετείται στο έπακρο στο Όρος, ενώ του άλλου βρίσκει εδώ την πλήρη έκφρασή του, σαν ο Άθως να ήταν ένα περιβάλλον πλήρες φυσικών ερεθισμών στους οποίους ο ερωτισμός ενδίδει, διάχυτος σαν ένας αισθησιασμός της φύσης χωρίς όρια και με αντικείμενο το παν.
Άδυτον και άβατον
Μερικές λέξεις, καθώς απομονώνονται, λειτουργούν σαν να ήταν μοναχοί, στο μέγιστο της σημασίας τους. Δεν πρόκειται για τη λογική του αποσπάσματος. Αλλά για τη σημασία ενός σημαίνοντος στο πλαίσιο ενός τέτοιου μοναχικού «περιπάτου». Γιατί το πλαίσιο των σημειώσεων υπάρχει και λειτουργεί. Είναι σαν τα δυο επίθετα να χαρακτηρίζουν την κατάσταση αυτής της περιδιάβασης. Δηλαδή το πώς κανείς εισέρχεται στο άδυτο και περπατάει στο άβατο. Σαν η εμπειρία του αυτή να παίρνει μια μυστικιστική απόχρωση με τρόπο οριστικό. Χαρακτηρίζοντας μερικές φορές τα ίδια τα μυστικά της δημιουργίας που ο ποιητής τα συνδέει στις ίδιες αυτές σημειώσεις με το θεϊκό (Πρέπει να ξανακοι- / τάξεις τα γράμμα- τά σου, και στη μονα- / ξιά (σε απόλυτη / μοναξιά) να ζωντανέψεις θεία / (σε θείο σύνολο) / τα στοιχεία της / ζωής σου). Σαν η ποίηση για κείνον να είναι το «να ζωντανέψει θεία τα στοιχεία». Εντέλει αυτό το σύνολο, το θείο (άραγε το θείο αντιπροσωπεύεται στη σύνθεση;), το όλον κατατρύχει τον Σικελιανό. Αυτό είναι το βάσανό του, από αυτό ζητάει να ελευθερωθεί, καταθέτοντάς το στο έργο; Κι αυτό μέσα σε πλήρη άγνοια του εγχειρήματός του; Σαν να κινείται άθελά του, κινούμενο μιας δύναμης υπέρτατης υπέρτασης. Σ’ αυτήν εισχωρεί στο ‘Αγιο Όρος. Και ενώ θα περίμενε κανείς μεγαληγορίες σ’ αυτό το άμεσο πλησίασμα, η σμίκρυνση είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης. Το και αναμενόμενο. Και το ποιητικά λειτουργικό.
Βαφτιστήρια, / μικροί ναοί στον / περίβολο των / Βασιλικών.
Αστερίσκος, λόγχη, / σπόγγος, λαβίς, / ριπίδια, ζέον.
Εξαφτέρυγα.
Λειτουργικός / αέρας.
Εδώ η κυριολεκτική περιγραφή φτιάχνει ένα σκίτσο. Οι ελαχιστότερες λέξεις, η μονοκοντυλιά της ελαχιστότατης γραμμής. Ίσα ίσα να μη σιγήσει το νόημα, το νήμα του. Αντίθετα μάλιστα να λάβει με τη μικρότερη έκταση τη μεγαλύτερη ένταση. Πύκνωση χωρίς πρόθεση συμπύκνωσης. Κι όμως από αυτό το πρόχειρο σχέδιο, από αυτό το ελάχιστο καταληκτικό σχόλιο, (Λειτουργικός αέρας) φωτίζεται αίφνης όλη η σημασία ενός χώρου προσευχής, λατρείας. Τα «εργαλεία» αυτού του έργου διανοίγουν το χώρο του με την έννοια της πνοής του. Σαν ακριβώς αυτή να είναι η βαθύτερη σημασία τους. Αφού έχει υποσημειωθεί με τον πιο απόμακρο τρόπο το πάθος του Κυρίου. Κάποτε η πιο ουδέτερη λέξη, υπογραμμισμένη ελαφρά φωνάζει, εντυπώνεται πιο βαθιά από την πιο σκληρή ιαχή. Όπως εδώ. Ο Σικελιανός αναπαριστά πολλές λειτουργίες με πέντε έξη περιγραφικές λέξεις. Πόσο χώρο λοιπόν θέλει το αόρατο για να σταθεί πλάι σ’ εκείνο που αίφνης ορατό μεταφέρουν αυτές οι λιγοστές λέξεις; Ξαφνικά το μικρό το δέμας γράμμα τους ανοίγει έναν χώρο τεράστιας έκτασης, έναν χρόνο επίσης πολλαπλών βιωμάτων αλληλο-επικαλυπτόμενων. Και ο αέρας με ένα σφύριγμα που μόλις ακούγεται δίνει τον τόνο του, συνδέει τα ασύνδετα με μια πνοή, μια πνοή κι ο ίδιος.
«Σιγησάτω πάσα σὰρξ βροτεία»
Προ της Αναστάσεως ψάλλεται ο Χερουβικός ύμνος. Αυτή είναι η εισαγωγή στη φράση. Σαν να υπήρχε και σαρξ που να μην είναι θνητή. Εδώ τι επισημαίνει; Τι τον εντυπωσιάζει, στα πρόθυρα της Ανάστασης, σ’ αυτή την αναφορά, την τόσο ταυτολογική στη σάρκα; Κι όμως το ποιητικό νόημα της σάρκας υψώνεται ακριβώς από αυτή την ταυτολογία. Από αυτήν φωτίζεται σε βάθος το αυτονόητο της σάρκας. Το αυτονόητο της θνητότητάς της, γιατί ως προς αυτό φωτίζεται η σάρκα. Μας περιορίζει ο υμνωδός στον χαρακτήρα αυτόν της σάρκας και της αφαιρεί οποιαδήποτε άλλη συνδήλωση. Ή ακριβώς υπογραμμίζοντας τη θνητότητά της φέρνει στην επιφάνεια με τον πιο δραματικό τόνο και κάθε άλλη συνδήλωσή της. Σε ό,τι δεν είναι σάρκα και δεν είναι βρωτό. Στο αναστάσιμο νόημα του ύμνου, αυτό οδηγεί σε ένα άλλο φως ακόμη. Αλλά αυτή η επισήμανση της φύσης της σάρκας στην προσδοκία της ανάστασης, κάνει πιο έντονη τη λεπτομέρεια; Την επισφραγίζει; Άραγε γι’ αυτό την κατέγραψε;
Τα λείψανα βάζονται / μες στον κίονα / της Αγίας Τραπέ- / ζης και σφραγίζονται / με κηρομά- / στιχο (μαστίχι, / σμύρνα, αλόη, / θυμίαμα, ρετσίνι, / και λάβδανον).
Άραγε τον εντυπωσιάζει αυτή η συνταγή διατήρησης λειψάνων; Η εγγύτητα του θανάτου, των λειψάνων του νεκρού, με τη ζωή, ο τρόπος που φυλάσσονται στον άξονα της Αγίας Τράπεζας όπου τελούνται τα μυστήρια, και ξεφυτρώνουν δίπλα τους αυτές οι λέξεις που ανακαλούν τις συνταγές Ελληνοσύρων μάγων του Καβάφη. Εκείνος τις ανέφερε, ο Σικελιανός τις καταγράφει ονομαστικά με ακρίβεια και πίστη σ’ αυτές, τις κατονομάζει: μαστίχι, σμύρνα, αλόη, θυμίαμα, ρετσίνι, λάβδανον. Ένα μικρό περιδέραιο ζωής, μια ανθισμένη αγκαλιά που σφραγίζει τα λείψανα, σε τόπο κρυμμένο: τον κίονα της Αγίας Τραπέζης. Μια συνταγή πόσο μπορεί να μοιάζει με ποίημα; Κι όμως αυτή η μικρή σημείωση, ίσως και εξαιτίας του ξενίσματος του τελετουργικού του θανάτου, τον οποίο θεμελιώνει αλλά και τοποθετεί ως θεμέλιο, δεν απέχει και πολύ. Το ρίγος διατρέχει ήδη τη ραχοκοκαλιά. Οι λέξεις, φορείς «καθαρών» αισθήσεων εδώ, δημιουργούν κόσμους. Ίσως η ποιητική μανία του Σαιν-Τζων Περς για τα ονόματα, που τόσο δυσλειτουργούν μερικές φορές στην ποίησή του κάνοντάς την ας πούμε κατάλογο ορυκτολογίας, βρίσκει εδώ το λειτουργικό της ισοδύναμο, δείχνοντας όλη τη δύναμη που μπορεί να εμπεριέχει ένας τέτοιος κατάλογος όταν περνάει πρώτα από το μονοπάτι κάποιου βιώματος. Όταν δηλαδή τα νεκρά ονόματα έχουν δεχθεί να πλυθούν στον χρόνο της ανθρώπινης εμπειρίας και να αναδυθούν από αυτήν ξανά ζωντανά, σέρνοντας το καθένα την ύλη του. Κηρομάστιχο.
Περιδέραια (στα / ζώα της θυσίας)
Τα δοκίμαζαν / με το μαχαίρι / απ’ το μέτωπο στην / ουρά αν ανατρίχιαζαν.
Πόση απόσταση άραγε χωρίζει τα δύο άκρα; Το ζώο από τον θεό. Αναμφίβολα η απόσταση που χρειάζεται να σύρει το μαχαίρι απ’ το μέτωπο στην ουρά. Από το πρωραίο στην πρύμνη. Από το νου στο έσχατο όριο, στο πιο χαμηλό του ανθρώπινου, που δεν υπάρχει πλέον στο ανθρώπινο σώμα παρά ως υπόλειμμα της οντογένεσής του: η ουρά, ο κόκκυγας. Οι άνθρωποι ανατριχιάζουν στην περίπτωση της θυσίας, ακόμα και μιας τέτοιας θυσίας, σαν να βρίσκονταν στη θέση του ζώου. Και το περιδέραιο, που σφραγίζει τα λείψανα του αγίου πιο πάνω, γίνεται αληθινό περιδέραιο που θα βαφτεί στο αίμα. Από τη μία τελετουργία στην άλλη ο άνθρωπος ζητάει το νόημα. Το υπάρχειν παραμένει πάντα το μέγα ερώτημα. Ο Σικελιανός θα το ξετυλίξει από ποίημα σε ποίημα: Σάμπως κοιτώντας θυμιατό με τη φωτιά σβησμένη / λογιάζει ο νους οπού καπνός σιγαλινά ανεβαίνει, // συχνά με μάτια ακοίμητα, σε μια άκρη καρφωμένα, / ο μάταιος άνθρωπος θαρρεί κινάν τα περασμένα. Έτσι από το μέτωπο της θυσίας στο σβησμένο θυμιατήρι. Η ίδια απόσταση από το μέτωπο στην ουρά του ζώου που ανατριχιάζει έτοιμο για θυσία. Το πέρασμα της ζωής ένα τέτοιο ανατρίχιασμα. Ο Σικελιανός το γνωρίζει αυτό το σύγκρυο, το μεταφέρει: σ’ εμάς, και από ποίημα σε ποίημα. Πόση απόσταση χωρίζει τη γέννηση από το θάνατο για τον καθένα; Πόσο χρόνο παίρνει για τον καθένα αυτό το αργό ή γοργό σύρσιμο του μαχαιριού από το μέτωπο στην ουρά; Επίσης πόσο απέχει ο χριστιανισμός από τον παγανισμό και την ειδωλολατρεία; Οι ζωοθυσίες εδώ ανακαλούν σαφώς το ανθρώπινο παρελθόν, που τοποθετεί το ζώο στη θέση του θυσιαζόμενου ανθρώπου. Η θυσία του Αβραάμ έρχεται αμέσως στο νου, στις απαρχές της χριστιανικής θρησκείας. Το κριάρι στη θέση του Ισαάκ, και η θυσία του Χριστού επίσης. Ο θυσιαζόμενος υιός και αμνός.
Φροντίδα για τους άλλους.
Δόσιμο
Του εαυτού μας.
Και αίφνης, ύστερα από μια εγγραφή Μητρόπολη (νέα / εκκλησιά). Ο επίσκο- / πος κηρύττει· ξερός / κτλ σαν αυτά τα λόγια να ‘ρχονται από το κήρυγμα αλλά εκτός του πλαισίου μιας θρησκευτικής διακήρυξης, ενός κανόνα που θυμίζει υψωμένο δάχτυλο, διδασκαλία επισκόπου, ξύλινα λόγια που ηχούν κούφια. Κι εδώ να που τα παίρνει από την πιο απλή λέξη, φροντίδα, και γίνονται απλή παραίνεση, πρώτα εις εαυτόν. Ακόμα κι η γλώσσα εδώ είναι η πιο απλή, η καθημερινή. Η φροντίδα για τους άλλους και η ακραία εκδοχή του δοσίματος του εαυτού. Μάθημα ζωής; Παραίνεση; Ίσως. Αυτό το «μας» στο τέλος δίνει την αξία στα προηγούμενα. Ο γράφων δεν εξαιρεί εαυτόν. Ένας δεκαπεντασύλλαβος μάθημα ζωής.
Στοιχεία φιλοξενίας / στον Ελληνισμό. / Στοιχεία εθνισμού.
Και μόνο αυτή η διαλεκτική έτσι όπως διατυπώνεται λιτά δηλώνει τον προβληματισμό του. Η διαλεκτική του ξένου και του ιδίου. Στοιχεία από το ένα, στοιχεία από το άλλο και η συνομιλία τους. Η αλήθεια του βρίσκεται στο εντόπιο και στο ξένο που συστήνει όχι το ελληνικό, όχι την Ελλάδα, αλλά τον ελληνισμό. Ο ελληνισμός ως σταυροδρόμι, σημείο συνάντησης και φιλοξενίας – εγκόλπωσης. Αλλά που μπορεί να υπερβεί τον τοπικό του προσδιορισμό. Η συνύπαρξη, όπως στην ποίηση του Σικελιανού, της αρχαίας και της νέας θρησκείας, σαν μια ένδειξη ανεξιθρησκείας στο πλαίσιο της πιο βαθιάς θρησκευτικότητας κι όχι της αδιαφορίας. Τα σημεία της βαθύτερης τομής που θεμελιώνουν σε ένα επίπεδο την ομοιότητα για να στηρίξουν σε ένα άλλο τη διαφορά, και όχι για να την διαγράψουν. Να την στηρίξουν ως στοιχείο φιλοξενίας, όχι ταυτότητας αλλά κοινότητας.
Οι κουρούνες. Τα / πλατάνια. Αίσθημα / αιωνιότητας – ο / ήλιος – τόπος χλοερός.
Πως θα αποτύπωνε ένας ζωγράφος αυτές τις δέκα λέξεις, έτσι όπως τις έβαλε στη σειρά; Πρώτα τα μαύρα πουλιά, μετά το πράσινο που χύνεται μαζί με τα φυλλώματα. Ή, αφού ο χρόνος του ταξιδιού είναι βαθύ φθινόπωρο, τα πλατάνια έχουν παραδώσει το φύλλωμά τους στο χώμα; Παραδείσιο; Καθόλου. Μόνον ένα αίσθημα πλησμονής του χλοερού, που δηλώνει το τέλος για να μην υπάρχει παρεξήγηση, και ο ήλιος περνάει ανάμεσα στα φύλλα κι αντανακλά χωρίς να πιέζει με τη θερμότητα και με τη λάμψη. Κι εκεί ξεφυτρώνει αυτό το αίσθημα αιωνιότητας. Ένα πέραν του φυσικού, μέσω του φυσικού, δια της φύσεως. Τόπος χλοερός, τόπος αναπαύσεως. Μήπως τα πένθιμα μαύρα πουλιά που εισάγουν στον χώρο δίνουν αμέσως το μεταφυσικό του εκτόπισμα; Και ό,τι πλαισιώνει μετά δεν είναι παρά η όψη του νεκρού και της αιώνιας διάρκειάς του, μια φαντασίωση αιώνιας βλάστησης. Μια εικόνα ιμπρεσιονιστικής έμπνευσης άραγε και μιας ησυχίας αδιατάραχτης; Εδώ οι κουρούνες εντάσσονται με αποδοχή στο πράσινο, δεν συνιστούν απειλή, δεν εισβάλλουν, βρίσκονται σε ισορροπία με το χλοερό φως.
Δειλινό μέσα απ’ τα γυαλιά / και λίγο φως.
Σε ποια γυαλιά αναφέρεται; Ματογυάλια (φορούσε ο ίδιος σε μια φωτογραφία με τον Καζαντζάκη, με τον οποίο μοιράστηκε το ταξίδι), γυαλιά ηλίου, γυαλιά ενός φεγγίτη, υαλόφρακτα χρωματιστά; Το δειλινό μες από αυτά πώς είναι; Πάντως το φως λίγο, όπως για κάθε δειλινό. Μήπως αυτή η φράση βρίσκει το αντίστοιχο ομόλογο της μιαν άλλη ώρα πάλι δια της διαθλάσεως σε μια παρόμοια; Νύχτα καλοκαιρι- / νή, γαλάζια μεσ’ / απ’ τα γυαλω- / τά του ναού. Οι δύο φράσεις φαίνεται να αντηχούν μιαν αίσθηση όρασης οραματικής για την πιο κοινή αισθητηριακή αντίληψη. Ένα βλέμμα που διαπερνάει διάφανες ή χρωματιστές γυάλινες επιφάνειες. Η νύχτα γαλβανίζεται στο γαλάζιο, ενώ το φως του δειλινού ριζώνει οριστικά στη φτώχεια του. Πως ο χρόνος κατοικεί τις δύο αυτές φράσεις με τρόπο απαράμιλλο και στήνει ένα σκηνικό με οκτώ και εννιά λέξεις αντίστοιχα. Το φως διαθλώμενο στα διαφορετικά γυαλιά μπορεί να κρύβει ό,τι βρίσκεται πίσω από αυτά ή αντίθετα να το ξεκαθαρίζει μεγεθύνοντας.