Χάρτης 40 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-40/klimakes/peter-khantke-i-deyteri-makhaira
Ο αφηγητής στο βιβλίο του Πέτερ Χάντκε Η δεύτερη μάχαιρα είναι ένας μοναχικός άνθρωπος και επιπλέον, γνωστό χαντκικό γνώρισμα αυτό, ελεύθερος, πλήρης και αυτάρκης στη μοναξιά του. Οι ιδιότητές του αυτές διαμορφώνουν την ικανότητά του να παρατηρεί τα πιο αναπάντεχα πράγματα στον περίγυρό του, να διαβάζει περιδιαβάζοντας, να κάνει συσχετίσεις φιλοσοφικές ή γεωγραφικές, να παραπέμπει κάθε τόσο στη λογοτεχνία (ο Όμηρος, ένας θησαυρός αφηγηματικής τεχνικής και θεμάτων, είναι από τους συγγραφείς που επανέρχονται), την πολιτική, την ποπ κουλτούρα, την ιστορία, να συναναστρέφεται διαφορετικούς ανθρώπους σε διαφορετικά και συχνά απίθανα μέρη. Βέβαια το απίθανο στα έργα του Χάντκε είναι το πιθανό, είναι μια δεύτερη πραγματικότητα, δηλαδή πρωτεύουσα, όπως αυτή στην οποία καταδικάζει τη δημοσιογράφο που θέλει απερίφραστα, δηλαδή θα λέγαμε αν μπορούσαμε κατάφραστα, να εκδικηθεί. Και αυτή είναι μια από τις κεντρικές φλέβες της αφήγησης.
Εδώ αναδύεται το ερώτημα, αν βέβαια έχει κάποια σπουδαιότητα ή που ίσως έχει να κάνει με την παθιασμένη αποφασιστικότητα για εκδίκηση, αν ίσως ο αφηγητής του Χάντκε στιγμές στιγμές βαριέται τόσο πολύ την πληρότητα της μοναξιάς του που προσπαθεί να την υπερβεί υπερπαρατηρώντας ή παραπαρατηρώντας, συνομιλώντας με τον εαυτό του, θέτοντάς του ερωτήσεις ή αμφισβητώντας τον, συχνά αναμασώντας εμμονικά, πάντα με την ειρωνεία είτε να συμμετέχει είτε να καραδοκεί, ειρωνεία που κάποτε σκόπιμα γίνεται ένα είδος φαιδρότητας ή αυτοειρωνείας: δυο στήλες καπνού βγαίνουν από τη «σκάρα του μπάρμπεκιου», μια «κατευθύνεται στον ουρανό κλασικά κάθετη και ομοιόμορφα ανοιχτόχρωμη, ενώ από την άλλη μεριά η διπλανή στήλη συμπιεζόταν εξίσου κλασικά προς τη γη» για να σχηματίσει κατόπιν «ζωηρούς μαιάνδρους κοντά στο χώμα», ώσπου «έβρισκε τελικά κι αυτός ο δεύτερος καπνός τον κάθετο δρόμο του προς τον ουρανό».
Αυτά όμως στο αριστουργηματικό αυτό κείμενο δεν είναι κάτι σαν παρεκκλίσεις ύφους, ανάλογες προς τις ενίοτε υπερβολικές αφηγηματικές παρεκκλίσεις; Και μπορούμε να μιλάμε για κάτι τέτοιο στα κείμενα του Χάντκε; Δεν είναι οι παρεκκλίσεις και οι δυνητικά άπειρες λεπτομέρειές τους το πιο όμορφο, ιδιαίτερο και γενναιόδωρο μέρος της αφηγηματικής αισθητικής του; Ίσως τελικά το πιο σημαντικό είναι αυτό που περιγράφει ο ίδιος ο αφηγητής: «Αυτό που με αφορά, αν υφίσταται καν κάτι τέτοιο: Να αντιληφθώ κάτι χωρίς να παρέμβω καθόλου, να αντιληφθώ εννοείται κάτι ως εντύπωση…, εξαντλητικά και οριστικά, και μετά μ’ αυτή την εικόνα να παρασυρθώ ακαριαία σ’ ένα ονειροπόλημα τόσο ζωντανό που να μην υπάρχει κάτι ζωντανότερο.» Ο Χάντκε αφήνεται στον κόσμο, δίνει στον κόσμο τη δυνατότητα ν’ αφηγηθεί τον εαυτό του να αυτοπεριδιαβαστεί «εξαντλητικά και οριστικά», αν με το «οριστικά» εννοούμε και επακριβώς, αντικειμενικά. Και εδώ μας περιμένουν πάντα οι εκπλήξεις των εκλάμψεων, ο εκθαμβωτικός ρεαλισμός τους: «Αυτό που είδα, ως λέξη και ως πράγμα, ήταν η συνέχεια» και «Τίποτε άλλο εκτός απ’ τη συνέχεια. Εμπρός για τη Συνέχεια!» Και λίγο πιο κάτω μιλά για την «εικονοπλαστική δύναμη» των τοπωνυμίων και «τα σιωπηλά κοπάδια των εικόνων» τους: «αποδείξεις ύπαρξης, αν όχι χάριτος». Και όλα αυτά που μας φανερώνονται χωρίς εμείς να επεμβαίνουμε, η «έκφανσή» τους, είναι τα πιο πολύτιμα: «Η έκφανση είναι δι’ εαυτήν και αφ’ εαυτής ύλη· είναι υλικό· πρωταρχικό υλικό, υλικό των υλικών. Και η ύλη της έκφανσης είναι ανεξερεύνητη». Και στην επόμενη σελίδα: «Χωρίς έκφανση: εγώ και το τίποτά μου». Και έτσι διαβάζουμε το κείμενο αυτό και σαν μετακείμενο, μαζί με άλλες λεπτομέρειες που παραπέμπουν σε αυτοβιογραφικές πλευρές του Χάντκε. Και, και, και: η κατάφαση του απείρου, βάδισμα εντός του και προς αυτό.
Και φυσικά το άλλο σημαντικό εδώ είναι το κεντρικό θέμα της αφήγησης, δηλαδή η εκδίκηση και το δίκαιο της μάχαιρας. Αυτό το «πραγματικό δίκαιο» πρέπει να εξοντώσει την «κακούργα» γυναίκα που με την «παλιανθρωπιά» της διέβαλε σε άρθρο εφημερίδας την «αθώα μητέρα» του αφηγητή, γράφοντας ψέματα για τη στάση της «δεκαεπτάχρονης τότε μητέρας» του προς το «Γερμανικό Ράιχ». Ο θάνατος θα είναι η τιμωρία της: «είναι ζήτημα ύψιστης δικαιοσύνης να τη σκοτώσω», μας λέει ο αμετάκλητα αποφασισμένος αφηγητής.
Το τέλος όμως της ιστορίας αυτής είναι ακόμη μια έκφανση αυτού που συμβαίνει από μόνο του, αυτού που είναι πιο εξαίσιο όταν συμβαίνει, βαίνει, διαβαίνει, περιδιαβαίνει από μόνο του, αναιρώντας έτσι το τέλος, το τελεσίδικο. Στην κακούργα αξίζει μόνο μια αυτοδίκαιη εκδίκηση ή τιμωρία: Να μην είναι πια μέρος της ιστορίας, αυτής που ζει ο αφηγητής και η οποία τον ζει. Αυτός και η αφήγησή του περιπλανήθηκαν, περιηγήθηκαν σε χώρους απρόσμενους, έξω από κάθε προκαθορισμένο ή προσδόκιμα αναδυόμενο σχήμα. Στην μοναχική αυτή περιπλάνηση (ενίοτε χωρίς στόχο: «Για ώρα δεν συνειδητοποιούσα ότι πήγαινα με τα πόδια και δεν μ’ ένοιαζε καθόλου προς ποια κατεύθυνση», ενίοτε φανταστική αλλά άρρηκτο μέρος του κόσμου του) η κακούργα τιμωρείται όχι με την ατσάλινη, αλλά με την άλλη, τη «δεύτερη μάχαιρα», no revenge today, not ever, αυτή που επιβάλλει η ίδια η περιπλάνηση, εγκαταλείπεται για να χαθεί κι αυτή και «οι όμοιοί της», που πια έτσι δεν θ’ «ανήκουν» στην ιστορία που συνεχίζεται περιπλανώμενη κι αυτή, καθώς αυτή είναι η ιδιότητα, η θέληση της περιπλανώμενης πραγματικότητας: τ’ αφήνει όλα στη θέση τους, τ’ αφήνει να βρουν μόνα τους τις εκφάνσεις τους, αυτές που αξίζουν σ’ αυτά: «Όσο βάδιζα έτσι, δεν μπορούσε να συμβεί τίποτα ούτε σ’ εμένα ούτε σ’ εκείνους τους εξίσου αόριστους που μ’ ένοιαζαν, κι ό,τι ήταν να πάθει ο ένας ή η άλλη θα εκπληρωνόταν». Δεν είναι αυτό άλλη μια ιδιότητα του πλάνητος, αν όχι να διαγράφει όσο περιπλανιέται, οπωσδήποτε να μπορεί να βγαίνει απ’ οτιδήποτε δεν περιπλανιέται, οτιδήποτε τον διαγράφει, τον περιορίζει, τον αποκλείει.
Και εδώ πρέπει τώρα, δικαίως, να αναφέρουμε κάτι που βέβαια έπρεπε να είχε γίνει στην αρχή, την εξαιρετική μετάφραση του Σπύρου Μοσκόβου, η οποία αποκαλύπτει καθώς αποσύρεται και, όπως κάθε πραγματικός διαβαδιστής, αφήνει ν’ αναδύονται με αγάπη και ευφορία αυτά που συναντά, που διαβαίνει και ερμηνεύει.