Χάρτης 39 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-39/afierwma/poiisi-os-ekpliksi-kai-apolaisi
Στη μορφή του Τζον Άσμπερι σημειώνεται ένα «παράδοξο». Ο με διαφορά πιο αναγνωρίσιμος ποιητής στη Αμερική του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα είναι ένας ποιητής που μας καλεί ο ίδιος να μην μένουμε πιστοί στον λογικό μας ειρμό, όταν έχουμε να κάνουμε με την ποίησή του. Tην ίδια εποχή με τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, τη γενιά των beat και το ξεκίνημα του rock n’ roll, ο ίδιος ήταν λευκός προτεστάντης με εντελώς «τακτοποιημένη» προσωπική ζωή (με σταθερή σχέση με τον σύντροφό του επί δεκαετίες), καθόλου «επαναστατημένος» ή προκλητικός – έξω από τα όρια της γλώσσας. Με ποιητικές συλλογές που κέρδισαν όλα τα σημαντικά βραβεία (μεταξύ των οποίων το Πούλιτζερ, το National Book Award και το National Book Critics Circle Award), με αναγνώστες-λάτρεις της δουλειάς του και με τους κριτικούς, όπως ο Χάρολντ Μπλουμ, να τον θεωρούν επίγονο του Ουόλτ Ουίτμαν και του Ουάλας Στίβενς, να τον εντάσσουν στον Κανόνα και να αναγορεύουν την Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο (Self-portrait in a Convex Mirror, 1975) ως «την Έρημη Χώρα της μεταμοντέρνας ποίησης» – χαρακτηρισμό ίσως όχι πολύ ακριβή ως προς το δεύτερο σκέλος του.
Ο Άσμπερι μεγάλωσε ως απομονωμένο και όχι πολύ εκδηλωτικό παιδί σ’ ένα αγρόκτημα του Ρότσεστερ της Ν. Υόρκης, φέροντας το τραύμα του θανάτου του μικρότερου αδελφού του. Εμφανίστηκε στην ποίηση ταυτόχρονα με την ακμή του μεταπολεμικού μοντερνισμού στην Ευρώπη και την Αμερική, χωρίς να είναι σαφές σε ποιο βαθμό είχε από την αρχή συναίσθηση αυτού του γεγονότος. Όταν βγάζει το πρώτο του βιβλίο, τη δεκαετία του ’50, έχει ήδη γνωρίσει στο Χάρβαρντ τον Κένεθ Κοκ και τον Φρανκ Ο’Χάρα. Στη Ν. Υόρκη ανθεί ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός των Τζάκσον Πόλοκ, Μαρκ Ρόθκο, Βίλεμ Ντε Κούνινγκ, Τζάσπερ Τζονς, Λάρι Ρίβερς, Λι Κράσνερ, κ.ά. Στο Κολέγιο Black Mountain της Β. Καρολίνας ο Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ, μαθητής του μετανάστη-ζωγράφου του Μπαουχάους Γιόζεφ Άλμπερς, εκθέτει τα τελείως Λευκά έργα του, ενώ ο Τζον Κέιτζ «ηχογραφεί» τη σιωπηλή σύνθεση 4΄33΄΄ (1952). Την ίδια εποχή δημιουργείται η ομάδα των Black Mountain Poets, γύρω από τους Ρόμπερτ Κρίλι, Τσαρλς Όλσον και αργότερα τη Ντενίζ Λέβερτοφ, στην οποία συμμετέχει ο Ρόμπερτ Ντάνκαν ως συνδετικός κρίκος με την Αναγέννηση του Μπέρκλεϊ των Κένεθ Ρέξροθ και Τζακ Σπάισερ. Μεταξύ 1948-1956 ο Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς δημοσιεύει σε πέντε τόμους το ποίημα Paterson, ο Φρανκ Ο’Χάρα βραβεύεται στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν για το A Byzantine Place - 50 Poems and a Noh Play και ο Άλεν Γκίνσμπεργκ απαγγέλλει το πολιτικοποιημένο Howl (Ουρλιαχτό) στο Σαν Φρανσίσκο. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, η ποίηση στην Ευρώπη ανανεώνεται από ποιητές όπως ο Πάουλ Τσέλαν, ο Ερνστ Γιάντλ, ο Φρανσίς Πονζ ή ο Υβ Μπονφουά, ενώ παράλληλα, στη Γαλλία εμφανίζεται το «Εργαστήρι Δυνητικής Λογοτεχνίας»/OuLiPo, των Φρανουσά Λε Λυοναί, Ρεϊμόν Κενό, Ζορζ Περέκ, κ.ά. Παράλληλα, με τη δράση «Κοντσέρτο», το 1962, στο Βισμπάντεν όπου οι μουσικοί καταστρέφουν εξ ολοκλήρου μπροστά στο κοινό ένα πιάνο, ενεργοποιείται το κίνημα fluxus ως «παραγωγός εικοκλαστικών πράξεων, ποιητικών κινήσεων, φεστιβαλικών εκδηλώσεων που απευθύνονται στο ασήμαντο», σύμφωνα με έναν από τους εκπροσώπους του, τον Μισέλ Κολέ – μια επόμενη περφόμανς είναι «Ο αρχηγός» του Γιόζεφ Μπόις στην Κοπεγχάγη το 1963, με τον καλλιτέχνη να παραμένει τυλιγμένος μέσα σ’ έναν καμβά έξι μέτρων.
Σ’ έναν καλλιτεχνικό κόσμο που ξαναβρίσκει με πιο ριζοσπαστικό τρόπο τη σύνδεσή του με τις πρωτοπορίες των αρχών του αιώνα (σουρεαλισμός, εξπρεσιονισμός, κυβισμός, ντανταϊσμός, εικονισμός και «αντικειμενισμός» στην ποίηση, εσωτερικός μονόλογος στην πεζογραφία), ο Άσμπερι εκδίδει την ποιητική συλλογή Μερικά δέντρα (Some Trees), το 1956, που επαινεί ο Όντεν, και την επόμενη συλλογή Ο όρκος του γηπέδου του τένις (The Tennis Court Oath), το 1962, που αποτελείται από στίχους «χωρίς λογική, αίσθηση, χωρίς καν προτάσεις», αν λάβουμε υπόψη μας τον κριτικό Τζον Σάιμον.
Με τα πρώτα έργα του ο Άσμπερι προσπαθεί όντως ν’ αποσυνδέσει την ποίησή του από τη λογική αιτιότητα, ασκούμενος στη διαδοχή των λέξεων και της μουσικής τους, έστω κι αν δεν κατανοούμε πλήρως τη λογική τους συνάφεια. Κάνοντάς το, φιλοδοξεί να ενσωματώσει στο ποιητικό σώμα φαινομενικά ασύνδετα ή ακατανόητα γεγονότα, με τον ρυθμό που γίνονται μέρος της εσωτερικής εμπειρίας: «Η ποίησή μου μιμείται ή αναπαράγει τον τρόπο που με βρίσκει η γνώση ή η συνείδηση, που είναι ο έμμεσος τρόπος της προσαρμογής και των διαδοχικών εκκινήσεων. Δεν νομίζω ότι η ποίηση η οργανωμένη με τακτοποιημένο τρόπο θα μπορούσε να αντανακλά αυτή την πραγματικότητα», εξομολογείται σε μια συνέντευξη στους Times του Λονδίνου (πρβλ. «Στη σύγχρονη τέχνη δεν βλέπουμε τον κόσμο αλλά τον ίδιο μας τον εαυτό την ώρα που βλέπει τον κόσμο». Πόλυ Κασδά, Το συνειδητό μάτι, Αιγόκερως 1988).
Οι λεκτικές αλληλουχίες του δεν αποτελούνται από λέξεις-σύμβολα όπως λ.χ. συμβαίνει στους σουρεαλιστές (Ελπήνωρ, Άρτεμις, ασπάλαθοι, ανεμώνες, κλειδοκύμβαλα, κλπ.) αλλά είναι, τις περισσότερες φορές, πραγματοκεντρικές (θα λέγαμε, αντικειμενότροπες). Περιλαμβάνουν λέξεις ή φράσεις με σαφή, καθόλου αλληγορική, σημασία, τις οποίες ο ποιητής μεταχειρίζεται ως «πράγματα», προκαλώντας έκπληξη ή αμηχανία με την αντιπαράθεσή τους.
Έχοντας ορίσει τα παραπάνω, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι η ποίησή του είναι, ως έναν βαθμό, αμετάφραστη: εάν ένα μέρος της μαγείας της ανήκει στα φωνήεντα, στα σύμφωνα και στους ήχους των λέξεων, τι συμβαίνει μ’ αυτούς όταν μεταφέρονται σ’ ένα εξ’ ολοκλήρου διαφορετικό γλωσσικό πλαίσιο, με άλλα σύμβολα και άλλους ήχους, σε μια λίγο ως πολύ νοηματική μεταφορά; Για τον λόγο αυτό, θα μιλήσω για τα ποιήματα που θα παρουσιάσω στη συνέχεια παραθέτοντας το αγγλικό πρωτότυπο μαζί με τα αδέξια, κατ’ ανάγκην, μεταφράσματά μου– που δεν καταφέρνουν να αποδώσουν τη ρυθμική δομή μονοσύλλαβων ή δισύλλαβων λέξεων στα αγγλικά όπως dam, shuttle, dung, broke, κλπ.
Στο ποίημα που ακολουθεί, από τη συλλογή Chinese Whispers (Λαθρακρόαση ή Σπασμένο Τηλέφωνο) του 2002, ο 75χρονος εδώ ποιητής επιχειρεί έναν απολογισμό της ζωής του μέσα από ένα μοντάζ ασύνδετων εικόνων, γεγονότων και σκέψεων – και τελικά τα καταφέρνει. Στην αρχή του ποιήματος δηλώνεται πως δεν είναι το υποκείμενο που προχωρεί μέσα στο χρόνο, αλλά ότι υποκείμενο και χρόνος «κολυμπούν μαζί» («τα ψάρια και η λίμνη κολύμπησαν μαζί, γρήγορα βαρέθηκαν»). Για πόσα πράγματα μπορεί να είμαστε βέβαιοι; – για πολύ λίγα (για το κεχριμπάρι, τη βανίλια, για το ότι έχει «ήπιο» καιρό – αλλά τι σημαίνει αυτό;) Η φυγή από τη δύσκολη ζωή μιας υπαίθρου που τον «έφτιαξε και τον τσάκισε» τέσσερις φορές στη ζωή του, άξιζε τον κόπο, τελικά όμως κοιτάζοντας προς τα πίσω, «όλα ήταν μια χαρά» – κι αυτό μέσα από μια ποιητική αφήγηση που ίσως έχει συντεθεί από τον ψίθυρο του ενός στο αυτί του άλλου, κοκ., σαν σπασμένο τηλέφωνο, ξεφεύγοντας από την αφετηρία του ποιητή.
How old? The fish and the lake
swam around together, easily bored.
The belly of a courtier leans forth.
It is mild weather. Just so much we know.
So much we know and cannot have it
in our little hands. The mouse goes to bed.
A neighbor is placing his false teeth
in a glass of water. You say, not like this,
like this, but too much wells up –
the patient outline of the maples’ faces,
the brook that run too far,
into some intelligence or other.
Amber and vanilla is all that we know,
how can it be so? Whose little tootsie
are you, once? Did the elephant
walk silently past your house, one
night when you were out?
None of the children escapes—
dam, waterfall, how could we hear
it in the crashing noise? Whose complaint
goes unregistered? How many of us are there,
anyway? Or were, some, some of the time.
Mayhap in dreams
a lady kisses a far shuttle
warning away visions of Kansas
and outer suburbia, where cows work.
You came back from the dung
As from another world
One that made you and broke you
four times in the course of your life.
Yet, you were “splendid.”
You have answered every question.
Πόσων ετών; Τα ψάρια κι η λίμνη
κολύμπησαν μαζί, γρήγορα βαρέθηκαν.
Η κοιλιά ενός αυλικού γέρνει μπροστά.
Έχει ήπιο καιρό. Απλά, τόσα ξέρουμε.
Τόσα ξέρουμε και δεν μπορούμε να τα κρατήσουμε
με τα μικρά μας χέρια. Ο ποντικός πέφτει για ύπνο.
Ο γείτονας βάζει τα ψεύτικα δόντια του
σ’ ένα ποτήρι νερό. Λες, όχι έτσι,
έτσι, αλλά πολλά πράγματα αναδύονται –
το προσεκτικό περίγραμμα των όψεων του σφενταμιού,
το ποταμάκι που έτρεξε τόσο μακριά,
ως τη μια ή την άλλη ευφυΐα.
Το κεχριμπάρι κι η βανίλια είναι όλα όσα ξέρουμε,
πώς γίνεται αυτό; Τίνος μικρή αγαπούλα
είσαι, για να ’χουμε καλό ρώτημα; Περπάτησε
ο ελέφαντας σιωπηλά δίπλα στο σπίτι σου, μια
νύχτα που έλειπες;
Κανένα απ’ τα παιδιά δεν το σκάει-
φράγμα, καταρράκτης, πώς να τ’ ακούσουμε
μέσα απ’ τον εκκωφαντικό θόρυβο; Τίνος το παράπονο
περνάει απαρατήρητο; Πόσοι από μας είμαστε,
άλλωστε; Ή ήμασταν, κάποτε.
Ενδεχομένως στα όνειρα
μια κυρία φιλάει ένα μακρινό δρομολόγιο
κρατώντας μακριά τα οράματα του Κάνσας
ή των προαστίων, εκεί που εργάζονται οι αγελάδες.
Επέστρεψες απ’ αυτή την κοπριά
σαν από άλλον κόσμο
που σ’ έφτιαξε και σε τσάκισε
τέσσερις φορές στη διάρκεια της ζωής σου.
Παρόλα αυτά, ήσουν «μια χαρά».
Απάντησες σ’ όλες τις ερωτήσεις.
Κάνοντας μια αναδρομή στο έργο του, συναντάμε ένα από τα πρώτα ποιήματα που έγραψε ο Άσμπερι όταν ήταν στο Χάρβαρντ, σε ηλικία 21 ετών, το «Μερικά δέντρα» που δίνει τον τίτλο στην ομότιτλη συλλογή του 1956. Είναι ένα ερωτικό ποίημα που συνδέεται με τις εικόνες ενός πάρκου. Ο ελλειπτικός λυρισμός του, με παραδοσιακή ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία (α-α, β-β) που μοιάζει εδώ λίγο ειρωνική, προοιωνίζεται τον τρόπο που θα χειριστεί την ποίησή του αργότερα: ο αισθαντικός αφηγητής αντικρίζει τα αιωνόβια δέντρα γύρω, τα οποία προσωποποιούν την ευφορία, την απλότητα και την πληρότητα, ταυτόχρονα, της σχέσης με τον σύντροφό του (παραλλάσσω, ελαφρά, την απόδοση του νοήματος για να διατηρήσω ζωντανή τη μουσικότητα των στίχων).
These are amazing: each
Joining a neighbor, as though speech
Were a still performance.
Arranging by chance
To meet as far this morning
From the world as agreeing
With it, you and I
Are suddenly what the trees try
To tell us we are:
That their merely being there
Means something; that soon
We may touch, love, explain.
And glad not to have invented
Such comeliness, we are surrounded:
A silence already filled with noises,
A canvas on which emerges
A chorus of smiles, a winter morning.
Placed in a puzzling light, and moving,
Our days put on such reticence
These accents seem their own defense.
Είναι απίστευτα: καθένα
Δίπλα στο άλλο, λες κι η λαλιά
Είναι μια ακίνητη ικανότητα.
Κανονίζοντας από πιθανότητα
Να βρεθούμε σήμερα το πρωί τόσο μακριά
Απ’ τον κόσμο όσο η αρμονία
Μαζί του, εσύ κι εγώ
Είμαστε ξαφνικά ό,τι τα δέντρα προσπαθούν
Να πουν ότι είμαστε:
Πως και το δικό τους «είμαστε»
Σημαίνει κάτι· ότι σε λίγο
Μπορεί ν’ αγγιχτούμε, ν’ αγαπηθούμε, να εξηγήσουμε.
Κι ευτυχισμένοι που δεν εφεύραμε
Όλη αυτή την ωραιότητα, γύρω μας:
Μια σιωπή που θορύβους πυκνώνει,
Ένας καμβάς που από μέσα του φυτρώνει
Ένα ρεφρέν από χαμόγελα, ένα πρωινό χειμωνικό.
Σ΄ένα φως παράξενο, διεγερτικό,
Οι μέρες μας ντύνονται με τέτοια συστολή
Που οι τόνοι αυτοί μοιάζουν αμυντικοί.
Στην επόμενη συλλογή του Άσμπερι, The Tennis Court Oath (Ο όρκος του γηπέδου τένις), τα πράγματα παίρνουν λίγο διαφορετική τροπή, υιοθετώντας προς στιγμήν έναν μετα-υπερρεαλιστικό τρόπο ασυνήθιστο, γενικά, γι’ αυτόν, που παραπέμπει στην Αλίκη στη Χώρα τον Θαυμάτων. Ο «Σκέψεις μιας νέας κοπέλας» υποδηλώνονται μέσα από δύο ομιλίες (discourses) οι οποίες είναι ανεξάρτητες από την ίδια: αυτή του εξομολογητικού σημειώματος ενός Νάνου, κι αυτή ενός μεγαλύτερου άντρα, πατέρα ή μάλλον πατριού και θαυμαστή της.
“It is such a beautiful day I had to write you a letter
From the tower, and to show I’m not mad:
I only slipped on the cake of soap of the air
And drowned in the bathtub of the world.
You were too good to cry much over me.
And now I let you go. Signed, The Dwarf.”
I passed by late in the afternoon
And the smile still played about her lips
As it has for centuries. She always knows
How to be utterly delightful. Oh my daughter,
My sweetheart, daughter of my late employer, princess,
May you not be long on the way!
«Είναι τόσο όμορφη μέρα αναγκάστηκα να σου γράψω ένα γράμμα
Απ’ τον πύργο, για ν’ αποδείξω ότι δεν είμαι τρελός:
Απλώς γλίστρησα στον αέρα σαν σε πλάκα από σαπούνι
Και πνίγηκα στο λούκι της μπανιέρας του κόσμου.
Ήσουν πολύ καλή για να κλάψεις τόσο πολύ για μένα
Και τώρα σ’ αφήνω. Υπογραφή. Ο Νάνος».
Πέρασα από 'κει αργά το απόγευμα
Και το χαμόγελο ακόμα έπαιζε στα χείλη της
Όπως κάνει εδώ και αιώνες. Πάντα ξέρει
Πώς να είναι υπέροχα ευχάριστη. Ω, κόρη μου,
Γλυκιά μου αγάπη, κόρη του εκλιπόντος εργοδότη μου, πριγκίπισσα,
Μακάρι να μην μακρύνει ο δρόμος σου!
Με το ποίημα «My Erotic Double» («Ο ερωτικός μου δίδυμος»), από τη συλλογή As We Know (1979), ο Άσμπερι ξεδιπλώνει όλη την αφηγηματική του τέχνη. Σε μια τυπικά μπορχιανή ατμόσφαιρα (πρβλ. τη συλλογή El Otro, El Mismo, 1964, και το διήγημα «Ο Άλλος» από Το Βιβλίο της Άμμου, 1975), καλλιεργεί τη θεμελιώδη αμφισημία κατά πόσον το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται ο ομιλών είναι μια αντανάκλαση του εγώ του ή κάποιος άλλος που αποτελεί το ερωτικό του δίδυμο/ομοιότυπο (σε μια διαφορετική μεταφραστική προσέγγιση της κ. Παρασκευής Χρηστίδου, από το Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας του ΑΠΘ, ο τίτλος του ποιήματος αποδίδεται ως «Ο ερωτικός μου ντουμπλέρ», βλ. https://www.poeticanet.com/erotic-double-erwtikos-ntoympler-a-316.html)
He says he doesn’t feel like working today.
It’s just as well. Here in the shade
Behind the house, protected from street noises,
One can go over all kinds of old feeling,
Throw some away, keep others.
The wordplay
Between us gets very intense when there are
Fewer feelings around to confuse things.
Another go-round? No, but the last things
You always find to say are charming, and rescue me
Before the night does. We are afloat
On our dreams as on a barge made of ice,
Shot through with questions and fissures of starlight
That keep us awake, thinking about the dreams
As they are happening. Some occurrence. You said it.
I said it but I can hide it. But I choose not to.
Thank you. You are a very pleasant person.
Thank you. You are too.
Λέει ότι δεν έχει όρεξη να δουλέψει σήμερα.
Είναι το ίδιο καλά. Εδώ στη σκιά
Πίσω απ’ το σπίτι, προστατευμένος απ’ τους θορύβους του δρόμου,
Μπορεί κανείς ν’ ανασύρει κάθε είδους γνωστά αισθήματα,
Να πετάξει μερικά, να κρατήσει άλλα
Το παιχνίδι των λέξεων
Μεταξύ μας γίνεται πιο έντονο όταν υπάρχουν
Λιγότερα αισθήματα γύρω να μας μπερδεύουν.
Άλλος ένας γύρος; Όχι, αλλά τα τελευταία πράγματα
Που βρίσκεις πάντα να πεις είναι γοητευτικά, και με γλιτώνουν
Πριν η νύχτα το κάνει. Επιπλέουμε
Στα όνειρά μας σαν σε μια μαούνα φτιαγμένη από πάγο,
Διαρρηγμένη από ερωτήσεις και σχισμές αστερόφωτος
Που μας κρατούν ξύπνιους, καταλαβαίνοντας τα όνειρα
Την ώρα που συμβαίνουν. Μια σύμπτωση. Το είπες
Εγώ το είπα αλλά μπορώ να το κρύψω. Διαλέγω όμως να μην το κάνω.
Σ’ ευχαριστώ. Είσαι πολύ ευχάριστος.
Σ’ ευχαριστώ. Κι εσύ το ίδιο.
Με το ποίημα «37 Χαϊκού» από τη συλλογή A Wave (1984), ο Άσμπερι ξαναβρίσκει τη θεμελιώδη νοηματική αοριστία/αμφισημία των ποιημάτων της ιαπωνικής παράδοσης (που τόσο πολύ έχουν ταλαιπωρηθεί στις δυτικές επαναλήψεις τους), διανθισμένη με ψήγματα προφορικού λόγου. Δημιουργεί, έτσι, μια νέα τέχνη «χαραγμάτων νοήματος» που μετά από το αρχικό σοκ, μας οδηγούν πολύ γρήγορα στην επαναφορά της συνείδησης.
— Old fashioned shadows hanging down, that difficulty in love too soon
Παλιομοδίτικες σκιές κρέμονται, η δυσκολία αυτή στον έρωτα τόσο νωρίς
— And I think there’s going to be even more but waist-high
Και νομίζω ότι θα έχουμε πιο πολύ απ’ το ύψος της μέσης
— A blue anchor grains of grit in a tall sky sewing
Μπλε άγκυρας κόκκοι χαλικιού σε ψηλό ουρανό που ράβει
— Too late the last express passes through the dust of gardens
Πολύ αργά το τελευταίο εξπρές περνάει μέσα απ’ την σκόνη των κήπων
— The dreams descent like cranes on gilded, forgetful wings
Τα όνειρα κατεβαίνουν σαν γερανοί με επιτηδευμένα, επιλήσμονα φτερά
— What is it the past, what is it all for? A mental sandwich?
Τι είναι το παρελθόν, τι σκοπό έχει; Ένα νοητικό σάντουιτς;
— All in all we were taking our time, the sea returned – no more pirates
Πηγαίναμε αργά αυτό ήταν όλο, η θάλασσα επέστρεφε – χωρίς άλλους πειρατές
«Αν το όνομά μου ήταν ρήμα», είχε πει ο Άσμπερι σε μια συνέντευξή του στο πρακτορείο Associated Press, το 2008 (δηλαδή, «to Ashbery»), θα σήμαινε: προκαλώ έναν χαμό σύγχυσης στους ανθρώπους («to confuse the hell out of people»). Με μια μεγάλη δόση νοητικής απόλαυσης, ωστόσο, ως αποτέλεσμά του.