Χάρτης 8 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2019
https://www.hartismag.gr/hartis-8/biblia/hmerologio-anagnwshs-me-aformh-ena-parko
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Πάρκο, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2019
*
1/
Καλοκαίρι με την Μόνικα. Πρώτο μου θερινό για φέτος –τέλη Μαΐου ήδη– το Καλοκαίρι με την Μόνικα, ταινία του 1953, αρυτίδωτη και δροσερή σαν τα κρύα τα νερά· δυo εραστές ξεμακραίνουν από την πόλη, ο έρωτας τσακίζει κάθε νόρμα για όσο διαρκεί ένα καλοκαίρι, κατόπιν κρημνίζεται με την αναγκαστική επιστροφή στη ζωή εν πρωτευούση. Βγαίνοντας από την «Αθηναία» –όπου ενδεχομένως ποτέ δεν «μπήκα» ακριβώς, διότι πρόκειται για θερινό κινηματογράφο, και οι θερινοί είναι οριακές ζώνες του «έξω» και του «μέσα»– ένιωσα ευτυχής που είχα δει την ταινία αυτή ξανά, για μια μάλιστα στιγμή ένιωσα όπως όταν ξαφνικά μάς συνεπαίρνουν τα βεγγαλικά και δεν ρωτάμε ποιοι ή πού τα ρίχνουν· διότι το ξέρουμε πως κανείς μας δεν εμμένει σε καταστάσεις έξαρσης ή μέθης, και πως γι᾽ αυτό απομένει να τις τιμάμε όταν φανερώνονται, έστω μακριά μας πολύ στον χώρο ή στον χρόνο, ασπρόμαυρες ή έγχρωμες, δικές μας ή των άλλων. Στο ύψος της οδού Πρασσά ο ενθουσιασμός είχε σβήσει· το σκληρό φινάλε της ταινίας άνοιγε μπρος μου βήμα βήμα το έλος της μελαγχολίας, ήταν ώρα να λοξοδρομήσω προς το ποτοσχολαστήριο «Ο Ξένος», αλλά όχι αμέσως, επιτόπου πέρασα στο σημειωματάριό μου τη στιγμή εκείνη, ένα μάγμα και σταυροδρόμι μεταβλητών διαθέσεων που γίνονται τώρα οι πρώτες μου γραμμές για το Πάρκο του Γιώργου-΄Ικαρου Μπαμπασάκη, το βιβλίο που διατείνεται –με τη διαύγεια διαρκείας της νηφαλίου μέθης και συνάμα τη φόρα της πιο δόκιμης μεθυστικής μέθης– πως ο χρόνος είναι καταφανώς αδυσώπητος, διαθέτει ωστόσο μιαν απόκρυφη πλαστικότητα, χάρη στην οποία μπορούμε να τον μετασχηματίζουμε και να τον κάνουμε κάτι περισσότερο από αναμνήσεις καταγραμμένες και εντυπώσεις, πιθανόν κάτι πέρα από την τόσο συμβατική διάκριση σε λογοτεχνία και ζωή.
2/
Αυτοβιολογία. Εκ πρώτης το Πάρκο
είναι ένα βιβλίο-χρονικό για τα σαράντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση έως το 2014· κατά βάθος είναι ένα βιβλίο για τον μετασχηματισμό της καθημερινής ζωής, και αφορά τις κρυφές δυνατότητες της ζωής και της γραφής. Στην καρδιά του βρίσκεται μια συλλογή από πεπτωκότα και πτερόεντα δευτερόλεπτα περασμένων δεκαετιών, τα οποία αρνούνται τη συντριβή και τον χαμό τους, καθώς ευθαρσώς διεκδικούν και πετυχαίνουν την αναβίωσή τους σε προτάσεις, παραγράφους και νέες καταστάσεις. Το Πάρκο είναι ένα καλοκαμωμένο ψηφιδωτό και μέρος του πολυετούς εγχειρήματος αυτοβιολογίας και αυτομυθοπλασίας του ΓΙΜ που απλώνεται σε πολλά βιβλία: από τις νεανικές Κόκκινες νύχτες (1985) και το Harmolypi’s Blues (2003) ως τον πιο πρόσφατο Διασυρμό (2012), με πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς, ο ΓΙΜ συνυφαίνει γραφή και ζωή. Από την άποψη αυτή, το Πάρκο είναι μέρος της μυχιοθήκης –για να το πούμε με την ωραία λέξη του Νίκου Καρούζου– του συγγραφέα, μάλιστα μία από τις πιο κρίσιμες, όμορφες και ώριμες κυψέλες της, συνάμα μοναδικό δείγμα στη νεοελληνική λογοτεχνία καταστασιακής πραγμάτευσης –κοσμοθεωρητικά και συγγραφικά– της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας που αποκαλούμε Μεταπολίτευση.
3/
Μυχιοθήκη. Το Πάρκο συστήνεται ως βιβλίο συμβάντων, αναμνήσεων και καταστάσεων από το 1974 έως το 2014. Να όμως το παράδοξο: σκοπίμως απουσιάζουν όλα τα κρίσιμα και σπουδαία γεγονότα της Μεταπολίτευσης, όσα αποκαλούμε συνήθως «ιστορικά ορόσημα», αυτά που θα περίμενε ο ιστορικός του μέλλοντος να βρει σε ένα βιβλίο που ασχολείται με τη Μεταπολίτευση. Ο αφηγητής του Πάρκου κάνει κάτι πολύ διαφορετικό. Αυτοπροσδιορίζεται ως «αλάνης του χρόνου», «ρακοσυλλέκτης στιγμών», «μανιακός των αναμνήσεων», «σαβουρογάμης αναμνήσεων», και ό,τι μαζεύει δεν είναι παρά η ιλύς της πρόσφατης Ιστορίας, στιγμιότυπα και σκλήθρες της καθημερινότητας που ξεφεύγουν από τις διόπτρες των επαγγελματιών ιστορικών, ψήγματα βίου και σπινθήρες πνεύματος που κανονικά σβήνουν άμα τη γενέσει τους μες στον όλεθρο του χρόνου. Ο αφηγητής του Πάρκου (ο Οδυσσέας Γεωργίου/ΓΙΜ) είναι τεχνίτης γραφιάς επίμονος, ένας εντομολόγος αλλόκοτος που αναζητεί εφημερόπτερα και αιφνίδιες τροπές της ύπαρξης. Ασκαρδαμυκτί συλλέγει θραύσματα σκόρπια που φαινομενικά δεν έχουν αξία καμιά και τα αποθέτει με τρόπους νέους στο μουσείο στιγμών που είναι η μυχιοθήκη του.
4/
Η ιστορία που δεν καταγράφουν οι ιστορικοί. Ένα παράδειγμα: ο Οδυσσέας Γεωργίου/ΓΙΜ γράφει για το βράδυ των εκλογών του 1981, όμως δεν μας μεταφέρει καμία πληροφορία για το αποτέλεσμα, ούτε ξοδεύει έστω μία λέξη για κόμματα και πολιτικές διεργασίες της εποχής, δεκάρα δεν δίνει γι᾽ αυτά, ούτε για το πανάθλιο διακύβευμα μιας εκλογικής διαδικασίας· στον αντίποδα ακριβώς κρατά μόνον και σώζει (μάλλον: διασώζει!) την «ευγενή μελαγχολία» που είδε στα μάτια του Παύλου Σιδηρόπουλου, όταν τη νύχτα των εκλογών έπεσε τυχαία επάνω του σε κάποια γωνιά της Αθήνας. Τέτοια αιφνίδια συμβάντα εμψυχώνουν το Πάρκο, στιγμές εν θερμώ ρουφηγμένες, νηφάλιες κουβέντες κι άλλες της μέθης, λεπτά βιώματα που συγκροτούν μια ιστορία για την καταγραφή της οποίας δεν διαθέτουμε «επιστημονικά» εργαλεία, κι όμως ο αναγνώστης υποψιάζεται πως εδώ ακριβώς –στα ποτοσχολαστήρια και σε γωνιές της νύκτιας Αθήνας– προέκυψαν παιγνιωδώς και τυχαίως ζυμώσεις, κοχλάσματα κι ανακατώματα, όσα κρυσταλλώθηκαν αργότερα στο ένα ή το άλλο αποτέλεσμα ή τέλμα που θεωρούμε «ιστορικό γεγονός» ή πνευματικό επίτευγμα. Κι ίσως έχει δίκιο ο αναγνώστης να υποψιάζεται κάτι ακόμα, πως το μάγμα εκείνο κινείται πάντα.
5/
Δημιουργία. Ο ρακοσυλλέκτης των στιγμών δεν καταγράφει μόνον, δεν συλλέγει απλώς – μάλλον δημιουργεί νόημα. Οι «κατακόμβες της επίσημης πραγματικότητας», όπου καταδύεται ο αφηγητής του Πάρκου, είναι και «παιγνιότοποι», τόποι όπου δημιουργούνται σημασίες. Πώς γεννιέται μια σημασία, τι είναι μια σημασία; Ο Προυστ λέει κάπου ότι η σημασία είναι ό,τι αφήνουν τα μάτια μας στα πράγματα. Και το γνωρίζουμε πια πως η σημασία προκύπτει εν πολλοίς από την κουλτούρα και το βίωμα. Ίσως οι πιο φευγαλέες στιγμές, αυτές οι σκλήθρες της καθημερινότητας να είναι κρυφές γεννήσεις. Αυτή η γνώση μοιάζει να κινεί τον Οδυσσέα Γεωργίου/ΓΙΜ: γιατί άλλο δεν κάνει, όπως του λέει κάποιος συνοιδοιπόρος, από το να επινοεί «...μια Στρατιά Αναμνήσεων, μια Μυθολογία Πριβέ, ένα πελώριο Ονειροδρόμιο Ιδιωτικής Χρήσεως, σχεδόν μια δική [του] γλώσσα».
6/
Nothing perishes that we cannot usefully lose. Διαβάζοντας το Πάρκο θυμήθηκα μια κουβέντα του Kenneth Patchen που αγαπώ πολύ: «Τίποτα δεν αφανίζεται που να μην μπορούμε να χάσουμε με τρόπο παραγωγικό». Το πιο εκπληκτικό στις λέξεις μας είναι η ικανότητα να λειτουργούν ως άγκυρες και αγκίστρια που έλκουν καταστάσεις από τα πράγματα που έχουμε χάσει. Για να γλιτώσει από το «δόκανο της φθοράς» ο Οδυσσέας Γεωργίου/ΓΙΜ φέρνει βόλτες στο «αλώνι της γλώσσας», γνωρίζοντας πως ό,τι δεν είναι δυνατό (πια) να σταθεί μες στην καθημερινότητα που ρέει ανηλεώς είναι εκ νέου δυνατό μέσα από συσχετισμούς ονομάτων και φράσεων του παρελθόντος και του παρόντος. Κι έτσι παίζει ευθαρσώς και αυθορμήτως με ονομασίες πόλεων και δρόμων, περιοδικών και ξενοδοχείων, φίλων και γνωστών, μπαρ και συγγραφέων· και οι τίτλοι τραγουδιών, ποιημάτων και βιβλίων συνδυάζονται και ξαναζούν μέσα στις αναβιωμένες μνήμες. Το Πάρκο είναι μια χρονομηχανή από λέξεις. Αυτήν την εσωτερική διάσταση υποψιάστηκαν κάποιοι Λεττριστές ή Γραμματιστές (κατά την απόδοση του Νάνου Βαλαωρίτη) και Καταστασιακοί, πως οι λέξεις διατηρούν κάτι από τη μαγικοθρησκευτική τους προέλευση.
7/
Εαυτοσκοπία. Η μυχιοθήκη του Οδυσσέα Γεωργίου/ΓΙΜ είναι κάτι ακόμη – μια εκτεταμένη άσκηση εσωγραφίας και εαυτοσκοπίας, όπου εαυτοσκοπία θα πει: να ανακαλύπτεις και να περιθάλπεις τις «φίλιες δυνάμεις, εντός. Πιο απλά: δεν τσακωνόμαστε με τον εαυτό μας». Καλό μάθημα, κι αυτό.
8/
Enfant perdu.
«Βρισκόμαστε ανάμεσα σε δύο κόσμους: έναν που δεν υπάρχει. Και έναν που δεν αποδεχόμαστε», έγραψε ο Ραούλ Βανεγκέμ. Το να πέφτεις ανάμεσα σε εκδοχές της ύπαρξης και να μη χωράς στις καθεστηκυΐες κατηγορίες –ταξικές, καλλιτεχνικές, κοσμοθεωρητικές– είναι βίωμα ισχυρό, εμπειρία πολύτιμη και προϋπόθεση για τη δημιουργία. Ο Οδυσσέας Γεωργίου/ΓΙΜ επανέρχεται συχνά πυκνά στην κατάσταση της μετεωρικής ύπαρξης, κι εδώ βρίσκεται ένας ακόμη σύνδεσμος με τους Καταστασιακούς, και ειδικότερα με τον Γκυ Ντεμπόρ. Στην Κριτική του διαχωρισμού
(Critique de la séparation, 1961), ένα αντι-φιλμ μελαγχολικό όσο και ανατρεπτικό, πιο επίκαιρο σήμερα από ποτέ, ο Ντεμπόρ χρησιμοποιεί τον παλιό στατιωτικό όρο Enfant perdu: κυριολεκτικά θα πει το «χαμένο παιδί», αλλά σημαίνει την προκεχωρημένη στρατιωτική μονάδα που αναλαμβάνει μια αποστολή με ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας. Enfant perdu είναι η «απεγνωσμένη προσπάθεια», αυτό που ονοάζουν οι Άγγλοι: forlorn hope. Και είναι το μοτίβο του Enfant perdu που εξηγεί την αγάπη του ΓΙΜ για τους γουέστερν τύπους και την Άγρια Συμμορία του Πέκινπα, ή εκείνην για διάσπαρτους σαμουράι του Ελληνισμού (όπως υπήρξε ο ανεπίγνωστος καταστασιακός Κωνσταντίνος Σιμωνίδης), εν ενί λόγω για μορφές της πρωτοπορίας που στάθηκαν περήφανοι στα σταυροδρόμια προτού χαθούν για πάντα. Γι’ αυτό και στο Πάρκο συναντάμε μείζονες ελάσσονες, όπως είναι ο ποιητής Γιώργος Μακρής – μορφές ακατάτακτες και μονάδες προκεχωρημένες, ιχνηλάτες που έχασαν τον δρόμο τους, για τους οποίους είναι «πάντα πολύ αργά και πάντα πολύ νωρίς», όπως γράφει εις εαυτόν ο Οδυσσέας Γεωργίου, μία ακόμη σαρκωμένη ατοπότητα, κι αυτός ανάμεσα στις παρέες και στους παρίες, ένα εκκρεμές ανθρώπινο και μαζί καλειδοσκόπιο.
9/
Σινιάλα στα σταυροδρόμια. Ξέρουμε από τα πρώτα πλάνα της ντεμπορικής Κριτικής του διαχωρισμού πως η συνάντηση μπορεί να μη γίνει, να μείνει ανολοκλήρωτη, ή να αποδειχθεί μάταιη εξαρχής. Μας αρκεί που υφίσταται ως δυνατότητα. Είναι ο λόγος που στις πόλεις οι διασταυρώσεις έχουν πάντα ενδιαφέρον, κάποτε περισσότερο κι από τους δρόμους. Στα σταυροδρόμια η μοναξιά του σαμουράι/γουέστερν τύπου δημιουργεί τις προϋποθέσεις της απρόβλεπτης συνάντησης, κι εκεί θραύεται για λίγο έστω η απρόσκοπτη ανακύκλωση της καθημερινής ζωής· και τι άλλο είναι η ανακύκλωση παρά το αντίθετο της συνάντησης, που είναι μια τομή και νέα αρχή; «Κάποιες συναντήσεις», λέει ο Ντεμπόρ, «είναι σαν σινιάλα που έρχονται από μια πιο έντονη ζωή, την οποία, ωστόσο, δεν έχουμε ακόμη βρει». Δεν είναι το σινιάλο αποσπασματικό και εφήμερο, και μήπως δεν ενέχει γι’ αυτό ακριβώς την υπόσχεση του πιο τολμηρού παιχνιδιού, ακόμη κι ενός σταματήματος της Ιστορίας;
10/
Η δύναμη του θραύσματος. Το Πάρκο παίζει διαρκώς με την αναδιάταξη της μνημονικής ιλύος. Ολοένα υπονομεύει το γραμμικό ξετύλιγμα των συμβάντων, ταράζει το καθίζημα και τις φυσικές συσσωματώσεις του, αρνείται την υποτιθέμενη φυσική σειρά των καταστάσεων, γιατί τι θα πει «τότε» και τι θα πει «τώρα», είναι τεχνητές διακρίσεις αυτές, και δεν είμαστε διόλου υποχρεωμένοι να σηκώσουμε το βάρος της τύρβης. Στο «Πάρκο» η τεχνική του κολάζ και του μοντάζ, ο συνειρμός και οι συνηχήσεις αναδεικνύουν το θραύσμα και το τεμάχιο, τη σκλήθρα και το φραγκμέντο. Η αποσπασματική γραφή απελευθερώνει μια ζωτικότητα που κατάγεται από τους Προσωκρατικούς· το γήρας τής είναι ξένο. Διόλου τυχαία, η διάταξη των παραγράφων σε όλα τα βιβλία του ΓΙΜ υπηρετεί το ανακάτεμα του χρόνου, και η γραφή του συμμορφώνεται με τεχνικές της αντι-πολεοδομίας και της ψυχογεωγραφίας που στοχεύουν στην αλλοίωση της καθημερινής εμπειρίας της πόλης, τεχνικές πολύ απλές και γι᾽ αυτό διαρκώς δυνατές. Πάντα νέο και σφριγηλό το απόσπασμα ανοίγει δυνατότητες ολοένα, και μια νέα αντίληψη της Ιστορίας, διότι το παιχνίδι με τη γλώσσα φτιάχνει συνάψεις και συνδέσεις μες στον χρόνο, συντομεύσεις και γέφυρες. Γράφει ο Ντεμπόρ: «Η δημιουργία δεν συνίσταται στη διάταξη αντικειμένων και μορφών, αλλά στην εφεύρεση νέων νόμων που διέπουν τη διάταξή τους», είναι μια εξέγερση στην αναγκαιότητα του ιστορικού χρόνου και η διάνοιξη του Βορειοδυτικού Περάσματος.
11/
Βορειοδυτικό πέρασμα. Ο Οδυσσέας Γεωργίου/ΓΙΜ σαν να βγάζει τη γλώσσα στην αναγκαιότητα του ιστορικού χρόνου, σε αυτήν την Ανάγκη που συνιστά η παρουσία μας μέσα στον κόσμο, ας πούμε (λέει ο Ντεμπόρ) ότι δεν μπορείς να είσαι συγχρόνως στο βουνό και στη θάλασσα, τύφλα στο μεθύσι και να διαβάζεις Χέγκελ, με μια ερωμένη τωρινή και μια ερωμένη παλαιά, μέσα και έξω – απαράδεκτο! Το μυθικό «Βορειοδυτικό Πέρασμα» οδηγεί στην αληθινή ζωή παρά τον κατακερματισμό του χρόνου και τις τμήσεις της Ιστορίας, και είναι αυτό που αναζητούσε ο φλανέρ του Ντε Κουίνσι και αργότερα ο Ντεμπόρ (“nous cherchons notre passage”), μόνο που το πέρασμα αυτό δεν φαίνεται να υπάρχει με τον τρόπο των αρχαιολόγων, δεν μας περιμένει να το ανακαλύψουμε στις κατακόμβες των πόλεων, μάλλον οφείλουμε να το ανοίγουμε εμείς ολοένα και να το συντηρούμε με λέξεις και μνήμες. Κι όποιος εισέλθει στο Βορειοδυτικό Πέρασμα καταφέρνει μια χαρά να είναι συνάμα στο βουνό και στη θάλασσα, με μια ερωμένη τωρινή και μια ερωμένη παλαιά, τύφλα στο μεθύσι και να διαβάζει Χέγκελ.
12/
Στα όπλα! Γνωρίζουμε καλά από τον Λεφέβρ και τον Ντεμπόρ πως «ο άνθρωπος που βιώνει την καθημερινότητα είναι προϊόν μιας Ιστορίας που δεν την ελέγχει». Η κατευθυνόμενη κατανάλωση, η κοινωνία του θέαματος, η εξάρτηση από την εγχρήματη οικονομία και την εργαλειακή διάταξη του χρόνου, το σκόρπισμα του εαυτού και η ρευστότητα αφήνουν λίγα περιθώρια για αυτοκαθορισμό. «Δεν έχουμε βρει τα όπλα που χρειαζόμαστε», ακούμε τον Ντεμπόρ να λέει στην Κριτική του Διαχωρισμού. Πώς να αντιμετωπίσουμε τον μερισμό και τον απομερισμό γλώσσας και βιώματος, προσώπου και χώρου, παρελθόντος και παρόντος; Κι όμως, μοιάζει να μας λέει ο αφηγητής του Πάρκου, είμαστε πάνοπλοι. Tα πιο σπουδαία όπλα είναι τόσο απλά ώστε δεν βλέπουμε καν πως τα έχουμε, αρκεί ένα σημειωματάριο, μια φωτογραφική μηχανή, μια περιπλάνηση/dérive, και επέρχεται μια αλχημική αλλαγή αδιανόητη, χώρος γεννιέται από τον πιο χαμένο χρόνο.
13/
Dérive. Σε ένα από τα τελευταία κείμενα του Zygmunt Bauman διαβάζει κανείς για τη γενιά Υ, τα παιδιά που έχουν γεννηθεί στα 1980-2000, μια γενιά που βιώνει στο πετσί της τη ρευστή νεωτερικότητα, δηλαδή: τη «μόνιμη προσωρινότητα μαζί με την ασαφή προοπτική μιας επαναδιαπραγμάτευσης», κοινώς τη γενικευμένη εφημερία. Όπως τα παλαιότερα βιβλία του ΓΙΜ, το Πάρκο αποκτά ιδιαίτερη σημασία από την άποψη της τόσο ρευστής τωρινής συγκυρίας. Με συνέπεια προτείνει τρόπους για τη δημιουργική κατεύθυνση και μετάπλαση της ρευστότητας, μια υπενθύμιση καλή πως το βίωμα παρέρχεται αδυσώπητο και πως μας αποδεκατίζει η ζωή, οπωσδήποτε, κι όμως πως με τις πιο στοιχειώδεις κινήσεις τη δαμάζουμε πότε πότε, καθώς εκείνη ξεγλιστρά, και την πλάθουμε ελεύθερα, έστω για λίγο και μέσα στις λέξεις που γίνονται σινιάλα.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Πάρκο του Γιώργου - Ίκαρου Μπαμπασάκη