Χάρτης 8 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2019
https://www.hartismag.gr/hartis-8/metafrash/giwrgos-xoyliaras-ola-osa-oelw-na-pw-alla-poihmata-ths-linta-pastan
Ένας ζωγράφος μπορεί να πει όλα όσα θέλει με φρούτα
ή λουλούδια ή ακόμη και με σύννεφα.
Εντουάρ Μανέ
Όταν σου περνώ αυτό το μπολ
με μικρά μήλα, θέλω άραγε να πω:
να λίγες ροδαλές σφαίρες
αγάπης, ή λαγνείας – εμβληματικές
όλων εκείνων των στιγμών μετά την Εδέμ
όταν μια πρέζα του απαγορευμένου
ήταν σαν μπαχαρικό σε εκείνο το πρώτο μήλο;
Ή απλώς εννοώ: λυπάμαι,
είχα δουλειά σήμερα∙ μόνο φρούτα
υπάρχουν για επιδόρπιο.
Και όταν έκοψες το μοναδικό
άνθος από τον θάμνο που ξεθώριαζε
έξω από το παράθυρό μας,
έλεγες πως είμαι κάπως
σαν λουλούδι, ή αξίζω λουλούδια;
Έλεγες άραγε
οτιδήποτε που είχε σχέση με λουλούδια;
Ή απλώς: να το τελευταίο τριαντάφυλλο
του Νοεμβρίου, σε παρακαλώ
να το βάλεις στο νερό.
Αλλά όσο για τα σύννεφα,
όσο για αυτά τα λευκά, ηδονικά
νέφη που από πάνω μας επιπλέουν,
δεν είναι καμήλες ή μαξιλάρια
ούτε οι χιονισμένες κορυφές
βουνών που κάπως φαντάζεται κανείς.
Είναι τα καθαρά σχήματα της σιωπής,
και για τώρα, ναι.
Τα σύννεφα λένε
όλα όσα θέλω να πω.
Αν και ξέρουμε
πώς θα τελειώσει:
με λύπη και σιωπή,
συνεχίζουμε τις συνηθισμένες ημέρες μας
λες και το να βράσεις ένα αβγό
ή να τακτοποιήσεις ένα κρεβάτι
είναι πράξεις τόσο απλές
που πρέπει να αγνοηθούν
από τον θάνατο. Και ίσως
τα λίγα χρόνια που έμειναν, ο ήλιος περίβρεκτος
αλλά χωρίς μεγαλοπρεπή σκοπό,
κατά κάποιον τρόπο θα αντέξουν,
όπως αντέχει ένα πορτραίτο εραστών
ακτινοβόλο και αληθινό στον τοίχο
κάποιου άσημου ολλανδικού μουσείου,
αφού περάσει καιρός που τα ονόματα
του καλλιτέχνη και των μοντέλων
θα έχουν εξαφανιστεί.
Τηλεφωνώ και ακούω τη φωνή σου
στον αυτόματο τηλεφωνητή
εβδομάδες μετά τον θάνατό σου,
ένα αρχάριο φάντασμα που ακόμη λαχταρά
ανθρώπινα μηνύματα.
Να αφήσω ένα, λέγοντας
πώς το ύφασμα της ζωής μας
έχει και άλλοτε σκιστεί
αλλά αυτό το ξαφνικό σκίσιμο δεν
θα επιδιορθωθεί σύντομα ή εύκολα;
Στο σπίτι σου που αδειάζει, άλλοι
κάνουν ρολό τα χαλιά, πακετάρουν βιβλία,
πίνουν καφέ στο τραπέζι σου από αντικερί
και ακούνε μηνύματα που έχουν αποθηκευτεί
σε μια μηχανή στοιχειωμένη
από το μέταλλο της φωνής σου,
πιο ψηλαφητή από φωτογραφίες
ή δακτυλικά αποτυπώματα. Αυτή την πρώτη μέρα
αυτού του πρώτου φθινόπωρου χωρίς εσένα,
γεμάτη ντροπή και αντιστάσεις
αλλά υποχρεωμένη, σχηματίζω πάλι
το νούμερο που ξέρω απέξω,
ευγνωμονώντας σε έναν συρρικνωμένο κόσμο
την συμπτωματική ευσπλαχνία των μηχανών,
έπειτα ακούω και κατεβάζω το ακουστικό.
Αυτό που θέλουμε
δεν είναι ποτέ απλό.
Κινούμαστε ανάμεσα στα πράγματα
που νομίζαμε ότι θέλαμε:
ένα πρόσωπο, ένα δωμάτιο, ένα ανοιχτό βιβλίο
και τα πράγματα αυτά έχουν τα ονόματά μας –
τώρα αυτά θέλουν εμάς.
Αλλά αυτό που θέλουμε εμφανίζεται
σε όνειρα, φορώντας μεταμφιέσεις.
Πέφτουμε προς τα πίσω,
κρατώντας ανοιχτά τα χέρια
και το πρωί
τα χέρια μας πονούν.
Δεν θυμόμαστε το όνειρο,
αλλά το όνειρο θυμάται εμάς.
Είναι εκεί όλη την ημέρα
όπως είναι εκεί ένα ζώο
κάτω από το τραπέζι,
όπως τα άστρα είναι εκεί
ακόμα και στον ήλιο.
Ίσως σκοπός
των φύλλων είναι να κρύβουν
το κατακόρυφο
των δέντρων
που προσέχουμε
τον Δεκέμβριο
λες και για πρώτη φορά:
κατά σειρά
σκοτεινές μορφές
που ικετεύουν προς τα πάνω.
Και καθώς θα είμαστε
οριζόντιοι εμείς
για πολύ καιρό,
ας τιμήσουμε τώρα
τους θεούς
του κατακόρυφου:
στελέχη από σιτάρι
που στο μυρμήγκι
πρέπει να φαίνονται ψηλά
όσα αυτά τα δέντρα σε εμάς,
αποθήκες σιτηρών και
τηλεφωνικοί στύλοι,
σταλαγμίτες
και ουρανοξύστες,
αλλά κυρίως
αυτές οι βελανιδιές του χειμώνα,
αυτές οι μαλακές λεύκες,
αυτή η σημύδα
που ο φλοιός της μοιάζει
με τραχύ δέρμα
που πάνω του γέρνω
το παγωμένο κεφάλι μου,
όχι έτοιμη
να ξαπλώσω κάτω.
έχοντας διαβάσει Ρίλκε
Κανείς άγγελος δεν μου μιλά.
Και αν και ο αέρας
παίζει με τα ξερά φύλλα
λες και πρόκειται για νότες
μουσικής, δεν ακούω ούτε μία λέξη.
Ωστόσο, στήνω αφτί. Ψάχνω
τα φτερωτά σχήματα που έχουν τα σύννεφα
ελπίζοντας να βρω την καμπύλη μιας φτερούγας.
Και κάποιες φορές, όταν ο θόρυβος
του κόσμου ησυχάζει έστω για μια στιγμή
μια μικρή φωνή διαπερνά,
που με μαλώνει. Η μουσική
έχει δική της γλώσσα, λέει.
Κατά μήκος των αδιάφορων διαδρόμων
του σύμπαντος, μπορεί να κρύβονται άγγελοι.
Υπάρχει πάντοτε μια ιστορία
που κανείς δεν κάνει τον κόπο να πει:
ο νεότερος γιος ενός νεότερου γιου,
σχεδόν ούτε καν μνηστήρας, κάθεται
στην αιχμηρή άκρη του τραπεζιού
μεταξύ ανδρών που θορυβούν, χωρίς να πεινά
παρά μόνο για μια ματιά της Πηνελόπης,
μιας σπαταλημένης γυναίκας, νομίζει –
αυτά τα ωχρά μπράτσα, αυτά τα μαλλιά
ένας ιστός που θα μπορούσε να πλέξει
γύρω από το δικό της κεφάλι.
Κάποτε προσπαθεί να πιάσει κουβέντα
με τον γιο που τον κοιτάζει με απορία
αλλά δεν απαντά.
Πώς μπορούσε να φύγει ο Οδυσσέας;
αναρωτιέται, αλλά είναι ευγνώμων
για την ευκαιρία να παριστάνει
πως εκείνη ίσως τον διαλέξει.
Σχεδόν ξέρει πως θα υπάρξει κακό τέλος,
αν και το δικό του ένας μικρός παραπόταμος
σε εκείνη τη χωρίς φραγμούς θάλασσα
σπαταλημένου αίματος.
Η Λίντα Πάσταν (Linda Pastan, Μπρονξ 1932) υπήρξε «δαφνοστεφής» ποιήτρια της πολιτείας του Μέριλαντ (1991-1995). Τελειώνοντας το Κολέγιο Ράντκλιφ, είχε κερδίσει το βραβείο ποίησης του περιοδικού Mademoiselle Mademoiselle, με συνυποψήφια τη Σύλβια Πλαθ. Στην ποίηση επέστρεψε έπειτα από δέκα χρόνια, έχοντας προηγουμένως αφοσιωθεί στα παιδιά και την οικογένειά της. Οι τίτλοι στα αγγλικά των ποιημάτων που μεταφράζονται: All I Want to Say, 50 Years, What We Want, The Answering Machine, Vertical, Muse, The Suitor.