Χάρτης 39 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-39/klimakes/to-aidoni-to-trizoni-to-violi-kai-i-kina
Στην Κίνα που δεν πρόλαβα…
Χωρίς συγγραφείς δεν υπάρχουν βιβλία, χωρίς βιβλία δεν υπάρχουν αναγνώστες και χωρίς αναγνώστες δεν υπάρχει τίποτε (Γιώργος Χουλιάρας).
Στην παραπάνω ρήση του Γιώργου Χουλιάρα, θα προσθέσω και τον κινηματογράφο, σαν ένα άλλου είδους βιβλίο, και τον θεατή σαν έναν άλλου είδους αναγνώστη.
Στην Κίνα δεν ταξίδεψα ποτέ, δεν πήγα, δεν θα πάω ούτε θέλησα να πάω. Για την Κίνα εν οίδα ότι ουδέν οίδα, με άλλα λόγια δεν έχω καμία κατευθείαν εμπειρία, με πλαγιοκοπούν όμως οι εμπειρίες των άλλων. Ξέρω μόνο ό,τι είδα στο σινεμά και ό,τι διάβασα στα βιβλία. Και …και γοητεύτηκα… από τι; Από το αλλότριο, το ξένο και το απ’ αλλού φερμένο.
Όταν ήμουν μικρή ήξερα ότι οι Κινέζοι είχαν «κινέζικα» μάτια, έτρωγαν ρύζι και μιλούσαν κινέζικα. Κάθε τι ακαταλαβίστικο, εκείνα τα χρόνια, ήταν «κινέζικο» και κωμικά παριστάναμε με τσιν τσουν τσαν πώς μιλούσαν οι Κινέζοι!
Σε μία φιλονικία με ένα αγόρι της ηλικίας μου –του Δημοτικού και οι δύο- εκείνος είπε ότι η μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο είναι η Κίνα κι εγώ του είπα πως ήταν αγράμματος και η μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο ήταν η Ελλάδα! Και εκείνος με είπε χαζή!
Ο κινηματογράφος
Λες και τα χρόνια τρέχουν με τον υπερσιβηρικό φτάσαμε στα 1963. Η ταινία 55 μέρες στο Πεκίνο (55 Days at Peking), του Νίκολας Ρέη, με πολλούς σημαντικούς ηθοποιούς, ήταν μάλλον η πρώτη μου σοβαρή επαφή με το άγνωστο αντικείμενο –αφήνω τη γεωγραφία- όπου οι «κακοί» Κινέζοι, οι Μπόξερς επαναστάτες, επιτέθηκαν εναντίον των ξένων πρεσβειών που ήταν κοντά στην απαγορευμένη πόλη και, για αρχή, έσφαξαν στον δρόμο τον Γερμανό πρέσβη, χωρίς ο αυτοκρατορικός στρατός να μπορεί να τους αναχαιτίσει, αν και, μυστικά, το χαιρόταν. Εμείς καρδιοχτυπούσαμε μήπως πάθουν κάτι οι «καλοί» ξένοι και ειδικά ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Αμερικανός Τσάρλτον Ήστον/ ως ταγματάρχης Λιούις -αληθινό πρόσωπο- ο οποίος κατέφθασε καβάλα στο άλογό του σαν καουμπόης του Φάρ Ουέστ, σήκωνε το χέρι ψηλά και έδινε το πρόσταγμα με στεντόρεια φωνή σ’ αυτούς που ακολουθούσαν: «Έι έι επ!» κάπως έτσι.
Αντίπαλο δέος, αλλά και συμπληρωματικό συγχρόνως, ήταν ο ήρεμος, ο τζέντλεμαν, ο Άγγλος αριστοκράτης, Ντέιβιντ Νίβεν, ο Σερ Άρθουρ, του οποίου το όνομα ανακαλεί τον μυθικό εκείνο βασιλιά Αρθούρο και τους ιππότες της στρογγυλής τραπέζης, κατά κόσμον Σερ Κλοντ Μακντόναλντ. Δόξα τω Θεώ, τέλος καλό, όλα καλά, νίκησαν οι «καλοί», ωστόσο δεν ξέχασα ποτέ εκείνη την τραγική αυτοκράτειρα περιτριγυρισμένη από συμβουλάτορες, μανδαρίνους –αυτούς με τα τεράστια μεταλλικά νύχια σαν αρπακτικά- σπιούνους, πιστούς στον θρόνο και προδότες και φυσικά τους φοβερούς και τρομερούς Μπόξερς που τη μισούσαν και που δεν ήταν εύκολο να τους νικήσουν, όπως οι Αμερικάνοι τους Ινδιάνους∙ έτσι είπε προκαταβολικά ο Άγγλος πρέσβης στον Ταγματάρχη που σαν Αμερικανός τα έλεγε όλα «τσεκουράτα». Σαν να του είπε ο Νίκος Εγγονόπουλος «Εδώ είναι Μπαλκάνια δεν είναι παίξε γέλασε». Αυτά στα 1899-1901 και χύθηκε πολύ αίμα. Και ενώ, όλοι ήταν ανάστατοι με το τι θα κάνουν οι Μπόξερς και τι ο αυτοκρατορικός στρατός, η αυτοκράτειρα, σαν να έχει πληροφορηθεί ότι κάπου στον κόσμο γεννιέται ο υπερρεαλισμός, τριγυρίζει στο κλουβί και ανησυχεί γιατί το αηδόνι σιώπησε κι ακούει μόνο τη φωνή των κοράκων. Κι αυτό είναι πολύ κακός οιωνός, υποθέτουμε εμείς.
Τα γεγονότα είναι αληθινά. Η δυστυχής αυτοκράτειρα χήρα Τσισί, είπε πως η Κίνα είναι μια παχιά αγελάδα πρηνής που την αρμέγουν οι Ευρωπαίοι. Δώδεκα ήταν οι ευρωπαϊκές πρεσβείες που ενδιαφέρονταν για το εμπόριο με θεμιτά και αθέμιτα μέσα και οι ιεραπόστολοι για τον εκχριστιανισμό των Κινέζων, με τον ίδιο τρόπο, πράγμα που έκανε τη Δύση και κάθε τι δυτικό πολύ μισητό. Οι Κινέζοι υποτιμούσαν τους Δυτικούς και τον πολιτισμό τους και οι Δυτικοί τους Κινέζους. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια γι’ αυτό και ο ταγματάρχης Λιούις είπε στους στρατιώτες τους μόλις έφτασαν στο Πεκίνο, με ύφος πάλι «τσεκουράτο»: Πλησιάζουμε στην πρωτεύουσα της Κίνας είναι ένας αρχαίος πολιτισμός και ο λαός έχει υψηλή καλλιέργεια. Μην περνιέστε για ανώτεροι επειδή δεν μιλούν Αγγλικά!
Ο Μέγας Ναπολέων, σαν προφήτης, είχε πει το μνημειώδες: «Άσε την Κίνα να κοιμηθεί και όταν ξυπνήσει θα τρέμει ο κόσμος όλος». Εκείνο που δεν κατάφεραν οι Μπόξερς τότε, το κατάφεραν κάποιοι άλλοι αργότερα, αλλά αυτή είναι μία πολύ μεγάλη πορεία που πέρασε στην ιστορία και έβαψε τα μεγάλα ποτάμια με αίμα.
Στην τελευταία, σχεδόν, σκηνή της ταινίας η αυτοκράτειρα, μόνη κι έρμη στην αίθουσα του θρόνου, ντυμένη σαν καλόγρια, χωρίς την ξομπλιαστή στολή της, χωρίς το σούπερνοβα χτένισμά της, χωρίς παρατρεχάμενους, ανεβαίνει σερνάμενη σχεδόν τα σκαλιά προς τον θρόνο της. «Η αυτοκρατορία τελείωσε» και η περίφημη Εξέγερση των Μπόξερς πνίγηκε στο αίμα. Ζήτω οι μεγάλες δυνάμεις!
24 χρόνια μετά, το 1987, ο Μπερνάντο Μπερτολούτσι με την ταινία Ο Τελευταίος αυτοκράτορας, πιάνει το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει ο Νίκολας Ρέη. Ο φίλος του Μικελάντζελο Αντονιόνι στο τέλος της ταινίας του Η ταυτότητα μιας γυναίκας (1982), έβαλε τον ήρωά του, που είναι σκηνοθέτης και ματαίως αναζητούσε μια γυναίκα, να κοιτάζει μαζί με ένα ανιψάκι του τον ουρανό και τα αστέρια και να προσπαθεί να βγάλει νόημα και τι συνέχει το σύμπαν, σαν να είχε ακούσει τη συμβουλή Στήβεν Χόκιν – λέμε τώρα- αλλά ο μικρός του είπε: «e dopo?», με άλλα λόγια: κι έπειτα; Εσύ δεν έλυσες τα προβλήματά σου στη γη και τώρα θα βρεις τη λύση εκεί πάνω; Φαίνεται ότι ο Μπερτολούτσι είχε πάρει το μήνυμα, επειδή από τρελό κι από μικρό μαθαίνεις την αλήθεια. Ήταν καιρός να βγει από την italianita, φασίστες κ.λπ. και να ταξιδέψει μακριά κι έτσι αποφάσισε να στήσει την κάμερά του στην Απαγορευμένη Πόλη, στην Κίνα. Πήρε τον δρόμο του μεταξιού και να τος. Δεν τον ενδιέφερε βέβαια το μετάξι που από τα χρόνια του Ιουστινιανού είχε ήδη φτάσει στην Ευρώπη∙ ιδού ο ρόλος των καλογέρων που εκτός από τη διάδοση του χριστιανισμού ενδιαφέρονταν και για τη διάδοση του πολύτιμου μεταξιού στις χριστιανικές χώρες τους. Λένε πως έκρυψαν τα κουκούλια του μεταξοσκώληκα στα μπαστούνια τους και έτσι τα έβγαλαν κρυφά από τα σύνορα.
Τον Μπερτολούτσι, λοιπόν, δεν τον ενδιέφερε το μετάξι, οι πορσελάνες, τα μπαχαρικά και τα αρώματα, αλλά η ζωή του τελευταίου αυτοκράτορα Που-Γι και όλη η ίντριγκα γύρω από τα πολιτικά και τα στρατιωτικά. Με λίγα λόγια η ιστορία τoυ τελευταίου αυτοκράτορα της Κίνας που έχει όμως αλλάξει κι εκείνος δεν έχει μάθει τίποτα, εγκλωβισμένος μέσα στην αυτοκρατορία του, ενώ έξω από τα τείχη έχουν γίνει σαρωτικές αλλαγές και έχει εγκαθιδρυθεί η «Δημοκρατία». Στην τελευταία σκηνή της ταινίας, ο αποκαθηλωμένος αυτοκράτορας, αφού φυλακίστηκε και πέρασε του λιναριού τα πάθη, μη γνωρίζοντας τι κακό έχει κάνει, ελεύθερος πια, γερασμένος, και σκυφτός, παίρνει εισιτήριο και μπαίνει σαν τουρίστας στην αίθουσα του θρόνου. Κάθεται στον θρόνο του και βρίσκει κάτω από τα μεταξωτά μαξιλάρια του το τριζόνι –τον γρύλo- που του είχαν χαρίσει όταν ήταν παιδί. Ήταν ακόμα ζωντανός και τον χάρισε σε ένα άλλο νέο παιδί που βρέθηκε εκεί, με τα ρούχα της λαϊκής επανάστασης, φύλακας του χώρου και της παράδοσης. Το πέρασμα από το ένα τότε παιδί στο άλλο δεν έγινε αναίμακτα, αλλά εδώ αυτή η σκηνή τουλάχιστον συμφιλιώνει το παρελθόν με το παρόν.…
Ο Που-Γι, ανεβαίνοντας στο αλλοτινό του θρόνο, μας θυμίζει την Τσισί στην δική της τελευταία σκηνή, την οποία περιγράψαμε ήδη, ενώ το κρυμμένο τριζόνι μας φέρνει στο νου το αηδόνι που δεν τραγούδησε κι αυτό ήταν ο κακός οιωνός. Ο Μπερτολούτσι, αντί για αηδόνι, έβαλε ένα τριζόνι και άφησε την ελπίδα σε μια Κίνα νέα. Η Τσισί είχε προβλέψει ότι η αυτοκρατορία τελείωσε και ο Που-Γι ήταν, πράγματι, ο τελευταίος αυτοκράτορας.
Με σκανδαλίζει ακόμα μια λεπτομέρεια από τις 55 μέρες στο Πεκίνο, όταν το παλάτι καλεί τους πρέσβεις σε δεξίωση. Εκεί, μεταξύ άλλων, ο υπερ Μανδαρίνος Τουάν έχει ετοιμάσει κι ένα σόου με μπόξερς, απευθυνόμενο στους ξένους πρέσβεις, κυρίως όμως στον «τσεκουράτο» Αμερικανό. Δυο παλαιστές-ζογκλέρ με σπαθιά επιχειρούν να χτυπήσουν τον ημίγυμνο τρίτο της «παράστασης». Τόσο γεμάτοι αντρειά που εδέρναν τον αγέρα, λέει ο Σαίξπηρ (Η τρικυμία, πράξη Δ΄). Αυτός τους ξεφεύγει με άνεση αν και ο κίνδυνος είναι πολύ μεγάλος. Η παράσταση τελειώνει και ο Μανδαρίνος δίνει το ξίφος στον Αμερικανό, προκαλώντας τον, αν μπορεί, να χτυπήσει τον γενναίο μπόξερ. Ο Αμερικανός δέχεται την πρόκληση και σηκώνει το γάντι, δηλαδή το ξίφος, και με αστραπιαία κίνηση ακουμπά τη μύτη του ξίφους στην κοιλιά του άλλου και τον σπρώχνει απαλά. Ο παλαιστής οπισθοχωρεί σιγά σιγά και φτάνει στον μπουφέ. Στηρίζεται στον μπουφέ. Ο Αμερικανός πιέζει λελογισμένα, ο άλλος στηρίζεται όλο και περισσότερο στον μπουφέ, γέρνει πίσω, σχεδόν ακουμπά με την πλάτη, έχοντας όμως αποδυναμώσει το στήριγμα των ποδιών στο πάτωμα. Με μια τρικλοποδιά ο Αμερικανός γκρεμίζει τον παλαιστή μαζί με όλα τα πιάτα του μπουφέ, χωρίς να τρέξει δάκρυ αίματος και ηγεμονικά αποχωρεί από τη δεξίωση. Ο Τουάν πήρε και αυτός το μήνυμά του.
Τι μου θυμίζει ετούτη η σκηνή; Τον Ιντιάνα Τζόυνς στο Κυνήγι της χαμένης κιβωτού. Σε ένα αδιέξοδο, ο ήρωας βρίσκεται τριγυρισμένος από Άραβες, απέναντι σε έναν με κατάμαυρα ρούχα και κατάμαυρο τυρμπάν στο κεφάλι, που κάνει φιγούρες με το σπαθί, σχίζοντας το κενό και τους 32 ανέμους, σαν να λέει στον αντίπαλο «θα σε κάνω φέτες». Κι εκείνος, ο Ιντιάνα, ο Αμερικανός, ο αρχαιολόγος και σούπερ εξερευνητής, παρακολουθεί το show για πολύ λίγο∙ αστραπιαία τραβάει το πιστόλι από τη ζώνη του και «μπαμ» του ρίχνει μια και παρ’ τον κάτω τον φιγουρατζή. Είχε, βέβαια, τη γοητεία της η τελετουργία, αλλά και το πρακτικό, ανάλογα με την περίσταση, έχει την αποτελεσματικότητά του. Οι πρακτικοί Αμερικάνοι…
Έντεκα χρόνια μετά τον Μπερτολούτσι, το 1998, μπαίνει στην Κίνα ο Φρανσουά Ζιράρ με Το κόκκινο βιολί του. Σε ένα από τα επεισόδια της σπονδυλωτής ταινίας του, μας δείχνει πλάνα παρόμοια με αυτά της λαϊκής επανάστασης με την άκρατη πολιτική ορθοδοξία που μας είχε δείξει και ο Μπερτολούτσι. Αυτή τη φορά δεν κινδυνεύει ούτε η Τσισί ούτε ο Που-Γι, αλλά ένα κόκκινο βιολί, βαμμένο με το αίμα μιας νεαρής μητέρας που πέθανε στον τοκετό, πριν προλάβει να γεννήσει το παιδί της που γι’ αυτό το παιδί προοριζόταν το βιολί. Ο κατασκευαστής βιολιών σύζυγός της, με μια τούφα από τα μαλλιά της για βούρτσα και το αίμα της για χρώμα έβαψε το βιολί. Και το βιολί φεύγει από την Ιταλία, ταξιδεύει σε όλον τον κόσμο και κάποτε, 300 χρόνια μετά, φτάνει στην Κίνα του Μάο. Εκεί όμως η λαϊκή επανάσταση απαγορεύει οτιδήποτε δυτικό και, επομένως, και το βιολί σαν διαφθορέα των εγχώριων ηθών. Ένα βιολί, ο Μπετόβεν, ο Λίστ και ο Σοπέν είναι παραδείγματα ενός εκφυλισμένου πολιτισμού. Έτσι με πολύ φόβο και τρόμο το βιολί κρύβεται, βιβλία σκίζονται, δίσκοι του πικάπ σπάζονται, ανδρόγυνα φοβούνται, γονείς, παιδιά, φίλοι, χάνουν την εμπιστοσύνη τους ο ένας στον άλλο και τα βιολιά δημοσίως καίγονται στο δρόμο όπως τα βιβλία σε δύσκολες εποχές. Τα επεισόδια στους δρόμους με την φλογερή, επαναστατημένη αλλά «πειθαρχημένη» και πιστή στην επανάσταση νεολαία θυμίζουν σκηνές από τον τελευταίο αυτοκράτορα.
Τα βιβλία
Όχι πως δεν υπάρχουν άλλες ταινίες ή που δεν έχω δει σχεδόν τα πάντα (τι το ήθελα το σχεδόν), αλλά με τραβούν από το μανίκι τα βιβλία.
Στα 1963, ο Γιώργος Σεφέρης, προσπαθώντας να εξηγήσει στον Σουηδό δημοσιογράφο Στούρε Λινέρ τι κατ’ αυτόν συνιστά το μεγαλείο αλλά και ταυτόχρονα τη δυσκολία της έκφρασης στην ελληνική γλώσσα, χρησιμοποίησε μια αρκετά ασυνήθιστη παρομοίωση: παραλλήλισε την τεράστια έκταση που περιλαμβάνει μέσα στο χρόνο η ελληνική ποίηση, ενιαία μέσα στην τριμερή της διάκριση (αρχαία/ βυζαντινή/ σύγχρονη) με «μία ήπειρο μεγάλη όπως η Κίνα». Όπως ορθώς παρατηρεί ο Ρόντρικ Μπήτον … ο καθένας και περισσότερο από όλους ένας επαγγελματίας διπλωμάτης, αναμένεται να γνωρίζει ότι η Κίνα δεν είναι ήπειρος». Η «Ασία είναι ήπειρος». Η Κίνα είναι μέρος της αλλά πολύ μεγάλο. Και η ελληνική ποίηση και γλώσσα είναι μεγάλη και δύσκολη σαν την Κίνα… Περισσότερες πληροφορίες θα βρούμε στο βιβλίο του Άκη Γαβριηλίδη, Ο Ασιάτης Σεφέρης, Εκδόσεις Ασίνη 2021, σελ. 19 και για να πάμε παρακάτω, στο ίδιο βιβλίο σελ. 21, διαβάζουμε ότι «Η δεξιοτεχνία στην ποίηση θεωρούνταν απαραίτητο προσόν στην αυτοκρατορική Κίνα για όσους ήθελαν να αναλάβουν δημόσια αξιώματα», ενώ πολλοί αυτοκράτορες, συνεχίζει ο Γαβριηλίδης, «υπήρξαν οι ίδιοι ποιητές και προσκαλούσαν τους άμεσους συνεργάτες τους σε “φιλολογικές βραδιές”». Οι Κινέζοι αξιωματούχοι ήταν όλοι άνθρωποι των γραμμάτων και για να πάρουν δημόσια θέση, μεταξύ άλλων, έπρεπε να συνθέσουν και ένα ποίημα πάνω σε δοσμένο θέμα». Κάτι μου έρχεται στον νου από τον Νέρωνα στη Ρώμη που ήταν φιλόμουσος, φιλότεχνος, τρελός και δολοφόνος, και εραστής της τέχνης.
Επανέρχομαι στην Κίνα, μέσω αρχαίας Ελλάδας. Η βασική θέση του δημαγωγού Κλέωνα και πολιτικού αντίπαλου του Περικλή ήταν ότι οι Μυτιληναίοι, όπως και κάθε άλλος σύμμαχος των Αθηναίων, θα έπρεπε να τιμωρηθούν για την αντίστασή τους στις απόψεις και τις πολιτικές της Αθήνας. Και ακόμα υποστήριζε ότι οποιοσδήποτε σύμμαχος δεν φέρεται όπως πιστεύει και απαιτεί η ηγεμονική δύναμη, πρέπει να τιμωρείται θανάσιμα, ώστε να παραδειγματίζονται οι υπόλοιποι. Η λογική αυτή εμφανίστηκε αργότερα στην Κίνα, όπου το ρεύμα των θεσμιστών υποστήριζε ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κακός και θα πρέπει να τιμωρείται για κάθε απόκλιση από τον κυρίαρχο κανόνα προκειμένου να γίνει πειθαρχικός. Η τιμωρία είναι μέσο διαπαιδαγώγησης και υποταγής του άλλου αλλά και παραδειγματισμός για τους πολλούς.
Σκέφτομαι τους στίχους «οι πολλοί παραποιούν τον Ένα» , αλλά και «τους πολλούς παραποιεί ο Ένας», (βλ Μαρία Νεφέλη, «Ο Στάλιν» και «Η Ουγγρική Εξέγερση»), σχετίζονται με τον Κλέωνα και τους θεσμιστές στη Κίνα ή όχι;
Πάντως η ιστορία της Κίνας, από τους αυτοκράτορες της δυναστείας Χαν μέχρι τον Μάο σχετίζεται με τα νερά και τη διαχείρισή τους μας, λέει ο Φίλιπ Μπαλ, στο βιβλίο του The Water Kingdom / Το Βασίλειο των Νερών. Από τον Γιανγκτσέ/ Γαλάζιο μακρύ ποταμό, μέχρι τον Χουάνγκ Χο /Κίτρινο ποταμό, η Κίνα διασχίζεται από μεγάλες πλωτές οδούς και το νερό είναι το κλειδί της ιστορίας, της οικονομίας, της πολιτικής και όλης εν γένει της ζωής της. Στο Βασίλειο των Νερών, μαθαίνουμε πως η πολυπλοκότητα και η ενέργεια της χώρας και της ιστορίας, η φιλοσοφική σκέψη και η καλλιτεχνική έκφραση συνδέεται με τα νερά, όπως έχουν επισημάνει περιηγητές, ταξιδιώτες, εξερευνητές, ποιητές, ζωγράφοι και άλλοι. Η άρδευση και η άμυνα κατά των πλημμυρών ήταν ένα βαρόμετρο πολιτικής νομιμότητας, που συχνά είχε ως αποτέλεσμα μηχανικές εργασίες σε γιγαντιαία κλίμακα. Είναι ένας αγώνας που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Και ενώ τα νερά είναι τα πλούτη της Κίνας, οι πλημμύρες πλήττουν εκατομμύρια ανθρώπους και πνίγουν χιλιάδες άλλους… αλλά αυτή είναι η άλλη πλευρά.
Από τους μεγαλύτερους αγγλόφωνους ποιητές του 20ού αιώνα που ήξερε εφτά ή οχτώ γλώσσες και κινεζικά, είναι ο Έζρα Πάουντ. Τον Πάουντ μας τον γνώρισε ο Σεφέρης με ένα άρθρο του στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα το 1939. Και αυτός βρίσκεται, ως γνωστόν, πίσω από τον Τ.Σ. Έλιοτ. Τα τρίτω τινί ίσα και αλλήλοις ίσα λέγαμε στα μαθηματικά … Μεταξύ των πολλών που έγραψε ο Πάουντ ήταν και τα ποιήματα με τον τίτλο Κατάη, όνομα με το οποίο ήταν γνωστή η Κίνα στους λαούς της μεσαιωνικής Ευρώπης και καμιά φορά απαντά και σε λογοτεχνικά κείμενα. Τα ποιήματα μετέφρασε στα αγγλικά ο ίδιος ο Πάουντ το 1915, μετά τα μετέφρασε στα ελληνικά ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, με την αφιέρωση: «Του Γιώργου Σεφέρη, που διαβάσαμε μαζί τις φυλλάδες αυτές από μακριά». Σ’ αυτά τα ποιήματα, ο Πάουντ μας δίνει εικόνες της κινεζικής ποίησης από τα 1100 π.Χ. έως το 700 μ.Χ., μιας εποχής που προηγείται του δικού μας Ομήρου και των Λυρικών. Παραμένοντας πιστός στον Θουκυδίδη, που θέλει την ανθρώπινη φύση σταθερή, υποστηρίζει πως: «Το αίσθημα της ποίησης είναι το ίδιο στις καρδιές των ανθρώπων». Παραθέτω δείγμα:
Γαλάζιο χόρτο στο ποτάμι γύρω/ Ιτιές γεμίζουν τον κλεισμένο κήπο./ Και μέσα, η κυρά, στο κάρπισμα της νιότης/ Μπροστά στην πόρτα, λίγο, κοντοστέκει./ Λυγερή, το λυγερό προβάλλει χέρι της·/ Ήτανε κουρτιζάνα τον παλιό καιρό,/ Και τώρα παντρεύτηκε ένα βλάκα,/ που ξημεροβραδιάζεται στα καπηλειά/ Και την αφήνει σπίτι του πολύ μονάχη. («Μέι Σεγκ» 140 π.Χ.)
Α! και μια λεπτομέρεια ιδιαζούσης σημασίας. Τα ιδεογράμματα δεν γράφονται από οποιονδήποτε, αλλά από κινεζικό χέρι, σε ειδικό χαρτί και με ειδικό μελάνι, όλα τελείως διαφορετικά από αυτά που έχουμε στη Δύση. Έτσι μας λέει ο ειδικός. Βλέπουμε επομένως πως δεν είναι μόνο η κινέζικη γλώσσα δύσκολη αλλά όλα τα κινέζικα …
Όταν ο Χένρι Μίλερ ζούσε στην Κέρκυρα με την Νάνσυ και τον Λόρενς Ντάρελ αναγκάστηκε να μιλήσει με τον Δήμαρχο, ο οποίος κατέφθασε στην παραλία που είχε κατασκηνώσει η παρέα. Όμως ο Μίλερ δεν ήξερε ελληνικά και ο Δήμαρχος δεν ήξερε αγγλικά, οπότε μίλησαν στα κινεζικά, γλώσσα που δεν ήξερε κανείς από τους δυο. «Άρχισα να του μιλάω κινέζικα, χωρίς βέβαια να ξέρω λέξη από τη γλώσσα, οπότε κι εκείνος, προς μεγάλη μου έκπληξη, άρχισε με τη σειρά του να μιλάει κινέζικα, σε δική του έκδοση, που ήταν το ίδιο με τη δική μου». Την επόμενη μέρα, συνεχίζει ο Μίλερ, ο Δήμαρχος έφερε μαζί του διερμηνέα για να του «διηγηθεί ένα τεράστιο ψέμα πως δηλαδή εδώ και λίγα χρόνια ένα κινέζικο καΐκι είχε προσαράξει σ’ αυτό το ακρογιάλι και πως τετρακόσιοι Κινέζοι είχαν κατασκηνώσει στην αμμουδιά… Αγαπούσε τους Κινέζους, μου είπε∙ ήταν άνθρωποι πολύ καθωσπρέπει και η γλώσσα τους ήταν έξυπνη, είχε μεγάλη μουσικότητα… Του είπα τότε κι εγώ πως είχα πάει στην Κίνα, πράγμα που ήταν το ίδιο μεγάλο ψέμα» κ.λπ., κ.λπ. (Χένρυ Μίλερ, Ο Κολοσσός του Μαρουσιού, εκδ. Κάκτος 1981, σ. 22).
Όπως φαίνεται από το παραπάνω απόσπασμα, τελικά δεν είναι απαραίτητο να έχεις πάει στην Κίνα για να μιλήσεις για την Κίνα ούτε να ξέρεις κινεζικά για να μιλήσεις στα κινεζικά με έναν που δεν ξέρει κινεζικά. Για να συνεννοηθείς με κάποιον αρκεί να μιλάς «ένα είδος γλώσσας καμωμένης κυρίως από καλή θέληση και επιθυμία να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο» (ό.π. σ. 19).
Έτσι κι εγώ μίλησα για την Κίνα χωρίς να μιλάω κινεζικά.