Χάρτης 8 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2019
https://www.hartismag.gr/hartis-8/theatro/o-xoyrmoyzhs-toy-mellontos-mas
Πριν περίπου 40 χρόνια, στα 1978, ο Γιώργος Κοτανίδης σημείωνε στον πρόλογο της έκδοσης της κωμωδίας του Χουρμούζη Ο τυχοδιώκτης, από τις εκδόσεις «Να υπηρετούμε τον λαό»: «Διαβάζοντας τα κείμενα του Μ. Χουρμούζη μάς γεννιέται ένα καυτό ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν να έμεινε θαμμένο τόσα χρόνια ένα τόσο φωτεινό μυαλό και ταυτόχρονα ένας τόσος σημαντικός θεατρικός συγγραφέας; Γιατί τα βιβλία του Χουρμούζη έμειναν ξεχασμένα πάνω από έναν αιώνα στις διάφορες κρατικές βιβλιοθήκες;»
Ο Κοτανίδης υπήρξε, ως γνωστόν, και ένας εκ των βασικών ιδρυτών του Ελεύθερου Θεάτρου, στην πρώτη κιόλας περίοδο του θιάσου, όταν η προσπάθεια των νέων –αποφοίτων κυρίως του Εθνικού (Ν. Σκυλοδήμος, Στ. Φασουλής, Μ. Χατζησάββας, κ.ά.)– έμοιαζε με (τα λόγια, πάλι, του ιδίου) «ομαδικό βηματισμό προς την ουτοπία». Σε αυτό το βήμα πάνω οι νέοι της Δικτατορίας, οι φανατικοί για γράμματα και για τέχνες, συνάντησαν ή μάλλον ανακάλυψαν έναν άλλον θιασώτη της ίδιας ουτοπίας με τη δική τους. Τον Μ. Χουρμούζη. Τον συγγραφέα και αγωνιστή της Ελληνικής Επανάστασης, τον άνθρωπο των γραμμάτων και των όπλων, τον αυτοδίδακτο και σοφό, τον ανέντακτο και αφοσιωμένο, περισσότερο σαν μια μορφή ακόμη τότε, στα 1970, παρά καθαρά ιστορικό πρόσωπο, γοητευτικό μυστήριο βίου και πολιτείας που από τα βάθη του χρόνου πίσω, τώρα καλούσε να τον ακούσουν και να τον καταλάβουν τα μακρυμάλλικα «παιδιά» της εποχής.
Όπου τα «παιδιά» εδώ εννοούνται με την κυριολεξία της λέξης. Θυμίζω ότι πριν και από το Ελεύθερο Θέατρο, τον Χουρμούζη τον ανακάλυψαν αληθινοί μαθητές. Μια δική τους σχολική παράσταση (από τους μαθητές τότε Βίκτωρα Αρδίττη, Τάκη Θεοδωρόπουλο, Πέτρο Κυριαζή κ.ά.), Ο υπάλληλος, στο Κολλέγιο, στα 1972, δίνει το έναυσμα για την κατοπινή έκρηξη ενδιαφέροντος γύρω από το όνομα του παλιού συγγραφέα και αγωνιστή στο ελληνικό θέατρο.
Ωστόσο, για να είμαστε ακριβείς, ο Χουρμούζης δεν υπήρξε ποτέ «άγνωστος» ή «θαμμένος». Η αλήθεια είναι πως τον Χουρμούζη η ιστορία του ελληνικού θεάτρου και της λογοτεχνίας (Δημαράς και Σιδέρης) και τον ήξερε και γνώριζε τα έργα του. Το ζήτημα βρίσκεται αλλού: πως κι αν τον ήξερε σαν περίπτωση, παραγνώριζε και υποτιμούσε το έργο του. Ο Χουρμούζης ούτε ανασύρθηκε ούτε ανακαλύφτηκε – το σωστότερο θα ήταν να πούμε πως αναδείχτηκε, επαναξιολογήθηκε, επανακρίθηκε και καθιερώθηκε με μεγάλη καθυστέρηση. Το παραπάνω ερώτημα μάλλον ανεστραμμένο θα πρέπει να μας απασχολήσει. Το κεντρικό ερώτημα δεν είναι γιατί τα βιβλία του Χουρμούζη έμειναν για έναν αιώνα ξεχασμένα στις βιβλιοθήκες, αλλά το πώς και το γιατί ανασύρθηκαν από την «τεφροδόχο» τους, μέσα σε σύντομο διάστημα, με τρόπο μάλιστα τέτοιο ώστε σήμερα να απορούμε όχι για τη φωτεινή παρουσία του Χουρμούζη αλλά για το σκότος της απουσίας του, που προηγήθηκε.
Όλα συνέβησαν αρκετά σύντομα και με την ένταση του «κατεπείγοντος»: Ξεκινώντας από την περίφημη εισαγωγική έρευνα του Μ. Παπαϊωάννου στην Επιθεώρηση Τέχνης το 1961, και από την κατάθεση του Κωστή Σκαλιόρα λίγο μετά, σε διάστημα είκοσι περίπου χρόνων ο Χουρμούζης ανέβηκε από την «αφάνεια» στο ύψος του σημαντικότερου ίσως θεατρικού συγγραφέα ενός ολόκληρου αιώνα, του 19ου, για το ελληνικό θέατρο, μαζί με τον Βυζάντιο και τον Μάτεση. Σήμερα από τας σκηνάς δικαίων όπου θα βρίσκεται, ο ανήσυχος και ταραγμένος νους του δεν θα πρέπει να νιώθει διόλου αδικημένος. Το αντίθετο ίσως: τον έχουν ανεβάσει στο μεταξύ και οι δύο κρατικές σκηνές μας, εκτός από τους πιο γόνιμους θιάσους του ελεύθερου θεάτρου. Τον έπαιξαν κατά κόρον τα δημοτικά θέατρα της χώρας. Τα λόγια και οι ήρωές του βρέθηκαν στο επίκεντρο τόσων και τόσων συζητήσεων μεταξύ κριτικών, όπως των Κώστα Γεωργουσόπουλου, Βάσου Βαρίκα, Άγγελου Δόξα, κ.ά.
Το κυριότερο: η μορφή του απασχόλησε μερικούς από τους σημαντικότερους ανθρώπους των θεατρολογικών γραμμάτων μας: τον Τάσο Λιγνάδη, τον Δημήτρη Σπάθη, τον Θόδωρο Χατζηπανταζή, τον Γιώργο Χατζηδάκη, τον Δημήτριο Νάτσιο. Γι’ αυτόν πλέον διαθέτουμε ίσως τον πληρέστερη μονογραφία που έχει στο μεταξύ γραφτεί για θεατράνθρωπο της εποχής, ορισμένες από τις ομορφότερες επιφυλλίδες, ένα θαυμάσιο λεύκωμα αφιερωματικό από την πόλη της Λαμίας (με την παρότρυνση του διευθυντή τότε του εκεί ΔΗΠΕΘΕ, κ. Σκουρολιάκου), όπου τον υποδέχτηκε για ένα διάστημα της ζωής του, πολλές και αξιόλογες επιμέρους εργασίες, μεταπτυχιακές προσθήκες, πλήθος βιβλιογραφικών πηγών. Ο Χουρμούζης αποτελεί πλέον σώμα του ελληνικού σκέπτεσθαι, σημείο του πνευματικού ορίζοντα και μοχλό της ιθαγένειάς μας. Δεν τον μελετούμε μόνο, ούτε τον «ανεβάζουμε» απλά στις σκηνές μας... Τον νιώθουμε, όπως νιώθουμε έναν δικό μας, κοντινό άνθρωπο.
Το πρώτο ερώτημα σε μια παλιά έκδοση του Κοτανίδη, έφερε τον ωραίο τίτλο, θυμίζω: Ο Έλληνας Μιχαήλ Χουρμούζης. Νομίζω ότι μπορούμε να συμπληρώσουμε σήμερα το νόημα αυτού του τιμητικού τίτλου. Σκέπτομαι ας πούμε να βάλω σαν τίτλο της σημερινής παρουσίας μου κάτι σαν: «Ο Έλληνας Μιχαήλ Χουρμούζης – κι ο Ρωμιός».
Δίπλα, έξω από το κείμενο
Μα ας γυρίσουμε πίσω να δούμε πώς αυτός ο Ρωμιός φτάνει σε εμάς μέσα από χίλια κύματα. Για τη ζωή του γνωρίζουμε τόσα όσα χρειάζονται για να διατηρείται κάποια απόσταση ανάμεσα στον βίο και το έργο του ανθρώπου. Ο Χουρμούζης γεννήθηκε ως Χουρμούζιος Τριανταφύλλου στον Γαλατά της Κωνσταντινούπολης (κάποιοι αναφέρουν το νησάκι Αντιγόνη στα Πριγκιπόννησα) στα 1804. Η οικογένειά του ήταν μάλλον εύπορη, ο πατέρας Κωνσταντίνος Τριανταφύλλου ήταν έμπορος, και ο μικρός Χουρμούζιος θα πρέπει να έτυχε της διόλου ευκαταφρόνητης βασικής εκπαίδευσης της εποχής: αρχαίους συγγραφείς, βασικές γνώσεις μαθηματικών, η αύρα του νεοελληνικού διαφωτισμού, ασφαλώς πολύ και αυστηρή Θεολογία. Αν ο πατέρας του ταξίδευε, μπορούμε να φανταστούμε τον έφηβο γόνο να φτάνει μαζί του μέχρι την Οδησσό: μια ανακάλυψη από τον Γιώργο Χατζηδάκη «ενός «νεανία» που παίζει τον ρόλο του δούλου Αγάθωνα στο έργο του Νικόλαου Πίκολου Ο θάνατος του Δημοσθένους που ανέβηκε στην Οδησσό από το θέατρο που δημιούργησε εκεί η «Φιλική Εταιρεία»…, κάνει τον ερευνητή να υποθέσει πως πιθανόν τα πρόσωπα εδώ ταυτίζονται – βλέπετε, είναι ανάγκη να βρούμε στο διάβα του νεαρού Χουρμούζη μια άμεση επαφή με το θέατρο, ένα πρώτο βήμα στη μετέπειτα συγγραφική του πορεία. Κι αυτό γιατί οι σπουδές του –το ομολογεί και ο ίδιος αργότερα σε κάποια ομιλία του στη Βουλή– διακόπηκαν απότομα, και μάλλον διακόπηκαν οικειοθελώς: σε πολύ νεαρή ηλικία, μόλις 17 ετών, ο Χουρμούζιος Τριανταφύλλου (μήπως το όνομα έχει ήδη αλλάξει από τότε σε Χουρμούζης; Μήπως το «Χουρμούζης» δεν είναι παρά το επαναστατικό του παρανόμι για τη Φιλική Εταιρεία με την οποία ήλθε σε επαφή κατά την παραμονή του στην Οδησσό, αναρωτιέται ο Χατζηδάκης), σε ηλικία μόλις 17 ετών, ακούει για την Επανάσταση στην Ελλάδα, και σαν έτοιμος από καιρό, αφήνει πίσω του οικογένεια και δουλειά, για να βρει μπροστά του Έθνος και Αγώνα.
Δεν γνωρίζουμε πολλά περισσότερα γι’ αυτήν την εποχή, πλην της συνεχούς μετακίνησής του από πεδίο μάχης σε πεδίο μάχης: έχουμε έτσι ένα πλεονέκτημα. Μπορούμε να τον φανταζόμαστε σαν μια μορφή περισσότερο μυθική παρά ιστορική: μπορούμε να τον δούμε να συμμετέχει σε ένα ηρωικό ιδεώδες, στην παλιγγενεσία ενός Έθνους, στον «ομαδικό» εκείνο «βηματισμό προς την ουτοπία», στην ίδια πάνω κάτω ηλικία με εκείνη των παιδιών που τον ανακάλυψαν πολύ αργότερα στα πρώτα καλλιτεχνικά βήματα τους μετά τη Δικτατορία.
Με αυτά ελευθερώνεται τελικά μια «φλούδα γης» που μπορεί να ονομαστεί Ελλάδα. Επιτέλους ένας τόπος ελευθερίας – που φέρει όμως εξαρχής το χρέος και την ευθύνη της Ουτοπίας που τον ανάστησε. Ο Χουρμούζης συμμετέχει και σε άλλες παρόμοιες εκστρατείες ως πολεμιστής και πολέμαρχος: βρίσκεται, ας πούμε, κάποια στιγμή στο πλευρό του Βαυαρού φιλέλληνα Ράινεκ, στην προσπάθεια να ελευθερωθεί η Κρήτη. Για έναν Ρωμιό που φεύγει από την πατρίδα του –η Πόλη είναι τότε η ψυχή της Ρωμιοσύνης– για να πολεμήσει για την ίδια πατρίδα σε άλλα όμως, άγνωστα γι’ αυτόν, χώματα, η ιδέα «πατρίδα» δεν είναι κάτι μόνο που κλείνεται σε σύνορα ή χώματα. Είναι μια ιδέα του νου, κάτι το πνευματικό, που κατακτιέται με τα άρματα όσο και με τις λέξεις, τα γράμματα και τα βιβλία. Ένα βιβλίο για την Κρήτη, ας πούμε, γραμμένο σε ρωμαίικα, μπορεί να είναι πράξη πνευματικού αγώνα, πράξη ελευθερίας, πράξη διαφωτισμού, τόσο σημαντική όσο και η μάχη με τα όπλα. Αυτό κρατώ, προς το παρόν, στο μυαλό μου: πως η γραφή μπορεί να είναι κι αυτή μια δράση, μέρος του ίδιου αγώνα με άλλα μέσα.
Αυτό θα θυμηθεί πιθανόν ο Χουρμούζης λίγα χρόνια μετά, όταν ο τόπος του, η πατρίδα του δεν θα συμπίπτει πια με την Ουτοπία που τη γέννησε. Εδώ έχει συμβεί το εξής: η ιδέα που ελευθέρωσε την Ελλάδα και οι άνθρωποι που την κουβάλησαν τόσα χρόνια έχουν τεθεί στο περιθώριο από μια ομάδα ξένων συμβούλων οι οποίοι ζητούν να μετατρέψουν σε δική τους επικράτεια την πατρίδα των άλλων. Ο Όθωνας έφερε μαζί του ορισμένους «φιλέλληνες επ’ αδεία», όπως καλούνται, τη λεγόμενη Αντιβασιλεία, και μέσα σε αυτήν τον πλέον ίσως μισητό, τον Βαυαρό αξιωματικό Έιντεκ. Ο τελευταίος ζητάει να αποσύρει τους τιμημένους αγωνιστές και να τους αντικαταστήσει με μια ομάδα αξιωματικών (η Σχολή Ευελπίδων είναι, εξάλλου, δικός του θεσμός). Δεν είναι βέβαια μόνον αυτό: ο Χουρμούζης κυκλοφορεί σε μια πατρίδα που χάνει την ιθαγένειά της «από τα μέσα». Μετατρέπεται γοργά σε ένα κράτος υπαλλήλων, ξενοφερμένων ή ξενολατρών, σε κράτος τυπικοτήτων, υποκρισίας, συνδιαλλαγής, κυκλωμάτων, φατριαστών και εκβιαστών – που προσβάλλει μεταξύ άλλων και τη στρατιωτική τιμή του. Ο Χουρμούζης στα 1834 κυκλοφορεί στους δρόμους του Ναυπλίου, μιας πόλης που δεν είναι δική του, στα χώματα μιας πατρίδας που χάνει μέσα από τα χέρια του, στους απόηχους μιας Ιδέας που βλέπει ξένους να την καπηλεύονται.
Υπάρχει όμως, όπως είπαμε, και μια άλλη «δράση», ένας άλλος τρόπος Αγώνα: με τα γράμματα και τις λέξεις, καθώς με τα άρματα. Και υπάρχει κατά πως φαίνεται μια άλλη πατρίδα, που μπορεί να σωθεί όχι με τα όπλα, αλλά με τα βιβλία. Το 1834 ο Χουρμούζης αρχίζει να αρθρογραφεί στην εφημερίδα του Ναυπλίου Εποχή, γράφοντας επιφυλλίδες με το ψευδώνυμο «Ψ». Αρθρογραφεί κυρίως κατά των Βαυαρών, για τις καταδιώξεις των Ελλήνων αγωνιστών, για την υφέρπουσα προσπάθεια να αφελληνισθεί το Έθνος. Για τον Χουρμούζη, όπως είναι φανερό, Έλληνας γεννιέσαι με την καταγωγή, αλλά και γίνεσαι με τα έργα και τις πράξεις σου. Η ιθαγένεια, η ελληνικότητα δεν είναι παρά ένα στοιχείο ταυτότητας, πολύτιμο όσο και ακριβό, που πρέπει να συντηρεί κανείς με κόπο και επιμέλεια. Ιδού από τον ίδιο η δήλωση της ιθαγένειάς του: «Είμαι γνήσιος Έλλην διά την καταγωγήν μου, για την θρησκείαν μου, και διά τας προς την πατρίδα δεκατριετείς εκδουλεύσεις μου και δι’ αυτά ακόμη τα ελληνικά μου αισθήματα – τα πολύτιμα ταύτα πλεονεκτήματά μου δεν ισχύει κανείς λόγος, καμμιά δύναμις να με τα αφαιρέση.»
Το άλλο που μας ενδιαφέρει, βέβαια, είναι πως ένα μέρος αυτών των επιφυλλίδων έχει τη μορφή διαλόγου. Το είδος δεν είναι άγνωστο, ήδη ο Γιώργος Χατζηδάκης θυμίζει μια ανάλογη διαλογική παράθεση πολεμικών γεγονότων από έναν άλλον στρατιωτικό, τον Σπυρίδωνα Βαλέττα, που τυπώνονται στο Ναύπλιο στα 1827, με τον τίτλο οι Επτά πληγές της Ελλάδος. Έχουμε από κοντά και το παράδειγμα του Θ. Ορφανίδη, ο οποίος γράφει και εκδίδει την ίδια εποχή σατιρικά ποιήματα σε διαλογική μορφή, με θεματολογία παρόμοια με εκείνη που αργότερα θα βρούμε και στον Χουρμούζη.
Εδώ όμως μιλάμε για κάτι διαφορετικό: ο Χουρμούζης μοιάζει εξαρχής να κινείται στον διάλογο όπως το ψάρι μέσα στο νερό. Ξεκινά να γράφει διαλόγους με πολιτική στόχευση και γρήγορα, θα έλεγε κανείς αυτόματα, καταλήγει στο να αποτυπώνει στα άρθρα του μια μίμηση πράξης, έναν ζωντανό αντίλογο. Υπάρχει στους Διαλόγους μια ενέργεια που κάνει τις φράσεις να χοροπηδούν στο χαρτί, να ανασηκώνονται και να ζητούν όχι πια να διαβασθούν από τον αναγνώστη –όπως ήταν αρχικά η πρόθεση– αλλά να παιχτούν ζωντανά από ηθοποιό.
Ο Χουρμούζης δεν ανακαλύπτει το θέατρο, γιατί το κουβαλά μέσα του. Όχι το λόγιο θέατρο, το θέατρο των μεταφράσεων, που κυκλοφορούσε σε βιβλιοθήκες (γνωρίζουμε ότι ο ίδιος είχε κατά καιρούς επισκεφθεί αρκετές από αυτές ως βιβλιόφιλος και βιβλιοφάγος), όχι αυτό το αναγνωστικό θέατρο, αλλά μια άλλη πηγή ζωής, τη ζωντανή αναπαράσταση –σκωπτική το πιο συχνά– της ατμόσφαιρας, των ανθρώπων και των στιγμών τους σε διάλογο και με χαρακτήρες. Μέσα στον Χουρμούζη ρέει εξαρχής μια πηγή εκφραστικότητας, μια αυθεντική λαϊκή τέχνη που ομοιάζει με θέατρο. Γι’ αυτό θα μου επιτραπεί να επέμβω για μία και τελευταία φορά στην πρώτη ερώτηση του Κοτανίδη από την οποία ξεκινήσαμε: Το μυστήριο με τον Χουρμούζη δεν ξεκινά από το «διαβάζοντας» τα έργα του, όπως λέει, αλλά από το «παίζοντας» τα έργα του. Όχι όταν τα διαβάζεις αλλά όταν ζητάς να τα παίξεις, ή όταν τα βλέπεις ανεβασμένα, ανακαλύπτεις πόσο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας είναι ο Μ. Χουρμούζης.
Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη, τρανότερη απόδειξη γι’ αυτό από την εξής αληθινή ιστορία: Κάποτε στα 1936, πολύ νέος ο Κάρολος Κουν, δάσκαλος της αγγλικής τότε, στο Κολλέγιο Αθηνών, έψαχνε κάποια μετάφραση για τον Πλούτο του Αριστοφάνη, που ήθελε να ανεβάσει με τους μαθητές του. Μέσα του βέβαια έβραζαν από τότε τα αιτήματα ενός θεάτρου της ελληνικής τέχνης, θεάτρου που θα αντλεί από την πηγή του λαϊκού πολιτισμού και θα μετατρέπει τη λαϊκότητα σε λάλον ύδωρ, που θα μιλά γλώσσα ρωμαϊκή, πλούσιο σε αισθήματα και ακριβό σε ιθαγένεια.
Ο Κουν διάλεξε λοιπόν μια ανυπόγραφη τότε μετάφραση, σε ελληνικά κάπως παλαιικά, αλλά ρωμαίικα, που έμοιαζαν όμως έτοιμα να σηκωθούν από το χαρτί και να ακουσθούν σε σκηνή θεάτρου. Χρόνια ύστερα αποκαλύφτηκε ότι ο συγγραφέας πίσω από αυτήν τη μεταγραφή του Πλούτου, που ο δάσκαλος μυρίστηκε στα σκοτεινά τη θεατρικότητά της, ήταν ο Χουρμούζης.
Το επόμενο σημείο που πρέπει να σταθούμε είναι ασφαλώς το πνεύμα των Διαλόγων. Είναι το πνεύμα μιας σάτιρας άλλοτε βιαστικής και άλλοτε αληθινά εμπνευσμένης, που ωστόσο δεν έχει δημιουργηθεί για να διασκεδάζει απλώς, αλλά για να «δρα». Είναι κατά κάποιον τρόπο θα λέγαμε σήμερα ένα θέατρο στρατευμένο σε σκοπό και σε αγώνα. Δίνεται στη μάχη για την ίδια ελευθερία, ενάντια σε φανερούς εχθρούς, τους Βαυαρούς, αλλά και σε άλλους, αφανείς: την ξενομανία, τον τυχοδιωκτισμό, το βόλεμα και τη διαφθορά.
Και όταν αυτό το πνεύμα βρει τον δρόμο του, θα προχωρήσει ακάθεκτο, με την ίδια θαυμαστή για εμάς αποφασιστικότητα που οδήγησε τον δεκαεπτάχρονο Χουρμούζη παλιότερα να ζωστεί τα άρματα της ένοπλης Επανάστασης.
Πρώτα ο Λεπρέντης, του 1834, μια δοκιμαστική απόπειρα του Χουρμούζη να στήσει ένα δραματικό δημιούργημα μεγαλύτερης έκτασης. Το αληθινά αξιοπερίεργο σε αυτό το πρωτόπειρο έργο δεν βρίσκεται τόσο στις δραματουργικές του ελλείψεις –είναι πολλές για το σύγχρονο τουλάχιστον κριτήριο–, όσο στις δραματουργικές αρετές του. Ο Χουρμούζης γράφει σχεδόν εν κενώ: οι γνώσεις του είναι πολύ μέτριες για το μεταφρασμένο θέατρο της εποχής του – κι όσο για το ζωντανό, θα πρέπει να είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Δύσκολα μπορούμε να στοιχειοθετήσουμε κάποιες υποθέσεις παραστάσεων που είχε δει ζωντανά ο Χουρμούζης, και τα διαβάσματά του, αναφέρονται όπως είναι αναμενόμενο στον Μολιέρο, δεν δίνουν αυτό το κάτι που θα μπορούσε να γίνει η βάση του Λεπρέντη.
Στο έργο διακωμωδείται ένας γέρος ερωτύλος που ζητεί να αγοράσει με τα χρήματά του τον έρωτα μιας νέας και όμορφης κοπέλας. Η υπόθεση μοιάζει τόσο παλιά όσο το λαϊκό θέατρο του κόσμου, από τον Μένανδρο ξεκινώντας. Κι όμως ο Χουρμούζης κατορθώνει να βάζει ανάμεσα σε αυτές τις γραμμές μιαν αίσθηση ρυθμού, ενέργεια, πνοή καθαρού θεάτρου, μιαν αίσθηση τεχνικής που δεν βρίσκεται στα δραματουργικά συγγράμματα αλλά στο αληθινό θέατρο που ανεβαίνει μπροστά σε θεατές. Το έργο Λεπρέντης
μπορεί πιθανόν να κριθεί, όχι όμως ο ήρωάς του, ο Λεπρέντης, το δικό του πρόσωπο, που διαφεύγει των γραμμών του κειμένου και που ώρες ώρες πάνω στη σκηνή μοιάζει να ζει αληθινά.
Και αληθινά «έζησε». Είμαστε πια σε θέση να γνωρίζουμε ότι ο Λεπρέντης, αυτό το πρωτόλειο, ευτύχησε να είναι η πρώτη κιόλας ελληνική κωμωδία που ανέβηκε στην Αθήνα από το θέατρο του Σκαντζόπουλου, στα 1836, στο «παράπηγμα του Σκοντζόπουλου». Ο άτεχνος και απροσδόκητος αυτός Λεπρέντης βρίσκεται, όπως φαίνεται, αληθινά στα θεμέλια του εθνικού μας θεάτρου. Και –αυτό κι αν είναι καταπληκτικό– όχι μόνο του δικού μας εθνικού θεάτρου. Νεότερες μελέτες φανέρωσαν ότι σε αυτή την κωμωδία θεμελιώνονται το νεότερο βουλγαρικό αλλά και ρουμανικό θέατρο, με μεταφράσεις της και διασκευές της.
Έναν χρόνο μόλις αργότερα ακολουθεί κι άλλο έργο. Ο Τυχοδιώκτης είναι και δεν είναι συνέχεια του Λεπρέντη. Ασφαλώς τον ακολουθεί στην υπόθεση: και εδώ κάποιος απίθανος θέλει να μαγαρίσει την ομορφιά του έρωτα, ζητώντας γάμο με μια νέα και ηθική κοπέλα. Αλλά το σημαντικό είναι και πάλι στο περιθώριο, όπως αναγνωρίζει ο Χατζηπανταζής: Εδώ, θα λέγαμε, αυτός ο απίθανος ήρωας ο τυχοδιώκτης, έχει πια ένα ήθος που δεν μένει στον έναν, αλλά αφορά τους πολλούς. Εδώ, το έργο δεν παίζεται στην αυλή κάποιου ήρωα της κωμωδίας, αλλά καταμεσής στην πόλη. Και η παρουσία του τυχοδιώκτη δεν μαγαρίζει μόνο τον έρωτα, αλλά το ήθος της πολιτείας.
Το σπουδαίο στον Τυχοδιώκτη
είναι πως μια ερωτική κωμωδία, μια φάρσα, γίνεται από σάτιρα του ενός, πολιτική παρέμβαση για τους πολλούς. Σε αυτή την κίνηση από τη συγκεκριμένη περίπτωση (την ηθική) σε νύξη της πολιτικής κατάστασης, ο Χουρμούζης αναλαμβάνει τη θέση του αληθινού πνευματικού απόγονου του Αριστοφάνη. Ο τυχοδιώκτης του δεν είναι ηθικό αλλά πολιτικό σύμπτωμα: πρόκειται για ένα τυχάρπαστο, ξένο της αρπαχτής, ένα αμετροεπές και άηθες «κοράκι», σαν τους σημερινούς «επενδυτές», που μυρίστηκε, όπως φαίνεται, εύκολο χρήμα και βγήκε παγανιά για να ξεγελάσει τους ιθαγενείς με τα καθρεφτάκια του.
Υπάρχουν υπερβολές άτεχνες στο σώμα του Τυχοδιώκτη που δικαιολογούνται από την απειρία του συγγραφέα του, αλλά και από το πάθος με το οποίο γράφτηκε, ή μάλλον που θέλησε να δράσει μέσω της γραφής. Δεν υπάρχει ανάλογο θέατρο, λέει ο Δημήτρης Σπάθης, πουθενά αλλού αυτή την εποχή, «παγκοσμίως». Ανάλογο συγγραφικό ακτιβισμό, άμεσο πολιτικό θέατρο, που δρα κάτω από το σκέπαστρο της κωμωδίας, χωρίς ουσιαστικά άλλη άμυνα στις επιθέσεις από το μετερίζι της σάτιρας δεν βρίσκουμε πουθενά αλλού.
Πώς τελειώνει ο Τυχοδιώκτης; Με μια σκούπα! Οι πολίτες, ο λαός, εμφανίζεται στη σκηνή, ποικιλόχρωμος και ποικιλόγλωσσος, ζωντανός και γνήσιος, αυθεντικός και ηθικός, και διώχνει τον τυχοδιώκτη στα τσακίδια. Αυτό είναι το θετικό μήνυμα του Χουρμούζη. Η σάτιρά του «τελειώνει καλά», η πολιτεία ελευθερώνεται πάλι. Και αυτήν τη φορά με τα γράμματα και στο θέατρο. Γιατί υπάρχουν εχθροί ύπουλοι που βρίσκονται εντός των τειχών, και εντός μας, εχθροί που φορούν την παρενδυσία της κολακείας, της ξενομανίας, του αδράνειας.
Ο Χουρμούζης, δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό, υπήρξε ιδιαίτερη περίπτωση θεατρικής φύσης. Κι αυτό φανερώνεται όχι στα χαρίσματα αλλά στον τρόπο και την ταχύτητα που τα εξελίσσει. Από τον Λεπρέντη στον Τυχοδιώκτη και αμέσως μετά στον Υπάλληλο, το τρίτο στη σειρά έργο, η βελτίωση είναι τόση ώστε νιώθουμε πως βλέπουμε έναν ντόπιο μικρό Μολιέρο να ανεβαίνει τα σκαλιά της ωριμότητας τρία τρία. Εδώ, στον Υπάλληλο απουσιάζουν οι υπερβολές και οι άτεχνες παρεκβάσεις, τα πράγματα ρέουν πολύ καλύτερα, και όλα είναι περισσότερο θεατρικά. Πέρα από αυτά, όμως, το σύμπτωμα είναι το ίδιο. Μια πολιτεία που πάσχει, σημαίνει μια πολιτεία που αδυνατεί να δει στη σκηνή της πολιτικής όσα κουσούρια κοροϊδεύει στη σκηνή του θεάτρου της. Αυτό διορθώνει ο Χουρμούζης. Ο υπάλληλος είναι ο τύπος που γεννιέται από τη γραφειοκρατία και που τη συντηρεί προς όφελός του. Είναι το ίδιο διεφθαρμένος και άχρηστος με τους άλλους χουρμουζικούς τυχοδιώκτες και λεπρέντηδες, εδώ όμως το απόστημα είναι και μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο. Εδώ ο εχθρός της πόλης είναι κάποιος δικός μας, που τον αναγνωρίζουμε και τον αποδεχόμαστε. Η σάτιρα αυτό δεν κάνει; Μας κάνει να τον δούμε ξανά σαν ξένο, ξένο προς την πολιτεία, ξένο προς τον κοινό μας «βηματισμό προς την ουτοπία».
Ευτυχώς η πόλη, όταν ξυπνήσει, ελευθερώνεται, με όπλο πάλι την περίφημη εκείνη «σκούπα». Ο υπάλληλος θα βρει κι αυτός το τέλος του τυχοδιώκτη: θα πάει στα τσακίδια. Το αναπάντητο ερώτημα είναι ποιο θα μπορούσε να είναι το επόμενο έργο του Χουρμούζη, με τη φόρα που είχε πάρει, αν ο συγγραφικός βίος του δεν διακοπτόταν από τον στρατιωτικό. Η επόμενη κωμωδία του, που εκδίδεται στα 1839, ο Χαρτοπαίκτης, είναι μια ολοκληρωμένη κωμωδία χαρακτήρα ή ήθους, όπως λέγεται, με έναν θαυμάσιο κεντρικό μολιερικό χαρακτήρα στη μέση, το πάθος του για τον τζόγο, και τα μέλη της οικογένειάς του να υποφέρουν απ’ αυτό. Είναι έργο με αρχή, μέση και τέλος, με ανέλιξη, κορύφωση, πνευματώδη ευρήματα και καλή οικονομία. Είναι ένα καλό έργο από μόνο του για θέατρο. Κι ωστόσο δεν μπορώ να μην αναφέρω εδώ τη γνώμη του Κώστα Γεωργουσόπουλου ότι είναι μαζί και πολλά περισσότερα: γιατί θέτει το πρόβλημα όχι ως προσωπικό κουσούρι αλλά σαν καυτηριασμό του πολιτισμικού σπίλου στο σώμα μιας πολιτείας που θέτει τον τζόγο σαν μέσο προβολής, ανάδειξης και επικράτησης.
Ο Χουρμούζης αποκτά στρατιωτική θέση, από τα 1836 ζει στη Λαμία, στα τότε σύνορα της χώρας, κυνηγάει «ληστάς» σαν μέλος της Οριοφυλακής. Το γριφώδες αυτό Μ. φαίνεται πως τώρα πια γίνεται Μιλτιάδης από Μιχαήλ που ήταν παλιότερα, για να αποκτήσει κάτι από το κύρος του παρελθόντος – είναι το αντίστοιχο της περικεφαλαίας του Κολοκοτρώνη. Ο ίδιος άνθρωπος σε πολλές ιδιότητες: από αγωνιστής συγγραφέας και από συγγραφέας στρατιωτικός τοποτηρητής.
Παντρεύεται τη Ρουσώ Χατζή, κόρη εύπορου Λαμιώτη, αποκτά τέσσερις απογόνους (θα χάσει κάποια στιγμή τα δύο παιδιά του), ανεβαίνει αξιώματα. Κάποια στιγμή εκλέγεται πρόεδρος του Επαρχιακού Συμβουλίου Φθιώτιδας, έπειτα βουλευτής Φθιώτιδας στο ελληνικό Κοινοβούλιο, λίγο αργότερα φτάνει στη θέση του αντιπροέδρου της Βουλής. Το σπάνιο φωτογραφικό υλικό που διασώζεται και οι σχετικές μαρτυρίες τον αποδίδουν σαν άνθρωπο απόμακρο: φουστανελάς και εριστικός, έτοιμος πάντα για βολές και για πειράγματα, ειδικά όταν ένιωθε ότι απειλείτο το ιδανικό μιας πατρίδας όχι δεδομένης, αλλά κατεκτημένης από τη σκλαβιά και με το όνειρο. Το 1854 αυτός, ο αντιπρόεδρος της Βουλής, παίρνει μέρος στη Θεσσαλική Επανάσταση.
Έχουμε στο αρχείο μας αρκετούς λόγους του Χουρμούζη από το βήμα της Βουλής. Συνθέτουν ένα κάποιο πορτρέτο του, χωρίς να το ερμηνεύουν κιόλας. Υπήρξε φανατικός πολέμιος της ξένης παρέμβασης, οπαδός μιας Ελλάδας που δεν διακρίνεται σε γηγενείς και ετερόχθονες, δοσμένης στους άξιους. Φανατικός αντιβαυαρός, όχι και αντιβασιλικός ωστόσο, υποστηρικτής των αδυνάτων, με ακλόνητα φρονήματα πίστης και πατριωτισμού. Αρκετοί μελετητές, αντλώντας από τους λόγους του, τον καθιστούν πρωτομάρτυρα του σοσιαλισμού στη χώρα, η κρίση όμως είναι, όπως διατείνεται ο Σπάθης, κάπως βιαστική: κυρίως γιατί οι ιδέες του ομοιάζουν περισσότερο με το ρεύμα του αστικού φιλανθρωπισμού –μέγας εχθρός του στάθηκε ο μαρξισμός– που είναι εξάλλου διαδεδομένος ανάμεσα στους κύκλους του Χουρμούζη. Ωστόσο και έτσι ακόμη φανερώνεται κάτι: ο Χουρμούζης, είτε πολεμώντας, είτε γράφοντας, είτε κηρύσσοντας και νομοθετώντας, στάθηκε πολέμιος των ίδιων συμπτωμάτων της κοινωνικής αδικίας, της κατάχρησης, της κρατικής καταστολής, της ξένης παρέμβασης.
Ώσπου, ξαφνικά, ο Χουρμούζης εγκαταλείπει τη μία πατρίδα του για να επιστρέψει στην άλλη. Στα 1856, δύο χρόνια μετά τον αποτυχημένο πόλεμο για τη απελευθέρωση της Θεσσαλίας, ο Χουρμούζης ζητάει άσυλο στην Τουρκία και φεύγει για την Κωνσταντινούπολη. Μια επιστολή που ανακαλύφτηκε πρόσφατα λύνει το μυστήριο μάλλον οριστικά: τίποτε από όσα έκανε ο αγωνιστής δεν το έκανε χωρίς αγώνα εναντίον μεγαλύτερων και ισχυρότερων αντιπάλων. Οι οποίοι έφτασαν να απειλούν κάποια στιγμή τον ίδιο και την οικογένειά του. Μια άλλη εκδοχή θέλει τον Χουρμούζη να φεύγει από την Ελλάδα για να αποφύγει την εξαναγκαστική μετακίνησή του λόγω της αποστράτευσής του από το Σώμα. Το σημαντικό είναι να φανταστούμε τη σάτιρα ή τους λόγους του να εκφωνούνται όχι σε φίλους –όπως συμβαίνει τώρα στα θέατρά μας, ή ενώπιόν σας– αλλά μπροστά σε εχθρούς, αντιπάλους, κάποτε και απέναντι σε μέλη μιας εγκληματικής στην ουσία συνωμοσίας που ένιωθε τα συμφέροντά της να απειλούνται. Τότε μόνο κατανοούμε σωστά τον Χουρμούζη: όταν νιώθουμε τη σάτιρα να απειλεί τον ίδιο τον συγγραφέα της.
Οι απειλές φαίνεται γίνηκαν τόσες και τέτοιες κάποια στιγμή εναντίον του και εναντίον της οικογένειάς του, ώστε ο ίδιος αναγκάστηκε να διαφύγει στο εξωτερικό. Μήπως και εκεί πατρίδα δεν ήταν; Και μάλιστα ίσως κοντύτερα στην Ουτοπία από τη διεφθαρμένη φλούδα της ελληνικής επικράτειας που άφηνε πίσω του. Ο Σπάθης λέει πως ο Χουρμούζης επέλεξε να συνεχίσει την ελληνική ιδέα στα οθωμανικά εδάφη – και η άποψή του μας βρίσκει σύμφωνους. Εξάλλου η δράση του δεν σταματά: ο ακάματος Χουρμούζης κυκλοφορεί περιοδικό, την Αρμονία, δημοσιεύει, εκδίδει, διδάσκει. Βιβλία πατριδογνωσίας: για τη Νήσο Αντιγόνη (1869), όπως παλιότερα τα Κρητικά
για την Κρήτη (1842). Η πατριδογνωσία, λοιπόν, ως δράση. Επιστατεί κάπου στα 1869 στο χτίσιμο μιας εκκλησίας στην Αντιγόνη, όπου κατοικεί μέχρι τον θάνατό του: η πίστη ως δράση. Ένα βιβλιαράκι για τη μανία των ρομάντζων που έχει καταλάβει τότε (και τώρα νομίζω σε άλλες μορφές) τη νεολαία, το Παροδική μικρογραφία μυθιστορημάτων: η παρωδία ως δράση. Και βέβαια και πάλι θέατρο. Η μετάφραση του Πλούτου, στα 1860, στην οποία, μεταξύ άλλων, ανήκει και η τιμή της πρώτης παράστασης αριστοφανικής κωμωδίας στα νέα ελληνικά από επαγγελματίες, στα 1868, από τον θίασο «Μένανδρος» στο Θέατρο Μπούκουρα, μαζί με δύο πρωτότυπα έργα που σώζονται, ο Μαλακώφ στα 1860 και ο Οψίπλουτος στα 1879, ολοκληρώνουν την εργογραφία του. Ο Χουρμούζης πεθαίνει στην Αντιγόνη της Κωνσταντινούπολης στις 6 Οκτωβρίου 1882.
Για τις δύο αυτές εξόδιες κωμωδίες δεν υπάρχει αμφιβολία: Πρόκειται για ώριμα έργα, που και αν έχουν χάσει την πρώτη νεανική φρεσκάδα, την αφέλεια και τον ενθουσιασμό των πρώτων θεατρικών του συγγραφέα, φανερώνουν το ίδιο συγγραφικό δαιμόνιο. Ο Χουρμούζης είναι κι εδώ μέγας κοινωνικός ηθολόγος, και αυτό που κάνει με τον Μαλακώφ είναι όχι μια κωμωδία ήθους, αλλά μια κοινωνική και πολιτική σάτιρα της επιδερμικής ευμάρειας, της επίδειξης και του ανόητου κομπασμού: Μαλακώφ είναι η μόδα της εποχής, κάτι φουσκωτά και κενά φορέματα που κρύβουν τα σουσούμια της αστικής τάξης. Όμοια και ο Οψίπλουτος, που ακολουθεί στα 1879 σαν ακροτελεύτιο: μέσα από τη συμπεριφορά ενός νεόπλουτου καταγγέλλεται ο εσμός της επίδειξης και του κοινωνικού κυνισμού, η επίπλαστη και επιδερμική ευμάρεια.
Ας συνοψίσουμε λοιπόν: ηθικός εκφυλισμός στον Λεπρέντη. Ξενομανία και ξένες παρεμβάσεις στον Τυχοδιώκτη. Υπαλληλισμός και κρατική διαφθορά στον Υπάλληλο. Τζόγος ως εθνικό σπορ στον Χαρτοπαίκτη. Νεοπλουτισμός σαν δείγμα κοινωνικής επιτυχίας στον Μαλακώφ και τον Οψίπλουτο. Μόνο τα θεατρικά του Χουρμούζη να εξετάσει κανείς, έχει μια βαθιά, επώδυνη τομογραφία της εθνικής μας ζωής από την Επανάσταση και μετά. Το ότι το περιεχόμενο του Χουρμούζη είναι τόσο επίκαιρο δεν αποτελεί ασφαλώς τιμή στη νεότερη πολιτεία μας.
Θα ήθελα, ωστόσο, να τελειώσω σε άλλο πνεύμα, μακριά από κάθε μοιρολατρία, που δεν θα ταίριαζε στον Χουρμούζη: με εκείνη τη γενιά καλλιτεχνών που διάλεξαν μετά τη Δικτατορία να παίξουν στη σκηνή του θεάτρου μας τον παραγνωρισμένο μέχρι τότε Έλληνα, που ζήτησαν να καταστήσουν ξανά ενεργή τη ιθαγένειά του και που παραδόξως επιθύμησαν να μετατρέψουν τη σάτιρά του σε κάτι θετικό. Θέλησαν κατά βάθος να αποδείξουν πως από τη σάτιρά του τίποτα δεν πάει χαμένο, πως μπορεί να ενεργοποιηθεί εκ νέου, έχοντας για σκανδάλη την ίδια εκείνη ουτοπία μιας πατρίδας αληθινά ελεύθερης.
Η αλήθεια είναι πως ο Χουρμούζης θα μπορούσε κάτω από άλλες προϋποθέσεις να είναι ανακάλυψη όχι της δεκαετίας του ’70, αλλά του ’30. Εκείνη η γενιά του Θεοτοκά, του Τερζάκη και του Κουν, μεταξύ άλλων, έδωσε τις βάσεις για τη στροφή προς την ελληνικότητα, την ιθαγένεια, προς την αυθεντική, γνήσια, ρέουσα, και διαχρονική φωνή της λαϊκής τέχνης. Σε αυτό το πρίσμα κατανόησε ο Κουν τον Πλούτο του Χουρμούζη, κάτω από τη θαλερή σκιά του Κόντογλου. Αντιγράφω βιαστικά από τα Μυστικά άνθη του τελευταίου:
«Ξενομανία δεν θα πει τίποτα. Μια φορά κι έναν καιρό είχαμε ξενομανία, δηλαδή κάποια λαφριά ψυχική αρρώστια, ένα συνάχι. Τώρα πάθαμε μια πολύ βαριά αρρώστια, θες πανούκλα, θες γρίπη κακοηθέστατη, μα όχι ασιατική, αλλά ευρωπαϊκή. Πώς να την πούμε; Ξενολατρία; Ξενοπροσκύνημα;… Σωστή θα ήτανε, αν τη λέγαμε Δυτικολατρία. Γιατί μονάχα τα ευρωπαϊκά πράγματα ή καλύτερα τα δυτικά είναι για μας ουρανοκατέβατα, όλα όσα έρχουνται από κείνες τις χώρες, που βρίσκουνται κατά το βασίλεμα του ήλιου, ενώ δεν έχουμε την παραμικρή εκτίμηση σε ό,τι έρχεται από την Ανατολή. Είμαστε γυρισμένοι κατά το βασίλεμα του ήλιου, σαν να περιμένουμε να βγει από κει ο ήλιος».
Δεν υπάρχει όμως άλλος χώρος εδώ για να επεκταθούμε περισσότερο στο απόσπασμα και να διαπιστώσουμε πόσα κοινά έχει ο ένας Ρωμιός με τον άλλον. Στη γενιά του ’30 οφείλουμε, θυμίζω, τον Θεόφιλο – και αληθινά υπάρχει ένας πίνακας δικός του που απεικονίζει κάπου ανάμεσα στους πολέμαρχους τον Χουρμούζη, με σηκωμένα τα χέρια να ορίζει την επίθεση και να φορά μόνος αυτός ανάμεσα στους άλλους βρακοφόρους, φουστανέλα. Ωστόσο ο Χουρμούζης δεν είναι ούτε Μακρυγιάννης, ούτε Θεόφιλος, όπως τονίζει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος. Δεν μοιράζονται την ίδια έκφραση, ούτε ίσως την ίδια ζωή. Δεν είναι «λαϊκοί» με τον ίδιο τρόπο. Ο Χουρμούζης ωστόσο, παρ’ όλη την καλλιέργεια που απέκτησε και τις γνώσεις, δεν έγινε από την άλλη ποτέ του «διανοούμενος». Χωρίς να είναι «Θεόφιλος», δεν ανήκει κιόλας στη λόγια παράδοση, της δοτικής και της υπογεγραμμένης, που ακολουθεί με πρωτεργάτη τον Ραγκαβή.
Τον Χουρμούζη έμελλε να τον ανακαλύψει μια επόμενη γενιά, που θα μπει στα καλλιτεχνικά δρώμενα μόλις το ’70, μακριά από τη σκιά της γενιάς του ’30, κάτω όμως από το δικό της φως. Η ιθαγένεια γίνεται εν μέσω Δικτατορίας για μια ακόμη φορά ένα ζητούμενο για την τέχνη μας, σαν αντίδραση ασφαλώς στην κίβδηλη ελληνικότητα των Συνταγματαρχών και στην παρέμβαση ξένων παραγόντων στην πολιτική ζωή. Είναι η αναζήτηση για μια άλλη ταυτότητα της ελληνικότητας, που θα ακούει εξίσου καλά στο όνομα «Ρωμιοσύνη», κοντινή πολύ στην αίσθηση ελληνικότητας του Κόντογλου.
Τότε είναι που το θέατρο στρέφεται στους πρόποδες της ιθαγένειας, επιχειρώντας στροφή προς τις ρίζες, την οποία επισημαίνει, όπως κανείς άλλος, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος: «Δεν ξέρω αν η φωνή μου έπεισε ή η ανάγκη ή η συγκυρία. Είναι γεγονός πως εδώ και τρία χρόνια οι απόπειρες πλήθυναν και οι αποδείξεις στην πράξη έπεισαν και η ανταπόκριση του κοινού επιβράβευσε την αναζήτηση. Χουρμούζης, Βυζάντιος, Κορομηλάς, Περεσιάδης, Ξενόπουλος, Επιθεώρηση, Καπετανάκης και Άγγελος Βλάχος, και από κοντά Καζαντζάκης, Σικελιανός, Ρώτας και Πρεβελάκης δεθήκαν αλυσίδα συνεχής και αδιάσπαστη. Είδη ανόμοια, ετερόκλητα, δάνεια, πρωτόλεια όμως ενδεικτικά μιας άγρυπνης έγνοιας ενάμιση αιώνα θεατρικής παράδοσης.» (Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Στα ίχνη ενός κώδικα ερμηνευτικού», Το Βήμα, 2/2/1977 [για την παράσταση του Αμφι-Θεάτρου Η Γενοβέφα και το παρελθόν της]).
Δεν αρκεί όμως μόνο αυτό για να καταλάβουμε τη φροντίδα των νέων της Δικτατορίας για τον Χουρμούζη. Στη δική του περίπτωση, εκτός από ένα θέατρο ριζικό, εύφορο και γόνιμο, εκτός από έναν ερμηνευτικό κώδικα, έχουμε μαζί και μια πρόταση πολιτικής στάσης. Σε αυτόν τον Χουρμούζη καταφεύγουν και αυτόν φωτίζουν οι νέοι του Κολλεγίου και του Ελεύθερου Θεάτρου στα 1970. Αυτόν αναλύουν, πριν τον ανεβάσουν, και αυτόν κατά βάθος εκδίδουν στο τέρμα της προσπάθειάς τους. Είναι ένας Χουρμούζης θεατρικός και αγωνιστής, επαναστάτης και διαφωτιστής. Ένας Χουρμούζης, «Ρωμιός».
Με αυτόν τον Χουρμούζη θα ήθελα να τελειώσω την αναφορά μου. Γιατί η απόσταση που μας χωρίζει σήμερα από τον αναγνωρισμένο Χουρμούζη μεγαλώνει ολοένα, χωρίς να καλύπτεται πάντα το κενό που ανοίγει στο μεταξύ. Σήμερα ο «αναγνωρισμένος Χουρμούζης» ασκεί λιγότερη έλξη στους καλλιτέχνες μας απ’ ό,τι εκείνος, ο άλλοτε μυστικός και παραγνωρισμένος. Είναι λογικό να έχει χάσει κάπως τη δυναμική του – άλλωστε ό,τι ανεβαίνει από ένα Εθνικό Θέατρο έχει τη μοίρα να θαμπώνει σε ένα μέρος της αρχικής δυναμικής του. Ωστόσο, αν θέλουμε να δούμε τον Χουρμούζη να ξαναζωντανεύει στη σκηνή, δεν μένει, νομίζω, κάτι άλλο παρά να τον ανακαλύψουμε ξανά και πάλι για λογαριασμό μας. Δεν εννοώ εδώ μόνο τις επιπλέον επιστημονικές έρευνες που οφείλουν να ρίξουν φως και σε άλλα αδιερεύνητα ακόμη πεδία του βίου και του έργου του. Εννοώ τους καλλιτέχνες που οφείλουν να κατανοήσουν εκτός από τους κώδικες την ίδια τη φύση του θεάτρου του, που συνδέεται με τον αγώνα. Ενάντια στη μοιρολατρία και τον εξαναγκασμό. Ενάντια στη σιωπή και στην συγκάλυψη. Για τη Ρωμιοσύνη και για το δικαίωμα μιας πατρίδας να ξεκινά από τα σύνορα της Ουτοπίας. Γιατί: «Αυτό που μας πονεί, πρέπει και να το ομιλούμεν».
Αυτός μόνο μπορεί να είναι ο Χουρμούζης του μέλλοντος μας.