Χάρτης 40 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-40/afierwma/eklektikes-sighgheneies-kai-osmwseis-aghghelos-sikelianos-kai-paul-claudel
Ο «μέγας ταγός ο Δελφικός, ο Αρχάγγελος Σικελιανός», επεξεργάστηκε σε βάθος την έννοια του «λυρισμού» αφομοιώνοντας παλαιότερες αλλά και σύγχρονές του φιλοσοφικές ή ποιητικές ιδέες και τάσεις. Στη διατύπωση της μη συστηματικής αλλά ουσιαστικής άποψής του για την τέχνη, την πνευματική ενόραση, την επιστήμη, τον χρόνο ανιχνεύονται οι δεσπόζουσες επιρροές που δέχθηκε η ευαίσθητη ποιητική του ιδιοσυγκρασία, όπως φαίνεται όχι μόνο στο ποιητικό του έργο αλλά και από τον πλούσιο κατάλογο των αναφορών του στον Πεζό Λόγο. Ξεχωριστή, βέβαια, μνεία πρέπει να γίνει στον Νίτσε, τον Μπερξόν, τον Ουίτμαν αλλά και τον Κλοντέλ.
Αν και η ποίηση του Κλοντέλ έχει έντονα θεολογικό χαρακτήρα, στον οποίο αντιστέκεται το ευρύ πνεύμα του Σικελιανού, θα λέγαμε, ωστόσο, ότι κοινοί τόποι και ρυθμοί διατρέχουν την ποίηση και των δύο δημιουργών. Η φιλοσοφία του έσω, η εσωτερική εξέγερση οφείλει μεγάλο μέρος της διαμόρφωσής της στον Μπερξόν. Η αίσθηση του χρόνου και του χώρου, η ενόραση και η ορθολογική γνώση, η λειτουργία της μνήμης, η αίσθηση της ελευθερίας, και κυρίως η πνευματική ενέργεια της δημιουργικής εξέλιξης, σχετίζεται και με τις ιδέες που καλλιεργούν εκείνη την περίοδο ο Μπερξόν και ο Κλοντέλ αποτυπώνοντας, σχεδόν παράλληλα, τις εντυπώσεις που παράγουν τα δεδομένα της συνείδησης. Ο Μπερξόν με τις θεωρίες του πραγματοποίησε την «πιο σοβαρή αντιλογοκρατική κρούση στη διανόηση της Δύσης», γράφει ο Σικελιανός. Οι ιδέες του τέμνονται με αυτές του Κλοντέλ σε πολλά σημεία. Η έκδοση πάντως της Ποιητικής Τέχνης του Κλοντέλ προηγήθηκε της Δημιουργού εξέλιξης.
Τη χρονιά που δημοσιεύεται ο Αλαφροΐσκιωτος, το 1909, ο Απόστολος Μελαχρινός, ο αποκαλούμενος «Μαλαρμέ», δημοσιεύει στο περιοδικό Ζωή της Πόλης τη μετάφραση του πρώτου μέρους του Χρυσοκέφαλου του Κλοντέλ και τη συνοδεύει με κριτικά σχόλια, κάνοντας λόγο για τον τραγικό λυρισμό και τη συγγένειά του με τον Ουίτμαν που μεταφράζεται στο ίδιο τεύχος. Στο κριτικό τούτο σημείωμα αναδεικνύεται, για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό, η σχέση του Κλοντέλ με τον Ουίτμαν. Ακολουθεί η συνθετική μονογραφία του Ντιαμέλ για τον Κλοντέλ, ενώ γνωρίζουμε από τον Πρεβελάκη ότι ο Καζαντζάκης διάβαζε την ίδια περίοδο (1915) τις Πέντε Μεγάλες Ωδές. Αργότερα μάλιστα ο Καζαντζάκης δημοσίευσε λήμμα για τον Κλοντέλ (1929), θέτοντας τα ζητήματα του ρυθμού. Αν δεν γνωρίζαμε για ποιον συγγραφέα γράφει, θα μπορούσαμε να εικάσουμε ότι αναφέρεται στο έργο του Σικελιανού: «τα έργα διαπνέονται από ισχυράν μυστικοπαθή και μεγαλόστομον ορμήν. Το ύφος του είναι ενίοτε σκοτεινόν, ο πεζός λόγος του συχνά ρυθμικός, ως ελεύθερος στίχος, και η γλώσσα του ηχηρά και πρωτότυπος».
Ο Πρόλογος στη ζωή του Σικελιανού αποτελεί ως γνωστόν έργο ορόσημο στη νεοελληνική ποίηση τόσο για την πολύσημη θεματική όσο και για την προσωδιακή πρωτοτυπία του. Η συνομιλία του έργου με το ύφος και την τεχνική της ποίησης του Κλοντέλ και ιδιαίτερα με τις Πέντε Μεγάλες Ωδές είχε επισημανθεί ήδη το 1952 από τον Μάρκο Αυγέρη. Μισό αιώνα μετά η Αθηνά Βογιατζόγλου δημοσίευσε μια σύντομη, αλλά περιεκτική μελέτη, για μια «τριπλή» διακειμενική σχέση, με τίτλο: «Σικελιανός-Ουίτμαν-Κλοντέλ: Μια τριπλή συνάντηση στον Πρόλογο στη ζωή». Το ένα σκέλος αυτής της γόνιμης λογοτεχνικής συνάντησης έχει διερευνηθεί από τη Χριστίνα Ντουνιά, στη μελέτη της «Ο Άγγελος Σικελιανός και το παράδειγμα του Ουόλτ Ουίτμαν». Η χορική ποιητική, η βακχική φύση της έμπνευσης, ο ήχος της ποίησης ως τυμπάνου, οι κοινές αναπαραστάσεις του Ομήρου και του Δάντη στην ποίηση των δύο δημιουργών έχουν επισημανθεί από τη Βογιατζόγλου.
Καθώς, όμως, το ζήτημα είναι ιδιαίτερα ευρύ και σύνθετο, στη σύντομη αυτή μελέτη θα εστιάσω κυρίως στις θεματικές και εν μέρει στις ρυθμικές όψεις της σχέσης του Σικελιανού με τον Κλοντέλ, οι οποίες δεν έχουν συζητηθεί συστηματικά από την κριτική. H έννοια του άχρονου, το παρόν ως το αιώνιο κέντρο, η κυκλικότητα της ιστορίας είναι στοιχεία τα οποία διαφοροποιούν την ποίηση του Σικελιανού από εκείνη του Ουίτμαν και τη συνδέουν με την ποιητική του Κλοντέλ.
Η πενταμερής δομή των δύο έργων, του Προλόγου στη ζωή και των Πέντε Μεγάλων Ωδών, η ίδια η έννοια του «Προλόγου», η οριακή απελευθέρωση του ρυθμού μπορούν να εξεταστούν συγκριτικά με τα δοκίμια του Γάλλου δημιουργού, Ποιητική Τέχνη και Στοχασμοί πάνω στην ποίηση. Στα δοκίμια αυτά συζητώνται οι έννοιες του μυστικού, της συνείδησης του χρόνου και του ρυθμού, της οργανικής ενότητας, οι οποίες διατρέχουν το έργο και των δύο μειζόνων λυρικών. Ακόμη, οι έννοιες της διάρκειας, του βιταλισμού/της ζωτικής ορμής, της ταυτότητας και της εξέλιξης της ζωής και της γνώσης, η κυκλική οργάνωση του χρόνου από τη διαδοχή των εποχών, των ωρών, η μοναστική απομόνωση που προσφέρει τη δυνατότητα βίωσης λίγων στιγμών αιωνιότητας στο εσωτερικό του ρέοντος, καθημερινού χρόνου είναι κοινοί τόποι της ποιητικής των δύο δημιουργών.
Ο Σικελιανός και ο Κλοντέλ έχουν στόχο να συστήσουν με το έργο τους μια ποιητική κοσμογονία μυθικών διαστάσεων αντλώντας κυρίως από τους προσωκρατικούς, τους πινδαρικούς επινίκους και τη Βίβλο. Η αρχαία Ελλάδα αποτελεί πηγή ανεξάντλητη για τον Κλοντέλ. Αντίθετα από άλλους λογοτέχνες της γενιάς του, ομολογεί ότι κατόρθωσε να συλλάβει «την αίσθηση του υπερφυσικού, του ηθικού μεγαλείου και της πεμπτουσίας» που διαπνέει τα έργα των μεγάλων τραγικών και τα έπη. Ο Κλοντέλ ως προσκυνητής υποκλίθηκε στο μεγαλείο του αρχαίου κόσμου (τον επηρέασε, όμοια με τον Σικελιανό, κυρίως ο Πίνδαρος και ο Αισχύλος). Δεινός μεταφραστής της κλασικής λογοτεχνίας, που τόσο τον θαύμαζε ο Σικελιανός, παρά τις επιφυλάξεις του για την υπερτονισμένη θεολογική διάσταση της ποίησής του, συνδυάζει, όπως, άλλωστε, και ο Σικελιανός, τον χριστιανικό μύθο με τον παγανιστικό, αποτυπώνοντας στο έργο του την εσωτερική πάλη ανάμεσα στο συναίσθημα και τη λογική, συναρμόζοντας διαφορετικές εκδοχές του ιερού· συχνά δε χωρίζει τις ενότητες των έργων του με πρότυπο τα αρχαία χορικά. Επιπλέον, οι μεγάλες συνθέσεις και των δύο δημιουργών έχουν έντονο επικολυρικό χαρακτήρα.
Η μυστικιστική αναζήτηση, η αποκρυφιστική έκφραση της θεωρίας των αναλογιών μέσα από τους αριθμούς, ενδιαφέρει και τους δύο ποιητές: «Η ουσία των όντων είναι οι αριθμοί», σύμφωνα με τους Πυθαγόρειους και τόσο ο Σικελιανός όσο και ο Κλοντέλ αποδέχονται αυτή την αντίληψη, παρά το γεγονός ότι ο Σικελιανός αναζητά τον «ιδεατό αριθμό» στο «μεθυσμένο κέντρο» της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο τρόπος με τον οποίο ανιστορείται και «ρυθμίζεται με το σύμπαν» το εγώ, στα αυτοβιογραφικά έργα Πρόλογος στη ζωή και Πέντε Μεγάλες Ωδές, παρουσιάζει πολλά κοινά χαρακτηριστικά στην ανάπτυξη των μοτίβων, στη σύλληψη αλλά και στην εκφορά του ρυθμού· η ποίηση διερευνάται ως «ουσία», με φυσική αλλά και μεταφυσική διάσταση, μέσα στο πλαίσιο της συμπαντικής ενότητας, της αγάπης ως ελευθερίας και του αθλητικού ασκητισμού.
Ακόμη και η λέξη «Συνείδηση», όπως τη χρησιμοποιεί ο Σικελιανός ως συνείδηση της γης του, της φυλής του, της γυναίκας, της πίστης και της προσωπικής δημιουργίας δεν μπορεί παρά να συναρτηθεί με το δοκίμιο Ποιητική Τέχνη του Κλοντέλ, το οποίο αρθρώνεται σε πραγματείες με κεντρικό άξονα τη συνείδηση του χρόνου, των αιτιών, του εαυτού και του άλλου, της διάνοιας και του θανάτου. Σε όλο το εύρος αυτής της πραγματείας, ο όρος connaissance ταυτίζεται με τον όρο conscience, με την έννοια της συνείδησης ως αυτοσυνειδησίας, της ποίησης ως κατάκτησης του πνεύματος, ως γνώσης του είναι ανεξάρτητης από το cogito. Η connaissance στον Κλοντέλ προσλαμβάνει και κυριολεκτική, σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης εννοιολογική διάσταση, σχετιζόμενη με τη γέννηση (naissance). Κάθε γέννηση είναι μια γνώση, μια πορεία προς την αυτοσυνείδηση, η οποία συμπεριλαμβάνει και την ετερότητα, τον άλλο. Αυτή μάλιστα η καταστατική γνώση ενώνει μέσα της διαφορετικά στοιχεία, ώστε μετατρέπεται σε συνείδηση της δημιουργίας τόσο στον Κλοντέλ όσο και στον Σικελιανό.
Στο τέταρτο άρθρο της Ποιητικής Τέχνης, με τον τίτλο Πραγματεία περί Συνείδησης (1907) ο Κλοντέλ μας δίνει τον ορισμό της Συνείδησης, όπως, άλλωστε, και ο Σικελιανός στον «Πρόλογο» του Λυρικού βίου.
Η ιδέα της συμμετοχής στη δημιουργία, στην ύπαρξη μέσω της ποίησης, που καταλήγει στη συν-δημιουργία του κόσμου, μέσα από την κοινή αντίληψη του μεσσιανικού ρόλου του poeta vates, ποιητή προφήτη – στοχαστή και μύστη, συνδημιουργό του κόσμου, ο σκεπτικισμός για την πορεία του μεταβιομηχανικού πολιτισμού, ο αντικαντιανισμός, ο αντικαρτεσιανισμός, η απελευθέρωση από τον επιστημονικό ντετερμινισμό, τον θετικισμό και τη φορμαλιστική λογική των σχολαστικών, τέμνει το έργο και των δύο ποιητών. Η Πραγματεία περί Γνώσης επιστεγάζεται μάλιστα με την ίδια αναφορά στο φως, με την οποία ολοκληρώνει ο Δάντης τους τελευταίους στίχους του Παραδείσου. Και στο τελευταίο κάντο του Paradiso ο ποιητής, με την αναφορά στο αιώνιο φως της αγάπης από παρατηρητής μεταστοιχειώνεται σε δημιουργό‧ μέσα από την έκφραση της ενότητας ανθρώπου – σύμπαντος υπαινίσσεται την παγκόσμια αρμονία του ποιητικού λόγου.
Δεν είναι χωρίς σημασία ότι ο Κλοντέλ, στην Πραγματεία περί Γνώσης (1904), κάνει επίκληση στον Πάνα, τον θεό της γονιμότητας και της φύσης, ενώ λίγο αργότερα ο Σικελιανός εκφωνεί ομιλία, με τίτλο Παν ο Μέγας (19 Φεβρουαρίου 1909), όπου ανιχνεύει στον παγανιστικό μύθο τον σπόρο της αθανασίας, την ελληνική συνείδηση της φύσης και της ζωής. Η φιλοσοφική βάση του Σικελιανού είναι ο Παρμενίδης «εν το παν», αλλά μπορεί να ανιχνευθεί και τεθλασμένη πρόσληψη της θεότητας από τη δυτική σκέψη, τον Κλοντέλ, τον Παλαμά και άλλους συγχρόνους του ποιητές. Στο δοκίμιο του Σικελιανού περιγράφονται οι ερμηνείες που έχουν αποδοθεί στον τραγοπόδαρο θεό κατά σχολή. Κατά τον ίδιο είναι ο φωτεινός «μεσημβριάζων θεός […] που μας φέρνει στην ακμή των αισθήσεών μας να επικοινωνήσουμε με το Παν. Ο θεός, που του έστησεν ο Πίνδαρος βωμόν, Παν ο μέγας, να το κλειδί που θ’ άνοιγε τα μυστικά της δημιουργικότερης ώρας της Ελληνικής ζωής». Ανασκευάζει μάλιστα την έννοια του πανικού και κάνει αναφορά στην πανική αποκάλυψη, αλλά και στην έννοια του υπαρξιακού άλγους που οφείλεται στο πεπερασμένο του χρόνου. «Ο άνθρωπος, για μια στιγμή, πρέπει να ζήσει με το Παν, να ξαλαφρώσει την ψυχή του ολάκερη στους κοσμικούς ρυθμούς, στο ανέβασμα το μέγα της ακράτητης χαράς, όπως απάνω απ’ το κορμί του αγαπημένου της νεκρού, όλη η ψυχή της αναλιώνει σε λυγμούς».
Η αναφορά στον Πάνα σχετίζεται με τις έννοιες της ενότητας, της οργανικής ολότητας, της αρχέγονης συγκίνησης και της συμπαντικής δόνησης· αυτή την περίοδο τη μορφή του Πανός αξιοποιεί στο έργο του και ο Παλαμάς (1897) προσδίδοντάς της φιλοσοφικό περιεχόμενο. Ο Παν στον Παλαμά και τον Σικελιανό συναρτάται με τη νιτσεϊκή αναβίωση του παγανιστικού βιταλιστικού μύθου, αλλά και με τον σκεπτικισμό των δημιουργών πάνω στην ανερχόμενη θετικιστική και τεχνοκρατική προσέγγιση της ζωής ως απόρροια της τεχνολογικής προόδου. Όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο ποιητής συνομιλεί με τον Leopardi, τον D’Αnnunzio, και άλλους δημιουργούς. Οι δύο νεοέλληνες ποιητές, ο Παλαμάς και ο Σικελιανός, ανατρέπουν τον Πλούταρχο, καθώς και το παλαιότερο ποίημα της Elisabeth Browning, A Musical Instrument (1859), αφού τα δύο αυτά κείμενα κηρύσσουν το τέλος του παγανιστικού κόσμου και της χαμένης ποιμενικής αθωότητας.
Θα είχε ενδιαφέρον να επικεντρωθούμε σε συγκεκριμένα χωρία και ζητήματα, στα οποία αποδεικνύεται ότι το έργο των δύο δημιουργών συνομιλεί με ιδιαίτερα εμφανή τρόπο· αρκεί να αναφέρω, όπως παρατηρεί και η Βογιατζόγλου, ότι οι στίχοι της πρώτης Συνείδησης της Γης μου είναι πανομοιότυποι με τους στίχους της Πρώτης Ωδής του Κλοντέλ. Επιπλέον, η ανάδειξη της γυναικείας μορφής διαπερνά το έργο και των δύο ποιητών.
Επίσης, η συστηματική καλλιέργεια της ποίησης και του δράματος, η χρήση μιας γλώσσας προφορικής με την ταυτόχρονη υποβολή μιας ιερής σκοτεινότητας, που μας οδηγεί απευθείας στον Αισχύλο, αποτελεί έναν ακόμη συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους δύο δημιουργούς. Ο χειμαρρώδης ποιητικός Ρυθμός (με κεφαλαίο Ρ), η αποτύπωση του στιχουργικού ρυθμού, η ιδιάζουσα μετρική και ρυθμική κινητικότητα, ο «άναρχος ρυθμός» που αντιστοιχεί στη συμβολική αναπαράσταση του κοσμικού, του συμπαντικού Ρυθμού, δεν μπορεί παρά να συνομιλεί με τη θεωρητική βάση της ιδέας της σύλληψης του ρυθμού μέσα από τις αισθήσεις, όπως αυτή διατυπώνεται πρώιμα στα Φύλλα Χλόης του Ουίτμαν, έπειτα στον Μαλαρμέ και κατόπιν πολύ πιο συστηματικά στην Ποιητική Τέχνη και στους Στοχασμούς πάνω στον στίχο του Κλοντέλ. Αν και ο στίχος των Συνειδήσεων πράγματι δεν μοιάζει εξωτερικά με το κλοντελικό verset, εμπεριέχει, όμως, τον κατά βάση ιαμβικό ρυθμό, το κτύπημα της καρδιάς και την κίνηση της αναπνοής· βασίζεται σε απότομα κοψίματα, εναλλαγές μακρότατων με βραχύτατους στίχους, πολλά τυπογραφικά κενά, ζώνες λευκές που παραπέμπουν στο τίποτα. Πρόκειται για ένα στιχουργικό σύστημα που δεν το διδάχθηκε σε καμία σχολή, αλλά στην ίδια τη φύση και το απέδωσε με τον εσωτερικό του μετρονόμο.
Κατ’ ουσίαν η πρώτη (μετά τον Ουίτμαν) αναφορά στις αναλογίες της σύλληψης του ρυθμού μέσα από τις αισθήσεις και το σώμα γίνεται από τον Μαλλαρμέ (1925), ο οποίος τίναξε στον αέρα τη σύνταξη και μίλησε για τον «ουσιαστικό ρυθμό» και την Κρίση του στίχου (1895).
Μέσα στο πλαίσιο της ποίησης του Ουίτμαν, της περίπλοκης σύνταξης και της ποιητικής του Μαλαρμέ, όπου συνδέεται ο στίχος με το σώμα και γίνεται λόγος για τον «ουσιαστικό ρυθμό», το ορφικό στοιχείο συνδέεται με το φως, η ποίηση με την κρίση του στίχου· μέσα στη σκοτεινότητα των συμβόλων, αλλά και στην ευρηματικότητα του στοχαστικού ποιητή – κριτικού Κλοντέλ, ο οποίος, δηλώνει ότι εφηύρε ενορατικά τον στίχο χωρίς ρίμα και χωρίς μέτρο που συνδέει την ποίηση με το ρυθμό του σύμπαντος, θα πρέπει, νομίζω, να αναζητήσουμε και την απαράμιλλη στιχουργική πρωτοτυπία των Συνειδήσεων.
Ο Σικελιανός διασταυρώθηκε πολλαπλώς με τη στοχαστική σκέψη και την ποίηση του Κλοντέλ γονιμοποιώντας τον λόγο του με «των ενορμήσεων την ευλογίαν και το λαγαρό γέλιο του Πάνα», όπως γράφει ο μείζων λυρικός του απόγονος, ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Η παρούσα μελέτη αποτελεί συντετμημένη μορφή ευρύτερης εργασίας: «Άγγελος Σικελιανός και Paul Claudel. Μια συγκριτολογική προσέγγιση. (Ο Πρόλογος στη ζωή, οι Πέντε Μεγάλες Ωδές, Η ποιητική τέχνη)», La letteratura neogreca del XX secolo. Un caso europeo, Sapienza, Universita Editrice, 2020, 191-203.