Χάρτης 39 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-39/biblia/arghonaites-kai-sintrofoi-mia-kaleidoskopiki-matia-sti-loghotekhniki-zoi-tis-dekaetias-toi-30-14-simeiwseis
——————
Χριστίνα Ντουνιά, Αργοναύτες και σύντροφοι. Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του '30, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 2021
——————
Όλοι αυτοί οι άνδρες της ξηράς ή της θαλάσσης – στρατιώται, κωπηλάται, ναύται, έμποροι, ποιηταί, ημίθεοι και ερασταί γυναικών ή κορασίδων – άλλοι μικροί, άλλοι πολύ μεγάλοι, όλοι όμως νοσταλγοί και πλαστουργοί του μέλλοντός των, συνεκλονίσθησαν σε τέτοιον βαθμόν από τα λόγια του ηλιοκαούς πηδαλιούχου, που, αρπάζοντας τους κώπας, σαν βιαστικοί λαθρέμποροι λεμβούχοι, ή όπως αρπάζουν τα δόρατα οι αφυπνιζόμενοι αποτόμως, εν καιρώ νυκτός, από αμέσως επικείμενον κίνδυνον, Ρωμαίοι των παραμεθορίων λεγεώνων, έτσι κι αυτοί, Αργοναύται της πρώτης στιγμής, Αργοναύται των ηρωικών χρόνων, ήρχισαν να λάμνουν γρήγορα, και επέρασαν άτρωτοι τας Συμπληγάδας με βαθύτατους αναστεναγμούς ανακουφίσεως.
Ανδρέας Εμπειρίκος, Αργώ, ή πλους αεροστάτου
Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι στο λογοτεχνικό περιβάλλον του Μεσοπολέμου η Χριστίνα Ντουνιά κινείται σαν στο σπίτι της - και κάθε τόσο μας ξεναγεί στα ενδιαφέροντα φιλολογικά της ευρήματα. Της χρωστάμε βιβλία όπως το Λογοτεχνία και πολιτική. Τα περιοδικά της αριστεράς στο μεσοπόλεμο (Καστανιωτης 1996), που αποτελεί σημείο αναφοράς για την εξοικείωσή μας με τον μεσοπολεμικό λογοτεχνικό Τύπο, τις ζυμώσεις της αριστερής κριτικής και τη σχέση καλλιτεχνικής και ιδεολογικής πρωτοπορίας· το Κ.Γ. Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης (Καστανιώτης 2000), που χαρτογραφεί με μυθιστορηματικό τρόπο την κριτική αλλά ενίοτε και τη δημιουργική πρόσληψη του Καρυωτάκη από τη δεκαετία του 1920 μέχρι και τη δεκαετία του 1960· την πολύπλευρη ανάδειξη της προσωπικότητας και του έργου σημαντικών μορφών του Μεσοπολέμου μέσω της έκδοσης και μελέτης του έργου τους (σε δυο τόμους συγκέντρωσε τα ποιητικά και πεζογραφικά άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη, ενώ σε τρία βιβλία συγκέντρωσε και αποτίμησε την πεζογραφική παραγωγή του Πέτρου Πικρού)[1]· τον εντοπισμό χαρακτηριστικών φωνών του ενίοτε ιδιαίτερα προοδευτικού και ερωτικά τολμηρού μεσοπολεμικού κλίματος, όπως είναι η πεζογραφική πένα της Ντόρας Ρωζέττη στην Ερωμένη της (Μεταίχμιο 2011). Υπάρχουν, επιπλέον, διάσπαρτα πολλά δημοσιεύματά της για τη Γενιά του 1920, τόσο για τους κριτικούς της (όπως η Άλκης Θρύλος, την ελάχιστα μελετημένη περίπτωση της οποίας αναδεικνύει)[2] όσο και για τους ποιητές της, την πορεία των οποίων «από την ποίηση της παρακμής στην κοινωνική αμφισβήτηση» ιχνηλατεί συστηματικά εδώ και δεκαετίες.[3] Στο πρόσφατο βιβλίο της Αργοναύτες και σύντροφοι. Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του '30, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Εστίας, συγκεντρώνει δημοσιευμένα (αλλά σε σημαντικό βαθμό εμπλουτισμένα) και αδημοσίευτα κείμενά της, που λειτουργούν σαν ψηφίδες ενός καλειδοσκοπίου μέσα από το οποίο παρακολουθούμε ποικίλα επεισόδια της λογοτεχνικής μας ζωής κατά τη δεκαετία του 1930, με επίκεντρο τη δράση και τη δημιουργία της λεγόμενης Γενιάς του '30. Επισφραγίζεται έτσι η προσφορά της συγγραφέως στη μελέτη της λογοτεχνικής ζωής του Μεσοπολέμου, μιας εποχής-μήτρας για τη νεοελληνική λογοτεχνία όπως την ξέρουμε σήμερα.
Όπως συνοπτικά και περιεκτικά το θέτει στην εισαγωγή της:
Στη διάρκεια της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας επιχειρείται ουσιαστικά στην Ελλάδα η αυτονόμηση του λογοτεχνικού πεδίου, ενώ στη δεύτερη ο χώρος αυτός ενισχύεται με τη διεκδίκηση μιας συμβολικής ισχύος και με τον αγώνα για επικράτηση καλλιτεχνικών ομάδων ή/και μεμονωμένων δημιουργών (σ. 20).
Ο Σεφέρης, από τη μεριά του, και από τη σκοπιά της δεκαετίας του '40, βλέπει έτσι τον Μεσοπόλεμο στη μελέτη του για τον Μακρυγιάννη – μας το θυμίζει η Ντουνιά (σ. 189):
Όλη η περίοδος του μεσοπολέμου μπορεί να χαρακτηριστεί σα μια περίοδος απεγνωσμένων αναζητήσεων, εσωτερικών ανασκαφών, ελέγχου της πραγματικότητας που μας περιστοιχίζει και που γίνεται στάχτη στα δάχτυλα που την αγγίζουν.
Το άρωμα αυτών των «απεγνωσμένων αναζητήσεων» μας το προσφέρει το βιβλίο Αργοναύτες και σύντροφοι, ο τίτλος του οποίου παραπέμπει (όπως και η τέταρτη ενότητα του σεφερικού Μυθιστορήματος) στις δυο περίφημες θαλασσινές περιπέτειες της αρχαιοελληνικής μυθολογίας: των Αργοναυτών και της Οδύσσειας. Και τις δυο τις έχουν συχνά χρησιμοποιήσει μεταφορικά πολλοί εκπρόσωποι της γενιάς του μοντερνισμού και του υπερρεαλισμού, όπως μας θυμίζει η συγγραφέας, για να αναφερθούν στις λογοτεχνικές τους προσπάθειες — από τον Θεοτοκά, με την πολυσέλιδη Αργώ του (1933-1936), μέχρι τον Αργοναύτη του Στρατή Μυριβήλη (1936) κι από εκεί μέχρι τους ποιητές, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Εμπειρίκο (σσ. 19-20 και 324), αλλά και τον εικαστικό Εγγονόπουλο, που έχει ζωγραφίσει την ελαιογραφία «Αργώ» (1948). Ωστόσο, όπως προκύπτει από την ανάγνωση του βιβλίου ο όρος «σύντροφοι» δεν παραπέμπει τόσο στο μυθολογικό του αρχέτυπο, αλλά κυρίως στη καινούργια νοηματοδότησή του από την πλευρά των αριστερών διανοουμένων και λογοτεχνών.
Η αξιοποίηση του μύθου των Αργοναυτών προς την κατεύθυνση μιας συλλογικής προσπάθειας εκτείνεται και πιο πίσω στον χρόνο, παίρνοντας άλλες μορφές. Το 1928 δημοσιεύεται στην Αλεξανδρινή Τέχνη το «Τραγούδι των Αργοναυτών» του Σικελιανού, ενός ποιητή τον οποίο στη συνέχεια αγκάλιασε με θέρμη η Γενιά του '30· σύμφωνα με σημείωμα του δημιουργού στο ίδιο περιοδικό, το θαλάσσιο ταξίδι που περιγράφει με μοναδικό λυρισμό σε αυτό το ποίημα της σύνθεσής του Το Πάσχα των Ελλήνων «εκφράζει την εξόρμηση που έχει αρχίσει να γλυκοχαράζει, μόλις τώρα πάλι, στους Δελφούς».[4] Είναι ενδιαφέρον, εξάλλου, το γεγονός ότι μια αντιηρωική, αυτή τη φορά, αναφορά στην αργοναυτική εκστρατεία κάνει και ο Κλέων Παράσχος, μιλώντας για τους «συντρόφους» της προηγούμενης, δικής του γενιάς:
Ομολογώ ότι για τη δική μας γενεά – τη γενεά του 1914 – αισθάνομαι κάποιο δισταγμό να μιλήσω, γιατί τους ανθρώπους μιας γενιάς τους συνδέουν τόσο περίεργοι δεσμοί. Μαζί ξεκίνησαν μια μέρα, παιδιά σχεδόν, για μια, κάθε άλλο παρά απατηλή μα όλο και πιο αχόρταγη Κολχίδα, μαζί αντρωθήκανε, μοιράστηκαν πίκρες, χαρές, δοκιμασίες.[5]
«Όλο και πιο αχόρταγη» η Κολχίδα για τα μέλη της Γενιάς του 1920, κατάπιε πολλούς πριν κατακτήσουν το χρυσόμαλλο δέρας. Οι «πίκρες» μοιάζει να ήταν περισσότερες από τις χαρές τους, οι θυσίες περισσότερες από τις κατακτήσεις τους στο επίσημο, τουλάχιστον, λογοτεχνικό πεδίο. Ο Ανδρέας Καραντώνης τους κατηγόρησε ότι αποστέρησαν από τη νεοελληνική λογοτεχνία για δέκα ολόκληρα χρόνια την «ελληνικότητα», βουλιάζοντας στον «νερωμένο συμβολισμό» και τον «αποπνικτικό καρυωτακισμό τους» – αποκαλεί μάλιστα τα καράβια τους «μεθυσμένα», άρα ανίκανα να οδηγηθούν νικηφόρα σε οποιοδήποτε έπαθλο.[6]
Ωστόσο, ούτε ο πλους της περίφημης για τις επιτυχίες και τη μακρόχρονη επίδρασή της «Γενιάς του '30» υπήρξε ανέφελος· μας προετοιμάζει ήδη γι' αυτό το εξώφυλλο του βιβλίου της Ντουνιά, που κοσμείται από μια ζωγραφιά του Γιάννη Ψυχοπαίδη, ειδικά φιλοτεχνημένη για την έκδοση. Τιτλοφορείται «Αργοναύτες» και η Αργώ που απεικονίζει δεν είναι το στέρεα αρμολογημένο καράβι του μύθου αλλά μια εύθραυστη βάρκα, που έχει όμως στην πλώρη της ένα ανοιχτό, προστατευτικό μάτι. Η συνήθεια να ζωγραφίζονται οφθαλμοί στις δύο πλευρές της πλώρης των πλοίων είναι αρχαιότατη. Στην περίπτωση της Αργώς, ειδικότερα, η παράδοση λέει ότι η θεά Αθηνά πρόσθεσε στην πλώρη της ένα ξύλο από την ιερή βαλανιδιά της Δωδώνης, τη φηγό του Δία, το οποίο είχε την ικανότητα να μιλά, να προφητεύει και να προειδοποιεί για επικείμενους κινδύνους· ωστόσο το ιερό ξύλο δεν βοήθησε τους Αργοναύτες στην αντιηρωική επιστροφή τους από την Κολχίδα στο ποίημα του Ρίτσου «Απ' την αργοναυτική εκστρατεία» (1966):
Κι ούτε κανείς μας καν αναρωτήθηκε πώς δεν τους ειδοποίησε
κείνο το ξύλο, το ιερό, απ' το δάσος της Δωδώνης.[7]
Η βάρκα-Αργώ του Ψυχοπαίδη, πάντως, έχει το φυλαχτό της, και επιπλέον στα πανιά της πέφτουν χαρούμενα χρώματα. Αν και είναι νύχτα, το μισοφέγγαρο αστραποβολάει, η θάλασσα είναι γαλάζια. Το κομμάτι του μαρμάρινου αγάλματος, ωστόσο, που είναι ακουμπισμένο στη στεριά, με δεμένα τα μάτια του, θα μπορούσε να παραπέμπει είτε στο μαρμάρινο κεφάλι του σεφερικού Μυθιστορήματος (που όμως είχε τα μάτια «μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά») είτε γενικότερα στην αρχαία ελληνική κληρονομιά, με την οποία επίμοχθα αλλά και εμπνευσμένα αναμετρήθηκε η Γενιά του '30.
Το έργο του Ψυχοπαίδη αμφιρρέπει ανάμεσα στην κίνηση και την ακινησία, την όραση και την τυφλότητα, την αισιοδοξία και την απαισιοδοξία, εκφράζοντας έτσι τις αντιτιθέμενες τάσεις και την ποκιλομορφία μιας γενιάς που, παρά τους σημαντικούς κοινούς άξονές της, συγκεντρώνει μέλη με πολύ διαφορετικές λογοτεχνικές ιδιοσυγκρασίες. Έτσι, ενώ η Αργώ των υπερρεαλιστών είναι ορμητική και φωτεινή (άτρωτοι περνάνε τις Συμπληγάδες οι αργοναύτες του Εμπειρίκου στο πεζό του Αργώ ή Πλους αεροστάτου (1944) και εκείνοι που επιβαίνουν στη βάρκα του πίνακα Εγγονόπουλου εμφανίζονται ρωμαλέοι, κι ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο Ηρακλής με το ρόπαλό του και ο Ορφέας με τη λύρα του). Από την άλλη μεριά, δεν είναι τυχαίο το ότι, παρά τα δύο βραβεία Νομπελ που εντέλει δαφνοστεφάνωσαν τη γενιά, τόσο οι ελπηνωρικοί «Αργοναύτες» του Σεφέρη το 1935 όσο και η «όλο μπαλώματα, τρύπες και μνήμες» «γερασμένη Αργώ» του πολύ μεταγενέστερου ποιήματος του Ρίτσου[8] κάθε άλλο παρά στον θρίαμβο της κατάκτησης του χρυσόμαλλου δέρατος παραπέμπουν. Οι δυο αυτοί ποιητές, εξάλλου, έχουν την πιο ευδιάκριτη σχέση με τον Καρυωτάκη ανάμεσα στους συνοδοιπόρους τους και αναδεικνύονται, θα έλεγα, σε πρωταγωνιστές του βιβλίου της Ντουνιά (ασχέτως αν, σε συνολικό αριθμό αναφορών και σελίδων υπερέχει για ευνόητους λόγους ο Σεφέρης), καθώς τους αφιερώνονται τέσσερα από τα δεκαπέντε συνολικά κεφάλαιά του - το μισό περίπου απο το δεύτερο και εκτενέστερο μέρος του, που τιτλοφορείται «Δρόμοι της ποιήσης».
Θα αρκεστώ, στη συνέχεια του κειμένου μου, σε σχόλια και σκέψεις που μου γεννούν οι «Δρόμοι της ποίησης», ενότητα που θα μπορούσε κάλλιστα, με τις εκατόν ογδόντα σελίδες της, να συγκροτήσει αυτόνομο βιβλίο (οι δυο άλλες ενότητες του βιβλίου αφορούν τους όρους της ιδεολογικής συγκρότησης της γενιάς και τις βλέψεις και κατακτήσεις της στον χώρο του μυθιστορήματος). Η δεκαετία του 1930 υπήρξε εκρηκτική και στο πλαίσιό της συνυπάρχουν μέλη από πολλές λογοτεχνικές γενιές, δημοσιεύοντας ποιήματα αλλά και κάθε είδους κριτικά κείμενα, αρθρογραφία κλπ. και δημιουργώντας πολύπλοκες και γεμάτες εντάσεις ζυμώσεις: ο επιδραστικός, ακόμη, Παλαμάς απο τη γενιά του 1880, ο Μαλακάσης και ο Γρυπάρης από τους πρώτους συμβολιστές, ο Σικελιανός, ο Καζαντζάκης, ο Βάρναλης, ο Αυγέρης από τους οραματιστές που ξεκίνησαν τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, η γενιά του Καρυωτάκη με τους βασικούς και πολύ δραστήριους κριτικούς της, τον Τέλλο Άγρα και τον Κλέωνα Παράσχο, και βέβαια, από τη Γενιά του 1930, ο πανταχού παρών Ανδρέας Καραντώνης μαζί με πλήθος άλλους αξιόλογους κριτικούς και τα πέντε κεντρικά ποιητικά άστρα της, στα οποία αφιερώνονται ξεχωριστά κεφάλαια: ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Εγγονόπουλος και ο Εμπειρίκος. Οι ποιητές προσεγγίζονται μέσα από ποικίλες οπτικές, με άξονα τους στίχους τους, τα δοκίμιά τους, τα ημερολόγια, την αλληλογραφία, την κριτική πρόσληψή τους κλπ.: αναδεικνύονται ως προς τον ιδιαίτερο, ο καθένας, τρόπο γραφής του, ως συνομιλητές με ξένους επιδραστικούς ομοτέχνους τους, ως συνομιλητές με εκπροσώπους της ντόπιας παράδοσης (με ιδιαίτερη την περίπτωση του Περικλή Γιαννόπουλου, στη βαθιά σχέση του οποίου με τη γενιά αυτή αφιερώνονται δύο κεφάλαια), ως αντικείμενα κριτικής πρόσληψης που εξελίσσεται από χρόνο σε χρόνο μέσα από τον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο, κυρίως, που η Ντουνιά τόσο καλά ξέρει να αξιοποιεί.
Ποικίλες σκέψεις γεννά το βιβλίο αυτό, πολλές υποθέσεις εργασίας ανακύπτουν από τις σελίδες του, όπως συμβαίνει με όλα τα άξια λόγου μελετήματα. Ποιος είναι, ας πούμε, εντέλει, ο ρόλος του Καραντώνη στη λογοτεχνική μας ζωή και ποια η συμβολή του στην ανάδειξη της Γενιάς του '30; Η Ντουνιά τον 'φωτογραφίζει' σε πολλές κριτικές στιγμές του, αντιμετωπίζοντάς τον πότε ευνοϊκά, καθώς αποδέχεται το κριτικό του ταλέντο (π.χ., «μελέτησε με σεβασμό και ευαισθησία το παλαμικό έργο, κυρίως όμως ο προορισμός του ήταν να επιβάλει τον Σεφέρη ως άξιο συνεχιστή του Παλαμά» (σ. 142), ή «Κατά έναν παράδοξο τρόπο, ο συντηρητικός παλιός πολέμιος του Ρίτσου διατυπώνει στο εξής [από τη Σονάτα του σεληνόφωτος και μετά] πιο θετικές, αλλά και πιο ουσιαστικές κρίσεις για την εξέλιξή του. Μερικές φορές μάλιστα [...] εμφανίζεται πιο θερμός από ορισμένους προοδευτικούς, ακόμα και αριστερίζοντες μεταπολεμικούς κριτικούς», σ. 240) και πότε με εύλογες ενστάσεις, όπως όταν αναφέρεται στον φανατικά αντικομουνιστικό κριτικό λόγο του την περίοδο του Εμφυλίου. Γράφει, ας πούμε, ο Καραντώνης το 1947, σαρώνοντας τα πάντα στο διάβα του: «οι θλιβεροί ουραγοί του καρυωτακισμού και οι κιβδηλοποιοί του σουρεαλισμού [...] σαν είδανε από μακριά τις πολεμικές φλόγες του Στάλινγκραντ... πιστέψανε πως ήρθε η ώρα της φιλολογικής τους σωτηρίας. Βάψανε κόκκινα τα γκρίζα ρομαντικά μαλλιά τους, μεταμορφώσανε σε απειλητικές επαναστατικές γκριμάτσες τις ρυτίδες του καρυωτακικού κλαυσίγελου και είπανε: είμαστε η νέα τέχνη»·[9] η «εμμονή» του, εξάλλου, με την ποίηση του Σεφέρη στη μεταπολεμική εποχή, κατά την οποία συχνότατα οι κριτικές αποτιμήσεις του γίνονται με μέτρο τη σχέση των κρινόμενων με τον ποιητή του Μυθιστορήματος, δεν διαφεύγει την προσοχή της Ντουνιά (σ. 240) και ανοίγει έτσι ένα ζήτημα που αξίζει να διερευνηθεί περισσότερο.
Πόσο απομακρυσμένη απο τη Γενιά του Καρυωτάκη, και ειδικά από τον Καρυωτάκη τον ίδιο, είναι η Γενιά του '30; Πολύ λιγότερο, πάντως, από όσο αφήνεται να εννοηθεί στο Ελεύθερο πνεύμα του Θεοτοκά ή στα κείμενα του Καραντώνη και άλλων εναντίον του πολυσυζητημένου ρεύματος του «καρυωτακισμού». Η Ντουνιά καταρχάς ανιχνεύει τη βαριά σκιά του Καρυωτάκη πάνω στον Ρίτσο (στο κεφάλαιο «Νεανικοί έρωτες. Καρυωτάκης και Ρίτσος») και τον Βρεττάκο (στο κεφάλαιο «Νικηφόρος Βρεττάκος. Από το "κλίμα της παρακμής" στην "αντιστασιακή λογοτεχνία"»)· και παλαιότερα, όμως, είχε δείξει ότι μια σειρά ποιητών που ευφυώς αποκαλεί «απεγνωσμένοι της αισιοδοξίας» (Βάρναλης, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος, Σαχτούρης) ανέπτυξαν βαθιά υπόγεια σχέση με τον Καρυωτάκη, σε νεανικό ή (στην περίπτωση των υπερρεαλιστών κυρίως) σε μεταγενέστερο στάδιο της δημιουργίας τους.[10] Όσο για τον Σεφέρη, έχοντας ήδη εμβαθύνει, στο πρόσφατο βιβλίο της Στη σαγήνη του Έντγκαρ Άλαν Πόε, στη στενότατη σχέση του Σεφέρη με τον Πόε και γενικά με το κλίμα της Décadence ως τα τέλη της δεκαετίας του 1930,[11] στο Αργοναύτες και σύντροφοι μάς θυμίζει, μεταξύ άλλων, τον κρίσιμο κόντρα ρόλο, κατά τη δεκαετία του '30, του μαρξιστή κριτικού Βάσου Βαρίκα, ο οποίος στο βιβλίο του Η μεταπολεμική μας λογοτεχνία (1939) προτείνει ως άμεσο απόγονο του Καρυωτάκη όχι τον Ρίτσο, όπως θα το ήθελε ο Καραντώνης, αλλά τον Σεφέρη (σσ. 234-235)· αλλά και επισημαίνει κάτι εξαιρετικά, νομίζω, ενδιαφέρον: ότι ένας κριτικός της γενιάς του 1920 – ο Κλέων Παράσχος – ήταν εκείνος που, διαβλέποντας την καρυωτακική επίδραση στα πρώτα έργα του Ρίτσου και αποτιμώντας την (σε αντίθεση με τον Καραντώνη) θετικά, «πρώτος εντοπίζει το νεωτερικό στοιχείο στον Ρίτσο ως στοιχείο οπτικής των πραγμάτων και όχι ως στοιχείο φόρμας»· διακρίνει μεταξύ άλλων ο Παράσχος στον Ρίτσο, ήδη από την εποχή του Τρακτέρ, όπως το καταγράφει η Ντουνιά, «ένα μίγμα ειρωνείας και πόνου, οίκτου και σαρκασμού, έναν τόνο οξύ, διαπεραστικό, που περνά και στα νεύρα και στις αισθήσεις και, βαθύτερα, στην ψυχή, πραγματικά μοδέρνο».[12]
Πώς 'διαβάζουμε' τον κριτικό λόγο από εποχή σε εποχή; Διαφορετικά κάθε φορά, όπως διαφορετικά διαβάζουμε και την ίδια τη λογοτεχνία μέσα στα χρόνια. Και από πόσο «κοντά» τον διαβάζουμε όσον αφορά τους δικανικούς ελιγμούς του, το μεταφορικό, ενίοτε λεξιλόγιό του, τις αντιφάσεις του κλπ.; Όπως επισημαίνει, ας πούμε, η μελετήτρια για την περιβόητη επιστολή του Παλαμά προς τον νεαρό Σεφέρη σχετικά με τη Στροφή, «η ακτινοβολία του Παλαμά είναι ακόμα τόσο μεγάλη στον μέσο αναγνώστη αλλά και στους βασικούς εκπροσώπους της γενιάς του '30, ώστε η δημοσίευση της επιστολής του, που, αν διαβαστεί από τη σημερινή σκοπιά, μοιάζει από συγκρατημένη έως αρνητική, αποτιμάται θετικά από τον κύκλο του Σεφέρη». Είναι απίστευτο, για παράδειγμα, το γεγονός ότι κατά τον Κατσίμπαλη η επιστολή αυτή «θα τους δώσει ένα μαθηματάκι πώς πρέπει να μιλούν για τέτοια ζητήματα».[13] Μέρος της παρεξήγησης θα πρέπει να αναζητηθεί όχι μόνο στα εύλογα συμφέροντα του σεφερικού κύκλου για μια στήριξη από τον ακόμη έντονα επιδραστικό ποιητικό πρόγονο, αλλά και στη δαιμόνια ρητορική επιδεξιότητα του Παλαμά, καθώς ολόκληρη η επιστολή είναι γραμμένη με μια επιχειρηματολογία στην οποία θα άρμοζε ο χαρακτηρισμός «μια στο καρφί και μια στο πέταλο» - για την κριτική αμηχανία του Παλαμά απέναντι στη Στροφή, και για το πώς αυτή επανέρχεται μέσα στην επιστολή του, διακοπτόμενη από κάποιους επαίνους, κάνει λόγο η Ντουνιά, αλλά μπορούν πολλά ακόμη να ειπωθούν για τον μαεστρικό τρόπο με τον οποίο «κατατίθενται προσεκτικά αλλά ευανάγνωστα οι επιφυλάξεις και τα ερωτήματα» (σ. 140) που γέννησε η Στροφή στον ποιητή του Δωδεκάλογου. Μακάρι μια «εκ του σύνεγγυς» ανάγνωση της παλαμικής επιστολής να επιχειρηθεί από κάποιον νεότερο μελετητή, καθώς έχει πολλά να μας δείξει για τη ρητορική του κριτικού λόγου εν γένει – θέμα πολύ ευρύ, που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα, όπως εκτιμώ, desiderata της φιλολογίας μας. Η παλαμική επιστολή, άλλωστε, έχει διαγράψει μια ενδιαφέρουσα ιστορία στην πορεία της λογοτεχνικής μας ζωής – ακόμη και το 1961, χρονιά δημοσίευσης του τόμου Για τον Σεφέρη. Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της «Στροφής», εμφανίζεται κάτω από το (ψευδεπίγραφο) όνομα του Σεφέρη ένα ποίημα που σατιρίζει ανελέητα τη Στροφή (κυρίως τα ποιήματά της «Αυτοκίνητο» και «Δημοτικό τραγούδι») και αξιοποιεί την παλαμική επιστολή για να δείξει ότι όχι απλώς δεν υπάρχει, τελικά, το «κλειδί» που ζητούσε το 1931 ο Παλαμάς για να εισέλθει στη σεφερική ποίηση, αλλά ότι ούτε ο ίδιος ο Σεφέρης δεν κατανοεί τι γράφει! Παραθέτω τους τελευταίους στίχους:
Κ' αν θέλη ο Παλαμάς κλειδί
στην Ποίησή μου για να μπη
νάβρη το μυστικό κουμπί
της δόξας μου, παιδιά μου
το λέω και τ' ομολογώ
«κλειδί δεν έχω ούτε εγώ»
και δεν μπορώ
ούτε να μπω ούτε να βγω
από τα ποιήματά μου...[14]
Πόσα ξέρουμε για την πορεία της κριτικής πρόσληψης των σημαντικών ποιητών μας; Μέρος αυτής της πορείας είναι και οι τελετουργίες διαδοχής· πολύ εμπεριστατωμένα, και με λεπτομέρειες που οι περισσότεροι δεν γνωρίζαμε, εκθέτει μια πτυχή του ζητήματος αυτού η Ντουνιά στο κεφάλαιο «Ο Παλαμάς και η διαδοχή. Απ' τον Σεφέρη στον Ρίτσο». Το κεφάλαιο του βιβλίου της, εξάλλου, που τιτλοφορείται «Ιδεολογία και αισθητική. Η κριτική πρόσληψη του Γιάννη Ρίτσου» είναι μια συναρπαστική πλοήγηση στους εντυπωσιακά διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους αντιμετώπισε τον Ρίτσο κατά καιρούς η κριτική, ξεκινώντας από το πώς σχολίασε τις δειλές πρώτες ποιητικές του προσπάθειές ο αρχισυντάκτης της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας Ηρακλής Αποστολίδης το 1927, και φτάνοντας μέχρι τα κριτικά κείμενα των ποικίλου αριστερού προσανατολισμού κριτικών της δεκεαετίας του 1960 (Αλέκος Αργυρίου, Νόρα Αναγνωστάκη, Τάσος Λειβαδίτης, Χρύσα Προκοπάκη, Τάκης Σινόπουλος, οι νέοι της Πανσπουδαστικής κλπ.). Μπαίνουν εδώ τα θεμέλια για να γραφτεί η συνολική ιστορία της κριτικής πρόσληψης του Ρίτσου, που αφενός λόγω του κομουνιστικού προσανατολισμού του ποιητή, αφετέρου εξαιτίας της δύναμης αλλά και της ποικιλομορφίας του έργου του, είναι τόσο περιπετειώδης και πολύμορφη που αποτελεί συγχρόνως και μια ακτινογραφία της ιστορίας της κριτικής μας στο σύνολό της. Αλλά και για τον Ελύτη και τους διόσκουρους του ελληνικού υπερρεαλισμού θα είχαν μεγάλο ενδιαφέρον παρόμοιες συνολικές μελέτες.
Πόσο επηρεάζει ο κριτικός λόγος τη δημιουργική πορεία των λογοτεχνών; Και στο ζήτημα αυτό η Ντουνιά έχει ενδιαφέροντα πράγματα να μας πει, όπως όταν επισημαίνει την επιρροή που, όπως εκτιμά, άσκησε η αυστηρή κριτική του Καραντώνη στα πρώτα έργα του Βρεττάκου (σ. 268). Τα ερωτήματα που ανοίγει με τις προσεγγίσεις της θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν.
Η ουσία ειναι ότι κλείνοντας κανείς το βιβλίο της Χριστίνας Ντουνιά Αργοναύτες και σύντροφοι, έχει την αίσθηση ότι έχει επιβιβαστεί, για λίγο, στην Αργώ της Γενιάς του '30, έχει αναμιχθεί με το ετερόκλητο και γεμάτο ζωντάνια πλήρωμά της, έχει δει τι ύδατα άφησε πίσω της και προς τα που κατευθυνόταν, έστω και με απότομες αλλαγές των ανέμων. Πέρα από την ολοζώντανη και διαυγή γλώσσα της και τη στέρεη γνώση του λογοτεχνικού πεδίου που μελετά, η συγγραφέας έχει το χάρισμα να εντοπίζει καίριες φράσεις από κάθε είδους κείμενα (λογοτεχνικά, κριτικά, δοκιμιακά, ημερολογιακά, επιστολικά κλπ.) και να τις υφαίνει στον λόγο της παράγοντας πειστικές αφηγήσεις. Η πιο πολύτροπη, καρπερή και κρίσιμη για την εξέλιξη της λογοτεχνίας και της κριτικής μας δεκαετία του 20ού αιώνα ξεδιπλώνεται μπροστά μας σε σημαντικές στιγμές της και παράλληλα κερδίζουμε την πάντα απαραίτητη απόλαυση της ανάγνωσης.