Χάρτης 39 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-39/klimakes/to-mellon-ap-to-parelthon
[ τεχνητοί δορυφόροι ]
Σειρά σημειωμάτων εν είδει αναγνωστικού ημερολογίου, με αναπότρεπτη εθελοδουλία στη συγκυριακή τυχαιότητα των επιλογών (εκείνα που μου έπεσαν στα χέρια) και σκοπούμενο βαθμό σχετικής ανεξαρτησίας από την εκδοτική επικαιρότητα. Έτσι τιτλοφορούμενα, καθότι, εκ φύσεως ετερόφωτα, βρίσκονται σε τροχιά, περιστρεφόμενα γύρω από το κείμενο με το οποίο ασχολούνται.
Για το βιβλίο της Νένης Πανουργιά,
Λέρος. Η γραμματική του εγκλεισμού, Νεφέλη 2020
Πώς σχηματίζεται, άραγε, μια νήσος; Είτε είναι βράχος είτε ήπειρος ολόκληρη, λάβα που στερεώθηκε, εξόγκωμα της υφαλοκρηπίδας, ατόλη από κοράλλια, βυθός που αποκαλύφθηκε, όπου και αν βρίσκεται, σε όποιο αρχιπέλαγος και αν ταξινομείται, δεν παύει να ’ν’ αυτό: ξηρά περίκλειστη, περιβαλλόμενη από υδάτινη μάζα, πεπερασμένη έκταση μετρούμενη, γεωγραφία ορισμένη. Οντότητα διακριτή, με τη μοναδική ταυτότητά της, πριν απ’ το τοπωνύμιο, εγγεγραμμένη στο σχήμα της ακτογραμμής της, έστω κι αν μεταβάλλεται εκείνο αδιάκοπα, με διαβρώσεις και προσχώσεις εναλλάξ, έρμαιο του καιρού, ανέμων και κυμάτων, ιζημάτων, βροχοπτώσεων, έρμαιο επεμβάσεων του ανθρώπου, φραγμάτων, εκσκαφών, κατασκευών.
Κι έρχεται, αργότερα, για να προσκολληθεί σε ονόματα και πράγματα του τόπου η φοβερή μυθολογία του καθενός και να μας υποβάλει –και να του υποβάλει– χαρακτήρα απτού ρεαλισμού και φαντασίας, για να φορτίσει τη ζώσα, εν εξελίξει, ιστορία του. Έτσι, λοιπόν, και η Λέρος: η Λέρος της Νένης Πανουργιά εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2020, ανάμεσα στα δυο λοκντάουν που έθεσαν τους όρους της καθημερινότητάς μας την περσινή και την προπέρσινη χρονιά.
Θέλοντας και μη, επομένως, διαβάστηκε και ανακαλείται υπό το πρίσμα εκείνης της συγκυρίας, υπό την οπτική που μας επέβαλε, τότε, στις απαρχές της, προτού υποταχθούμε στη συνήθεια που όλα τα κάνει ανεκτά ή αυτονόητα. Θυμόμαστε την αναμέτρησή μας με κάτι το πρωτόγνωρα ασύμμετρο, στα μέτρα της δικής μας εμπειρίας, θυμόμαστε την αβεβαιότητα, την παγκόσμια διεσπαρμένη έγνοια μας, τη συρρίκνωση του χρονικού ορίζοντα στο βραχυπρόθεσμο, την ασφυκτική χωροταξία του καθημερινού πεδίου δράσης, την αίσθηση ενός κόσμου ραγδαία, ανεπανόρθωτα αλλαγμένου και μέχρι καταψύξεως ασάλευτου. Εκεί που τα πάντα μετατίθενται στο ιδιωτικό και το καταλύουν, εκεί που το δημόσιο παραπέμπει σε μια μορφή ψυχαναγκαστικού προαυλισμού, εκεί που το σώμα υποχρεούται την οχύρωσή του, προσθέτει αντισηπτική και μασκοφόρο εξάρτυση, φοβάται το άλλο, δυσπιστεί απέναντί του. Με την εμμονική, ακόμη, επίκληση κάποιας κανονικότητας, προσδοκώντας την επάνοδό της, προσδίδοντάς της διαστάσεις χρυσού γένους ή χαμένου παραδείσου, προβάλλοντας πάνω της την πιθανότητα αναστολής των προσωπικών ή συλλογικών μας ματαιώσεων, εύκολα λησμονώντας ότι κανονικό δεν υφίσταται ή, έστω, πως ούτε καθολικό είναι, ούτε αντικειμενικό, ούτε απροσπέλαστο σε αναπροσαρμογές και ανασημασιοδοτήσεις.
Με αυτά κατά νουν φυλλομετρούσα τη Λέρο της Νένης Πανουργιά, ένα βιβλίο που πραγματεύεται, με βάση τον υπότιτλό του, τη «γραμματική του εγκλεισμού» και που μας υποδέχεται, αφού διασχίσουμε το παρακείμενό του, μ’ έναν σύνδεσμο στο YouTube: ακολουθώντας τον, ακούμε το κλαρίνο του Πετρολούκα Χαλκιά στα «Ξενιτεμένα Πουλιά», παραδοσιακό τραγούδι των Ζαγοροχωρίων. Αντικρυστά, ένα παράθεμά τους:
κι ένας χειρόγραφος χάρτης της Νήσου Λέρου. Εξαρχής, λοιπόν, αυτό που κατάγεται απ’ το απώτερο παρελθόν της λαϊκής ανωνυμίας, ζευγαρωμένο με την ψηφιακή του απεικόνιση και με την εξωγλωσσική διάσταση του χώρου.
Ήδη από τις ευχαριστίες που προτάσσει, η Πανουργιά προϊδεάζει για τη στόχευση και τη φόρτιση της προσέγγισής της: «κανείς δεν γράφει ποτέ μόνος του», αλλά δανειζόμενος χρόνο από τη ζωή που τον περιβάλλει. Γράφει σε συνεχή νοερό διάλογο, εμπλέκεται, κατόπιν, σε υπαρκτό και έμπρακτο, που δρομολογεί την αναθεώρηση του γραπτού και τον εμπλουτισμό του – πόσο μάλλον όταν «το πλέγμα της συγγραφής εμπεριέχει και συμπορεύεται με πράξεις άλλων», ζωντανών ή νεκρών, πράξεις που η αφήγησή τους εδράζεται στην εμπιστοσύνη. Γράφει κανείς, έχοντας ξεκινήσει απ’ την ακρόαση, συναισθανόμενος ένα χρέος σεβασμού κι ένα χρέος αλήθειας, σεβόμενος το βίωμα, ακόμη κι αν διαφωνεί με την ερμηνευτική του. Γράφει κανείς, επιδιώκοντας να μάθει.
Σε μια σειρά σύντομων, ολιγοσέλιδων κεφαλαίων, η Πανουργιά διερευνά τη μέθοδό της, συχνά με τρόπο απρόσμενο. Διερωτάται περί του πώς οφείλουμε και κατά πόσο δικαιούμαστε να εκφραστούμε για τα ζητήματα που μας απασχολούν. Κατά την προσέγγιση της θεματικής, με την αγωνία που αυτή συνεπάγεται, συναρτά τη θεωρητική ορολογία με το συναίσθημα του βιωμένου τεκμηρίου: η παραγόμενη αφήγηση συγκινεί τον αναγνώστη, προϋποθέτει την εμπλοκή του, ζωντανεύει το παρελθόν εμπρός κι εντός του.
Ποια η αρχή της έρευνας, αν όχι η απορία; Και πώς, αλήθεια, ορίζουμε τη μεθοδολογία μας, όταν το υποκείμενο της έρευνας απολαμβάνει προνόμια που το αντικείμενό της στερείται; Τι θα μπορούσαμε να μάθουμε από μια τέτοια κατάσταση ανισότητας; Ποιους οφείλουμε να συνδράμουμε; Τι ιστορίες μάς αφηγείται το παρελθόν του χώρου; Πάνω στο «ξήλωμα της ύπαρξης» πώς γράφουμε; Πώς γράφουμε, ακόμη, όταν στις ίδιες, ακριβώς, συντεταγμένες υπεισέρχεται το κατεπείγον παρόν της προσφυγικής κρίσης; Από πού θα ξεκινήσουμε, αν όχι απ’ την αρχή;
Η Πανουργιά μας απευθύνεται σε δεύτερο πληθυντικό και μας προτρέπει να σκεφτούμε «έναν χώρο, στην προκείμενη περίπτωση μια χώρα, την Ελλάδα, ως σώμα, ως ζων σώμα που φέρει τα σημάδια της ιστορίας του», σημάδια σαν εκείνα που αφήνει η σύριγγα στον τοξικομανή, η δερματοστιξία στον ποινικό κρατούμενο. Μας αναλύει ένα «λεξικό της επιβολής», τα όρια και τις δυσκολίες του. Επιλέγει μια ρευστή, πειραματική τυπογραφία, που εντείνει την προσοχή μας και μας ωθεί στην περιπέτεια των συνειρμών, με τη σύμπραξη κωδίκων οπτικών και λεκτικών, με τη διάχυση του ενός μέσα στο άλλο.
Επισκέπτεται τον τόπο και εντοπίζει την ταυτότητά του ως τραύματος, τραύματος ανοιχτού και ανεπούλωτου, διότι δε στάθηκε κατορθωτό ν’ απεμπλακεί από τον καταναγκασμό της επανάληψης. Η Λέρος, εντός ή εκτός εισαγωγικών, μετατράπηκε διαδοχικά
αντιστοιχώντας, το καθένα από τα στάδια, και στο οικείο του κεφάλαιο.
Ο χρόνος, εδώ, είναι εξίσου ρευστός με τη σελίδα. Και οι διαστάσεις του ταυτόχρονα παρούσες. Η Πανουργιά περιπλανιέται στα ερείπια και τα φωτογραφίζει, καταγράφει τα ίχνη της περίσφιξης, τις συνάψεις της μνήμης, αλλά δεν πραγματεύεται μόνο εκείνο που έχει προηγηθεί και ανακαλείται. Εκκρεμής και μετέωρος ανάμεσα στην επιτόπια έρευνα και τη μονήρη αυτοψία των αρχείων, αντιμέτωπος με τη μαρτυρία των ανθρώπων που, όπως λέει, «αρνούνται να ορισθούν αποκλειστικά μέσα από την ιστορία που τους έχει επιβληθεί και στέκονται όρθια και εμπρόθετα υποκείμενα στην ιστορία που φτιάχνουν», δικαιούται ο ερευνητής να συνταχθεί μαζί τους, ν’ αφήσει τη φόρτιση της συγκίνησης να κατευθύνει τα βήματά του, να συγκροτήσει τον λόγο του; Δικαιούται και οφείλει.
Το βλέμμα στρέφεται προς το παρόν και παρεμβαίνει, διδάσκεται από την αρχαιολογία της κυριαρχίας και της καταστολής, προκειμένου να διακρίνει τις τωρινές τους ενσαρκώσεις. Πρόκειται για ένα βιβλίο εν τη γενέσει του ήδη σημείο αναφοράς: για το πώς ν’ αντιλαμβάνεται κανείς την ακαδημαϊκή του ιδιότητα, όντας συμμέτοχος και δρων στην εποχή του. Και όχι μόνο αυτό: καταλύοντας τους περιορισμούς, ενσωματώνει την πολυπλοκότητα της ψηφιακής συνθήκης στην τυπογραφική διάταξη του βιβλίου, το συμπληρώνει με την ψηφιακή του παρουσία (nefeli.fairead.net/leros), φιλοδοξεί να παραγάγει το μέλλον απ’ το παρελθόν.
Γι’ αυτό το μέλλον, μας παραδίδει με τη Λέρο την ευθύνη μιας σκυτάλης και ως υπόμνηση αφήνει την επίγευση μιας ενεργής και πάσχουσας συγκίνησης: για όσα σε ανθρώπους συνέβησαν, για όσα από ανθρώπους διαπράχθηκαν, για το παλίμψηστο του τόπου και για την εμπειρία του εγκλεισμού σημειωμένη πάνω του. Στη σκαλωσιά της τεχνικής της, η Πανουργιά αναδεικνύει ως ζητούμενο την ηθική της συγγραφής και την πιθανότητα ενός άλλου λεξιλογίου της πολιτικής: εκεί, εντέλει, που οι επιστήμες του ανθρώπου θα δικαιωθούν, αν αξίζουν να δικαιωθούν, μόνο εφόσον εστιάσουν στην καθεμιά ζωή και σκύψουν πάνω της, μ’ όλον το σεβασμό, αν πάρουν θέση κι εμπλακούν ολόθερμα στο δράμα, αν διδαχθούν να συμπονούν, αν στρατευτούν, άφοβα κι αταλάντευτα, σε μια μορφή ηθικού ανθρωπισμού: «Γιατί στα αλήθεια», κλείνει, μ’ ένα πρώτο πληθυντικό που μας εμπεριέχει όλες κι όλους και που εδώ βρίσκεται πάντα, «πώς αλλιώς μπορούμε ν’ αντισταθούμε;»