Χάρτης 40 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-40/pyxides/soidan-me-apoghonois-ton-soyfi
Ελπίζω να’ ρθει η ημέρα που θα μπορέσω να κάτσω σε κάποια καφενεία, κάπου στα ξένα, σε χώρες μακρινές, να δω από το παράθυρο τους φυτείες με ζαχαροκάλαμα ή νεκροταφεία των Μουσουλμάνων.
Φραντς Κάφκα, Ημερολόγια
Ένα από τα παλαιότερα τζαμιά του Χαρτούμ, χτισμένο γύρω στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, ορθώνεται στη μέση ενός μεγάλου νεκροταφείου. Κάθε Παρασκευή, δύο ώρες πριν από την προβλεπόμενη βραδινή προσευχή, συγκεντρώνονται οι πιστοί, οι οποίοι διαμένουν μόνιμα εδώ, για να χορέψουν και να απαγγείλουν μερικές στροφές από το Κοράνι, ιδίως από το πρώτο κεφάλαιο ή σούρα στα αραβικά. Στοιχίζονται γύρω από τον Σεΐχη της περιοχής, αφού πρώτα προσευχηθούν για πέντε περίπου λεπτά πάνω από τον τάφο του προπάππου του. Στη συνέχεια πλαισιώνονται από αρκετούς ντερβίσηδες, οι παλαιότεροι από τους οποίους φορούν πράσινους χιτώνες, κρατούν μπαστούνια ή μαστίγια, διακριτικά της θέσης που διατηρούν στην ιεραρχία της ομάδας τους. Η κύρια αποστολή τους είναι ο συντονισμός της όλης τελετής, σύμφωνα με το γενικό πρόσταγμα, το οποίο διατηρεί εξ ορισμού πάντα ο Σεΐχης. Ακολουθώντας την εγχώρια εθιμοτυπία του Ισλάμ, σχηματίζουν όλοι μαζί έναν κύκλο, εκατό ή περισσοτέρων ατόμων, εντός του οποίου έχουν το δικαίωμα να χορέψουν όσοι αποκόπτονται από την κυκλοτερή παράταξη, λίγοι κάθε φορά, χωρίς συνοδό. Ενδέχεται να προσέλθουν κι άλλοι ντερβίσηδες από τις γειτονικές πόλεις, προκειμένου να συμμετάσχουν στις εκδηλώσεις μιας μεγαλύτερης θρησκευτικής εορτής.
Οι περιστάσεις με έφεραν συχνά κοντά στους προσκυνητές-χορευτές. Οι φίλοι, που με συντρόφευαν, συμμετείχαν φανερά στον ενθουσιασμό μου. Δεν τσιγκουνεύτηκαν ποτέ επεξηγηματικά σχόλια και πολύτιμες παρατηρήσεις. Τα σώματα των αντρών πάλλονταν πάντα με την ίδια ένταση, οι κελεμπίες γέμιζαν χώμα από τους στροβιλισμούς, ο ιδρώτας, τα συννεφάκια της της σκόνης και το απαραίτητο θυμίαμα έφτιαχναν το άχραντο μείγμα – έμβλημα του πανένδοξου φρονήματός τους, το στριφογύρισμα της κόρης των οφθαλμών έδειχνε το βαθμιαίο πέρασμά τους σε μια παραίσθηση.
Οι σταθερά επαναλαμβανόμενες, μονότονες ιαχές «Ένας είναι ο Θεός» ήθελαν να πείσουν όχι μόνον όλους ανεξαιρέτως τους παρευρισκόμενους, αλλά την ίδια τη φύση ότι αυτοί και μόνον αυτοί μπορούσαν να γνωρίσουν σε βάθος και να ομολογήσουν στη συνέχεια τη μεγάλη αλήθεια. Το δίστιχο του τετραπέρατου «Δασκάλου», του Μεβλανά, άλλως Τζαλάλ αντ-Ντιν Ρουμί, «Έλα χωρίς φτερούγες, έλα, στον ουρανό να φέρεις βόλτες – Σαν τον ήλιο, σαν το φεγγάρι» ερχόταν να μου θυμίσει, από τα βάθη της μυστικιστικής Περσίας του δέκατου τρίτου μ. Χ. αιώνα την παγκοσμιότητα μιας ανυπόκριτης έκστασης.
Δεν συνιστούσαν ούτε σήματα, ούτε τεκμήρια μιας μάταιης επίδειξης πλούτου: οι τάφοι παρότι μας περιτριγύριζαν και ξέραμε ότι αποτελούσαν μια αναμφισβήτητη θλιβερή ή μακάβρια πραγματικότητα, ήταν σαν να μην υπήρχαν καθόλου. Χορεύοντας ακριβώς δίπλα τους, οι ντερβίσηδες και όλοι οι άλλοι τους αγνοούσαν πλέον παντελώς. Επιμένοντας με τον τρόπο τους να ισχυρίζονται εμμέσως πλην σαφώς ότι «οι τάφοι δεν είναι εδώ», οι ξέφρενοι πιστοί δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να τιμούν συνειδητά τη ζωή, το αντικειμενικό, Μέγα Παρόν. Επίπεδοι, υποτυπώδεις, χωρίς διακοσμητικά αφιερώματα ή άλλα στολίδια, οι τάφοι, την πρώτη φορά που τους αντίκρισα, μού έδωσαν αμέσως την εντύπωση παραλληλόγραμμων, τα οποία χρησίμευαν απλώς σε ένα πρόχειρο μοίρασμα της επιφάνειας ενός μεγάλου χωραφιού. Δεν είχα ιδέα ότι οι Μουσουλμάνοι στο Χαρτούμ δεν απέδιδαν σχεδόν καμία σημασία στον καλλωπισμό της τελευταίας κατοικίας των άμεσων συγγενών τους. Κάποια ελάχιστα, αμελητέα μάλλον γνωρίσματα παρέπεμπαν βέβαια στους ενοίκους τους, αλλά ήταν τόσο αναιμικά, σχεδόν σβησμένα, ώστε τα θεωρούσες ήδη όλα μαζί ένα τίποτε.
Ο ορισμός «κάθε νεκροταφείο είναι ένα έπος που έχει διακοπεί, που γεννά και υποβάλλει κάθε λογής μυθιστόρημα» του Κλάουντιο Μάγκρις ισχύει λίγο πολύ στην επικράτεια των Βαλκανίων, στην Ευρώπη γενικότερα κι αλλού όπου η επίδραση του Χριστιανισμού απαιτεί σεβασμό στο παρελθόν των αρετών ή των παθών μας. Εδώ θα έλεγα ότι το κατά κανόνα ισοπεδωμένο νεκροταφείο συνιστά έναν απλό κατάλογο ονομάτων, τον οποίο προσπαθούν να ακυρώσουν μετά μανίας κάθε Παρασκευή.
Μόνον ο πράσινος μανδύας του Σεΐχη-μέντορα έχει στο ύψος του λαιμού κι ως τη μέση του στήθους ένα μαύρο επικάλυμμα. Ίσως να είναι το μόνο χρώμα που μπορεί ή πρέπει να ξεχωρίσει το θολωμένο μάτι του χορευτή προτού καταρρεύσει μέσα στην παράταση της ζάλης του. Προσανατολιζόμενος προς τον μαύρο φάρο του πνευματικού του ταγού ενδέχεται να δει σωτηρία και ανάνηψη. Το σκοτάδι ανοίγει σε έκσταση.
Δεν είδα ποτέ κανέναν τους να προτείνει, πριν ή μετά από τον ξέφρενο αυτό χορό, το κέσκι, το γνωστό κύπελλο της ελεημοσύνης, φτιαγμένο συνήθως από τσόφλι καρύδας ή από έβενο. Η αναμενόμενη έξαρση του χορού και η μέθεξη, η οποία ακολουθούσε, ήταν επόμενο να έχουν απορροφήσει όλες τις ζωτικές ανάγκες. Κατευθυνόμενος σταθερά προς την κρίσιμη στιγμή της ένωσης με το θείο, ο αποχωρισμός από τις ουσίες της καθημερινότητας αποτελούσε δικαιολογημένα την πρώτιστη υποχρέωση του πιστού.
Βλέποντας ορισμένους χορευτές να γυρίζουν ασταμάτητα γύρω από τον εαυτό τους, σχεδόν μιαν ώρα, χωρίς να επικοινωνούν με κανέναν παρά μόνον, κατά πάσα πιθανότητα, με το «πνεύμα», διαπίστωσα από πρώτο χέρι ότι η μύηση στη μεταφυσική δράση αποτελεί, μεταξύ άλλων, υπόθεση προωθημένης λειτουργίας των μυών. Μια ενότητα: τα σώματα-πόδια-σβούρες· όσο άνοιγαν μια τρύπα στο χώμα, τόσο ανέβαιναν την κλίμακα του Θεού τους.
Παρεπιδημούν ήδη σε κάποιο εξαιρετικά πυκνοκατοικημένο διαμέρισμα της μνήμης μου· με επισκέπτονται, χαρίζοντας δοξασίες και ερμηνείες. Φασματικοί, ειλικρινείς μέσα στο σθένος τους, μού χορηγούν ένα μέρος από τη δράση τους.
Δεν αυτοσχεδιάζουν· ό, τι κι αν κάνουν, αποτελεί μέρος ενός σχεδίου απεγνωσμένης προσευχής: οι ντερβίσηδές θέλουν κι αυτοί από την πλευρά τους να δικαιώσουν την ποίηση της στοχαστικής Ανατολής, η οποία ύμνησε και τους πνευματικούς τους προπάτορες. Κι υπάρχουν στιγμές που επανέρχονται μπροστά μου, υπακούοντας στους νόμους των λογοτεχνικών συνειρμών: «Τα αγκάθια τους σκεπάζουν, αλλά με ρόδα μοιάζουν – στη φυλακή τους έχουν, αλλά με κρασί μοιάζουν – στη λάσπη μέσα βυθίζονται, αλλά με την αγάπη μοιάζουν – είναι σε σκοτάδι βαθύ μέσα, αλλά με την αυγή μοιάζουν.» Το Χαρτούμ αξιώνει την διαιώνιση της παράδοσης ενίοτε σε συνθήκες ερήμου. Κι ο Ρουμί κατά πάσα πιθανότητα θα συμφωνούσε.
Η εξομολόγηση του κεντρικού ήρωα στο μυθιστόρημα του Ολιβιέ Ρολέν Πορτ Σουδάν: «Είκοσι χρόνια στην Αφρική, έχω συνηθίσει πια να μη θεωρώ τη μαγεία κάτι εξαιρετικό», περικλείει ασφαλώς μια αλήθεια. Ακόμη και το ακατανόητο μπορεί να γίνει αποδεκτό ως αυτονόητο, αν κανείς συμφιλιωθεί αγόγγυστα με την αφρικανική υπόσταση. Ίσως όμως το ξάφνιασμα αυτό, το οποίο προκαλεί ο κλυδωνισμός των χορευτών του Χαρτούμ, να παραμένει αμείωτο όσο καιρό κι αν παραμείνει κανείς εδώ. Με τις ανεστραμμένες τους παλάμες, πότε προς τον ουρανό, πότε προς τη γη, θα επικαλούνται πάντα μια δυνατότητα πλήρους κατανόησης του κόσμου, του άνω και του κάτω. Οι διακόσιες περίπου γλώσσες, οι οποίες χρησιμοποιούνται ακόμη στο Σουδάν, τείνουν να καταργηθούν, να υπαχθούν στους λίγους ιερούς στίχους, όσο ο πιστός λέει-γράφει τον ύμνο-χορό του. Μέσω μάλιστα της υπαγωγής του σώματος στην υπερβολή ενός δίωρου θρησκευτικού αφιερώματος, το οποίο εμείς πρόχειρα αποκαλέσαμε «χορό», επικαλούνται με τον φανατισμό των δοσμένων στο σωτηριολογικό δόγμα την πολυπόθητη, τελική σάρωση, το ξεκαθάρισμα δηλαδή των λογαριασμών με την ύλη και τα συμφραζόμενά της.
Βιβλιογραφία παραθεμάτων
Κλάουντιο Μάγκρις, Δούναβης, μτφρ.: Μπάμπης Λυκούδης, εισαγωγή Νίκος Μπακουνάκης, εκδ. Πόλις, 2001.
Ολιβιέ Ρολέν, Πορτ Σουδάν, μτφρ.: Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Άγρα, 2001.